Quantcast
Channel: X-Quotes
Viewing all 1128 articles
Browse latest View live

Πότε η εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στον λαό;

$
0
0


του π. Γεώργιου Δ. Μεταλληνού
τ. Κοσμήτορα Θεολ Σχολης Παν/μίου Αθηνών

Το 1984, σε ανύποπτο δηλαδή χρόνο, έγραφα σε ένα κείμενό μου:Σχετικά με την κατοχή οποιωνδήποτε αγαθών «υπάρχει ένας χριστιανικός κανόνας, που δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνεία. Πρέπει και η απόκτησή τους και η χρήση τους να γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, με τιμιότητα δηλαδή και δικαιοσύνη. Όσα προέρχονται από εκμετάλλευση ή αδικία ή απάτη κάθε μορφής, δεν μπορούν να καταξιωθούν χριστιανικά». (π. Γ.Δ.Μ., Ορθοδοξία και Κοινωνικοπολιτική διακονία, στο: Ορθόδοξη θεώρηση της Κοινωνίας, έκδ. ΜΗΝΥΜΑ, Αθήνα 1986, σ. 40).


Αν η αρχή αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον πρέπει να βρίσκει την εφαρμογή της στον χώρο του ίδιου του Χριστιανισμού, σχετικά με την εκκλησιαστική ( επισκοπική και μοναστηριακή) περιουσία.΄Οχι ως καπιταλιστική συσσώρευση χρήματος, αλλά ως γεωκτησία, η περιουσία αυτή, κατά κανόνα, έχει «κατά Θεόν» πρόελευση (δωρεές, αφιερώματα των ίδιων των μοναχών στο μοναστήρι τους, πολιτειακές παροχές κ.τ.ό.). Και αυτό, διότι οι Επισκοπές και τα Μοναστήρια, σε δυσχείμερους μάλιστα καιρούς (παρατεινόμενη δουλεία), προσέφεραν τεράστιο κοινωνικό έργο, πού ο Λαός το εκτιμούσε απεριόριστα. Διότι τα Μοναστήρια ήταν αληθινή κολυμβήθρα πνευματικής και κοινωνικής αναγέννησης. Γι’ αυτό ο βαθύς γνώστης της Ορθοδοξίας, αείμνηστος καθηγητής Στήβεν Ράνσιμαν, έγραφε, ότι ήταν ευλογημένα τα χωριά που κοντά τους είχαν κάποιο μοναστήρι. Τα μοναστήρια μας αναδείχθηκαν σε αληθινή «κιβωτό του Γένους», σώζοντας και την πίστη του και τον τρόπο ζωής του, τον πολιτισμό του. Γι’ αυτό οι Βαυαροί το πρώτο που έκαμαν, μαζί με τα εγχώρια όργανά τους, για την προώθηση του εξευρωπαϊσμού μας, ήταν η διάλυση των μοναστηριών στην πλειοψηφία τους και η διαρπαγή της περιουσίας τους. Ήξεραν ότι στα Μοναστήρια σωζόταν κυριολεκτικά το Έθνος.

Πολύς λόγος γίνεται σήμερα, με συγκεκριμένη και όχι αβάσιμη αφορμή, για την μοναστηριακή περιουσία, με κυρίαρχη τάση τον λαϊκισμό:Να μοιραστεί η περιουσία τους στον λαό, ακούμε, αλλά δεν διευκρινίζεται ποιος είναι αυτός ο λαός. Δίκαιο, βέβαια, είναι το ερώτημα: Γιατί δεν μοιράζει το Κράτος την περιουσία του στον λαό; Πώς όμως; Έτσι άτακτα και αόριστα; Δεν είναι λίγες οι φορές, που ο εκκλησιαστικός χώρος παρεχώρησε μέρος της περιουσίας του στο Κράτος για την αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών. Π.χ. η προσφορά γης στους πρόσφυγες (Βύρωνας, Καισαριανή) ή για την ανέγερση εθνωφελών Ιδρυμάτων. Όλα τα γνωστά και μεγάλα ιδρύματα της Αθήνας κτίσθηκαν σε γη, που παρεχώρησε η Εκκλησία (Πανεπιστήμιο, Ακαδημία, νοσοκομεία). Στον λαό δεν πηγαίνουν –και δεν ανήκουν- όλα αυτά τα Ιδρύματα;

Η συμπεριφορά αυτή του εκκλησιαστικού χώρου συνιστά τρόπο υπάρξεως του εκκλησιαστικού σώματος, που έχει κατοχυρωθεί –και διαιωνίζεται- από τους εν Πνεύματι συνταχθέντες συνοδικούς Κανόνες της Εκκλησίας.Πίστη (Ορθοδοξία) και Κανόνες καθορίζουν και διαφυλάττουν τον τρόπο υπάρξεως του ορθοδόξου πιστού στους αιώνες. Με κάθε συντομία θα παρουσιαστεί η αστασίαστη παράδοση του εκκλησιαστικού σώματος για την χρήση και διάθεση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Θα περιοριστώ σε κάποιους ιερούς κανόνες, που αναφέρονται στην καρδιά του προβληματισμού.
Ο Κανών 28 των Αγίων Αποστόλων ορίζει:«Πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων ο Επίσκοπος εχέτω την φροντίδα και διοικείτω αυτά, ως του Θεού εφορώντος. Μη εξείναι δε αυτώ σφετερίζεσθαί τι εξ αυτών, ή συγγενέσιν ιδίοις τα του Θεού χαρίζεσθαι. Ει δε πένητες είεν, επιχορηγείτω ως πένησιν, αλλά μη προφάσει τούτων τα της Εκκλησίας απεμπολείτω». Κατά την ερμηνεία του μεγαλυτέρου Κανονολόγου μας, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (+1809) σε μία ελεύθερη και συντομευμένη χρήση της: «Ο Επίσκοπος έχει την φροντίδα όλων των πραγμάτων της Εκκλησίας, είτε χωραφιών και ακινήτων (απο)κτημάτων, είτε κειμηλίων και κινητών και τα «κυβερνά» (διαχειρίζεται) με φόβο και προσοχή, «στοχαζόμενος ότι έχει τον Θεόν έφορον και εξεταστήν εις την κυβέρνησιν (διαχείριση) αυτών». Όμως δεν έχει και την άδεια να τα οικειοποιείται και να λέγει, ότι είναι δικό του κάτι από αυτά, ή να τα χαρίζει σε συγγενείς του… Εάν δε οι συγγενείς του αυτοί είναι φτωχοί, ας δίνει και σ΄ αυτούς, επειδή όμως είναι φτωχοί και όχι ως συγγενείς του. Ας τους ελεεί από την ετήσια συγκομιδή και όχι εξ αιτίας τους να δικαιούται να πωλεί κάποιο από αυτά. Ο Επίσκοπος δηλαδή ή ο Ηγούμενος είναι όχι ιδιοκτήτες, αλλ’ απλοί «οικονόμοι» (διαχειριστές) των αγαθών, που ανήκουν στον Θεό και τον Λαό Του!


Το πνεύμα των αγίων Πατέρων μας
είναι «να μένουν αναφαίρετα τα κειμήλια και τα κτήματα» των Εκκλησιών και αυτό κατοχυρώνεται από ολόκληρη σειρά Κανόνων και Διατάξεων των Αγίων. Και το ερώτημα είναι: Γιατί; Από τους πρώτους ήδη χριστιανικούς αιώνες ο Επίσκοπος μένει στα πνευματικά, υπάρχει όμως ειδικός κληρικός, ο «οικονόμος», που «οικονομεί» (φροντίζει) τα εκκλησιαστικά πράγματα και κτήματα, «ίνα μη διασκορπίζωνται και κακώς εξοδεύωνται», χάνονται δηλαδή. Η Σύνοδος μάλιστα έχει την ευθύνη να ελέγχει και τιμωρεί τον Επίσκοπο, που αμελεί, φθάνοντας μέχρι την έκπτωσή του από τον επισκοπικό θρόνο. Τα ίδια ισχύουν και για τον Ηγούμενο, που κακώς διαχειρίζεται την μοναστηριακή περιουσία.



Αυτά διαλευκαίνονται ακόμη περισσότερο από άλλους ιερούς Κανόνες, όπως λ.χ. ο 12ος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), που προσθέτει και άλλα ενδιαφέροντα: Όποιος δηλ. Επίσκοπος ή Ηγούμενος μοναστηριού δώσει κτήματα εκκλησιαστικά σε άρχοντες «ή με πωλησίαν ή με αλλαξίαν» (ανταλλαγή!!!), να ακυρώνεται η πράξη και τα πράγματα να επιστρέφονται στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι. Αν δε τυχόν –παρατηρεί ο άγιος Νικόδημος- ο Αρχιερεύς ή ο Ηγούμενος προφασίζονται, ότι το χωράφι δεν δίνει εισόδημα ή κέρδος, αλλά μάλλον ζημία, ας το πουλούν, όχι σε άρχοντες και δυνάστες, αλλά σε κληρικούς ή γεωργούς, ανθρώπους δηλαδή «ταπεινούς και ευτελείς». Το γιατί το εξηγεί ο ίδιος Πατέρας: Τα πράγματα αυτά έχουν αφιερωθεί στον Θεόν και είναι «ιερά» και «πτωχικά». Προορίζονται δηλαδή για την κάλυψη των αναγκών των φτωχών. Δεν προορίζονται για άρχοντες, λοιπόν, ισχυρούς, που θα τα προσθέσουν στην δική τους περιουσία. Αν τα πάρουν όμως φτωχοί, τότε μπορεί να τα ξαναγοράσει από αυτούς η Εκκλησία, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με τους πλούσιους. Δεν πρέπει «να αποξενώνονται» τα πράγματα από τον φυσικό τους χώρο, για να μπορούν να διατίθενται και πάλι για την κάλυψη των αναγκών άλλων φτωχών και εμπερίστατων.


Το πνεύμα της Ορθοδοξίας είναι, ότι η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία ΠΡΕΠΕΙ να μένει στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι, διότι τότε είναι πραγματικά «λαϊκή», ανήκει στον λαό. Όταν το ίδιοποιηθεί κάποιος, και μάλιστα «άρχοντας», δηλαδή ισχυρός, παύουν να ανήκουν στον λαό και γίνονται δική του ιδιοκτησία. Αυτό πρέπει να ισχύει και σήμερα. Τα μοναστηριακά κτήματα μπορούν να εκχωρούνται για κάποια χρόνια σε φτωχούς γεωργούς, για να τα καλλιεργούν και να διαθρέφουν την οικογένειά τους. Να μην χαριστούν όμως, διότι, όπως έχει συμβεί, οι γεωργοί θα τα πουλήσουν και τα χωράφια θα χαθούν. Μετά να επιστρέφονται πάλι εκεί, όπου ανήκουν, για την συμπαράσταση και σε άλλους. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό και φιλάνθρωπο κλίμα μπορεί να κινηθεί η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.


Διαβάζω συχνά, ότι κάποιοι περιμένουν τον «χωρισμό» Εκκλησίας-Πολιτείας, για να βρουν «νόμιμους» τρόπους διαρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πνεύμα των Βαυαρών και των μετά τον Καποδίστρια (ήθελε την αξιοποίησή της) κρατικών ηγετών. Ξεχνούν όμως, ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17) προστατεύεται η ιδιοκτησία. Γιατί λοιπόν να μην επικαλεσθεί το Σύνταγμα και ο εκκλησιαστικός χώρος; Μήπως δεν δικαιώθηκαν οι Μονές, που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν ζημιώθηκαν περιουσιακά επί Ανδρέα Παπανδρέου – Αντώνη Τρίτση (1987); Ο «χωρισμός» θα είναι μόνιμος πονοκέφαλος για την Πολιτεία! Ο διοικητικός χωρισμός υπάρχει (ν. 590/1977, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας). Ο «χωρισμός», ως αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από την ζωή του ΄Εθνους -αυτόν στην ουσία θέλουν- θα είναι αδύνατος, διότι δεν θα λείπει ποτέ «η μαγιά» του Μακρυγιάννη, άρα ματαιοπονούν.

Και κάτι άλλο, μια και ο λόγος για διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.Σε κάθε Μητρόπολη υπάρχει το «Μητροπολιτικό Συμβούλιο», που αποφασίζει γι’ αυτά. Σ’ αυτό μετέχουν ex officio και δύο κρατικοί υπάλληλοι (ανώτεροι): ένας δικαστικός και ένας οικονομικός. Αν συμβεί, λοιπόν, ποτέ κάποια ατασθαλία, σημαίνει ότι και αυτοί συγκατένευσαν. Ας το ξέρουμε, λοιπόν, όταν αναζητούμε ενόχους. Παπάδες και Ηγούμενοι μπορούν να «παραπλανήσουν» κρατικούς παράγοντες, όταν οι τελευταίοι στοχεύουν σε κάποιο δικό τους συμφέρον.


Οι πολιτικοί, ο λαϊκισμός και η Εκκλησιαστική περιουσία...






Γράφει ο Δημήτρης Γερούκαλης
Από μερίδα ανιστόρητων, αντικληρικών και εκσυγχρονιστών, οι οποίοι λεηλάτησαν τον εθνικό πλούτο, τίθεται κατά καιρούς το θέμα της Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

Ας κάνουμε λοιπόν μία σύντομη ιστορική αναδρομή στο πολύπαθο αυτό θέμα.

Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828), ενώ διατηρείται στη συνείδηση του πληρώματος της εκκλησίας η πίστη στο ιερό και αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας, με διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της.

  • Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος και λησμονώντας την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το «Εκκλησιαστικό Ταμείο».Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περουσίας και η πώληση –εκ μέρους επιτηδείων – ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια. Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία «χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων». Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία.
  • Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ουαιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 («αγροτικός νόμος») και άλλους μεταγενέστερους απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσειςγια την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους «προφανής ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας». Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομμύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομμύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία! Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο το 50% της γεωργικής γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ και η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι της γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε.
  • Με το νόμο 4684/1931 περί «Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας. Ο, τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολο του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-1944).
  • Με την από 18-09-1952 «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», η Εκκλησία της Ελλάδας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργίσιμης περιουσίας τηςμε αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η «μισθοδοσία» των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό –του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 –ως υποχρέωσις του κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά τη δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’αυτού.

Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε «αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο «ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα» (περιοδικό «Εκκλησία»1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη της Θ.Τσούμα και Δ.Τασιούλα που εκδόθηκε επισήμως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.



ΔΗΜΟΣΙΟ 43.598.000 στρέμματα

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ 15.553.200 στρέμματα

ΕΚΚΛΗΣΙΑ 1.282.300 στρέμματα

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ 1.098.400 στρέμματα



Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλσίας, το 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.000 γεωργική καλλιεργίσιμη γη.Δηλαδή οι καλλιεργίσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας!

Και να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 «εγκαταλείπονται κάθε χρόνο από τους αγρότες και κτηνοτρόφους κατά μέσο όρο 162.400 αγροτικής γης ακαλλιέργητα και ανεκμετάλλευτα». Το 1983 υπολογίστηκαν ως 4.380.000 στρέμματα οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις γης (σχεδόν 3.5 φορές μεγαλύτερες από το σύνολο της γης που ανήκει στην εκκλησία, ενώ σήμερα θα είναι ασφαλώς πολύ περισσότερο).

Παρά ταύτα, στα μάτια κάποιων και η εναπομείνασα περιουσία φαντάζει μεγάλη. Δε λαμβάνεται όμως υπόψη ότι αυτή δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα) το καθένα από τα οποία αγωνίζεται –μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμεύσεων – να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος και της εκκλησίας.

Δηλαδή κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός που είναι ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου), μεριμνούν για τη συνήθη μικρή περιουσία που έχουν, φροντίζοντας για την έντιμη διαχείρισή της και τηρώντας τις αυστηρές διατάξεις που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα. Η διαχείριση αυτή υπόκειται σε τακτικό έλεγχο τόσο από την Εκκλησία όσο και από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής προσφοράς, όχι και το μοναδικό, αποτελεί η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη (Αθήνα). Έχοντας στην ακτοχή της σημαντική περιουσία που την απέκτησε κατά τον 17οκαι 18οαιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης των Αθηνών. Σε δωρηθέντα ακίνητα της έχουν ανεγερθεί:

  • η Ριζάρειος Σχολή,
  • η Ακαδημία Αθηνών,
  • το Αιγινήτειο Νοσοκομείο,
  • το Μετσόβειο Πολυτεχνείο,
  • το Σκοπευτήριο,
  • το Πτωχοκομείο,
  • η Μαράσλειος Ακαδημία,
  • το Θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός»,
  • το Αρεταίειο νοσοκομείο,
  • η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή,
  • οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων,
  • το Νοσοκομείο Παίδων,
  • το Νοσοκομείο Συγγρού,
  • το Λαϊκό Νοσοκομείο «Σωτηρία»,
  • το Ασκληπιείο Βούλας,
  • η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,
  • το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης,
  • το ΠΙΚΠΑ Βούλας,
  • Ιπποκράτειος Νοσοκομείο,
  • Γηροκομείο,
  • Εθνική Βιβλιοθήκη,
  • Πανεπιστήμιο Αθηνών,
  • 142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής



και πολλά άλλα…



Βεβαίως, κανείς δε φρόντισε να μνημονεύονται αυτά, έστω σε μία επιγραφή επί των ανεγερθέντων κτηρίων.

Το πνεύμα της Ορθοδοξίας είναι,ότι η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία ΠΡΕΠΕΙ να μένει στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι, διότι τότε είναι πραγματικά «λαϊκή», ανήκει στο λαό. Όταν το ιδιοποιηθεί κάποιος, και μάλιστα «άρχοντας», δηλαδή ισχυρός, παύουν να ανήκουν στον λαό και γίνονται δική του ιδιοκτησία. Αυτό πρέπει να ισχύει και σήμερα. Τα μοναστηριακά κτήματα μπορούν να εκχωρούνται για κάποια χρόνια σε φτωχούς γεωργούς, για να τα καλλιεργούν και να διαθρέφουν την οικογένειά τους. Να μην χαριστούν όμως, διότι, όπως έχει συμβεί, οι γεωργοί θα τα πουλήσουν και τα χωράφια θα χαθούν. Μετά να επιστρέφονται πάλι εκεί, όπου ανήκουν, για την συμπαράσταση και σε άλλους. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό και φιλάνθρωπο κλίμα μπορεί να κινηθεί η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Διαβάζω συχνά, ό,τι κάποιοι περιμένουν τον «χωρισμό» της Εκκλησίας-Πολιτείας, για να βρουν «νόμιμους» τρόπους διαρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πνεύμα των Βαυαρών και των μετά τον Καποδίστρια (ήθελε την αξιοποίηση της) κρατικών ηγετών. Ξεχνούν όμως, ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17) προστατεύεται η ιδιοκτησία. Γιατί λοιπόν να μην επικαλεσθεί το Σύνταγμα και ο εκκλησιαστικός χώρος; Μήπως δεν δικαιώθηκαν οι Μονές, που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν ζημιώθηκαν περιουσιακά επί Ανδρέα Παπανδρέου –Αντώνη Τρίτση (1987);

Ο «χωρισμός» θα είναι μόνιμος πονοκέφαλος για την Πολιτεία! Ο διοικητικός χωρισμός υπάρχει (ν. 590/1977, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας.). Ο «χωρισμός», ως αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από την ζωή του Έθνους –αυτόν στην ουσία θέλουν –θα είναι αδύνατος, διότι δεν θα λείπει ποτέ «η μαγιά» του Μακρυγιάννη, άρα ματαιοπονούν.





Δρ. Δημήτριος Κ. Γερούκαλης

Νευρολόγος –Ψυχίατρος

Καταναλωτισμός: Παράδεισος η κόλαση;

$
0
0


Υπάρχουν και χειρότερα πράγματα από την “κρίση” που βιώνουμε.
Η αφθονία οδηγεί κάποιους στην παραφροσύνη. Η κρίση μπορεί να είναι και μία ευκαιρία άσκησης και μετάνοιας. Η εγωιστική αυτολατρεία του καταναλωτισμού, οδηγεί στην ενσάρκωση της…κόλασης.






Αμερική. “Μαύρη παρασκευή”.Η μαύρη παρασκευή είναι η ημέρα μετά την ημέρα των Ευχαριστιών. Εκείνη την ημέρα, είναι οι μεγαλύτερες εκπτώσεις στις ΗΠΑ. Μιλάμε για εκπτώσεις 50-60-70%. Στο βίντεο βλέπετε τι χαμός γίνεται, για να πάρουν smartphone, σε ένα από τα μεγαλύτερα αμερικάνικα σουπερμάρκετ.

Προσέξτε ειδικά στο 1.10″ χρόνο του πρώτου βίντεο. Μια γυναίκα ΔΑΓΚΩΝΕΙκάποιον…


Αγαπητέ αναγνώστη, καταλαβαίνεις, πως υπάρχουν και χειρότερα πράγματα, από το να βρίσκεσαι σε οικονομική κρίση. Από πνευματικής άποψης πάντα.

Ποιός διαφωνεί πως η εικόνα που βλέπουμε παραπάνω δεν είναι μια εικόνα…κόλασης;

Ποιος δεν μπορεί να καταλάβει πως χωρίς αγάπη, η κόλαση δεν είναι παρά μια “Μαύρη Παρασκευή”, που συνεχίζεται σε όλη την αιωνιότητα;

Περισσότερα για την: Μαύρη Παρασκευή

Η Παράδοση μας, η Ορθόδοξη Παράδοση, μας δίνει λύσεις, ώστε να μην καταντήσουμε την ζωή μας κόλαση…

Κάλαντα Χριστουγέννων Βυζαντινὰ

$
0
0



νεγκεν ἀστὴρ μάγους ὁδηγῶν, ἔνδον τοῦ σπηλαίου ἐκόμισεν.
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται ἐκ κόρης Θεόπαιδος.
δῶν ὁ Ἡρώδης ὡς ἔμαθεν, ὅλως ἐξεπλάγη ὁ δείλαιος
Κράζει καὶ βοᾶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς, τοὺς δοξολογοῦντας τὸν Κύριον
Λέγετε σοφοί καὶ διδάσκαλοι ἄρα ποῦ γεννᾶται ὁ Κύριος;
Μέγα καὶ φρικτὸν τὸ τεράστιον , ὁ ἐν οὐρανοῖς ἐπεδήμησεν.

 Νύκτα Ἰωσὴφ ρῆμα ἤκουσε, ἄγγελος Κυρίου ἐλάλησεν.

Ξένον καὶ παράδοξον ἄκουσμα καὶ ἡ συγκατάβασις ἄρρητος
μακροθυμήσας καὶ εὔσπλαχνος, πάντων ὑπομένει τὰ πταίσματα.
Πάλιν οὐρανοὶ ἀνεώχθησαν ἄγγελοι αὐτοῦ ἀνυμνήτωσαν.
Ρήτορες ἐλθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν καὶ ἔνδοξον
Σήμερον ἡ κτίσις ἀγάλλεται καὶ πανηγυρίζει κι εὐφραίνεται.

Τάξεις τῶν Ἀγγέλων ἐξέστησαν ἐπὶ τὸ παράδοξον θέαμα.
μνους καὶ δεήσεις ἀνέμελπον τῷ πάντων Δεσπότῃ καὶ Ἄνακτι.
Φῶς ἐν τῷ σπηλαίῳ καὶ τοῖς ἐν τῷ σκότει ἐπέλαμψε.
Χαίρουσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται καὶ πανηγυρίζει εὐφραίνουσα.
Ψάλλοντες Χριστόν, τὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ τικτόμενον.
Παρθενομῆτορ καὶ Δέσποινα, σῶζε τοὺς εἰς Σὲ καταφεύγοντας.

Εἶναι δημιουργία τοῦ δέκατου ἕκτου αἰῶνος. Κάθε γράμμα τῆς ἀλφαβήτου ξεκινᾶ ἕναν στίχο. Πρόκειται γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο «Αλφαβητάρι» ποὺ ἀπαντᾶται σὲ πολλὲς παραλλαγές: Βυζαντινή (ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου ἔρου ἔρουρεμ, Χαῖρε Δέσποινα), Ἁγιορείτικη, Κοτυώρων Πόντου (τεριρὲμ, τεριρὲμ, τεμ καὶ ἀνανές, Χαῖρε Δέσποινα).

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά

$
0
0


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά,μπόρεσα να καταλάβωότι ο συναισθηματικός πόνος και η θλίψη απλώς με προειδοποιούσαν να μη ζω ενάντια στην αλήθεια της ζωής μου. Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε,

ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά,κατάλαβα σε τι δύσκολη θέση ερχόταν κάποιος, όταν του επέβαλα τις επιθυμίες μου. Και όταν μάλιστα δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή και ούτε ήταν έτοιμος ο άνθρωπός, ακόμα και αν αυτός ήμουν εγώ.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε,

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά,έπαψα να λαχταρώ για μια άλλη ζωή και έβλεπα γύρω μου ότι τα πάντα μου έλεγαν να μεγαλώσω.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε,

ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά,κατάλαβα ότι σε κάθε περίσταση ήμουν στο κατάλληλο μέρος και πάντα στην κατάλληλη στιγμή. Αυτό με έκανε να γαληνέψω.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε,

ΑΛΗΘΕΙΑ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, έπαψα να στερούμαι  τον ελεύθερο μου χρόνο και κάνω μεγαλόπνοα σχέδια για το μέλλον. Σήμερα κάνω  μόνο ότι μου αρέσει και με γεμίζει χαρά, ότι αγαπώ και κάνει την καρδιά μου να γελά. Με το δικό μου τρόπο και με τους δικούς μου ρυθμούς.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε,

ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, απελευθερώθηκα από ότι δεν ήταν υγιεινό για μένα. Από φαγητά, άτομα, πράγματα, καταστάσεις και οτιδήποτε με απομάκρυνε από τον εαυτό μου. Παλαιά αυτό το έλεγα «υγιή εγωισμό».

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε,

ΑΥΤΑΓΑΠΗ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά,έπαψα να έχω πάντα δίκιο. Έτσι έσφαλα πολύ λιγότερο.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε,

ΑΠΛΟΤΗΤΑ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, αρνήθηκα να συνεχίσω να ζω στο παρελθόν μου και να ανησυχώ για το μέλλον μου. Τώρα ζω κάθε μέρα την κάθε στιγμή που ξέρω ότι ΟΛΑ συμβαίνουν.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε,

ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά,συνειδητοποίησα ότι,οι σκέψεις μου με έκαναν ένα άτομο μίζερο και άρρωστο. Όταν επικαλέστηκα τη δύναμη της καρδιά μου η λογική μου βρήκε ένα πολύτιμο σύμμαχο.

Σήμερα αυτό το λέω,

ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, κατάλαβα ότι,δεν πρέπει να φοβόμαστε τις αντιπαραθέσεις, τις συγκρούσεις και οποιαδήποτε προβλήματα αντιμετωπίζουμε με τον εαυτό μας ή με τους άλλους.

Aυτό το λέμε,

ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ 


Ξέρω ότι από τις εκρήξεις στο Σύμπαν γεννιούνται νέα αστέρια.

Σήμερα ξέρω ότι,

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ
via

Ή ανακαίνιση της κτίσεως

$
0
0




Είναι σαφής διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η κτίση είναι δημιούργημα του Θεού, ότι δέχθηκε την φθορά από την πτώση του ανθρώπου και ότι και αυτή θα ελευθερωθεί από αυτήν την φθαρτότητα.


Στην εκκλησιαστική παράδοση κάνουμε λόγο περισσότερο για κτίση παρά για φύση. Ή λέξη φύση αναφέρεται σε κάτι φυσικό, ενώ η λέξη κτίση δείχνει το κτιστό, κάτι πού δημιουργήθηκε, ενώ δεν υπήρχε προηγουμένως. Έτσι, στην Εκκλησία δεν γίνεται λόγος για φυσικά και μεταφυσικά, αλλά για κτιστά και άκτιστα. Το άκτιστο δεν έχει αρχή δημιουργίας, ούτε και τέλος. Το άκτιστο είναι αυτοζωή, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχει τέλος, αν και από την φύση του έπρεπε να τελείωση κάποτε. Χαώδης είναι η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Δεν υπάρχει τίποτε όμοιο τους. Το μονό κοινό μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι ο θεάνθρωπος Χριστός, στο Πρόσωπο του οποίου ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση, δηλαδή το άκτιστο με το κτιστό.

Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η άπειρη ουσία και παντοδύναμη και δημιουργική των όντων» αυτή μόνον είναι απλή και μονοειδής, άποια και ειρηναία. Στην άκτιστη ουσία, δηλαδή στον θεό, δεν υπάρχει καμμιά σύνθεση. Αντίθετα, η κτιστή φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ουσία και συμβεβηκότα και είναι επιδεής της θείας Προνοίας8. Ό Θεός δημιούργησε όλη την κτίση και την συντηρεί με την άχτιστη πρόνοια Του. Ή υπεράγαθη Πρόνοια του Θεού «σωτηρία υπάρχει πάσης κτίσεως»9.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο όρος κτίση αναφέρεται στους αγγέλους, τους δαίμονες, τους ανθρώπους και την άλογη δημιουργία. Είναι ένας όρος πού αποδίδεται σε όλη την δημιουργία, λογική και άλογη. Ξέρουμε ότι ο Θεός δημιούργησε πρώτα τον νοερό κόσμο, έπειτα τον αισθητό και υλικό κόσμο και στην συνέχεια τον άνθρωπο, πού είναι ένωση των δύο κόσμων, νοερού και αισθητού. Όποτε ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας, ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο, ή για να εκφρασθούμε καλύτερα, ο μεγαλόκοσμος, από απόψεως αξίας, μέσα στον μικρόκοσμο.

Αλλά στο σημείο αυτό όταν κάνουμε λόγο για την κτίση και την ανακαίνιση της, θα εννοούμε περισσότερο την υλική και άλογη δημιουργία, η οποία με την Πρόνοια και την Χάρη του Θεού θα ανακαινισθεί στον μέλλοντα αιώνα. Γιατί αυτό μας ενδιαφέρει στην μελέτη μας αυτή. Στην Άγια Γραφή γίνεται λόγος για την πτώση της κτίσεως, αλλά και την ελευθέρωση της από την φθορά. Κλασσικό χωρίο είναι του Αποστόλου Παύλου, πού βρίσκεται στην προς Ρωμαίους επιστολή του. Θα το παραθέσουμε ολόκληρο γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικό και θα μας βοηθήσει στην μετέπειτα επεξεργασία του θέματος.


«Ή γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται, τη γαρ ματαιότητι η κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, έπ' ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. η', 19-22).
Στο χωρίο αυτό υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι ο αισθητός κόσμος, η υλική δημιουργία, λέγεται κτίση και όχι φύση, γιατί συνδέεται με την ύπαρξη δημιουργού και, επομένως, δεν είναι αΐδια και αιώνια, όπως την θεωρούσαν μερικοί φιλόσοφοι. Δεύτερον, η κτίση υπετάγη στην φθαρτότητα όχι με την θέληση της, αφού η κτίση δεν έχει θέληση και ελευθερία, αλλά από την πτώση του ανθρώπου. Ό άνθρωπος παρέσυρε όλη την κτίση στην φθορά. Τρίτον, η κτίση συστενάζει και συνωδίνει μαζί με τον άνθρωπο και αποζητά και ελπίζει ελευθέρωση. Τέταρτον, η αποκαραδοκία, δηλαδή η προσδοκία της, αναφέρεται στην αποκάλυψη των υιών του Θεού. Εφ' όσον ο άνθρωπος έγινε ή αιτία της πτώσεως της, πρέπει από τον άνθρωπο να προέλθει η  της. Φυσικά, όταν λέμε από τον άνθρωπο, εννοούμε από τον άνθρωπο του θεανθρώπου, πού είναι τέκνο Θεού. Πέμπτον, δίνεται η βεβαιότητα ότι ολόκληρη η κτίση θα ελευθερωθεί από την δουλεία της στην φθορά και θα εισαχθεί στην ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η κτίση θα απόλαυση τα αγαθά πού θα προέλθουν, όταν ο άνθρωπος απόκτηση μέθεξη της δόξης του Θεού. Στο χωρίο αυτό φαίνεται η αντίληψη και η διδασκαλία της Εκκλησίας για το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα και την  της κτίσεως. Αφορμή της πτώσεως είναι ο ανυπάκουος και αντάρτης άνθρωπος και αιτία της ανακαινίσεως της είναι ο υιός κατά Χάριν του Θεού, ο Θεούμενος. Αυτός θα την ελευθέρωση, θα την ανακαινίσει. Στην πραγματικότητα η Χάρη του Θεού, δια του ανθρώπου, θα μεταμορφώσει και την άλογη δημιουργία. Όταν βλέπει κανείς την  της κτίσεως έξω από τον Θεούμενο ματαιοπονεί. Ό άνθρωπος πού ενώνεται με τον Χριστό είναι νέα, καινούρια κτίση, γι' αυτό και γίνεται αφορμή δόξης. Ό Απόστολος Παύλος λέγει: «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β' Κορ. ε', 17), Ό Απόστολος Πέτρος αναφερόμενος στην συντέλεια του κόσμου, δεν ομιλεί για μια τελική και ολοσχερή καταστροφή, αλλά για  και μεταμόρφωση, γι' αυτό λέγει: «καινούς δε ουρανούς και γήν καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (Β' Πέτρ.γ', 13). Εδώ βλέπουμε καθαρά ότι γίνεται λόγος για  της κτίσεως και όχι για αφανισμό και καταστροφή. Θα θίξουμε το θέμα αναλυτικότερα πιο κάτω, όταν θα αναφέρουμε τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας.

Μελετώντας τα αγιογραφικά χωρία, πρέπει να εξετάσουμε πώς έπεσε η κτίση και σε τι συνίσταται η  της όπως τα αναλύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Κατά την ανάλυση αυτή πρέπει πάντα να έχουμε υπ' όψη μας τα χωρία της Αγίας Γραφής πού παραθέσαμε προ ολίγου. Κατ' αρχήν πρέπει να κάνουμε λόγο για την π τ ώ σ ητης κτίσεως.

Ό Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι ή κτίση δεν κατασκευάσθηκε ρευστή και φθαρτή, αλλά υπετάγη χωρίς να θέλει, στην φθορά, με την πτώση του Αδάμ10. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος για να παρουσιάσει αυτήν την αλήθεια χρησιμοποιεί μια ωραία εικόνα. Λέγει ότι, όπως όταν αιχμαλωτίζεται ένας βασιλεύς, αναγκαστικά ακολουθούν μαζί του και οι διάκονοι και οι υπηρέτες του. έτσι και όταν έπεσε ο Αδάμ, πού ήταν κύριος και βασιλεύς όλων των κτισμάτων, τα όποια τον υπηρετούσαν, συμπεριλήφθηκε και η κτίση πού τον διακονούσε και υπηρετούσε στην πτώση του11.
Την τραγικότητα της κτίσεως, μετά την πτώση του Αδάμ και την είσδυση σε αυτήν της φθοράς, περιγράφει ωραιότατα ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Γράφει ότι μετά την έξοδο του Αδάμ από τον Παράδεισο ολόκληρη η κτίση δεν ήθελε να βλέπει τον άνθρωπο και διακατεχόταν από οργή εναντίον του. Ή κτίση δεν ήθελε να υποταγή σε αυτόν. Ό ήλιος δεν ήθελε να λάμπει, η σελήνη να στέλλει το φως, τα αστέρια να ακτινοβολούν, οι πηγές να βρύουν, οι ποταμοί να τρέχουν. Ό αέρας δεν ήθελε να δώσει αναπνοή στον άνθρωπο, τα θηρία και όλα τα ζώα ετραχύνθησαν εναντίον του ανθρώπου, γιατί έχασε την δόξα πού είχε. Ό ουρανός ήθελε να πέσει δικαιως πάνω στον άνθρωπο και η γη δεν άντεχε να τον κρατά. Τότε ακριβώς επεμβαίνει ο Θεός με την αγάπη Του και την φιλανθρωπία Του, και, αποβλέποντας στην ανάπλαση, δια της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού Του, συγκρατεί την κτίση με την δύναμη Του και αναστέλλει την ορμή των κτισμάτων εναντίον του ανθρώπου, έως ότου γίνει ο άνθρωπος πνευματικός, άφθαρτος και αθάνατος, ώστε και αυτή να ελευθερωθεί από την φθορά, να συνανακαινισθήμαζί του, να αφθαρτοποιηθή και να γίνει πνευματική12.                
                  
Εφ' όσον η πτώση της κτίσεως έγινε δια του ανθρώπου, και η  της θα γίνει δια του Θεούμενού ανθρώπου. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι ο σύνδεσμος μεταξύ νοερού και αισθητού κόσμου.

Τα αγιογραφικά και πατερικά χωρία πού παραθέσαμε, αν ερμηνευθούν προσεκτικά, καταλήγουν στο ότι με την ανάσταση και αναγέννηση του ανθρώπου θα ανακαινισθεί και η κτίση από την φθορά. Αυτό το βλέπουμε έντονα σε όλη την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Στην συνέχεια θα παραθέσουμε την διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου για την  της κτίσεως. Τα όσα θα λεχθούν πρέπει να τα δούμε από την άποψη ότι ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό «εκ μη υπαρχούσης ύλης». Ό Θεός την έφερε στην ύπαρξη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος η κτίση, η άλογη δημιουργία να καταστραφεί ολοσχερώς και να αφανισθεί. Ό Θεός δεν δημιουργεί κάτι για να το εξαφάνιση στην συνέχεια. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συμβεί αυτό. Άλλωστε, σε όλα τα αγιογραφικά χωρία, πού είδαμε προηγουμένως, γίνεται λόγος για «καινούς ουρανούς και καινήν γη», για ελευθέρωση της κτίσεως από την φθορά, για ανακαίνιση της. Αυτές οι εκφράσεις δεν μπορούν να δηλώσουν την ολοσχερή και πλήρη εξαφάνιση της.

Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είναι αποκαλυπτικός ως προς το σημείο αυτό. Λέγει ότι όπως πρώτα δημιούργησε ό Θεός την κτίση άφθαρτη και στην συνέχεια τον άνθρωπο, έτσι πρώτα ή κτίση πρέπει να μεταποιηθεί, δηλαδή να αλλαγή, και μαζί με αυτήν να νακαινισθούν και τα φθαρέντα σώματα, ώστε και πάλι «πνευματικός και αθάνατος ο άνθρωπος γεγονώς εν αφθάρτω χωρίω και αϊδίω και πνευματικώ κατοικεί»13.

      Εδώ γίνεται λόγος για  των σωμάτων, για αλλοίωση και μεταποίηση όλης της κτίσεως. Επίσης, αναφέρεται ότι ο πνευματικός άνθρωπος, μετά την ανάσταση του και την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα κατοικεί σε πνευματικό, άφθαρτο και αΐδιο χώρο. Αυτό δείχνει ο,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι ο Θεός δεν δημιούργησε την κτίση για να την εξαφανίσει στην συνέχεια.

Ό άγιος Συμεών συνδέει την  των σωμάτων με την ανάπλαση της κτίσεως. Όπως τα σώματα, δια της αναστάσεως, θα ανακαινισθούν, έτσι και «ο ουρανός και η γη και τα εν αύτη πάντα, ήγουν πάσα η κτίσις, ανακαινισθήσεται και ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς». Και όχι μόνον θα ανακαινισθεί ολόκληρη η κτίση, αλλά «συμμεθέξει τα στοιχεία ταύτα μεθ' ημών της εκείθεν λαμπρότητας»14. Όχι μόνον ο άνθρωπος, αλλά και ολόκληρη η κτίση θα μεθέξη της λαμπρότητας του Θεού. Βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό θα γίνει αναλογικά, αφού μόνον ο άνθρωπος μετέχει της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ή κτίση μετέχει της ουσιοποιού και ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Το γεγονός είναι ότι και η κτίση θα αλλοιωθεί και θα μεταμορφωθεί.

   Χρησιμοποιεί πολύ επιτυχώς το παράδειγμα του πεπαλαιωμένου χαλκίνου σκεύους, το οποίο ο τεχνίτης τοποθετεί πάλι στην φωτιά και καθαρίζεται, ανακαινίζεται, αφού απαλλαχθεί από την σκουριά. Το ίδιο θα συμβεί και με την κτίση. Επειδή παλαιώθηκε, λόγω της αμαρτίας των ανθρώπων, ο δημιουργός θα την τοποθετηση στο πυρ, και έτσι «αναχωνευθήσεται και αναστοιχειωθήσεται και λαμπρά και καινότερα ασυγκρίτως της νυνί ορωμένης γενήσεται»15. Εδώ γίνεται λόγος για αναστοιχείωση και αναχώνευση, πού θα την κάνει λαμπρότερη από αυτήν πού είναι σήμερα.

   Στο σημείο αυτό επιμένει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Λέγει ότι όταν ο Θεός θα ανακαινίσει τον άνθρωπο και θα τον κάνη άφθαρτο, αθάνατο και πνευματικό, τότε «και αυτήν όλην την κτίσιν, φημί, συν αυτώ αλλοιώσει και αΐδιον και άϋλον ταύτην αποτελέσει»16. Ή κτίση θα γίνει άϋλη και αιώνια, θα αλλοιωθεί ολόκληρη η κτίση μαζί με τον άνθρωπο, «συν αυτώ». Αυτό είναι σημαντικό, γιατί άκουσα κάποιον θεολόγο να λέγει ότι η κτίση θα μεταμορφωθεί εν τω ανθρώπω, αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας. Δηλαδή δεν θα ανακαινισθεί όλος ο κόσμος. Αλλά μια τέτοια αντίληψη αντιβαίνει στους λόγους της Άγιας Γραφής περί ελευθερώσεως της κτίσεως από την φθορά και στον λόγο του άγιου Συμεών, πού ομιλεί για  της «συν αυτώ» και όχι απλώς «εν αυτώ».

Βέβαια, οι απόψεις αυτές του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου δεν ευνοούν καμιά χιλιαστική αντίληψη, γιατί η τελευταία ομιλεί περί επιγείου καταστάσεως. Για να μη φανεί ότι ο άγιος Συμεών βρίσκεται σε μια τέτοια προοπτική, πρέπει να λεχθεί ότι δεν αναφέρεται σε υλικό και αισθητό τόπο, ούτε σε μια υλική και αισθητή κτίση, αλλά σε πνευματική.

Υποστηρίζει ο άγιος Συμεών ότι, όταν κάνουμε λόγο για ανακαίνιση της κτίσεως, δεν εννοούμε ότι θα επιστρέψει στην κατάσταση πού ήταν στον πρώτο Παράδεισο, προ της παραβάσεως του Αδάμ. Τότε ο Αδάμ ήταν αισθητός και τρεπτός και είχε ανάγκη της τροφής. Όμως με την ανάσταση των σωμάτων ο Αδάμ θα είναι πνευματικός, αφού, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται πνευματικόν». Όπως ο Αδάμ θα είναι πνευματικός και δεν θα έχει ανάγκη τροφής, έτσι και ολόκληρη η κτίση, με την ενέργεια του Θεού θα μεταποιηθεί «εις άϋλον και πνευματικόν υπέρ πάσαν αίσθησιν εν τη παλιγγενεσία... οικητήριον». Δεν θα είναι, λοιπόν, υλική και αισθητή, όπως ακριβώς δημιουργήθηκε από τον Θεό για να ικανοποιεί τις τότε ανάγκες του Αδάμ. Ή κτίση θα είναι πνευματική και άϋλη, ώστε οι άνθρωποι, έχοντες ασώματα σώματα, και γενόμενοι «υπέρ αίσθησιν εν αισθήσει» και όντες «απερίγραπτοι εν απεριγράπτοις» θα έχουν «Άξιον… της εαυτών δόξης κατοικητήριον»17.      
                              
   Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για πνευματικό κατοικητήριο, και ιδιαίτερο χώρο, όπου θα μένουν οι πνευματικοί άνθρωποι. Επανειλημμένως ο άγιος Συμεών αναφέρεται σε κατοικητήριο ή σε οικητήριο, αφού όλη η κτίση θα γίνει Παράδεισος, θα αλλοιωθεί και θα ανακαινισθεί μαζί με τον άνθρωπο18.

Στην διδασκαλία του αγίου Συμεών δίνονται και μερικά παραδείγματα για να γίνει κατανοητότερη αυτή η αντίληψη. Χωρίς να τα καταλαβαίνει η λογική του ανθρώπου, αφού υπερβαίνουν κάθε διάνοια, όλα θα γίνουν πνευματικά και θεια, θα ενωθούν με τα νοητά και θα γίνει «παράδεισος νοερός άλλος και Ιερουσαλήμ επουράνιος». Κανείς δεν παρέμεινε έως τώρα σε τέτοιο όμορφο χώρο. Και αναφέροντας διάφορα παραδείγματα λέγει ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια θα λάμπουν ακόμη περισσότερο. Το ίδιο θα γίνει και με την γη, όλα θα ακτινοβολούν, θα μεταδίδουν το κάλλος και την ομορφιά, θα παρατεθεί ο ίδιος ο λόγος του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου: «Γη δε άφραστον και καινόν αναλήψεται κάλλος και χλόης είδος αμάραντον, άνθεοι δηλαδή φωτοειδέσι και ποικιλία πνευματική ωραιζομένη εν οίς δικαιοσύνη, κατά το όσιον λόγιον, κατοικεί»19.

Κάνουμε λόγο για υπέρ αίσθησιν ένωση της επίγειας κτίσεως με την επουράνια. Ό άγιος Συμεών είναι πολύ εκφραστικός: «η επίγειος κτίσις, η ορωμένη αυτή και αισθητή, αλλοιωθήσεται και τοις επουρανίοις ήγουν τοίς αοράτοις και υπέρ αίσθησιν ενωθήσεται». Και τότε, όταν όλα τα επίγεια ενωθούν με τα επουράνια, δια της Χάριτος του Θεού, και «οι δίκαιοι την ανακαινινισθείσαν ταύτην κληρονομήσουσι γήν, ην οι μακαριζόμενοι πραείς παρά του Κυρίου κληρονομούσι»20.

Από όλη αυτήν την διδασκαλία του άγιου Συμεών φαίνεται ότι, όταν μιλούμε για αιώνια ζωή και για ανακαίνιση της κτίσεως, εννοούμε μεταμόρφωση του ανθρώπου και παραμονή του σε έναν πνευματικό χώρο. Η κτίση δεν θα αφανισθεί, αλλά θα μεταποιηθεί, θα ανακαινισθεί, θα αλλοιωθεί.

Αυτήν την θεολογία του αγίου Συμεών εκφράζει και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, μιλώντας για την μελλοντική εκείνη ευφροσύνη των δικαίων. Βέβαια, επειδή αναφέρεται στον λαό είναι περισσότερο αναλυτικός, και απλός, αλλά όμως παρουσιάζει την θεολογική αλήθεια πού αναπτύξαμε προηγουμένως. Γράφει:

«Γίνωσκε, ώ ακροατά, ότι την δεύτερον παρουσίαν μέλλει να ανακαινισθή ό κόσμος και να γίνη πολλά ωραιότερος και λαμπρότερος από τώρα. Τα στοιχεία θα καθαρισθώσιν από πάσαν φθοράν, να είναι το πυρ λαμπρότερον, αμή να μη καιει, ότι η καύσις του όλη πηγαίνει είς την κόλασιν ό αήρ να καθαρισθή από πάν σκότος και σύννεφον. Το ύδωρ να λαμπρυνθή, να λάμπη ώσπερ καθρέπτης και κρύσταλλον. Ωσαύτως και ή γη θα λεπτύνη, θα γίνη καθαρά παντός ρύπου και ύλης βλαπτικής. Ότι όλα τα βλαβερά, όπου δίδουν θλίψιν καιασθένειαν, ήγουν η θέρμη του πυρός, το ψυχρόν του ύδατος, το σκότος του αέρος, η καύσις του θέρους και πάσα ακαθαρσία και βρώμα του κόσμου τούτου, να συναχθή εις την άβυσσον της κολάσεως, δια περισσοτέραν οδύνην των αθλίων αμαρτωλών. Και ούτω μένουσι τα στοιχεία κεκαθαρμένα, να είναι η γη όλη άβλαβος και ωραία, ως άλλος παράδεισος. Ωσαύτως οι ουρανοί και ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα να δίδουσι λάμψιν θαυμασίαν και περισσότερον επταπλασίως, καθώς λέγει ο Ησαΐας, ότι θέλει είσθαι το φως της σελήνης, ως το ηλιακόν, και το φως του ηλίου επτάκις λαμπρότερον, ώσπερ το φως των επτά ημερών. Έτι δε να παύσουν την κίνησιν αυτών, ότι επειδή ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήται κινούνται τώρα δια την ευεργεσίαν του ανθρώπου, ήγουν δια την γένεσιν και φθοράν, και τότε παύουσι ταύτα μετά την κοινήν ανάστασιν. Και να στέκη ο ήλιος εις την ανατολήν και ησελήνη εις την δύσιν και τα λοιπά εις τους τόπους τους, καθώς εξ αρχής εκτίσθησαν, ούτε να αλλάσσουσιν οι καιροί, ούτε χειμών ή θέρος να είναι, ούτε νύξ, αλλά πάντοτε μια αϊδιότης χρόνων αιώνιος, μετά απείρου ευφροσύνης και ανεικάστου αγαλλιάσεως. Και ταύτα πάντα γίνονται θείω προστάγματι, δια περισσοτέραν δόξαν και απόλαυσιν των δικαιων, ίνα λάβωσι την αμοιβήν των έργων τους πολλαπλάσιον»21.

Ή μελλοντική ανακαίνιση της κτίσεως βιώνεται και από τώρα. Όπως από την παρούσα ζωή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει θεατής της δόξης του Θεού, έτσι και από τώρα μπορεί να αποκτήσει αίσθηση της μελλοντικής αλλοιώσεως της κτίσεως. Όταν ο άνθρωπος έχει φωτισμένο νου, τότε δεν υποδουλώνεται στην κτίση, αλλά βλέπει μέσα σε αυτήν τους λόγους των όντων, την άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Θεού. Όταν έχει μέσα του «αισθητώς και ευαισθήτως» την Χάρη του Θεού, τότε ζει την ανάστασή του και την ανάπλαση τής κτίσεως. Όλα του φαίνονται ωραία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να εντάξουμε τις ωραίες περιγραφές της κτίσεως πού κάνουν οι άγιοι. Επειδή ο άνθρωπος είναι κέντρο της δημιουργίας, γι' αυτό η άχτιστη Χάρη δι' αυτού, διαπορθμεύεται και στην άλογη δημιουργία. Έτσι και τα άγρια ζώα υποτάσσονται στους άγιους, όπως διασώζεται στα συναξάρια της Εκκλησίας. Εκεί δε πού φαίνεται η βίωση της μελλοντικής αλλοιώσεως και μεταμορφώσεως της κτίσεως είναι τα λείψανα των αγίων.

Με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπηση Του έφερε στην γη την καινή κτίση, γιατί έδωσε την δυνατότητα από τώρα να αποκτήσουμε αίσθηση της ανακαινίσεώς της, αλλά και την αποκαραδοκία της μελλοντικής ανακαινίσεως. Γι' αυτό στην Εκκλησία δεν έχουμε απλές ενδείξεις αυτής της ζωής. αλλά αποδείξεις.
Όλο το βιβλίο: Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
1. Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου
2. Ερμηνευτική ανάλυση της παραβολής
 
Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα
1. Ορισμός της ψυχής
2. Ή δημιουργία και γένεση της ψυχής
3. Θάνατος και προπατορικό αμάρτημα
4. Το μυστήριο της εξόδου της ψυχής από το σώμα
5. Ό τελωνισμός των ψυχών
6. Μέση κατάσταση των ψυχών
7. Ό θάνατος των νηπίων
8. Συμπέρασμα
 
Μεταθανάτιες εμπειρίες
1. Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες
2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική
3. Ή διάκριση των εμπειριών
 
Ή αθανασία της ψυχής
1. Ή αθανασία της ψυχής κατά την φιλοσοφία
2. Ή αθανασία της ψυχής κατά την ορθόδοξη θεολογία
3. Θνητοψυχισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία
 
ΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΠΥΡ
1. Οι συζητήσεις στην Φερράρα - Φλωρεντία για το καθαρτήριο πύρ
2. Η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το καθαρτήριο πύρ
a) Αναγκαία η δογματική συζήτηση
b) Υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση
c) Δεν υπάρχει καθαρτήριο πύρ
d) Θεολογικοί λόγοι κατά της υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός
e) Ερμηνεία αποστολικού χωρίου
f) Πατερικά χωρία κατά τον διάλογο
g) Το αιώνιο πυρ είναι άκτιστο
3. Που οφείλεται η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πύρ
 
Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού
1. Ή ένδοξη έλευση του Χριστού
2. Ή ανάσταση των νεκρών
3. Ή μέλλουσα κρίση
 
Παράδεισος και Κόλαση
1. Ή Άγια Γραφή για τον Παράδεισο και την Κόλαση
2. Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση
3. Ό Παράδεισος και η Κόλαση στην εκκλησιαστική ζωή
4. Οι θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της αλήθειας
 
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
1. Αρχαίοι φιλόσοφοι και θεολόγοι για την αποκατάσταση των πάντων
2. Οι απόψεις των ερμηνευτών για την θέση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης σχετικά με την αποκατάσταση των πάντων
3. Ερμηνευτικά σχόλια στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την αποκατάσταση των πάντων
a) Η μεγάλη του εκκλησιαστική προσωπικότητα
b) Οι απόψεις του για την φιλοσοφία
c) Η διδασκαλία του για την προαίρεση του ανθρώπου και την αιωνιότητα της Κολάσεως
d) Ερμηνευτική ανάλυση συγκεκριμένων χωρίων
e) Ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τους Πατέρας της Εκκλησίας
4. Συμπεράσματα
 
Ή αιώνια ζωή
1. Ή Βασιλεία του Θεού
2. Ή  ανακαίνιση της κτίσεως
3. Η διαρκής εξέλιξη στον μέλλοντα αιώνα
 
Διαχρονική εσχατολογία
1. Ερμηνεία του ορού εσχατολογία
2. Ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη
3. Τα παρελθόντα και τα παρόντα των εσχάτων
α) Τι είναι η Βασιλεία του Θεού
β) Τα έσχατα ως τα πρώτα
γ) Τα έσχατα ως παρόντα
 

Εγκατάσταση προγράμματος “Αγάπη”

$
0
0


Τεχνική Υποστήριξη: Παρακαλώ, πώς μπορώ να βοηθήσω;Πελάτης: Χμ… μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισα να εγκαταστήσω το πρόγραμμα που λέγεται “Αγάπη”.
Μπορείτε να με καθοδηγήσετε πώς να το κάνω;
 
Τ.Υ. : Φυσικά μπορώ. Είστε έτοιμος να ξεκινήσουμε; 
Π: Είμαι λίγο άσχετος από τεχνολογία, αλλά ας προσπαθήσουμε. Τι πρέπει να κάνω; 
Τ.Υ.: Το πρώτο βήμα είναι να εντοπίσετε και να ανοίξετε το παράθυρο “Η Καρδιά μου”.
Μπορείτε να την εντοπίσετε;
 
Π: Ναι, αλλά υπάρχουν άλλα τόσα προγράμματα που τρέχουν αυτή τη στιγμή. Υπάρχει πρόβλημα να εγκαταστήσω το “Αγάπη” ενώ τρέχουν τα άλλα; 
Τ.Υ: Ποια προγράμματα τρέχουν τώρα; 
Π: Μισό λεπτό να δω… υπάρχει ένα που λέγεται “Παλιά Τραύματα”, “Χαμηλή Αυτοεκτίμηση”, ένα άλλο “Μνησικακία” και “Εκδίκηση”. 
Τ.Υ.: Δεν υπάρχει πρόβλημα. Μόλις εγκαταστήσετε το πρόγραμμα ‘Αγάπη’, θα διαγράψει βαθμιαία αυτά τα προγράμματα αυτά από το λειτουργικό σύστημα.
Μπορεί να παραμείνουν στη μνήμη αλλά δεν θα εμποδίζουν τη λειτουργία άλλων προγραμμάτων.
Το πρόγραμμα “Αγάπη” θα αντικαταστήσει το “Χαμηλή αυτοεκτίμηση” με μια άλλη ενότητα που λέγεται “Υψηλή αυτοεκτίμηση”.
Όμως, θα πρέπει να διαγράψετε οριστικά τα υπόλοιπα δύο προγράμματα: “Μνησικακία” και “Εκδίκηση”.
Αυτά τα δύο εμποδίζουν την εγκατάσταση του προγράμματος ‘Αγάπη’.
 
Π: Πως γίνεται να τα διαγράψω; Μπορείτε να μου πείτε; 
Τ.Υ.: Με χαρά. Πηγαίνετε με το ποντίκι στην οθόνη σας κάτω αριστερά, εκεί που λέει ‘Εκκίνηση’ και επιλέξτε το πρόγραμμα “Συγχώρεση” και κάνετε ένα κλικ.
Επαναλάβετε τη διαδικασία όσες φορές χρειαστεί μέχρι να διαγράψετε τελείως τα δύο προγράμματα.
 
Π: Α, ωραία! Έγινε κιόλας. Ώχ… όμως το πρόγραμμα “Αγάπη” ξεκίνησε μόνο του την εγκατάσταση. Είναι φυσιολογικό αυτό; 
Τ.Υ.: Ναι, αλλά να θυμάστε ότι έχετε μόνο τη πρώτη έκδοση του βασικού προγράμματος. Θα χρειαστεί να συνδεθείτε με άλλες “Καρδιές” για να κάνετε αναβάθμιση.
Π: Ωχ! Μου εμφανίζεται ένα μήνυμα λάθους που λέει: ‘Error – Το πρόγραμμα δεν μπορεί να λειτουργήσει με εξωτερικές παρεμβάσεις’… τι είναι αυτό; 
Τ.Υ.: Μην ανησυχείτε. Αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα “Αγάπη” έχει φτιαχτεί για να τρέχει με εσωτερικές “Καρδιές” αλλά δεν έχει ακόμα τρέξει στη δική σας “Καρδιά”.
Σε μη-τεχνική γλώσσα, σημαίνει ότι πρέπει πρώτα να αγαπήσετε τον εαυτό σας πριν είστε έτοιμος να αγαπήσετε τους άλλους.
Π: Δηλαδή; Τι κάνω τώρα;
Τ.Υ.: Κατεβάστε το πρόγραμμα “Αποδοχή εαυτού” και κάντε κλικ στα παρακάτω αρχεία: “Συγχώρεση εαυτού”, “Συνειδητοποίηση της αξίας μου”, “Αναγνώριση των ορίων μου”.
 
Π: Εντάξει, το έκανα 
Τ.Υ.: Ωραία. Τώρα αντιγράψτε αυτά τα αρχεία στο βασικό σας φάκελο “Η Καρδιά μου”.
Το σύστημα θα διαγράψει οποιοδήποτε ασύμβατο αρχείο και θα επιδιορθώσει τα όλα τα λανθασμένα αρχεία.
Επίσης, χρειάζεται να διαγράψετε τα “Αρνητική Κριτική”, “Φλυαρία”. Μετά πηγαίνετε στο Κάδο ανακύκλωσης και διαγράψτε τα οριστικά και από εκεί.

Π: Έγινε. Ωπ!! O φάκελος “Η Καρδιά μου” αρχίζει να γεμίζει με νέα αρχεία. Τα “γαλήνη” και “πληρότητα” αντιγράφουν μόνα τους τα αρχεία στο φάκελο “Η Καρδιά μου”.
Είναι φυσιολογικό αυτό;
 
T.Y.: Ναι. Αυτό δείχνει ότι το πρόγραμμα “Αγάπη” έχει εγκατασταθεί και ήδη τρέχει. Κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο.
Το πρόγραμμα “Αγάπη” είναι free, δεν χρειάζεστε κωδικό ενεργοποίησης, γι’ αυτό δώστε το σε όσους μπορείτε.
Μπορεί να σας ανταποδώσουν μερικά καλά αρχεία για αναβάθμιση.
 
Π: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου.
via

Οι μυροφόρες και η οικογένεια του Ιησού

$
0
0


Είναι προφανές ότι στην αρχαία Εκκλησία όλοι ήξεραν τι σχέση είχαν με τον Ιησού οι λεγόμενοι «αδελφοί Του». Γι’ αυτό και τα ευαγγέλια, αν και τους αναφέρουν, δεν δίνουν κάποια διευκρίνιση. Άλλωστε δύο απ’ αυτούς, ο Ιάκωβος και ο Ιούδας (όχι βέβαια ο Ισκαριώτης) είναι και συγγραφείς δύο βιβλίων (επιστολών) που βρίσκονται μέσα στην Καινή Διαθήκη.

Προς ενίσχυση της ορθόδοξης άποψης (που είναι κι η άποψη της αρχαίας Εκκλησίας) ότι οι αδελφοί του Κυρίου δεν ήταν τέκνα της Παναγίας, παρατηρούμε ότι και ο Ιάκωβος και ο Ιούδας αποφεύγουν να αναφέρουν τον εαυτό τους ως αδελφό Του στο προοίμιο της επιστολής τους.

Παρακάτω δίνουμε κάποια στοιχεία για την οικογενειακή κατάσταση του Κυρίου, αλιευμένα από Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Πηγές:

άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην.

άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Υπομνήματα.

Κοσμάς Βεστίτωρ, Εγκώμιον εις τους δικαίους Ιωακείμ και Άνναν.

άγιος Συμεών ο Μάγιστρος και Λογοθέτης, Χρονικό.

Hippolytus Thebanus in Chronico opere.

Όλα τα παραπάνω βρίσκονται συνοπτικά στην Patrologia Graeca, τόμος 1, σχόλια στο βιβλίο 3, κεφ. ς΄, των Αποστολικών Διαταγών.

Η οικογένεια του Ιησού.

Ο Κοσμάς Βεστίτωρ γράφει:

  • Ο ιερέας Ματθάν και η σύζυγός του Μαρία απέκτησαν τρεις κόρες, τη Σοββί, την Άννα και τη Μαρία. Η Σοββί έγινε μητέρα της Ελισσάβετ (μητέρας του Προδρόμου) και η Άννα της Θεοτόκου.
  • Ο Ιωακείμ, πατέρας της Θεοτόκου, είχε έναν αδερφό, τον Αγγαίο. Η κόρη του Αγγαίου Σαλώμη ήταν η πρώτη σύζυγος του αγίου Ιωσήφ του Μνήστωρος, με την οποία απέκτησαν τέσσερις γιους (Ιάκωβο, Ιωσή, Σίμωνα και Ιούδα κατά τα Ματθ. 13, 53-56 και Μάρκ. 6, 1-6) και τρεις κόρες (γράφει τα ονόματα των θυγατέρων; δε θυμάμαι).

Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων γνωρίζει ότι η πρώτη σύζυγος του Ιωσήφ ονομαζόταν Σαλώμη, οι γιοι τους ήταν αυτοί που ξέρουμε από τα ευαγγέλια και οι κόρες τους ήταν η Εσθήρ, η Θάμαρ (σε κάποια χειρόγραφα ονομάζεται Μάρθα) και η Σαλώμη, που είχε το όνομα της μητέρας της και ήταν η σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αποστόλων Ιάκωβου και Ιωάννη. Ο Hippolytus Thebanus επαναλαμβάνει αυτά που γράφει «ο μέγας Σωφρόνιος», αναφέροντας τη Θάμαρ μόνον ως Μάρθα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξέρει τους τέσσερις γιους του Ιωσήφ, αλλά μόνο δύο κόρες, την Εσθήρ και τη Θάμαρ. Νομίζω πως κι εδώ υπάρχουν δύο εκδοχές, Μάρθα και Θάμαρ. Γενικά κλίνω προς το Θάμαρ, γιατί είναι ευκολότερο να γίνει λάθος αντιγραφή από το Θάμαρ στο πασίγνωστο Μάρθα παρά από το Μάρθα προς το άγνωστο Θάμαρ -οπότε το Θάμαρ πώς προέκυψε;


***


Οι αγίες μυροφόρες.

1. Η Μαρία η Μαγδαληνή (Μάρκ. 16, 9 και Ιω. 20, 1-18), για την οποία συμφωνούν όλοι ή δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο: ο Κύριος τη θεράπευσε από 7 δαιμόνια, κατά το Λουκ. 8, 2 και Μάρκ. 16, 9. Ενδιαφέρον: κατά τον άγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο (Εκκλησιαστική Ιστορία, 14οςαιώνας) «κάποιοι» θεωρούσαν πως είναι η κόρη της Χαναναίας του Ματθ. 15, 21-28.

2. Η Σαλώμη, σύζυγος του Ζεβεδαίου, μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη και, όπως είπαμε, κόρη του αγίου Ιωσήφ. «Όχι η μαία» (Κοσμάς Βεστίτωρ). «Η μαία και μήτηρ υιών Ζεβεδαίου» (Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης). Ο Χρυσόστομος δεν προσθέτει κάτι. Άποψή μου: ισχύει το «όχι η μαία». Η μαία Σαλώμη (που τη βρήκε ο Ιωσήφ και την έφερε στη φάτνη, εκεί δυσπίστησε για την αειπαρθενία της Θεοτόκου -ότι δηλαδή είχε μείνει παρθένος μετά τη γέννηση- και θέλησε να τη διαπιστώσει βάζοντας το χέρι της, το οποίο παρέλυσε ώσπου αναίρεσε την άποψή της) αναφέρεται στο ορθόδοξο απόκρυφο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» και, αν υπήρξε, σαφώς δεν αναφέρεται ως κόρη του Ιωσήφ.

3. Η Μαρία Ιακώβου, «μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή» ή «του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή» (βλ. Ματθ. 27, 55-56 και 61, καθώς και 28, 1-10, Μάρκ. 15, 40-41, και 16, 1 και 9). Κατά κάποιους πρόκειται για την Παναγία και έτσι ως θετή μητέρα των δύο γιων του Ιωσήφ.

4. Η μήτηρ Ιωσή. Ο Χρυσόστομος πιστεύει ότι έχουμε δύο Μαρίες, άλλη η «μητέρα του Ιακώβου» κι άλλη η μητέρα «του Ιακώβου του μικρού» (Μάρκ. 15, 40-41 και 47: «μήτηρ Ιωσή»), που πιστεύει πως δε μπορεί νά ‘ναι ο αδελφόθεος, ο οποίος ήταν μέγας, όχι μικρός. Η πρώτη είναι η Παναγία και η δεύτερη η σύζυγος του Ιούδα του αδελφόθεου. Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη η «Μαρία Ιακώβου του μικρού» ήταν η σύζυγος του αδελφόθεου Ιούδα, αλλά η «μήτηρ Ιωσή» ήταν άλλη: κόρη της Σαλώμης της εξαδέλφης της Θεοτόκου, η οποία ανέθρεψε τον Ιωσή (τον αδελφόθεο;), γι’ αυτό χαρακτηριζόταν μητέρα του.

5. Η Ιωάννα (Λουκ. 24, 10), πιθανόν να ήταν η σύζυγος του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη (Λουκ. 8, 3). Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη όμως ήταν η γυναίκα του αποστόλου Πέτρου. Ο Χρυσόστομος αγνοεί τη βιογραφία της και τη χαρακτηρίζει «Ιωάνναν τινά».

6. Η Σουσάννα (Λουκ. 8, 3), για την οποία κανείς δε δίνει επιπλέον στοιχεία.

7. Η Μαρία του Κλωπά (Ιω. 19, 25), που θεωρείται ετεροθαλής αδελφή της Παναγίας. Ο Κλωπάς ήταν αδελφός του αγίου Ιωακείμ, που πέθανε άτεκνος. Έτσι ο Ιωακείμ πήρε τη σύζυγό του, Άννα, για να «αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του» κατά το εβραϊκό έθιμο, και γέννησαν τη Μαρία, «θυγατέρα Κλωπά κατά χάριν» (Hippolytus Thebanus, lib. reg. 1296). Μετά το θάνατο της Άννας του Κλωπά, ο Ιωακείμ παντρεύτηκε την αγία Άννα. Συμφωνεί και ο Χρυσόστομος. Ο Συμεών ο Μάγιστρος γράφει: «αδελφή της Μητρός του Κυρίου, θυγάτηρ Ιωσήφ». Μάλλον ήθελε να γράψει Ιωακείμ κι έγραψε κατά λάθος Ιωσήφ.
* Ο Χρυσόστομος, απαριθμώντας πόσες Μαρίες συναντάμε, αναφέρει και τις αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία. Δε διευκρινίζει όμως αν τις θεωρεί μυροφόρες. Υποθέτω όχι, γιατί δεν τις αναφέρει κανείς ευαγγελιστής στη διήγηση της ανάστασης
Θεόδωρος Ρηγινιώτης

via

Ταινία για τους διωγμούς των Ρωμιών της Πόλης, σοκάρει τους Τούρκους

$
0
0


Ο  «Φθινοπωρινός πόνος» («Guz Sancisi»), η ταινία της Τομρίς Γκιριτλίογλου, που μετέφερε στον κινηματογράφο την ιστορία αγάπης ενός Τούρκου μεγαλοαστού και μιας Ρωμιάς ιερόδουλης, με φόντο τα Σεπτεμβριανά το 1955 στην Κωνσταντινούπολη, «σπάει ταμεία» στην Τουρκία και σοκάρει το τουρκικό κοινό με την αλήθεια της.

Τα Σεπτεμβριανά μέσα από την ματιά του Ορχάν Παμούκ στο βιβλίο του “Ιστανμπούλ”… 


Μόνο στην πρώτη εβδομάδατης προβολής του, σε 92 κινηματογραφικές αίθουσες της γείτονος, ο «Φθινοπωρινός πόνος» έκοψε περισσότερα από 300.000 εισιτήρια, φέροντας στο φως ένα σκοτεινό κομμάτι της τουρικής ιστορίας, που με μαεστρία αφαιρέθηκε από τις σελίδες των τουρκικών σχολικών βιβλίων.

Οι Τούρκοι θεατές διαπιστώνουν μια πραγματικότητα που αγνοούσαν, ενώ εκείνοι που εξέφραζαν φόβους ότι με την πρεμιέρα της ταινίας θα ξεσπούσε εθνικιστική έκρηξη, διαψεύστηκαν.



Το θέμα της ταινίας αντλήθηκε από το ομώνυμο βιβλίο του Γιλμάζ Καρακογιουνλού, συγγραφέα και βουλευτή του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδαςκαι από τους ειδικούς αξιολογήθηκε ως «ειλικρινής συγγνώμη» για όσα συνέβησαν τότε.

Τρεις μέρες μετά την πρεμιέρα του «Φθινοπωρινού Πόνου», ο διευθυντής της «Χουριέτ», Ερτουγρούλ Οζκιόκ, αρθρογραφεί: «Η ταινία αρχίζει με μια άκρως εντυπωσιακή σκηνή: Μια ομάδα αλητών, κρατώντας έναν κουβά με κόκκινη μπογιά, σημαδεύει με σταυρό πόρτες κάποιων σπιτιών, τα μεσάνυχτα. Το σημάδεμα των σπιτιών σε όλα τα μέρη του κόσμου είναι οιωνός κάποιας δικτατορίας ή γενοκτονίας που πλησιάζει. Έτσι έγινε και στη ναζιστική Γερμανία, έτσι έκανε και η Κου Κλουξ Κλαν στις ΗΠΑ. Έτσι σημαδεύτηκαν τα σπίτια στη Βοσνία και το Κόσοβο. Απ΄ ό,τι φάνηκε όμως, τα δικά μας αρχεία δεν είναι και τόσο καθαρά. Υπήρξε αυτό και σ΄ εμάς. Πριν από τα Σεπτεμβριανά, ορισμένοι αλήτες σημάδεψαν τα σπίτια στα οποία ζούσαν Ρωμιοί. Όταν έβγαινα από την ειδική προβολή της ταινίας, ένας φίλος ζήτησε τη γνώμη μου κι εγώ του είπα: Είθε μετά από 20-30 χρόνια, να μην αναγκαστούμε να κάνουμε μια παρόμοια ταινία. Ο θεός να φυλάει την Τουρκία απ΄ αυτό το ρεζιλίκι».

Το σοκ που προκάλεσε η συγκεκριμένη ταινία στην Τουρκία, πυροδότησε σειρά δημοσιευμάτων και σε ευρωπαϊκές εφημερίδες. Μόλις το περασμένο Σαββατοκύριακο, η ολλανδική «Trown»δημοσίευσε ανταπόκριση του Ερντάλ Μπαλτσίαπό την Κωνσταντινούπολη, με τίτλο «Η Κωνσταντινούπολη ντρέπεται για το 1955»και υπέρτιτλο «Ταινία για το διωγμό των Ελλήνων προβάλει ξεχασμένη ιστορία».

Στο ρεπορτάζ τονίζεται ότι «πρόκειται για ταινία, που αναφέρεται στα φρικτά γεγονότα του 1955, τη χρονιά που η ελληνική μειονότητα δέχθηκε επίθεση και εκδιώχθηκε από το τουρκικό κράτος». «Οι Τούρκοι -συνεχίζει ο Μπαλτσί- έχουν εκπλαγεί με την ταινία. Φαίνεται πως πολλοί δεν γνωρίζουν το πογκρόμ».

Στο ίδιο δημοσίευμα φιλοξενείται, μεταξύ άλλων, δήλωση μίας Τουρκάλας: «Είμαι 63 χρονών και μέχρι σήμερα δεν γνώριζα τι είχε συμβεί τότε. Ντρέπομαι γι αυτό. Όμως, οι Τούρκοι ηγέτες ήξεραν καλά πώς να κρατήσουν αυτές τις πληροφορίες μυστικές». «Μαθαίνω ότι ποσοστό 10% του πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη ήταν Έλληνες. Απίστευτο. Αν δεν είχαν εκδιωχθεί, τώρα θα ζούσαν εδώ, το λιγότερο, ένα εκατομμύριο Έλληνες», δηλώνει από την πλευρά της η 19χρονη Γιεσίμ.

Στο ίδιο δημοσίευμα φιλοξενούνται και οι δηλώσεις ενός Έλληνα, του 69χρονου Μιχάλη Βασιλειάδη, ο οποίος διατηρεί ένα μικρό γραφείο στις στοές της Πόλης, εκδίδοντας καθημερινά μια εφημερίδα για τους 2.000 εναπομείναντες Έλληνες. Ήταν 15 χρόνων στα Σεπτεμβριανά και παρότι είδε την ταινία και διατυπώνει το θαυμασμό του για τη σκηνοθέτιδα, που άγγιξε ένα «τόσο ευαίσθητο θέμα», εκτιμά ότι και πάλι, δεν κατάφερε να αποδώσει τη φρίκη των δύο ημερών εκείνου του Σεπτέμβρη. Στέλνει, όμως, ένα μήνυμα: «Οι ηγέτες πρέπει να πουν ένα “συγγνώμη” στον τουρκικό λαό, τον οποίο χρησιμοποίησαν ως μαριονέττα».

Το βιβλίο του Καρακογιουνλούκυκλοφόρησε στην Ελλάδα πριν έντεκα χρόνια, από τις εκδόσεις «Τσουκάτου». Το μετέφρασε η Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, ειδική μελετήτρια των ελληνοτουρκικών σχέσεων, Λιάνα Μυστακίδου, αποσπώντας μάλιστα, το 2000, τιμητική διάκριση από την Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας, για την αριστοτεχνική απόδοση στα ελληνικά.

Όπως δηλώνει η μεταφράστρια: «Ο Φθινοπωρινός Πόνος γράφτηκε από πολιτικό κι ως εκ τούτου, το πράγμα αποκτά άλλη βαρύτητα. Εκτιμώ ότι πρόκειται για συγγραφέα αληθινό και έντιμο, ο οποίος εξακολουθεί να εργάζεται πάνω στο θέμα των δύο χωρών. Για δε το συγκεκριμένο βιβλίο δεν έλαβε δραχμή από πνευματικά δικαιώματα».

1.

2.

3.

4.

5.

6.

7.

8.

9.

10.

11.

12.

Αββά Δωροθέου - Για την συνείδηση

$
0
0


'Όταν ό Θεός δηµιούργησε τον άνθρωπο, 'έβαλε µέσα του ένα θείο σπέρµα, σάν ένα είδος λογισµού πιό θερµού και φωτεινού, νά έχει τή θέση της σπίθας, γιά νά φωτίζει τό νου και νά του δείχνει νά ξεχωρίζει τό καλό από τό κακό'. Αυτό ονοµά­ζεται συνείδηση, και είναι ό φυσικός νόµος ('Ιωαv. Χρυσ. Ρ. G. 49, 131-133). Αυτό είναι τά πηγάδια πού άνοιγε ό 'Ιακώβ, όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, και τά παράχωναν οι Φιλισταίοι (Γεν. 26, 15). Μ' αυτό τό νόµο, δηλαδή µέ τή συνεί­δηση, συµµορφώ­θηκαν οι Πατριάρχες και όλοι οι άγιοι πού έζησαν πρίν από τό γραπτό νόµο και ευαρέστησαν στό Θεό. 'Επειδή όμως αυτή παραχώθηκε και καταπατήθηκε από τούς ανθρώπους µέ την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, χρειαστήκαµε το γραπτό νόµο, χρειαστήκαµε τούς Αγίους Προφή­τες, χρειαστήκαµε την ενανθρώπιση του Ίδίου του Δε­σπότη µας 'Ιησού Χριστού, για να την ξαναφέρει στο φώς και να την αναστήσει, για να ξαναδώσει ζωή, µέ την τήρηση των άγιων εντολών του Θεού εκείνη την σπίθα πού ήταν παραχωµένη. Τώρα λοιπόν, είναι στο χέρι µας η να Την παραχώσουµε πάλι η να την αφήσουμε να λάµπει και να µας φωτίζει, αν συµµορφωνόµαστε µέ τις υποδείξεις της. Γιατί όταν ή συνείδησή µας µας υπαγορεύει να κάνουµε αυτό και άδιαφοροϋµε, και πάλι µας λέει να κάνουµε εκείνο και δεν το κάνουµε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούµε, έτσι τη θάβουνε και δεν µπορεί πια να φωνάξει δυνατά µέσα µας, από το βάρος πού τη σκεπάζει. όπως ακριβώς το λυχνάρι πού δίνει θαµπό φώς, έτσι και αυτή αρχίζει να µας δείχνει όλο πιο θολά, όλο πιο σκοτεινά τα πράγµατα, όπως συµβαίνει και µέ το θολω­µένο από τα πολλά χώµατα νερό, πού δεν µπορεί να δει κανείς διεστραμμένη διάθεση- και αρχίζει να καταφρονεί και τα με­γάλα και βαρύτερα, και να καταπατεί την 'ίδια τη συνείδησή του. Και 'έτσι προχωρώντας σιγά-σιγά κινδυνεύει να πέσει και σε τέλεια αναισθησία.
Γι' αυτό, προσέξτε, αδελφοί μου, να μην αμελήσουμε τα μι­κρά, προσέξτε να μην κατ αφρονήσουμε αυτά σαν ασήμαντα. Δεν είναι μικρά, γιατί απ' αυτά τρέφεται ή ψυχή, απ' αυτά δημι­ουργείται κακή συνήθεια. "Ας αγρυπνήσουμε, ας φροντί­σουμε τα ελαφρά, όσο είναι ακόμη ελαφρά, για να μην γίνουν βαριά. Και ή πρόοδός μας στην αρετή και ή αμαρτία, ξεκινάνε από τα μικρά και καταλήγουν σε μεγάλα είτε καλά είτε κακό-. Γι' αυτό μας προτρέπει ό Κύριο να φυλάμε τη συνεί­δησή μας, σαν να θέλει να κάνει κάποιον Ιδιαίτερα προσε­κτικό και του λέει: «Πρό­σεξε τί κάνεις, ταλαίπωρε, ξύπνα, δη­μιούργησε καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, άσο ακόμα βρί­σκεσαι στο δρόμο μαζί του». Και προσθέτει το φόβο και τον κίνδυνο πού 'έχει ή υπόθεση, λέγοντας «Μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή και ό κρι­τής στους υπηρέτες και σε βάλουν στη φυλακή». Και τί άλλο; «' Αληθινά σου λέω, δεν θα βγεις από εκεί, μέχρις ότου ξεπληρώ­σεις και την τελευταία δεκάρα του χρέους σου». Γιατί ή συνεί­δηση μας ελέγχει, όπως είπα, για το καλό και για το κακό, και μας υποδεικνύει τί να κάνουμε και τί όχι. Και αυτή πάλι θα μας κατηγορήσει και στη μέλλουσα ζωή. Γι' αυτό λέει: «Μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή κτλ».

 
43.-. Ή προσπάθειά μας για να φυλάξουμε τη συνείδησή μας άγρυπνη και να συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της, παίρ­νει πολλές και ποικίλες μορφές, Γιατί πρέπει να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» και πρός το Θεό και πρός τον πλη­σίον και πρός τα πράγματα. Πρός μεν το Θεό, για να μην κατα­φρονεϊ τις εντολές Του, και όταν δεν τον βλέπει άνθρω­πος και όταν κανείς δεν απαιτεί τίποτα απ' αυτόν. Αυτός ενερ­γεί «κατά συνεί­δηση» απέναντι του Θεού μυστικά. Να, τί θέλω να πω: ' Αμέλησε την προσευχή, ανέβηκε στην καρδιά του «εμπαθής λογισμός» και δεν πρόσεξε και δεν πίεσε τον εαυτόν του αλλά συγκατατέθηκε. Είδε τον πλησίον του να λέει η να κάνει κάτι και κατά τη φαντασία του τον υποψιάστηκε και τον κατάκρινε. Και με λίγα λόγια, σε όσα γίνονται εσωτερικά, μυστικά, πού κανένας δεν ξέρει, παρά μόνον ό Θεός και ή συνείδησή μας, σ' αυτά πρέπει να συμμορφωνόμα­στε με τη φωνή της συνειδήσεως. Αυτό σημαί­νει το να τηρούμε τη συνείδησή μας πρός το Θεό.

44.-. Ή τήρηση της συνειδήσεως πρός τον πλησίον είναι να μην κάνει κανείς τίποτα απολύτως πού καταλαβαίνει όταν θλί­βει η πληγώνει τον πλησίον, είτε με έργο, είτε με λόγο, είτε με κάποια κίνηση είτε μ' ένα βλέμμα - γιατί μπορεί κανείς και με μια κίνηση, όπως πολλές φάρες λέω, να πληγώσει τον πλη­σίον, μπορεί και μ' ένα βλέμμα. Και με λίγα λόγω, ό άνθρωπος μολύνει τή συνείδησή του με όσα καταλαβαίνει ότι κάνει επίτηδες για να προκαλέσει λογισμό στον πλησίον, επειδή ξέρη ότι το κάνει επίτηδες για να τον βλάψει η να τον στενοχωρήσει. Το να φυλάξει λοιπόν τή συνείδηση και να μην κάνει κάτι τέτοιο, είναι αυτό πού λεμέ, «να ενεργεί κατά συνεί­δηση» πρός τον πλησίον.

45.-. Να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» πρός τα υλικά πράγ­ματα σημαίνει να μην κάνει κατάχρηση κανενός πράγμα­τος, να μην αφήνει κάτι να καταστραφεί η να πεταχτεί. 'Αλλά και αν ακόμα δει κάτι πεταμένο, να μην το αγνοήσει έστω και αν είναι ασήμαντο, αλλά να το μαζέψει και να το βάλει στη θέση του. Νά μην χρησιμοποιεί απρόσεκτα τα ρούχα του. Γιατί, ας υποθέσουμε ότι μπορεί να φορέσει κανείς το ρούχο του άλλη μια η δύο εβδομάδες και πηγαίνει και το βάζει και το πλένει, πριν της ώρας του, και το φθείρει. Και αντί να το χρησιμοποιήσει άλλους πέντε μήνες η και περισσότερο, με το πλύνε-πλύνε το παλιώνει και το αχρηστεύει. Και αυτό γίνεται «παρά συνείδηση». Το ίδιο συμβαίνει και με το στρώμα. Πολλές φορές μπορεί κανείς να βολευτεί μ’ ένα παπλωματάκι και ζητάει παχύ στρώμα. Άλλοτε πάλιν έχει τρίχινο και θέλει να το αλλάξει και να πάρει άλλο καινούργιο και όμορφο από ματαιοδοξία ή από ακηδία. Μπορεί να αρκεστεί μ’ ένα παλιόρουχο και ζητάει μάλλινο και δημιουργεί ζητήματα, άν δεν του δώσουν. Αν δε και αρχίσει και προσέχει τον αδελφό του και να λέει «Γιατί αυτός έχει αυτό και εγώ δεν έχω;» Ε, αυτός είναι μακάριος! Τότε πρόκοψε! (Εδώ ειρωνεύεται τον τοιούτον μοναχό). Άλλοτε πάλιν απλώνει κανείς το ρούχο του ή το σκέπασμά του στον ήλιο και αμελεί να το μαζέψει και το αφήνει και καίγεται. Και αυτό είναι «παρά συνεί­δηση». Παρόμοια και με τα φαγητά. Μπορεί κανείς να βολευτεί με μικρό λάχανο η λίγα όσπρια η λίγες Ελιές, και δεν το σηκώνει, αλλά ζητάει άλλο φαγητό πιο γευστικό και πιο πολυτελές.


'Όλα αυτά είναι «παρά συνείδηση»". Οι Πατέρες όμως λένε ότι δεν πρέπει ό μοναχός ν' αφή­σει ποτέ τη συνείδησή του να τον κατατυραννεί για οποιοδήποτε θέμα. Πρέπει λοιπόν, αδελφοί μου, ν' αγρυ­πνούμε πάντοτε και να φυλαγόμαστε απ' όλα αυτά, για να μην πέσουμε σε κίνδυνο. Και ό 'ίδιος ό Κύριος μας το προείπε, όπως το ξανάπαμε. Ό Θεός να δώσει να τ' ακούμε και να τα τηρούμε, για να μην μας κατακρίνουν οι λόγοι των Πατέ­ρων μας. 'Αμήν.
via

Περί της απολαύσεως των μελλόντων αγαθών και της μικράς αξίας των παρόντων

$
0
0


 
1. Εί­ναι υ­περ­βο­λι­κός ο καύ­σων και α­νυ­πό­φο­ρος η ξη­ρα­σί­α, ό­μως δεν ε­ξα­σθέ­νη­σε την προ­θυ­μί­αν σας και ού­τε μά­ρα­νε την ε­πι­θυ­μι­ών της α­κρο­ά­σε­ως. Έ­τσι εί­ναι ο α­κρο­α­τής ο θερ­μός και εν­θου­σι­ώ­δης εν­δυ­να­μού­ται δια της ε­πι­θυ­μί­ας της α­κρο­ά­σε­ως και δύ­να­ται να υ­πο­φέ­ρει τα πά­ντα με ευ­κο­λί­α διά να ι­κα­νο­ποί­η­ση την ε­πι­θυ­μί­α αι­ών την κα­λήν και πνευ­μα­τι­κήν. 338 Και ού­τε το ψύ­χος, ού­τε ή ξη­ρα­σί­α, ού­τε τα πολ­λά ζη­τή­μα­τα, ού­τε το πλή­θος των φρον­τί­δων, ού­τε τί­πο­τε άλ­λο τέ­τοι­ον ημ­πο­ρεί να τον κα­τα­βάλειό­πως τον α­δρα­νή και ρά­θυ­μον, ού­τε oι ευ­χά­ρι­στοι και­ροί, ού­τε ή α­πρα­ξί­α και ή α­σφά­λεια, ού­τε ή α­νά­παυ­σις και ή ά­νε­σις δύ­ναν­ται να δι­ε­γεί­ρουν, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει κοι­μώ­με­νος ύ­πνον ά­ξιον πολ­λής κα­τη­γο­ρί­ας.

Σεις ό­μως δεν εί­σθε τέ­τοι­οι, αλ­λά εί­σθε κα­λύ­τε­ροι α­πό αυ­τούς πού κα­τοι­κούν εις την πά­λιν, δι­ό­τι σεις εί­σθε το ε­κλε­κτόν μέ­ρος της πό­λε­ως, και με προ­θυ­μί­αν και σω­φρο­σύ­νης πα­ρα­κο­λου­θεί­τε πάν­το­τε τα λε­γό­με­να.

Αυ­τό ε­δώ το θέ­α­τρον εις εμέ εί­ναι σε­μνό­τε­ρον από τας βα­σι­λι­κάς αυ­λάς. Δι­ό­τι ε­κεί τά δι­δό­με­να, ό­ποι­α και ανεί­ναι, ε­ξα­φα­νί­ζον­ταν μα­ζί με την παρούσαν ζω­ήν, καί εί­ναι γε­μά­τα από θό­ρυ­βον καί ταραχήν. '
-­Εδώ ό­μως δεν συμ­βαί­νει τί­πο­τε τέ­τοι­ον ε­δώ υ­πάρ­χει κά­θε α­σφά­λεια και τι­μή, α­παλ­λαγ­μέ­νη α­πό τα­ρα­χή, ε­ξου­σί­α πού δεν έ­χουν τέ­λος και πού δεν διακόπτονται ούτε από αυτόν τον θάνατον, μάλλον δε πού γίνονται τότε περισσότερον ασφαλείς. Διότι μη μου αναφέρης αυτόν πού κάθηται επάνω εις την άμαξαν, και είναι επηρμένος, και έχει πολλούς σωματοφύλακας, ούτε την ζώνην και την φωνήν του κήρυκος. Να μη χαρα­κτηρίσης από αυτόν τον άρχοντα, αλλά από την ψυ­χικήν του κατάστασιν εάν κυριεύη τα πάθη του, εάν νικά την αμαρτία δηλαδή αν εξουσιάζει τον πόθον των χρημάτων, αν υπέταξε τον αχόρταστο έρωτα των σωμάτων, αν δεν λυώνη από φθόνον, αν δεν παρασύ­ρεται εις το φοβερόν πάθος της ματαιοδοξίας, αν δεν φοβήται και τρέμη την πτωχείαν και την επί το χειρό­τερον μεταβολήν, αν δεν αποθνήσκη από τον φόβον τούτον. Τέτοιον να μου δείξης τον άρχοντα, διότι αυτό σημαίνει εξουσία. Εάν μεν αρχή των ανθρώπων, είναι δε δούλος των παθών, αυτού του είδους τον άρ­χοντα θα τον ονομάσω δουλικώτερον από ό­λους τους ανθρώπους· καθώς και δι' εκείνον που έχει κατακε­κλεισμένον εις το βάθος τον πυρετόν, αν και τίποτε τέτοιον δεν φανερώνη ή εξωτερική εμφάνισης του σώ­ματος του, θα ηδύναντο μετά βεβαιότητος οι ιατροί να ειπούν ότι έχει υψηλόν πυρετόν, και αvακόμη το αγνοούν αυτό οι αδαείς.
"Έτσι λοιπόν και εγώ, αυτόν πού έχει υποδουλωμένη την ψυχήν του, και αιχμάλωτων εις τα πάθη, και άν ακόμη δεν φανερώνη κάτι τέτοιον ή εξωτερική του όψις,άλλα το αντίθετο, δύναμαι να ισχυρισθώ ότι είναι δουλικώτερος δούλων, αυτός πού έχει εις το βάθος της ψυχής τον πυρετόν των κακών, και έχει ιδρυμένη εις αυτήν την ψυχήν του την τυραννικήν εξουσία των παθών θα ονόμαζα δε άρχοντα και ελεύθερον και των βασιλέων βασιλικώτερον, και ανακόμη είναι ενδεδυ­μένος με κουρέλια, και αν κατοικεί εις φυλακήν, και αν είναι δεμένος με αλυσίδα, αυτόν πού απέβαλε την τυραννίαν των παθών, και δεν είναι κυριευμένος από πονηράς επιθυμίας, και ούτε φοβάται και τρέμει από παράλογον φόβον πτώχειας και ατιμίας, πού θεωρού­νται ότι είναι λυπηρά εις την παρούσαν ζωή.
2. Τα αξιώματα αυτά δεν αγοράζονται με χρήματα, ούτε έχουν κανένα πού τα φθονεί* αυτή ή δύναμις δεν επηρεά­ζεται από γλώσσαν κατηγόρου, ούτε από μάτια φθονερών ανθρώπων, ούτε από επινοήματα κακόβουλων, άλλα μένει συνε­χώς ακυρίευτος, ωσάν να κατοικεί εις κάποιον απάτητον τόπον της φιλο­σοφίας, και όχι μόνον εις τας αλλάς δυσχερείς περι­στάσεις, αλλά ούτε και εις αυτόν τον θάνατον υπο­χωρεί.

Και αυτά τα υποδεικνύουν οι μάρτυρες, των οποίων τα μεν σώματα διελύθησαν καί έγιναν σκόνη και στά­χτη, ή δε δύναμίς των καθημερινώς ζη και ενεργεί, εκ­διώκουσα δαιμόνια, φυγαδεύουσα τά νοσήματα, εμ­ψυχώνουσα ολόκλη­ρους πόλεις καί συναθροίζουσα εδώ πλήθος. Τόση είναι ή δύ­ναμις της εξουσίας αυ­τής, όχι μόνον ζουν οι άρχοντες, άλλα και όταν αποθάνουν ώστε δια της βίας μεν κανείς δεν έρχεται εις αυτήν, διά της ιδίας δεπροαιρέσεως και επιθυμίας έρχονται όλοι προς αυτήν, και δεν χάνει την δύναμίν της από τον χρόνον.
Βλέπετε, λοιπόν, ότι δεν το είπα χωρίς λόγον ότι το θέ­ατρovτούτο είναι πιο λαμπρόν από τας βασιλικός αυλάς. Διότιόσα συμβαίνουν εκεί ομοιάζουν με φύλλα πού μαραίνονται καί με σκιάς πού περνούν καί χάνονται-αυτά δε πού δίδον­ται εδώ ομοιάζουν με αδάμαντα, μάλλον δε είναι στερεότε­ρα καί από εκείνον, καθόσον είναι αθάνατα καί ακλόνητα καί δεν υποχωρούν ποτέ εις ουδεμία μεταβολήν, καί εις αυ­τούς πού τά αγαπούν πολύ έρχονται αφόβως, καί εί­ναι απηλλαγμένα από διαμάχην καί φιλονικίαν, από φθόνον καί δικα­στήρια καί από κακοβούλους καί συκοφαντίας. Διότι τά μεν κοσμικά έχουν πολλούς πού τά φθονούν, τά δε πνευματικά εις όσον πιο πολ­λούς έλθουν, τόσον περισσότερον φανερώνουν την ιδικήν των αφθονία. Καί αυτά είναι δυνατόν να το μά­θετε σεις από τον λόγον τούτον. Διότι τον λόγον τον οποίον εις όλους μεταδίδω, εάν κρατήσω εις την οικία πλησίον μου, γίνομαι πτωχότερος, αν όμως τον μεταδώσω εις όλους, όπως ακριβώς σπέρνω εις εύφορο αγρόν, επαυξάνω την αφθονία των αγαθών, κάμνω περισσότερον τον πλούτο μου καί εσάς καθιστώ πλουσιωτέρους χωρίς ό ίδιος να γίνω πτω­χότερος εξ αιτίας της ευπορίας σας, αλλά μάλλον περισσό­τερον πλούσιος, διότι δεν συμβαίνει το ίδιον όπως με τά χρή­ματα, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Εάν είχα αποταμι­ευμένα χρήματα, καί ήθελα να τά διανείμω εις όλους, δεν θα ημπο­ρούσα να έχω την προηγουμένην αφθο­νία, διότι θα ελατ­τωθούν εξ αιτίας της διανομής.

3. Επειδή λοιπόν είναι τόσον υπέροχα τά πνευματικά αγαθά, καί είναι πολύ εύκολος ή απόκτησης των, κα­θόσον εις όλους πού θέλουν δίδονται δωρεάν, αυτά περισότερον να αγαπώμεν, καί να αφήνωμεν τας σκιάς, καί να μη επιδιώκωμεν τούς κρημνούς καί τους σκοπέλους. Καί διά να ενισχύση αυτήν την αγάπην ό Θεός, πριν ακόμη αποθάνει ό άνθρωπος πού τά κα­τέχει επισυνήψεν εις αυτά τον θάνατον. Τούτο θέ­λω νά ειπώ δεν εξαφανίζονται καί αυτά, μόνον όταν αποθά­νη αυτός πού τά κατέχει, αλλά καί ενώ ακόμη ζη μαραίνονται καί αφανίζονται, διά νά δηλώσουν την προσωρινότητα των καί αυτούς πού τά αγαπούν πολύ καί εμμένουν εις αυτά, νά τους απομακρύνουν από την φοβεράν αυτήν μανίαν με το νά φανερώνουν την φύσιν αυτών καί νά διδάσκουν διά της πεί­ρας όταν είναι πιο ασθενέστερα από σκιάς, καί νά εξαφα­νίσουν έτσι την αγάπην προς αυτά. Καί διά νά ομι­λήσω διά παραδεί­γματος· ο πλούτος δεν εγκαταλείπει τον πλούσιον όταν απο­θάνη μόνον, αλλά καί όταν ακόμη ζη χάνεται πολλάκις. Ή νεότης δεν εγκαταλεί­πει τον νέον, μόνον όταν αποθάνη, αλλά καί όταν ευ­ρίσκεται εις την ζωήν τόν εγκαταλείπει καταστρεφο­μένη ουν τη αυξήσει της ηλικίας καί παραχωρούσα την θέσιν της εις το γήρας. Το κάλλος καί ή ευμορφία καί όταν ακόμη ζει ή γυναίκα χάνονται καί μεταβάλλονται εις ασχημίαν. Αιδόξαι καί αι δυναστείαι πά­λιν ομοίως· αι τιμαί, αι εξουσίαι είναι εφήμεροι καί πρόσκαιροι καί πιο φθαρταί από τους ανθρώπους πού κατέχουν αυτά καί καθώς βλέπομεν νά υπάρχουν καθημερινοί θάνατοι των σωμάτων, έτσι υπάρχουν καί θάνατοι των πραγμάτων. Τούτο δεσυμβαίνει διά νά παραβλέπωμεν τά παρόντα καί νά αφοσιωνώμεθα εις τά μέλ­λοντα, καί νά είμεθα εξηρτημένοι από την απόλαυσιν εκείνων, καί ενώ ευρισκόμεθα εις την γην νά ευρισκόμεθα με τόν πόθον εις τούς ουρανούς. Διότι δύο κόσμους έκαμεν ό Θεός, τόν μεν ένα παρόντα, τόν δε άλλον μέλλοντα" τόν μεν ορατόv, τόν δε αόρατο τόν μεν αντιληπτό διά των αισθήσεων, τόν δε διά του νου" τόν μεν έχοντα ανάπαυσιν σωματικήν, τόν δε πνευματικήν τόν μεν αντιλαμβανόμεθα διά της εμπει­ρίας, τovδε διά της πίστεως" τόν μεν ένα τόν έχομεν βέβαιον, τόν δε άλλον τόν ελπίζουμε καί τόν μεν ένα καθώρισε νά είναι τόπος αγώνων, τόν δε άλλον βρα­βείο καί εις αυτόν μεν α­γώνας καί πόνους καί ίδρωτας επισυνήψεν, εις εκείνον δε στεφάνους καί βραβεία καί αμοιβάς· καί τόν μεν έκαμε πέ­λαγος τόν δε λιμένα, τόν μεν σύντομον, τόν δε ατελεύτητο καί αθάνατο.
Επειδή λοιπόν, πολλοί από τούς ανθρώπους προετί­μων από τά νοητά εκείνα τά αισθητά, επισυνήψεν εις αυτά το φθαρτόν καί το πρόσκαιρον διά νά τούς απομακρύνει από τά παρόντα καί νά τούς προσή­λωση ολοψύχως εις την αγάπην των μελλόντων. "Έπειτα επειδή ήσαν εκείνα αόρατα καί νοε­ρά καί πραγματούμενα διά της πίστεως καί της ελπίδος, βλέπε τι πράττει. Αφού ήλθεν επί της γης καί έλαβεν ανθρώπινο σώμα, καί αφού πραγματοποίησε το θαυ­μαστόν σχέδιον του Θεού, μας γνωστοποιεί τά μελλο­ντικά, πληροφορών καί τας πλέον παχυλοτέρας δια­νοίας δι' αυτού. Διότι αφού ήλθεν φέρων αγγελικήν πολιτείαν καί μετέβαλε την γην εις ουρανόν, καί διέ­τασσεν αυτά πού όσους ήσανπρόθυμοι νά τά πράξουν εξωμοίωνον με ασωμάτους δυνάμεις, καί έκαμε τους ανθρώπους αγγέλους, καί προσεκάλει προς την δόξαν των μελλόντων, καί ώριζεν μικρούς αγώνας, καί προέ­τρεψεν νά πετούν υψηλότερα καί νά αναβαίνουν προς αυτάς τας αψίδας των ουρανών καί νά αγωνίζωνται εναντίον των δαιμό­νων, καί νά αντιμετωπίζουν ολό­κληρον την φάλαγγα του δια­βόλου, ενώ έχουν σώμα καί είναι συνδεδεμένοι με σάρκα, νά νεκρώνουν τά σώματα καί νά διώχνουν μακρυά την ταραχήν πού προέρχεται από τά πάθη, καί νά φέρουν μόνον την σάρ­κα, καί νά αμιλλώνται προς τας ασωμάτους δυ­νάμεις.
4. Αφού λοιπόν αυτά διέταξε βλέπε τί πράττει" πόσον εύκολον τόν αγώνα καθίστα. Μάλλον δε προηγουμέ­νως νά αναφέρωμεν, αν θέλετε, το μέγεθος των προ­σταγμάτων και πόσον ισχυράς έκαμε τας πτέρυγας, και αποξενώνων σχεδόν ημάς από την ανθρωπίνην φύσιν, προέτρεψεν όλους νά κατευθύνωνται προς τόν ουρανόν. Διότι ενώ ό νόμος προστάζει οφθαλμόν αντί οφθαλμού, αυτός λέγει «Εάν τις σε ραπίσει εις την δε­ξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ καί την άλλην> (Ματθ. 5, 39). Δεν είπε νά υπομένης μόνον γενναίως και με πραό­τητα την αδικίαν, αλλά καί νά προχώρησης πε­ρισσότερον την φιλοσοφίαν και νά προετοιμάζεσαι νά πάθης μεγαλύτερα κα­κά από όσα εκείνος επιθυ­μεί νά σου προξενήση. Διά της με­γάλης σου υπομονής νά νικήσης την θρασύτητα της ύβρεως, διά νά φύγη μακράν κατεντροπιασμένος από την υπερβολική σου καλωσύνην. Καί πάλιν λέγει· «Εύχεσθε υπέρ των επη­ρεαζόταν υμάς· εύχεσθε υπέρ των εχθρών υμών καλώςποιείτε τοις μισούσιν υμάς» (Ματθ. 5, 44). Την συμ­βουλήν πάλιν περί της παρθενείας εισήγαγε λέγων «ό δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. 19, 12). Επειδή εκ του παραδείσου έφυγεν αύτη καί μετά την παρακοήν αναχώρησε κατελθών εκ του ουρανού την επανέφερε πάλιν, ως φυγάδα εις την προτέραν πατρίδα της, καί την απήλλαξεν εκ της μακροχρο­νίου εξορίας. Καί όταν ήλθεν, έγεννήθη κατ' αρχήν εκ παρθένου καί μετάβαλε τούς νόμους της φύσεως, φανερώνων εξ αρ­χής την προς αυτήν τιμήν καί αποδεικνύων την παρ­θένον μητέρα.
Επειδή λοιπόν όταν ήλθεν έδώ τέτοια παρήγγελε, καί έ­καμε τόν βίον ανώτερο, έδιδεν αντάξια καί τά έπα­θλα των αγώνων, καί μάλλον πολύ μεγαλύτερα καί λαμπρότερα. Άλλα ήσαν καί αυτά αόρατα καί παρέ­μενον εις την ελπίδα, την πίστιν καί την προσδοκίαν των μελλόντων. Επειδή λοιπόν τά μεν παραγγέλματα ήσαν επίπονα καί δύσκολα, τά δε έπαθλα καί βραβεία αντικείμενο πίστεως μόνον, βλέπε τί πράτ­τει, πόσον εύκολον κάνει τόν αγώνα, πόσον ευκολώτερα τά αγωνίσματα. Πως καί με ποίον τρόπον; Διά δύο οδών αφ' ενός μεν με το νά μετέλθη αυτός αυτά, αφ' έτερου δε με το νά μάς δείξη τά βραβεία καί νά τά θέση υπ>όψιν μας. Διότι τά λεγόμενα υπ.' αυτού άλλα μεν ήσαν εντολή, άλλα δε έπα­θλα-εντολή ήτο το «Εύ­χεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς καί διωκό­ντων»(Ματθ. 5, 44), έπαθλον δε το «"Όπως γένησθε υιοί του Πατρός υμών του εν τοις ουρανοίς»(Ματθ. 5, 45). Πά­λιν «Μακάριοι έστε, όταν ονειδίσωσιν υμάς καί διώξωσι, και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι. Χαίρετε καί αγαλλιάσθε ότι ό μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς»

(Ματ. 11, 12). Είδες την εντολήν καί το έπαθλον; Πάλιν «Ει θέλεις τέλειος εί­ναι, πώλησαν σου τά υπάρχοντα, καί δες πτωχοίς, καί δεύρο ακολουθεί μοι, καί έξεις θησαυρόν εν ούρανώ» (Ματθ. 19, 21). Είδες άλλην εντολήν καί άλλο βραβείο; Διότι την μεν εντολήν προέτρεψεν αυτούς νά την τη­ρούν, τά δε έπαθλον πού ήτο μισθός καί ανταπόδοσις ητοίμασεν αυτός. Καί πάλιν «"Οστις αφήκε οικίας καί αδελφούς καί αδελφάς»· τούτο είναι εντολή.. «Έκατο­νταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αιώνιον κληρονομή­σει» (Ματθ. 19, 29)· τούτο είναι βρα­βείον καί στέφα­νος.

5. Επειδή λοιπόν τά παραγγέλματα ήσαν μεγάλα καί τά έπαθλα αυτών δεν εφαίνοντο, βλέπε τι πράττει οίδιος εφαρ­μόζει αυτά καί μας παρουσιάζει τους στε­φάνους. Διότι όπως εκείνος πού διατάσσεται νά βα­δίζη άβατον οδόν, εάν Ίδη προ­ηγουμένως κάποιον νά έχη, βαδίσει αυτόν, ευκολώτερα ακο­λουθεί καί προ­σαρμόζεται καί, έχει μεγαλυτέραν προθυμίαν έτσι καί είς τας εντολάς, αυτοί πού βλέπουν τούς προηγου­μένους ακολουθούν ευκολότεροι. Διά νά ακολουθήσει ευκολότερο ή ιδική μας φύσις, έλαβεν αυτός αυτήν την σάρ­κα καί την φύσιν την ημετέραν καί τοιουτοτρό­πως εβάδισεν αυτήν τήν οδόν καί απέδειξε τας εντο­λάς διά των έργων. Διότι το «Εάν τις σε ραπίση επί τήν δεξιάν σιαγόνα στρέψον αυτώ καί τήν άλλην» (Ματθ. 5, 39) το εφήρμοσεν αυτός, όταν τόν ερράπι­σεν ό δούλος του αρχιερέως, καθόσον δεν ημύνθη αλλά έδειξεν τόση επιείκιαν, ώστε είπε «Ει μεν κα­κώς ελάλησα μαρτύρησον περί του κακού· ει δε κα­λώς, τί με δέρεις;» (Ίω. 18, 23). Είδες πραότητα πού προκαλεί τρόμον; Είδες ταπεινοφροσύνην πού εκ­πλήσσει; εκτυπάτο όχι από κάποιον ελεύθερον, αλλάαπό δούλο καί υπηρέτη, και απο­κρίνεται αυτά με τό­σην αγαθότητα. "Έτσι έλεγε καί ό Πατήρ αυτού είς τούς Ιουδαίους «Λαός μου, τί εποίησα σοι; ή τί σε ελύ­πησα; ή*τί παρηνόχλησα; άποκρίθητι» (Mix. 6, 3). "Οπως αυτός λέγει «Μαρτύρησον περί του κακού», έτσι καί ό Πατήρ αυτού «'Άποκρίθητι μοι»· καί όπως αυτός λέγει «Τί με δέρεις» έτσι καί ό Πατήρ «Τί ελύ­πησα σε, ή τί παρηνόχλησα;».
Πάλιν θέλων νά διδάξηδιά τήν ακτημοσύνη, βλέπε πώς επιδεικνύει αυτήν διά των έργων* «Αι αλωπεκές φω­λεάς έχουσι, καί τά πετεινά του ουρανού κα­τασκηνώσεις, ό δε υιός του άνθρωπου ουκ έχει πού τήν κεφαλήν κλίναι» (Ματθ. 8, 20). Είδες απόλυτον ακτημοσύνη; Δεν είχεν ούτετράπεζαν, ούτε λυχνίαν, ούτε οικίαν, ούτε κάθισμα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά.

Εδίδασκεν ότι πρέπει νά υποφέρουμε με καρτερίαν τας «συκοφαντίας, καί το απέδειξεν εμπράκτως. Διότι όταν τόν ωνόμαζον δαιμονισμένον καί Σαμαρείτην, καί ενώ ημπορούσε νά καταστρέψη αυτούς και νά τούς τιμωρήση διά τήν ύβρι των, τίποτε τέτοιον δεν έκαμε, αλλά αντιθέτως καί τούς ευηργέτει καί τά δαι­μόνια αυτών έξεδίωκεν. Καί ειπών «Εύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς» (Ματθ. 5, 44) έκαμε τούτο ότε ανέβη επί του σταυρού. "Όταν τον εσταύρωσαν καί τόν κάρφωσαν καί ενώ ήτο εσταυρωμένος έλεγεν «"Αφες αυτοίς ου γάρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. 23, 34). Αυτά έλεγε όχι επειδή δεν ηδύνατο ό ίδιος νά τούς συγχώρηση, άλλ διά νά μας διδάξει νά προσευχώμεθα υπέρ των εχθρών μας. Επειδή λοιπόν όχι μόνον διά του λόγου, αλλά καί διάτων έργων μάς εδείκνυε τήν διδασκαλίαν του δι' αυτό προσέθεσε καί τήν προσευ­χήν.
Κα­νείς λοι­πόν α­πό τούς αι­ρε­τι­κούς μη νο­μί­ση ό­τι αυ τά πού ε­λέ­χθη­σαν υ­πο­δη­λούν ά­δυ­να­μίαν, αλ­λά ό­λα αυ­τά έ­γι­ναν εξ αι­τί­ας της με­γά­λης αυ­τού φι­λαν­θρω­πί­ας, δι­ό­τι αυ­τός είναι πού λέ­γει-«"Ί­να δε ι­δή­τε, ό­τι ε­ξου­σί­αν έ­χει ό υιός του άν­θρω­που, α­φι­έ­ναι ε­πί της γης α­μαρ­τί­ας» (Ματθ. 9, 6 '­Αλ­λ' ε­πει­δή ή­θε­λε νά μας δι­δά­ξη (ό δε δι­δά­σκων ό­χι μό­νον δι' ό­σων λέ­γει, αλ­λά καί δι' ό­σων πράτ­τει δει­κνύ­ει τί δι­δα­σκα­λί­αν του) διά τού­το προ­σέ­θε­σε καί τήν προ­σευ­χή Δι­ό­τι καί τούς πό­δας των μα­θη­τών του έ­πλυ­νεν, ό­χι ε­πει­δή ή­το κατώτερος, αλ­λά αν καί ή­το Θε­ός και Δε­σπό­της κα­τήλ­θεν είς τοια­ύτην τα­πει­νο­φρο­σύ­νην, διά νά δι­δά­ξη η­μάς.

6. Διά τού­το λοι­πόν έ­λε­γε" «Μά­θε­τε ά­π' ε­μού ό­τι πρά­ος ει­μί καί τα­πει­νός τη καρ­δί­α» (Ματθ. 11, 29). "Άκουσε πάλι λοι­πόν πώς έ­φε­ρεν είς το μέ­σον τά βρα­βεί­α αυ­τά καί τά έ­πα­θλα, καί τά έ­θε­τε υ­π' ό­ψιν των πι­στών. Ύ­πέ­σχε­το σω­μά­των α­νά­στα­σιν α­φθαρ­σίαν, τήν συ­νάν­τη­σιν είς τόν ουρανόν, τί άρ­πα­γήν είς τας νε­φέ­λα­ς,αυ­τά τά έ­δει­ζεν διά των πραγμάτων. Πώς καί με ποί­ον τρό­πον; Ενώ α­πέ­θα­νεν, α­νε­στή­θη· διά τού­το δε συ­να­νε­στρέ­φε­το με αυ­τούς τεσ­σα­ρά­κον­τα η­μέ­ρας, διά νά τούς πλη­ρο­φό­ρη­ση καί νά τούς δείξη ποί­α πρό­κει­ται νά είναι τά σώ­μα­τα μας με­τά τήν α­νά­στα­σιν. Πά­λιν λέ­γων διά του Παύ­λου ότι «εν νεφέλαις αρ­πα­γη­σό­με­θα είς απάν­τη­σιν είς α­έ­ρα» (Α' θεσσ. 4, 17) καί τού­το το απέδειξεν εμ­πράκτως. Δι­ό­τι με­τά τήν ανάστασιν, όταν ε­πρό­κει­το νά ανέλθη είς τούς ου­ρα­νούς, ενώ ή­σαν πα­ρόν­τες οι από­στο­λοι λέγει «Έ­πήρθη καί νε­φέ­λη ύ­πέ­βα­λεν αυ­τόν, από των οφθαλμών αυ­τών» (Πράξ. 1, 9) και εί­χαν προ­ση­λω­μέ­να τά βλέμ­μα ενώ α­νήρ­χε­το είς τόν ουρανόν. "Έτσι λοιπόν καί το ιδικό μας σώμα θα είναι ομοούσιο με το σώμα εκείνο, καθόσο προέρχεται εκ του ιδίου φυράματος· διότι όπως είναι η κεφαλή έτσι καί το σώμα, όπως ή αρχή έτσι καί το τέλος Καί τούτο θέλων νά δηλώση σαφέ­στερον ό Παύλος έλεγεν˚ «Ως μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού»» (Φιλ. I, 'Μ ) Εάν λοιπόν γίνει όμοιον και θα βαδίση την ιδίαν οδόν και θα υψωθή εις τας νεφέλας ομοίως. Αυτά νά αναμέ­νης και συ εις την ανάστασιν.
Επειδή δε ήτο φανερός ό λόγος περί της βασι­λείας των ουρανών εις τους ακούοντας τότε, διά τούτο ανελθών είς το εις το όρος έμπροσθεν των μαθητών του, υποδεικνύων εις αυτούς την δόξαν των μελλόντων καί αινιγματωδώς και αμυδρώς έδειξενποίον θα είναι το ιδικόν μας σώμα.. Τότε μεν εφάνη με ενδύματα, είς τήν ανάστασιν όμως δέν θα είναι έτσι. Διότι δεν χρειάζεται το σώμα μας ενδύ­ματα, ούτε στέγην, ούτε πάτωμα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά. Και αφού ο Αδάμ προ της παρακοής , ενώ ήτο γυμνός δεν εντρέπετο, διότι ήτο ενδεδυμένος διά δόξης, πόσον μάλλον τά ιδικά μαςσώματα, όσα είς μεγαλύτερον καί καλύτερον τέ­λος θα βαδίσουν, δεν έχουν ανάγκην από αυτά. Διά τούτο λοιπόνκαί αυτός, όταν ανεστήθη άφησε τά ενδύ­ματα επί του τάφου καί της σορού, αναστήσας γυμνόν το σώμα πλήρες ανεκφράστου δόξης καί μακαριότητος.

Αυτά λοιπόν αφού εγνωρίσαμεν, αγαπητοί, καί εμάθομεν διά λόγων καί εδιδάχθημεν διά των οφθαλμών, ας επιδίξωμεν τοιούτον βίον διά νά αρπαγώμεν είς τά σύννεφα και να είμεθα πάντοτε με αυτόν, καί νά σωθώμεν διά της χάριτος αυτού καί νά απολαύσωμεν τά μέλλοντα αγαθά, τα οποία είθεν ημείς νά επιτύχωμεν διά του Ιησού Χριστού τουΚυρίου ημών μετά του οποίου εις τόν Πατέρα συγχρόνως και εις τοΠνεύμα το άγιον ανήκει δόξα, τιμή, δύναμις, προσκύνησις,νυν καί αεί καί είς τούς αιώνας των αιώνων. *Αμήν_
via

Διδαχή των δώδεκα αποστόλων (Αρχαίο κείμενο) Στη Δημοτική

$
0
0




Δι­δα­χή του Κυ­ρί­ου διά των δώ­δε­κα α­πο­στό­λων στα έ­θνη


Εί­ναι δύ­ο δρό­μοι, ο έ­νας της ζω­ής και ο άλ­λος του θα­νά­του και δια­φο­ρά με­γά­λη α­νά­με­σα στους δύ­ο δρό­μους.

Η ο­δός της ζω­ής εί­ναι η ε­ξής: πρώ­τον α­γα­πή­σεις τον Θε­όν τον ποιή­σαν­τα σε, δεύ­τε­ρον τον πλη­σί­ον σου ως σε­αυ­τόν. Και πάν­τα όσα ε­άν θε­λή­σe­ις να μη σου κά­μουν, μην τα κά­νης και συ στους άλλους.
Και αυ­τών των ρη­τών η δι­δα­χή εί­ναι η έ­ξης· Ευ­λο­γεί­τε τους καταρω­μέ­νους η­μίν και προ­σεύ­χε­σθε υ­πέρ των ε­χθρών υ­μών και νη­στεύ­ε­τε υ­πέρ των δι­ω­κόν­των υ­μάς· ποί­α γαρ χά­ρις, ε­άν α­γα­πά­τε τους α­γα­πών­τας υ­μάς; Ου­χί και τα έ­θνη τού­το ποι­ού­σιν; Άλ­λα σεις φι­λεί­τε τους μι­σούν­τας υ­μάς και δεν θα έ­χε­τε ε­χθρό. Ά­πέ­χου των σαρ­κι­κών ε­πι­θυ­μι­ών. Ε­άν σε ρα­πί­ση κα­νείς εις την δε­ξιάν σι­α­γό­να, στρέ­ψον αυ­τώ και την άλ­λην, και έ­ση τέ­λει­ος. "Αν αγ­γα­ρεύ­ση σε τις μί­λιον εν, ύ­πα­γε με­τ' αυ­τού δύ­ο· αν σου πά­ρη κα­νείς το ι­μά­τιό σου, δό­σε του και τον χι­τώ­να· αν σου α­φαί­ρε­ση κα­νείς το σον, μη α­παί­τει· ού­τε μπο­ρείς να το κά­νης. Παν­τί τω αι­τούν­τι σε δί­δου και μη α­παί­τει· δι­ό­τι σ' ό­λους θέ­λει να δί­νης ο πα­τήρ α­πό ό­σα έ­χεις χαρί­σμα­τα. Μα­κά­ριος ο­ποί­ος δί­νει, κα­τά την εν­το­λή·

Η δευ­τέ­ρα δε εν­το­λή της δι­δα­χής εί­ναι ου φο­νεύ­σεις, ου μοιχεύσεις, να μην ά­σελ­γή­σης, να μην πορ­νεύ­σης, ου κλέ­ψεις, να μη χρη­σι­μο­ποί­η­σης .μά­για, να μη φαρ­μα­κώ­σης, να μη σκο­τώ­σης το παι­δί στην κοι­λιά η α­φού γεν­νη­θή.

Ουκ ε­πι­θυ­μή­σεις τα του πλη­σί­ον, ουκ ε­πι­ορ­κή­σεις, ου ψευδομαρτυ­ρή­σεις, να μη κα­κο­λο­γή­σης, να μη κρα­τή­σης μνησικακί­α. Να μην εί­σαι δί­γνω­μος ού­τε δί­γλωσ­σος· δι­ό­τι η διγλωσ­σί­α εί­ναι πα­γί­δα θα­νά­του. Να μην εί­ναι ο λό­γος σου ψεύτικο­ς o­ύ­τε ά­δει­ος, αλ­λά με­στός α­πό έρ­γα. Να μην εί­σαι πλεονέκτης ού­τε άρ­παξ ού­τε υ­πο­κρι­τής ού­τε κα­κο­ή­θης ού­τε περήφα­νος. Να μην παίρ­νης πο­νη­ρές α­πο­φά­σεις ε­ναν­τί­ον του πλησί­ον σου. Να μη μι­σή­σης κα­νέ­να άν­θρω­πο, αλ­λά άλ­λους μεν να τους έ­λεγ­ξης, για άλ­λους δε να προ­σευ­χη­θής κι' άλ­λους να τους α­γα­πή­σης πά­νω α­πό την ψυ­χή σου

Τέ­κνο μου, α­πό­φευ­γε κά­θε τι το πο­νη­ρό κι ο,τι μοιά­ζει για πο­νη­ρό. Μη γί­νε­σαι όρ­γί­λος, δι­ό­τι η ορ­γή ο­δη­γεί στον φό­νο, μή­τε ζη­λιά­ρης μή­τε φι­λό­νει­κος μή­τε θυ­μώ­δη­ς' δι­ό­τι ά­π' ό­λα αυ­τά γί­νον­ται οι φόνοι. Τέ­κνο μου, μην εί­σαι ε­πι­θυ­μη­τής, δι­ό­τι η ε­πι­θυ­μί­α ό­δη­γει στην πορ­νεί­α, μή­τε αί­σχρο­λό­γος μή­τε θρα­σύς στα μά­τια δι­ό­τι ά­π' ό­λα αυ­τά γί­νον­ται, οι μοι­χεί­ες. Τέ­κνο μου, μην προ­σέ­χης στις οίωνο­σκο­πί­ες, δι­ό­τι ο­δη­γούν στην εί­δω­λο­λα­τρεία, μή­τε τις απόκρυφες ε­πι­στή­μες· ού­τε να τα βλέ­πης ο­ύ­τε να τ' ά­κο­ύς τέ­τοι­α πράγ­μα­τα. Δι­ό­τι ό­λα αυ­τά γεν­νούν την εί­δω­λο­λα­τρεία. Τέ­κνο μου, μην εί­σαι ψεύ­της, δι­ό­τι τα ψέμ­μα­τα ο­δη­γούν στην κλο­πή, μή­τε φι­λάρ­γυ­ρος μή­τε κε­νό­δο­ξος* δι­ό­τι ά­π' ό­λα αυ­τά γί­νον­ται οι κλο­πές. Τέ­κνο μου, να μην εί­σαι γογ­γυ­στής, δι­ό­τι αυ­τό ό­δη­γεί στη βλασφημί­α, μή­τε αυ­θά­δης μή­τε πο­νη­ρό­μυα­λος· ά­π' ό­λα αυ­τά γίνον­ται οι βλα­σφη­μί­ες. Άλ­λα να εί­σαι πρά­ος, δι­ό­τι οι πρα­είς κληρο­νο­μή­σου­σι την γην. Να εί­σαι μα­κρό­θυμος και ε­λε­ή­μων και ά­κα­κος και η­σύ­χιος και α­γα­θός και να τρέ­μης πάν­τα τους λό­γους που ά­κου­σες. Να μην ύ­ψώ­νης τον ε­αυ­τό σου και να μη δώ­σης στην ψυ­χή σου θρά­σος. Να μη κολ­λη­θή η ψυ­χή σου στους δο­ξα­σμέ­νους του κό­σμου, άλ­λα να θέλ­γε­σαι στη συν­τρο­φιά δι­καί­ων και τα­πει­νών. "Ο,τι σου συμ­βαί­νει, να το δέ­χε­σαι ως κα­λό, ξέ­ρον­τας ότι τίπο­τε δεν γί­νε­ται χω­ρίς να το έ­πι­τρέ­πη ο Θε­ός.
Τέ­κνο μου, του λα­λούν­τος σοι τον λό­γον του Θε­ού μνη­σθή­ση νύ­χτα και μέ­ρα, να τον τι­μάς δε ως τον ι­διο τον Κύ­ριο* δι­ό­τι ε­κεί ο­πού κη­ρύσ­σε­ται ο Κύ­ριος, ε­κεί εί­ναι ο ί­διος. Και κα­θη­με­ρι­νά να ζη­τάς με δί­ψα τα πρό­σω­πα α­γί­ων, για να α­να­παύ­ε­σαι πά­νω στα λό­για τους. Να μην κά­νης σχί­σμα, αλ­λά να ει­ρη­νεύ­ης ε­κεί­νους που μά­χον­ται. Κρί­νεις δι­καί­ως, να μην εί­σαι προ­σω­πο­λή­πτης ό­ταν έ­λέγ­χης πα­ρα­πτώ­μα­τα. Να μη δι­ψυ­χή­σης, κυ­μαι­νό­με­νος α­νά­με­σα στα πρό­σω­πα.

Να μην α­πλώ­νε­ται εύ­κο­λα το χέ­ρι σου ό­ταν πρό­κει­ται να. πά­ρης και να μη μα­ζεύ­ε­ται ό­ταν πρό­κει­ται να δώ­σης. "Αν έ­χης κά­τι να δώ­σης, θα δώ­σης συγ­χρό­νως λύ­τρω­σι και στις α­μαρ­τί­ες σου. Να μη δι­στά­σης να δώ­σης, κι' ό­ταν δί­νης να μην κλαί­γε­σαι. Και θα μά­θης έ­τσι ποι­ος εί­ναι ο κα­λός άν­τα­πο­δό­της του μι­σθού. Να μη γυ­ρί­ζης το πρό­σω­πο σου αλ­λού, ό­ταν κά­ποι­ος έ­χη την α­νάγ­κη σου κι' ο,τι έ­χεις να το μοι­ρά­ζης με τον α­δελ­φό σου,, μη θαρ­ρών­τας τί­πο­τε δι­κό σου. Δι­ό­τι, αν μοι­ρά­ζε­στε την α­θα­να­σί­α, δεν θα μοι­ρα­σθή­τε τα φθαρ­τά ;

Να μη σήηκώ­σης τη φρον­τί­δα σου ά­πό τον γυι­ό σου η την κό­ρη σου, άλ­λα ά­πό τα τρυ­φε­ρά τους χρό­νια να τους δι­δά­ξης τον φό­βο του Θε­ο­ύ. Να μην εί­σαι α­πό­το­μος και πι­κρό­χο­λος στον υ­πη­ρέ­τη η την υ­πη­ρέ­τρια σου, που ελ­πί­ζουν στον ί­διο Θε­ό με σέ­να, για να μην α­γα­να­κτή­σουν σ' αυ­τόν, που εί­ναι κοι­νός Θε­ός σας. Ο Θε­ός δεν έρ­χε­ται να κα­λέ­ση τον ε­να η τον άλ­λον, άλ­λα ό­λους ό­σους το· Πνεύ­μα ε­τοί­μα­σε. Κα! σεις οι υ­πη­ρέ­τες να ύ­πο­τάσ­σε­σθε στους κυ­ρί­ους σας σαν να εί­ναι τύ­ποι του Θε­ού, με συ­στο­λή και φόβο.

Να μι­σή­σης κά­θε εί­δος υ­πο­κρι­σί­ας και κά­θε τι που δεν εί­ναι α­ρε­στό στον Κύ­ριο. Να μην πα­ρα­βής τας έν­το­λάς Κυ­ρί­ου, φυ­λά­ξεις δε ό­σα πα­ρέ­λα­βες, μή­τε προ­στι­θείς μή­τε α­φαι­ρών. Στην εκ­κλη­σί­α να εξο­μο­λο­γή­σαι τα πα­ρα­πτώ­μα­τα σου και να μην έρ­χε­σαι στην προ­σευ­χή με συ­νεί­δη­σι ρυ­πα­ρή. Αυ­τός εί­ναι. ο δρό­μος της ζω­ής.

Και ο δρό­μος του θα­νά­του εί­ναι ο έ­ξης : πρώ­τα ά­π' ό­λα εί­ναι, πονη­ρός και με­στός από κα­τά­ρα,φό­νοι, μοι­χεί­αι, ε­πι­θυ­μί­αι, πορ­νεί­αι, κλο­παί, ει­δω­λο­λα­τρεί­ες, μα­γεί­ες, φαρ­μα­κί­ες, άρ­πα­γες, ψευδόμαρ­τυ­ρί­ες, υ­πο­κρι­σί­ες, δι­πλο­καρ­δί­α, δό­λος-, υ­πε­ρη­φά­νεια, κα­κί­α, αυ­θά­δεια, πλε­ο­νε­ξί­α, αι­σχρο­λο­γί­α, ζη­λο­τυ­πί­α, θρα­σύ­της, καύ­χη­σις, α­λα­ζο­νεί­α, α­φο­βί­α. Έ­κε­ί περ­πα­τούν ό­σοι δι­ώ­κουν τους α­γα­θούς, μι­σούν την α­λή­θεια, α­γα­πούν το ψεύ­δος, δεν ξέ­ρουν τον μι­σθό της δι­και­ο­σύ­νης, δεν κολ­λών­ται στο α­γα­θό ού­τε σε δί­και­η κρί­σι, δεν α­γρυ­πνούν στο α­γα­θό, άλ­λα στο πο­νη­ρό. Ά­π' αυ­τούς είναι μα­κρυ­ά η πρα­ό­της και η υ­πο­μο­νή, μά­ται­α α­γα­πών­τες, διώκοντες άν­τα­πό­δο­μα. Δεν ε­λε­ούν τον πτω­χό, δεν συμ­πο­νούν τον βα­σα­νι­σμέ­νο, δεν κου­ρά­ζον­ται με τον κου­ρα­σμέ­νο, δεν αναγνωρίζουν τον δη­μι­ουρ­γό τους. Φο­νε­ίς τέ­κνων. Κα­τα­στρέ­φουν το πλά­σμα του Θε­ού. Μέ­νουν α­νάλ­γη­τοι σ' όσους έχουν α­νάγ­κη, κα­τα­θλί­βουν τόν α­δι­κού­με­νο, χα­ϊ­δεύ­ουν τους πλου­σί­ους, κρί­νουν α­νε­λέ­η­τα τους πέ­νη­τες, βρί­θουν ά­πό α­μαρ­τί­α. Εί­θε να σω­θή­τε, τέκνα, ά­π' όλα αυ­τά.
Κύτ­τα­ξε, μη τις σε πλα­νή­ση ά­πό τον δρό­μο αυ­τής της δι­δα­χής και σε ξε­στρα­τί­ση με τη δι­δα­σκα­λί­α του ά­πό το θέ­λη­μα το­υ Θε­ού. "Αν μπο­ρής να βα­στάς ό­λο τον ζυ­γό του Κυ­ρί­ου, θα εί­σαι τέ­λει­ος. "Λν δεν μπο­ρής ο­λό­κλη­ρον, βά­στα­ξε τον ό­σο μπο­ρείς. "Ο­σο για τη νηστεί­α, κρά­τα την ό­σο αν­τέ­χεις. 'Α­πό τα σφά­για των θυ­σι­ών πρόσε­χε πο­λύ - δι­ό­τι εί­ναι λα­τρεί­α ανύπαρ­κτων θε­ών.

"Οσο για το βάπτισμα, έτσι να βαπτίζετε· ά­φού πή­τε προηγουμένως ό­λα τα σχε­τι­κά, βα­πτί­σα­τε εις το ό­νο­μα του Πα­τρός και του Υί­ού και του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος σε νε­ρό μό­λις αν­τλη­μέ­νο. Και αν δεν έ­χεις νε­ρό τέ­τοι­ο, βά­πτι­σε σε άλ­λο νε­ρό· κι αν δεν μπορείς σε δρο­σε­ρό, σε χλια­ρό. Κι' αν δεν έ­χεις ού­τε ά­πό το έ­να ου­τε ά­πό το άλ­λο, χύ­σε πά­νω στο κε­φά­λι τρεις φο­ρές νε­ρό εις όνομα του Πα­τρός κα­ι του Υιού και του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Και πριν α­πό το βά­πτι­σμα, να νη­στεύ­σουν ε­κεί­νος που θα βά­πτι­ση και ε­κεί­νος που θα βα­πτι­σθή, α­κό­μη και ό­σοι άλ­λοι μπο­ρούν. Και να προ­στά­ξης αυ­τόν που πρό­κει­ται να βα­πτι­σθή, να νη­στεύ­ση μί­α δύ­ο η­μέ­ρες πριν.
Αι δε νη­στείαι σας να μην εί­ναι σαν ε­κεί­νες των υ­πο­κρι­τών, που νη­στεύ­ουν τη Δευ­τέ­ρα και την Πέμ­πτη. Σεις να νη­στεύ­ε­τε Τε­τάρ­τη και Πα­ρα­σκευ­ή. Μή­τε να προ­σεύ­χε­σθε ως οι ύ­πο­κρι­ταί, άλ­λα καθώς ώ­ρι­σε ο Κύ­ριος στο Ευ­αγ­γέ­λιο του, ού­τω προ­σεύ­χε­σθε· Πάτερ η­μών ο εν τω ού­ρα­νώ, ά­γι­α­σθή­τω το ό­νο­μα σου, έλ­θέ­τω η βα­σι­λεί­α σου, γε­νη­θή­τω το θέ­λη­μα σου ως εν ού­ρα­νώ και ε­πί γης· τον άρ­τον η­μών τον ε­πι­ού­σιον δος ή­μίν σή­με­ρον, και ά­φες η­μίν την ο­φει­λήν η­μών, ως και η­μείς ά­φί­ε­μεν τοις ό­φει­λέ­ταις η­μών, και μη εί­σε­νέγ­κης η­μάς εις πει­ρα­σμόν, αλ­λά ρύ­σαι η­μάς ά­πό το­υ πο­νη­ρού. Δι­ό­τι σε σέ­να α­νή­κει η δύ­να­μις και η δό­ξα στους αι­ώ­νες. Τρεις φορές την ή­με­ρα, έ­τσι να προ­σεύ­χε­σθε.
"Ο­σο για τη θεί­α ευ­χα­ρι­στί­α, αυ­τές τις ευ­χα­ρι­στή­ρι­ες ευ­χές να λέτε. Πρώ­τα για το πο­τή­ριο· Σ' ευ­χα­ρι­στού­με, Πα­τέ­ρα μας, για την α­γί­α άμ­πε­λο Δαυ­ΐδ του δού­λου σου, που μας τη χά­ρι­σες δια του Υι­ού σου Ί­η­σο­ύ· σε σέ­να ας εί­ναι η δό­ξα στους αι­ώ­νες. Για δε τον άρ­το· Σ' ευ­χα­ρι­στού­με, πα­τέ­ρα μας, για τη ζω­ή και τη γνώ­σι που μας χά­ρι­σες δια του υι­ού σου Ι­η­σού· σε σέ­να ας εί­ναι η δό­ξα στους αι­ώ­νες. "Ο­πως αυ­τός ο άρ­τος ή­ταν σκορ­πι­σμέ­νος πά­νω στα ό­ρη και μα­ζεύ­θη­κε και έ­γι­νε έ­νας, έ­τσι ας μα­ζευ­θή και η εκ­κλη­σί­α σου ά­πο τα πέ­ρα­τα της γης στη βα­σι­λεί­α σου. Δι­ό­τι δι­κή σου εί­ναι η δόξα και η δύ­να­μις δια του Ί­η­σού Χρι­στού στους αι­ώ­νες. Και κα­νείς να μη με­τα­λά­βη ά­πο τον άρ­το και τον οί­νο πα­ρά μο­νά­χα ό­σοι βα­πτί­σθη­καν στο ό­νο­μα του Κυ­ρί­ου. Δι­ό­τι γι' αυ­τό εί­πε ο Κύ­ριος - Μη δώ­τε το ά­γιον τοις κυ­σί.

Κι ά­φου με­τα­λά­βε­τε, πέ­στε αυ­τή την ευ­χα­ρι­στή­ριο ευ­χή· Σ' ευχαριστού­με, πα­τέ­ρα ά­γι­ε, για το ά­γιο ο­νο­μά σου και δι­ό­τι κατεσκή­νω­σες στις καρ­δι­ές μας και για τη γνώ­σι, την πί­στι και την αθανα­σί­α, που μας χά­ρι­σες δια το­υ Υι­ού σου Ί­η­σού· σε σέ­να ας είναι η δό­ξα στους αι­ώ­νες. Συ, Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορ, έ­κτι­σας τα πάν­τα για χά­ρι το­υ ο­νό­μα­τος σου κι' έ­δω­σες τρο­φή και πο­τό στους αν­θρώ­πους να τ' α­πο­λαμ­βά­νουν και να σ' ευ­χα­ρι­στούν, και σε μας χάρι­σες πνευ­μα­τι­κή τρο­φή και πό­σι και ζω­ή αι­ώ­νιο δια το­υ Υι­ού σου. Για ό­λα σ' ευ­χα­ρι­στο­ύ­με, δι­ό­τι είσαι δυνατός· σε σέ­να ας εί­ναι η δό­ξα στους αι­ώ­νες. Μνή­σθη­τι, Κύ­ρι­ε, της εκ­κλη­σί­ας σου για να τη γλυ­τώ­σης ά­πο κά­θε πο­νη­ρό και να την κά­νης τε­λεί­α μέ­σα στην α­γά­πη σου και σύ­να­ξον αυ­τήν ά­πο των τεσ­σά­ρων ά­νέ­μων· ά­φο­ύ την ά­γιά­σης,στη βα­σι­λεί­α σου, που της ε­τοί­μα­σες· δι­ό­τι σε σέ­να ανή­κει η δύ­να­μις και η δό­ξα στους αι­ώ­νες. "Ας έλ­θη η χά­ρις και ας πα­ρέλ­θη ο κό­σμος αυ­τός ε­δώ. Ω­σαν­νά τω Θε­ώ Δαυ­ΐδ. "Ο­ποι­ος είναι ά­γιος, ας προ­σέλ­θη· ο­ποί­ος δεν εί­ναι, ας με­τα­νο­ή­ση· μα­ράν ά­θά· α­μήν. Κι αυ­τούς που έ­χουν προφητικό χά­ρι­σμα να τους αφήνε­τε να ευ­χα­ρι­στούν τον θε­ό με αυ­το­σχέ­δι­ες προ­σευ­χές.

"Ο­ποι­ος, λοι­πόν, έλ­θη και σας δι­δά­ξη ο­λα αυ­τά που προ­εί­πα­με, να τον ύ­πο­δέ­χε­σθε. Κι' αν αυ­τός που δι­δά­σκει ε­κτρο­χια­σθή σε άλ­λη δι­δα­σκα­λί­α που εί­ναι κα­τα­λυ­τι­κή, μη τον ά­κου­τε πλέ­ον άλ­λ' ό­σο σας προ­σθέ­τει δι­και­ο­σύ­νη και γνώ­σι του Κυ­ρί­ου, να τον δέ­χε­σθε σαν τον ί­διο τον Κύ­ριο.

"Ο­σο για τους α­πο­στό­λους και προ­φή­τες, να κά­νε­τε σύμ­φω­να με τις εν­το­λές του Ευ­αγ­γε­λί­ου. Κά­θε α­πό­στο­λος που άρ­χε­ται α­νά­με­σα σας, να γί­νε­ται δε­κτός ως ο ί­διος ο Κύ­ριος. Και δεν θα μέ­νη πα­ρά μο­νά­χα μί­α η­μέ­ρα* κι' αν εί­ναι α­νάγ­κη, θα μεί­νη και τη δεύ­τε­ρη* αν ομως μείνη τρεις μέ­ρες, εί­ναι ψευ­δο­προ­φή­της. Και αναχωρώντας ο α­πό­στο­λος τί­πο­τε να μην παίρ­νη πα­ρά ψω­μί, ο­σο για να πορέ­ψη* κι' αν ζή­τα χρή­μα­τα, εί­ναι ψευ­δο­προ­φή­της.

Και κά­θε προ­φή­τη που μι­λά μέ­σα στο Πνεύ­μα το "Α­γιο να μην τον εκ­πει­ρά­σε­τε ού­τε να αμ­φι­βάλ­λε­τε. Δι­ό­τι πά­σα α­μαρ­τί­α αφεθήσεται, αλ­λά αύ­τη η α­μαρ­τί­α ουκ ά­φε­θή­σε­ται. Και δεν εί­ναι προ­φή­της ο κα­θέ­νας που μι­λεί πνευ­μα­τι­κά, αλ­λά μο­νά­χα ό­ποι­ος έχει τους τρό­πους του Κυ­ρί­ου. Ά­πό τους τρό­πους, λοι­πόν, θα γί­νη αν­τι­λη­πτός ο ψευ­δο­προ­φή­της και ο προ­φή­της. Και κά­θε προ­φή­της που ο­ρί­ζει να γί­νη πνευ­μα­τι­κή τρά­πε­ζα, δεν θα φά­η ά­π' αυ­τή, άλλοι­ώς εί­ναι ψευ­δο­προ­φή­της. Και κά­θε προ­φή­της που δι­δά­σκει την α­λή­θεια και δεν κά­νει ό­σα δι­δά­σκει, εί­ναι ψευ­δο­προ­φή­της. Και κά­θε προ­φή­της δο­κι­μα­σμέ­νος, α­λη­θι­νός, που λαμ­βά­νει μέ­ρος στη μυ­στη­ρι­ώ­δη ερ­γα­σί­α της Εκ­κλη­σί­ας μέ­σα στον κό­σμο και δεν διδά­σκει να κά­νε­τε ό­σα ο ί­διος κά­νει, δεν θα κρι­θή από σας* μό­νος ο Θε­ός ξέ­ρει για­τί συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται έ­τσι. "Ε­τσι γι­νό­ταν και με τους αρ­χαί­ους προ­φή­τες. Κι ό­ποι­ος πη, μι­λών­τας πνευ­μα­τι­κά* δό­στε μου χρή­μα­τα η κά­τι άλ­λο πα­ρό­μοι­ο, να μη τον α­κού­σε­τε. '­Αλ­λα αν σας πη να δώ­σε­τε για άλλους που στερούνται, κανείς να μη τον κατακρίνη.

Κά­θε έ­νας ερ­χό­με­νος εν ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, να γί­νε­ται δε­κτός. Κατόπιν, ά­φου τον δο­κι­μά­σε­τε, θα κα­τα­λά­βε­τε πε­ρί τί­νος πρόκειται, δι­ό­τι θα φω­τι­σθή­τε ώ­στε να τον κρα­τή­σε­τε αν εί­ναι καλος η να τον δι­ώ­ξε­τε αν δεν εί­ναι. "Αν εί­ναι πε­ρα­στι­κος αύ­τος που έρ­χε­ται, βο­η­θή­στε τον ο­σο μπο­ρεί­τε* και δεν θα μεί­νη κον­τά σας πα­ρά δύ­ο η τρεις μέ­ρες, αν εί­ναι α­νάγ­κη. '­Αλ­λα αν θέ­λη να καθί­ση κον­τά σας, ξέ­ρον­τας κά­ποι­α τέ­χνη, ας δου­λεύ­η κι ας τρώ­η. Κι αν δεν ξέ­ρει τέ­χνη, προ­νο­ή­στε ο­πως φω­τι­σθή­τε, ώ­στε να μη ζήση αρ­γός α­νά­με­σα σας χρι­στια­νός. Κι αν δεν θέ­λει να κά­νη έ­τσι, εί­ναι χρι­στέμ­πο­ρος. Να φυ­λά­γε­σθε ά­πό τέ­τοι­ους.
Και κά­θε προ­φή­της α­λη­θι­νός, που θέ­λει να κα­θί­ση μα­ζί σας, ά­ξιος ε­στί της τρο­φής αυ­τού. Ο α­λη­θι­νός δι­δά­σκα­λος εί­ναι ε­πί­σης ά­ξιος κι αυ­τός ό­πως ο ερ­γά­της της τρο­φή αυ­τού Κά­θε, λοι­πόν, πρωτογέννη­μα ά­πό τ' α­λώ­νι η το πα­τη­τή­ρι. ά­πό βό­δια και πρό­βα­τα θα τα ξεχω­ρί­ζε­τε και θα τα φυ­λά­τε για τους προ­φή­τες· δι­ο­τι αυ­τοί εί­ναι οι, αρ­χι­ε­ρείς σας. Κι αν δεν έ­χε­τε προ­φή­τη, δό­στε τα στους φτω­χούς. Κι ά­πό το σι­τά­ρι της χρο­νιάς που μά­ζε­ψες στο σπή­τι σου, δι­ά­θε­σε έ­να μέ­ρος σύμ­φω­να με την εν­το­λή. Ε­πί­σης αν α­νοί­ξης στα­μνί κρα­σιού η λα­διού, δόσε ένα μέρος στους προ­φή­τες. Ε­πί­σης κι α­πό χρή­μα­τα κι α­πό ρού­χα και α­πό κά­θε τι που α­πο­χτάς, χώ­ρι­σε έ­να με­ρος, ό­πως νο­μί­ζεις κα­λύ­τε­ρα και δι­ά­θε­σέ το σύμ­φω­να με την εν­το­λή.

Και την η­μέ­ραν του Κυ­ρίου α­φού συ­να­χθή­τε, κό­ψε­τε τον άρ­το και τε­λέ­στε τη θεί­α ευ­χα­ρι­στί­α, α­φού ε­ξο­μο­λο­γη­θή­τε τα πε­ρα­πτώ­μα­τά σας για να εί­ναι η θυ­σί­α σας κα­θα­ρή. Και ό­ποι­ος ε­χει δι­α­φο­ρά με τον σύν­τρο­φο του να μη λα­βαί­νη μέ­ρος α­νά­με­σα σας, έ­ως ό­του συμ­φι­λι­ω­θούν, για να μη σπι­λω­θή η θυ­σί­α σας. Δι­ό­τι έ­τσι τη ζήτησε ο Κύ­ριος, λέ­γον­τας· εν παν­τί τό­πω και σε κά­θε χρό­νο προσφέ­ρειν μοι θυ­σί­αν κα­θα­ράν ό­τι βα­σι­λεύς μέ­γας ει­μί, λέ­γει Κύριος, και το ό­νο­μα μου θαυ­μα­στόν εν τοις έ­θνε­σι.

Χει­ρο­το­νή­σα­τε, λοι­πόν, για σας ε­πι­σκό­πους και δι­α­κό­νου,α­ξί­ους του Κυ­ρί­ου, άν­δρες πρά­ους και α­φι­λαρ­γύ­ρους και α­λη­θι­νούς και δο­κι­μα­σμέ­νους. Δι­ό­τι εί­ναι λει­τουρ­γοί του ι­δίου έρ­γου για σας λειτουρ­γούν οι προ­φή­τες και οι δι­δά­σκα­λοι. Μη λοι­πόν τους υποτιμά­τε αυ­τοί εί­ναι οι τι­μη­μέ­νοι σας μα­ζί με τους προ­φή­τες και τους δα­σκά­λους.

Και να ε­λέγ­χε­τε ο έ­νας τον άλ­λον ό­χι σε ορ­γή, αλ­λά με ει­ρή­νη, όπως εν­τέλ­λε­ται το Ευ­αγ­γέ­λιο. Και να μη μι­λά­τε σε ό­ποι­ον βλά­ψη τον α­δελ­φό του, ου­τε να τον ά­κου­τε έ­ως ό­του με­τα­νο­ή­ση. Και τις προ­σευ­χές σας και τις ε­λε­η­μο­σύ­νες σας και κά­θε άλ­λη πρά­ξι σας έτσι να την κά­νε­τε, ό­πως βλέ­πε­τε να δι­δά­σκον­ται μέ­σα στο Ευαγγέ­λιο του Κυ­ρί­ου μας.

Γρη­γο­ρεί­τε για τη ζω­ή σας· οι λύ­χνοι υ­μών να μη σβύ­σουν και αι ό­σφύ­ες υ­μών να μη ξε­σφι­χθουν, άλ­λα γί­νε­σθε έ­τοι­μοι* ου γαρ οίδα­τε την ώ­ραν, εν η ο Κύ­ριος η­μών έρ­χε­ται. Να συ­νά­ζε­σθε συχνά έ­ποι­κο­δο­μών­τας τις ψυ­χές σας. Δεν θα σας ώ­φε­λή­ση ό­λος ο χρό­νος της πί­στε­ως σας, αν δεν ά­πο­δει­χθή­τε τέ­λει­οι στους έσχατους και­ρούς. Στις έ­σχα­τες ή­με­ρες θα πλη­θυν­θο­ύν οι ψευδοπρο­φή­τες και οι δι­α­φθο­ρείς και θα αλ­λά­ξουν τα. πρό­βα­τα σε λύ­κους και η α­γά­πη θα άλ­λά­ξη σε μί­σος. Θα με­γα­λώ­ση η α­νο­μί­α και θα α­νά­ψη μί­σος με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων και θα δι­ώ­ξουν και θα πα­ρα­δώ­σουν στον θά­να­το ο έ­νας τον άλ­λο και τό­τε θα φα­νή ο κοσμο­πλα­νευ­τής ως υι­ός του θε­ού και θα κά­μη ση­μεί­α και τέ­ρα­τα και η γη θα πα­ρα­δο­θή στα χέ­ρια του και θα κά­νη α­νό­σια πράγ­μα­τα που δεν εί­χαν γί­νει πο­τέ έ­ως τό­τε. Τό­τε θα μπη το γέ­νος μας στην ά­νο­μη πυ­ρά της δο­κι­μα­σί­ας και σκαν­δα­λι­θή­σον­ται πολ­λοί και θα χα­θούν, οι δε υ­πο­μοί­ναν­τες μέ­σα στην πί­στι τους σω­θή­σον­ται ά­π' αυ­τή την κα­τά­ρα. Και τό­τε φα­νή­σε­ται τα ση­μεί­α της α­λη­θεί­ας. Πρώ­το ση­μεί­ο θα εί­ναι το ξε­τύ­λιγ­μα του ου­ρα­νού, δεύ­τε­ρο φω­νή σάλ­πιγ­γος και τρί­το ά­νά­στα­σις νε­κρών. Και δεν θα α­να­στη­θούν στην α­λη­θι­νή ζω­ή ό­λοι, άλ­λα ό­πως ε­λέ­χθη "Η­ξει ο Κύ­ριος και πάντες οι ά­γιοι με­τ' αυ­τού. Τό­τε ό­ψε­ται ο κό­σμος τον Κύ­ριο ερχόμε­νον έ­πά­νώ των νε­φε­λών το­υ ού­ρα­νού.
via

Φιλοσοφικές απαντήσεις στα ανθρώπινα ερωτήματα

$
0
0




philosophy-textΜια αναδρομή στην ιστορία της φιλοσοφίας θα μας πείσει ότι, δεν υπάρχει ούτε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα για το οποίο να δόθηκε από τους φιλοσοφούντες μια ενιαία και κοινά αποδεκτή απάντηση! Για κάθε πρόβλημα αναπτύχθηκαν περισσότερες της μιας θεωρίες, που πολλές φορές είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Και για να αποδείξουμε «του λόγου το αληθές» θα αναφερθούμε, έτσι τυχαία, σ’ ένα από τα φιλοσοφικά προβλήματα για το οποίο σκεπτόμενος άνθρωπος αναζητεί μια συγκεκριμένη απάντηση.

Θα εξετάσουμε, λοιπόν, το θέμα της Γνωσιολογίαςκαι θα δούμε πώς απαντά η φιλοσοφική σκέψη γιοι την πηγή, την ουσία και την αξία της ανθρώπινης γνώσης.

Η πηγή της γνώσης

Λέγοντας «πηγή της γνώσης» εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο αντλούμε τις γνώσεις μας. Πώς, δηλαδή, γνωρίζουμε την πραγματικότητα. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό επιχείρησαν να δώσουν τέσσερις, κυρίως, θεωρίες. H Εμπειρική θεωρία, ο Ορθολογισμός, η Συνδυαστική θεωρία του Kantκαι η Ενόραση του Bergson.

H Εμπειρική θεωρίαισχυρίζεται ότι πηγή και κριτήριο της αλήθειας είναι η παρατήρηση του αισθητού κόσμου. Οι γνώσεις μας προέρχονται από την εμπειρία μας κατά την αρχαία ρήση «Ουδέν εν τώ νώ, ό μη πρότερον έν τη αίσθήσει».

Την άποψη αυτή υποστήριξαν κατά την αρχαιότητα οι Σοφιστές, οι Επικούριοι και οι Στωικοί φιλόσοφοι. Κατά τον Επίκουρο «αί έπίνοιαι πάσαι από των αισθήσεων γεγόνασι, πάς γάρ λόγος από των αισθήσεων ήρταται» και κατά τους Στωικούς η ψυχή είναι «..,χαρτίον εύεργόν εις άπογραφήν».

Στους νεότερους χρόνους θιασώτες της θεωρίας αυτής υπήρξαν αρχικά ο Φραγκίσκος Βάκων και ο John Lock. O δεύτερος δίδαξε πως, αν υπήρχαν έμφυτες ιδέες θα έπρεπε να ήσαν συνειδητές και στα παιδιά και στους αμόρφωτους και πως η γνώση των πραγμάτων θα ήταν η ίδια, ή σχεδόν ίδια σε όλους τους ανθρώπους. Μόνο η παρατήρηση των πραγμάτων κα η εμπειρία που αποκτούμε γι’ αυτά μας οδηγούν στη γνώση.

rodin_thinker_philosophyΠαραφράζοντας τη ρήση των Στωικών ότι η ψυχή είναι «χαρτίον ευεργόν εις άπογραφήν» με τη φράση «tabula rasa» , άγραφος χάρτης, πιστεύει πως η εξωτερική και η εσωτερική εμπειρία γεμίζουν με περιεχόμενο τον χάρτη αυτόν. H πρώτη μάς γνωρίζει τον εξωτερικό κόσμο, η δεύτερη τον εσωτερικό.

Τις ίδιες απόψεις διετύπωσαν αργότερα ο Γάλλος αβάς de Condillac, οι Άγγλοι φιλόσοφοι Hume, Mill, Spencer και άλλοι.

Στον αντίποδα της Εμπειρικής θεωρίας βρίσκεται ο Ορθολογισμός, ο οποίος παραδέχεται πως βασική πηγή της γνώσης είναι ο ορθός Λόγος. Κατά τον Ηράκλειτο «κακοί μάρτυρες άνθρώποισιν οφθαλμοί καί ώτα » και κατά τον Παρμενίδη «Κριτήριον δε τόν λόγον ειπείν τάς δε αισθήσεις μή ακριβείς ύπάρχειν».

Τον ορθολογισμόν υποστήριξαν με πάθος ο Σωκράτης και ο μέγιστος των υπερβατικών Ορθολογιστών Πλάτων, που διακήρυξε πως η γνώση είναι μια απλή ανάμνηση των ιδεών που γνώρισε ο άνθρωπος σε προγενέστερο νοητό κόσμο «τό μανθάνειν άνάμνησις όλων έστιν». Μια ανάμνηση του κόσμου των ιδεών, στον οποίο ζούσε η ψυχή πριν δεσμευθεί στη «φυλακή» του σώματος. O αισθητός κόσμος είναι η αφορμή της ανάμνησης αυτής. Οι ιδέες π.χ. της ισότητας, της ομοιότητας, του χοορου και του χρόνου υπήρχαν και χωρίς να αισθητά αντικείμενα.

Χαρακτηριστικός ορθολογιστής και ο Πλούταρχος με την καταπληκτική του ρήση: «νους όρά καί νους ακούει, τ’ άλλα δε τυφλά και κουφά τυγχάνει λόγου δεόμενα».

Κατά τους νεότερους χρόνους υποστηρικτές του Ορθολογισμού, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο υπήρξαν οι Γάλλοι Descartes και Goblot, ο Γερμανός Leibniz, ο οποίος στο αξίωμα της Εμπειρικής θεωρίας «ουδέν έν τω νω, ό μή πρότερον έν τη αίσθήσει» πρόσθεσε την καταπληκτική συμπλήρωση «πλην αυτής ταύτης της νοήσεως», ο Gohen, o Husserl και ο Αϊνστάιν, ο οποίος διετύπωσε την άποψη ότι: «Οι έννοιες των αριθμών είναι δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος και δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα».

Το χάσμα μεταξύ της Εμπειρικής θεωρίας και του Ορθολογισμού ήρθε κατ’ αρχήν να γεφυρώσει ο μέγας Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης. Δίδαξε πως η γνώση πηγάζει και από την εμπειρία και από τον ορθό λόγο «Ού νοεί άνευ φαντάσματος ή ψυχή». Οι αισθήσεις προσφέρουν το υλικό και ο «ποιητικός» νους το επεξεργάζεται. Μόνο με τη συνεργασία αυτήν των δεδομένων ο άνθρωπος πορεύεται προς την αληθινή γνώση.

Τη συνδυαστική αυτή θεωρίασυστηματοποίησε ο Kant και η μετα-Καντιανή φιλοσοφία. O Kant με την «Κριτική του καθαρού λόγου» υποστήριξε ότι η αληθινή γνώση δεν εξαντλείται ούτε με την εμπειρία των αισθήσεων ούτε με τις έννοιες των πραγμάτων που συλλαμβάνει ο λόγος, αλλά με τη διατύπωση συνθετικών κρίσεων πάνω σ’ αυτά, τις κατηγορίες, που προέρχονται από μια καθαρή διανόηση.

Τέλος, θα έρθει ο Bergson, ο οποίος θα μας πει ότι, πηγή της γνώσης δεν είναι ούτε η εμπειρία, ούτε η νόηση ούτε ο συνδυασμός τους, αλλά μια άλλη ικανότητα του ανθρώπου, η διαίσθησηή αλλιώς η ενόραση. M’ αυτήν ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί την υπόσταση της πραγματικότητας άμεσα και εσωτερικά, χωρίς καμιά πρόσθετη επεξεργασία.

Ποια, λοιπόν, από τις παραπάνω φιλοσοφικές θεωρίες δίνει τη σωστή απάντηση στο ερώτημα του σκεπτόμενου ανθρώπου για την πηγή της γνώσης του;

To αντικείμενο της γνώσης

philosophy To ίδιο διισταμένες απόψεις διατυπώθηκαν από τη Φιλοσοφία και για το δεύτερο μέρος της Γνωσιολογίας, που αναφέρεται στο αντικείμενο της γνώσης. Δηλαδή, η γνώση που αποκτήσαμε κατοπτρίζει πιστά την αντικειμενική πραγματικότητα ή είναι υποκειμενικές εικόνες και ιδέες, που έπλασαν γι’ αυτήν οι άνθρωποι;

Και για το θέμα αυτό διατυπώθηκαν τρεις, κυρίως, διαφορετικές θεωρίες: O Ρεαλισμός, ο Ιδεαλισμός και η Φαινομενολογία.

Σύμφωνα με τον Ρεαλισμό, το αντικείμενο της γνώσης είναι αυτά τα ίδια τα πράγματα και γεγονότα όπως έχουν, είτε τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας (Ρεαλισμός των ιδιοτήτων) είτε τα κατανοούμε με το νου μας (κριτικός Ρεαλισμός).

Υποστηρικτές της θεωρίας αυτής υπήρξαν ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Descartes, o Locke, ο Hartmann και άλλοι.

Αντίθετα, ο Ιδεαλισμόςπρεσβεύει ότι το αντικείμενο της γνώσης δεν είναι αυτά τα πράγματα ως έχουν, αλλά οι ιδέες που έχουμε πλάσει γι’ αυτά. Κατά τον θεμελιωτή του Ιδεαλισμού, τον Πλάτωνα, τα αντικείμενα είναι απλά είδωλα των αυτοτελών ιδεών που βρίσκονται «εν ούρανίω τόπω».

Κατά τους νεότερους χρόνους τον Ιδεαλισμό υποστήριξαν με ορισμένες αποκλίσεις ο Berkeley, ο Fichte, ο Schelling, η Σχολή της Βάδης με τους Cohen, Natorp και Rickert, οι Γάλλοι Brunschvieg και Paroti.

Τέλος, η Φαινομενολογίαθέλησε κι εδώ να συμβιβάσει τις παραπάνω εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρίες, τονίζοντας ότι, από τα πράγματα γνωρίζουμε μόνο την αισθητική τους πλευρά, ενώ τη φύση και την ουσία τους τη γνωρίζουμε όπως αυτά εμφανίζονται στη συνείδηση μας.

H θεωρία αυτή ξεκίνησε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο και θεμελιώθηκε από τους Hume και Kant. Σύμφωνα με τον τελευταίο «Την πραγματικότητα διαβλέπουμε δια μέσου έγχρωμης υάλου και αποδίδουμε εις τα εξωτερικά αντικείμενα τις υποκειμενικές ιδιότητες του γνωστικού μας οργάνου ακριβώς, ως εάν θεωρούσαμε ως αντικειμενική ιδιότητα των πραγμάτων το χρώμα της υάλου».

H αξία της γνώσης

philo1Και εάν θέλουμε να ανατρέξουμε στις φιλοσοφικές θεωρίες που αναφέρονται στην αξία της γνώσης, θα διαπιστώσουμε και εδώ πλήθος διαφορετικών απόψεων, οι κυριότερες των οποίων είναι ο Δογματισμός, ο Σκεπτικισμός, η Κριτική του Kant, ο Θετικισμός, ο Επιστημολογισμός, η Βιολογική θεωρία, ο Πραγματισμόςκαι άλλες.

H κάθε μια από τις φιλοσοφικές αυτές θεωρίες εκτιμά με διαφορετικό τρόπο και από διαφορετική σκοπιά την αξία της γνώσης. Άλλη της αποδίδει απόλυτη αξία πιστεύοντας ότι η γνώση ταυτίζεται με την αλήθεια, άλλη αμφισβητεί το κύρος της, επειδή νομίζει ότι η γνώση δεν ανταποκρίνεται απόλυτα προς την αλήθεια, κι άλλη υποστηρίζει πως η γνώση έχει μόνο πρακτική ή βιολογική ή κοινωνιολογική ή ατομική αξία, ανάλογα με την εναρμόνιση που κάνει το κάθε άτομο ανάμεσα στις γνώσεις και τις ανάγκες του. Και επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων διαφέρουν μεταξύ τους και εξαρτώνται από την ψυχοπνευματική και ψυχολογική τους κατάσταση, από τον τόπο και το χρόνο που διαβιούν, από τον κοινωνικό τους περίγυρο και την βιοθεωρία τους, είναι φυσικό επόμενο την αντικειμενική γνώση να την υποκαθιστούν με την υποκειμενική τους διάθεση, και να δίνουν διαφορετική σημασία στην αξία της.

Απ’ όσα εκτέθηκαν παραπάνω, γίνεται φανερό ότι, η Φιλοσοφία δεν δίνει απόλυτες, μοναδικές και αδιαμφισβήτητες απαιτήσεις στα προβλήματα που την απασχολούν. Αρέσκεται να δίνει τις λύσεις του κάθε προβλήματος και όχι τη λύση, αφήνοντας τον αναζητητή άνθρωπο να κάνει την επιλογή του.

Και τούτο γιατί η φύση των φιλοσοφικών προβλημάτων είναι διάφορη εκείνων της επιστήμης. Τα ζητούμενα της φιλοσοφίας είναι ιδέες, έννοιες, αξίες και ιδανικά, βιώματα και αρετές, αναζητήσεις και πιστεύω έξω και πάνω από τα πράγματα, που δεν υπόκεινται σε μετρήσεις και πειράματα, σε επιστημονικές μεθόδους έρευνας με τις οποίες οι επιστήμες καταλήγουν στις οντολογικές τους κρίσεις για τα θέματα που ερευνούν. H φιλοσοφία για τα δικά της προβλήματα εκφράζει αξιολογικές κρίσεις. H φιλοσοφία είναι θεωρία αξιών.

Προηγήθηκε της επιστήμης, αλλά και υπερίπταται αυτής, προσπαθώντας να την αξιολογήσει! Γι’ αυτό και υπάρχει η Φιλοσοφία της Ιστορίας, η Φιλοσοφία του Δικαίου, η Φιλοσοφία της Παιδείας κ.λπ.

H αναζήτηση του θεού, το βίωμα της πίστης, η αυτοσυνείδηση του ανθρώπου σαν ύπαρξη με ιδανικά και στόχους, η «άβυσσος» της ψυχής, η ζωή και ο θάνατος, η ηθική των σκέψεων και των πράξεων, η έννοια, η αξία και τα όρια της ελευθερίας, η εκτίμηση και απόλαυση του ωραίου, η χαρά και το χρέος της δημιουργίας, η αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων είναι βασικά θέματα της ανθρώπινης ζωής, που μόνο η Φιλοσοφία μπορεί να ερευνήσει.

Και επειδή τα θέματα αυτά, που αποτελούν και βασικά ερωτήματα του ανθρώπου, οι φιλοσοφούντες τα εξετάζουν σφαιρικά κι απ’ όλες τις πλευρές τους, είναι φυσικό να μην δίνουν σ’ αυτά μια και μοναδική απάντηση, αφού τα μελετούν και με μια δόση υποκειμενισμού. Δίνουν διάφορες απαντήσεις, αφήνοντας τον αναζητητή και ερευνητή άνθρωπο να κάνει την επιλογή της λύσης εκείνης που ανταποκρίνεται στην ιδιοσυστασία του, στη ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας του και στο ψυχοπνευματικό του DNA.

Και εδώ βρίσκεται η μαγεία και το μεγαλείο της Φιλοσοφίας. Αφού διανοίξει διάπλατα τους δρόμους που οδηγούν στη αλήθεια και μεγαλώσει πιότερο το πεδίο της γνώσης, καλεί τον σκεπτόμενο άνθρωπο να επιλέξει ελεύθερα με βάση τη δική του κρίση την απάντηση εκείνη που την βρίσκει πιο σωστή ανάμεσα στις άλλες.

Οι φιλοσοφικές θεωρίες που προσπαθούν να απαντήσουν στα ερωτήματα του ανθρώπου, παρά το γεγονός ότι δεν ταυτίζονται και δεν συμφωνούν μεταξύ τους, μοιάζουν με πολύχρωμους προβολείς, που φωτίζουν άπλετα την ανθρώπινη πορεία προς την αλήθεια. Κι όσο περισσότεροι είναι οι προβολείς, τόσο το καλύτερο για τον οδοιπόρο της αλήθειας, αφού κάνουν πιο φωτεινό της πορείας του το δρόμο!

Έτσι κι αλλιώς θα έχει ένα μεγάλο κέρδος. Γνωρίζοντας τις φιλοσοφικές θεωρίες για τα θέματα που τον απασχολούν, άσχετα σε ποια από αυτές θα καταλήξεις, θα γίνει πιο σοφός!

Και θα βιώνει καθημερινά τους στίχους του Καβάφη που ‘γράψε στην «Ιθάκη». Φτάνει να αντικαταστήσει τη συμβολική λέξη «Ιθάκη» με τη λέξη «Αλήθεια» ή «Γνώση».

«Πάντα στο νου σου να ‘χεις την Ιθάκη. To φτάσιμο εκεί είναι ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεσαι το ταξίδι σον διόλου. Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει και γέρος πια να αράξεις στο νησί, πλούσιος, μ’ όσα κέρδισες στο δρόμο.

H Ιθάκη σού έδωσε το ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτή δεν θα ‘βγαινες στο δρόμο. Άλλα δεν έχει να σον δώσει πια.

Κι αν φτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν!».

Το γεγονός αυτό και μόνο ότι, η ενασχόληση με τη Φιλοσοφία διευρύνει το πνεύμα και τη γνώση και κάνει τον άνθρωπο σοφό, καθιστά επιβεβλημένη τη διδασκαλία της στην εκπαίδευση, αν θέλουμε να διαπλάσουμε ανθρώπους με ευρύτητα πνεύματος, με ελεύθερη κρίση, με πλούσια γνώση και με σωστή σκέψη.
του Δημήτρη Μαρκόπουλου
via

Το πεπρωμένο του ανθρώπου

$
0
0


Σαν πεπρωμένο εννοείται το καθορισμένο από τη μοίρα, το προδιαγεγραμμένο, που κατευθύνει, απαρέγκλιτα, τον ανθρώπινο βίο, χωρίς ο άνθρωπος να είναι σε θέση να αντιδράσει σε ό,τι η μοίρα του επιτάσσει για το μέλλον και την εξέλιξη του.

Fateful_WeavingsΟ όρος πεπρωμένοπροέρχεται από το πέπρωται, που κατά κυριολεξία, σημαίνει: αυτό που έχει καθοριστεί από τη μοίρα. H λέξη αυτή απαντά στον Όμηρο, στο στίχο: «Όπποτέρω θανάτοιο πεπρωμένον εστίν».

H συνώνυμη λέξη που συνοδεύει, συνήθως, το πεπρωμένον είναι η αρχαία έκφραση: «Πεπρωμένη μοίρα». O όρος μοίρα είναι παράγωγον ουσιαστικό από το αρχαίο ρήμα μείρομαι, που σημαίνει: λαμβάνω μέρος (μερίδιο), μετέχω στην κλήρωση. Στη νεότερη γλώσσα, συνώνυμα θεωρούνται οι περιφράσεις: το μέρος (μοίρα), που αναλογεί στον καθένα, το τμήμα του συνόλου. Και μεταφορικά, το αναπόφευκτο, το γραφτό, το ριζικό, το τυχερό, ο κλήρος. Στην πραγματικότητα, η μοίρα δεν πρέπει να συγχέεται με την τύχη. Οι ανατολικοί λαοί, ιδιαίτερα, πιστεύουν ότι η τύχη δεν προκαλεί τις συμφορές, αλλά τα ευτυχή γεγονότα και αποδίδουν πολύ μεγάλη σημασία στο «Κισμέτ».

Από σημασιολογική άποψη, οι όροι πεπρωμένο και μοίρα είναι δυνατό να σχετίζονται, αλλά δεν ταυτίζονται. H μοίρα προηγείται του πεπρωμένου. H μοίρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, είναι η υπερφυσική δύναμη, «υπερθεότητα» που διαμοιράζει στα όντα τα καλά και τα κακά. To πεπρωμένο επαγρυπνεί για την αυστηρή τήρηση των όσων προδιεγράφησαν από τη μοίρα. Επομένως το πεπρωμένο είναι, κατά κάποιον τρόπο, το επιγέννημα της μοίρας. Λογικά μοίρα χωρίς πεπρωμένο δε νοείται. Μοίρα και πεπρωμένο συμπορεύονται.

Η άποψη των Ελλήνων της αρχαιότητας

Οι Έλληνες της αρχαιότητας, από τους πρώτους ιστορικούς αιώνες, ανέβασαν τη μοίρα στο πάνθεον της θρησκείας τους και, ειδικότερα, στο βάθρο της Μεταφυσικής. Την έκαμαν θεότητα, συνοδευόμενη από δύο άλλες θεότητες. Σύμφωνα με τον Ησίοδο οι τρεις θεότητες καθόριζαν τη μοίρα και το πεπρωμένο του ανθρώπου. H Κλωθώ είναι η πρώτη η οποία έκλωθε το νήμα της ζωής του ανθρώπου και καθόριζε τη χρονική διάρκεια του. H Λάχεση, η δεύτερη, είναι εκείνη που διένειμε τα καλά και τα κακά και η τρίτη, η γερασμένη, κακόσχημη, θεότητα, η Άτροπος, η οποία με τα μυτερά της δόντια έκοβε, αναπάντεχα, το νήμα της ζωής.

H αυθαίρετη επέμβαση της μοίρας, κατά την αρχαία μυθολογία, στους οίκους επωνύμων βασιλέων ήταν σύνηθες φαινόμενο. Παλαιά αμαρτήματα προγόνων (ασέβεια προς τους θεούς, τους άγραφους και τους γραφτούς νόμους, αλαζονεία) βάραιναν και τους απογόνους με βαρύ τίμημα.

zone_of_alienationΠολλά είναι τα παραδείγματα από την αρχαία δραματουργία. Οι δραματουργοί απέδιδαν τα μεγάλα δεινά στην επέμβαση της μοίρας σε όλες τις παραμέτρους της. Την θεωρούσαν άτεγκτη και παντοδύναμη. O Αισχύλος (525-456 π.X.) για τον Αγαμέμνονα είναι απόλυτα κατηγορηματικός: «Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από ό,τι σου γράφει η μοίρα σου». Την ίδια περίπου άποψη διατυπώνει και ο ποιητής Πίνδαρος (518-452 π.Χ.): «Η μοίρα τα ορίζει και τα κατεργάζεται όλα».

Σε νεότερους χρόνους υποστηρίχθηκε η γνώμη ότι η μοίρα για τους Αρχαίους υπήρξε το πρόσχημα, το προκάλυμμα για να καλύψουν τα μεγάλα λάθη και τις παραλείψεις τους. Άραγε η μοίρα ήταν το «άλλοθι» για να αποφύγουν οι Αρχαίοι τις προσωπικές και κοινωνικές ευθύνες τους;

H αρχαία φιλοσοφία, αρκετά ενωρίς, στο πρόβλημα της μοίρας, προσπάθησε να δώσει μία λογική εξήγηση του φαινομένου. O Πλάτων και ο Αριστοτέλης περιορίζουν αρκετά την παντοδυναμία της μοίρας, γιατί αναγνωρίζουν στον άνθρωπο την ικανότητα να γίνει με την ελεύθερη βούληση (Πλατωνική θεωρία «Περί ψυχής») ο δημιουργός προσωπικών έργων και της εξέλιξης του.

Η άποψη των στωϊκών

Διαφορετική όμως άποψη διετύπωσαν οι Στωικοί φιλόσοφοι, οι οποίοι έγιναν φανατικοί υποστηρικτές της μοιροκρατίαςή μοιρολατρίας (fatalismus) δεχόμενοι ότι τα πάντα, σε όλον τον κόσμο, διακινούνται από μια προκαθορισμένη αρχή, την Ειμαρμένη. Οι Στωικοί ταύτισαν τη μοίρα με την κοσμική νομοτέλεια. Δεν την θεώρησαν αυθαίρετη και παράλογη, αλλά σοφή. O άνθρωπος οφείλει υποταγή στην Ειμαρμένη, προκειμένου να κατακτήσει την ευτυχία του. Την ίδια περίπου αντίληψη είχαν, αργότερα, και οι Ρωμαίοι για το πεπρωμένον, το fatum.

Βασικό χαρακτηριστικό της μοιρολατρίας είναι ο υπερβατισμός. O μοιρολάτρης θεωρεί τα εκάστοτε γεγονότα ως αναγκαία, αφού, καλώς ή κακώς, τα εθέσπισε η υπερθεότητα, η Μοίρα, και όχι γιατί οφείλονται σε συγκεκριμένα αίτια, τα οποία ερμηνεύει η φιλοσοφία με την θεωρία της αιτιοκρατίας. Χωρίς αναστολές οι αρχαίοι απέδωσαν όλα τα δεινά στη δαιμονική δύναμη της μοίρας και όχι στις λανθασμένες επιλογές του ανθρώπου.

Μια τέτοια όμως θεώρηση του κόσμου και της ζωής είναι τελείως απαράδεκτη, δεδομένου ότι καταργεί τον ψυχοπνευματικό κόσμο του ανθρώπου, κυρίως το θείο δώρο της ελευθερίας του, ενώ καταδικάζει τον άνθρωπο σε μια πλήρη αδράνεια. Παράλληλα ο μοιρολάτρης εγκαταλείπει τον εαυτό του στη δίνη των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της ψυχής του, αφού πιστεύει ότι ανώτερες δυνάμεις τον κατευθύνουν εκεί που ορίζουν εκείνες και όχι εκεί που ο ίδιος ο άνθρωπος οφείλει να πάει. H κατάργηση λοιπόν της ελευθερίας βούλησης συνεπάγεται και τη μη εκτέλεση του προσωπικού καθήκοντος. Αλλά ο άνθρωπος είναι ο ρυθμιστής της ζωής και της εξέλιξης του, είναι ελεύθερος να σκέπτεται, να αποφασίζει και να πράττει.

Σύγχρονες απόψεις

FatefulΣτη νεότερη φιλοσοφία η επιστημονική ερμηνεία ακολουθεί μια ρεαλιστικότερη θεώρηση, σε κοινωνική βάση. Αποσπάστηκε από θρησκευτικές δοξασίες και αφελείς λαϊκές αντιλήψεις, οι οποίες επί αιώνες γαλούχησαν γενεές ανθρώπων.

Υποστηρίχτηκε ότι η μοίρα δεν αποτελεί για κανένα ζωικό είδος εξωφυσική παρέμβαση, κυρίως στην ανθρώπινη περιπέτεια, αλλά θεωρείται ως μία εκδήλωση ή ένα αποτέλεσμα των διεργασιών της ίδιας της ζωής. Ειδικότερα, οι επιπτώσεις των ποικίλων εξωτερικών φαινομένων και των εσωγενών καταστάσεων του ανθρώπου, των ψυχοδιανοητικών, μορφωτική στάθμη, βιοτική και κοινωνική ζωή, οι συμπτώσεις προδιαγράφουν ένα «σύνδρομον» με επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές στην εξέλιξη των γεγονότων.

Αυτή η λειτουργική παρέμβαση των συμπτώσεων (το «σύνδρομον», κατά τη φιλοσοφία) συνθέτει το πεπρωμένον, την Ειμαρμένη. Κοσμοϊστορικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν σε κρίσιμες στιγμές, καθόρισαν το αποτέλεσμα και την εξέλιξη τους.

Ίσως μια διαφορετική αντιμετώπιση να είχε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Έτσι για παράδειγμα, το λουτρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο ψυχρό ποτάμι της Ασίας, που του έφερε την πνευμονία και το θάνατο του, ήταν αποτέλεσμα μιας ασυλλόγιστης εσωτερικής παρόρμησης του. Επίσης, η παραβίαση της Κερκόπορτας στην Άλωση της Πόλης, αν δεν είναι πράξη προδοσίας, οφείλεται στη βαρύτατη αμέλεια για την μη καλή φρούρηση της.

Οπωσδήποτε το μερίδιο της προσωπικής ευθύνης είναι μεγάλο και αναμφισβήτητο.  Επομένως, η μοίρα δεν είναι δυνατό να θεωρείται ακόμη ως ένας εξωφυσικός, παντοδύναμος παράγοντας στην πορεία των γεγονότων, αλλά ως ένα «σύνδρομον», ως ένα αποτέλεσμα συμπτώσεων και διεργασιών της ίδιας της ζωής. To αυθαίρετο και ο υπερβατισμός της μοίρας δεν δικαιολογούνται ούτε από την Ηθική, ούτε από τη Φιλοσοφία, δεδομένου ότι, μέχρι σήμερα, λείπουν τα ηθικά ερείσματα και οι ισχυρές λογικές αποδείξεις.

 του Δημήτρη Διαμαντόπουλου

Αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι για το πεπρωμένο και τη μοίρα

  • Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον Αρχαίο ρητό ή Πίνδαρος
  • Κάποιο μερίδιο απ’ τ’ αγαθό δόθηκε και στον άνθρωπο – Πλάτων
  • Ο άνθρωπος έγινε μέτοχος της θείας μοίρας – Πλάτων
  • Είναι αδύνατο σε άνθρωπο να γλυτώσει άλλον άνθρωπο από το πεπρωμένο του  – Ηρόδοτος
  • Τα κακά, τα οποία όρισε η μοίρα, δεν μπορεί να τα αποφύγει κανείς, ό,τι και να πράξει
  • Για κάθε άνθρωπο οι θεοί τη μοίρα του ορίζουν – Όμηρος
  • Οπωσδήποτε υπάρχουν πεπρωμένα – Ηράκλειτος
  • Και θα ’ρθει τότ’ ο θάνατος, όταν οι μοίρες το ’χουνε γραφτό  – Καλλίνος
  • Η μοίρα φέρνει στους ανθρώπους κακά μα και καλά μαζί. Τα δώρα των θεών οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν – Σόλων
  • Από τη μοίρα του κανένας δεν ξεφεύγει – Δημοσθένης
  • Είναι αδύνατο να ξεφύγεις απ’ ό,τι σου γράφει η μοίρα σου. Γιατί κανένας δεν είναι δυνατό να ρίξει βλέμμα διορατικό μέσα στη θεία άβυσσο, ν’ αντικρύσει τη θεία θέληση και να την καταπατήσει – Αισχύλος
  • Δεν μπορούν οι άνθρωποι να ξεφύγουν απ’ ό,τι η μοίρα τους γράφει – Θεόκριτος
  • Τα πάντα γίνονται κατ’ αναγκαιότητα, αυτήν την αναγκαιότητα ονομάζουμε ειμαρμένη – Λεύκιππος
  • Ο θάνατος είναι το γραφτό μας – Αλκίφρων
  • Το πεπρωμένο κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει – Σωκράτης
  • Δύσκολο στους ανθρώπους είναι να βρουν ποιο είναι το πεπρωμένο τους
  • Dacunt fata volentem, nolentem trafunt [Ρωμαϊκή παροιμία] Η μοίρα οδηγεί αυτούς που τη δέχονται και σέρνει αυτούς που την αρνούνται
  • Το ήθος του ανθρώπου χαράζει τη μοίρα του – Ηράκλειτος

Σύγχρονοι

  • Ανεξερεύνητη, κολοσσιαία η τύχη. Υψώνει τον άνθρωπο στην κορυφή της φήμης, αλλά και τον μεταβάλλει σε στάχτη – Σίλλερ
  • Αχ, έρωτα! Να μπορούσαμε, εγώ κι εσύ, να συνωμοτήσουμε με τη Μοίρα, ν’ αρπάζαμε αυτό το θλιβερό Σχέδιο των Πραγμάτων, να το κάναμε κομμάτια και, μετά, να το ξαναφτιάχναμε όπως το θέλουν οι καρδιές! – Έντγουωρντ Φιτζέραλντ
  • Για δύο πράγματα τουλάχιστον είμαστε βέβαιοι: Θα υποφέρουμε και θα πεθάνουμε όλοι  – Γκολντσμιθ
  • Είμαστε όλοι κύριοι της μοίρας μας – Paulo Coelho
  • Εκείνο που ο Θεός γράφει στο μέτωπό σου, εκείνο θα είναι της μοίρας σου – Κοράνι
  • Εμείς διαμορφώνουμε τη μοίρα μας. Γινόμαστε αυτό που κάνουμε
  • Η μεγαλύτερη σοφία είναι να κατορθώσει κανείς να διορθώνει τη μοίρα του – Παύλος Νιρβάνας
  • Η μοίρα μας είναι η θέλησή μας, η δε θέλησή μας η φύση – Ντισραέλι
  • Η μοίρα του ανθρώπου είναι αδυσώπητα δεμένη με την προσωπικότητά του
  • Θα σου πώ ποιό είναι: Οτι σε κάποια στιγμή της ζωής μας χάνουμε τον έλεγχο αυτών που μας συμβαίνουν κι η ζωή μας γίνεται έρμαιο της μοίρας. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα του
  • Θάνατος και ζωή είναι προσδιορισμένα. Πλούτη και τιμές εξαρτιώνται απ’ τη μοίρα – Κομφούκιος
  • Κάθε σοφός άνδρας οφείλει να γνωρίζει να προλαβαίνει τις εναντιότητες του πεπρωμένου του (Μυητική παράδοση)
  • Καθένας είναι δημιουργός της μοίρας του [Σύγχρονος φιλόσοφος]
  • Μοίρα είναι η πρόφαση των τυράννων για τα εγκλήματά τους και η δικαιολογία των ανοήτων για τις αποτυχίες τους – Ambrose Bierce (αμερικανός συγγραφέας (1842-1914)
  • Μοναχοί μας δημιουργούμε την τύχη μας και την ονομάζουμε μοίρα – Ντίκενς
  • Ο Δημιουργός κρύβει απ’ όλα τα πλάσματά του το βιβλίο της μοίρας και τ’ αφήνει μόνο να διαβάσουν τη σελίδα που περιγράφει την τωρινή τους κατάσταση – Πωπ
  • Ό,τι μας περιορίζει, το λέμε μοίρα  – Ralph Waldo Emerson
  • Οι άνθρωποι στοιβάζουν τα λάθη της ζωής τους και δημιουργούν ένα τέρας που ονομάζουν πεπρωμένο – John Oliver Hobbes
  • Οι άνθρωποι, ορισμένες φορές, είναι κυρίαρχοι της μοίρας τους – Σαίξπηρ
  • Όσοι μιλάνε για τη μοίρα τους, για το άστρο τους και τα τέτοια, βρίσκονται σε πιο χαμηλή κι επικίνδυνη σφαίρα και προκαλούνε το κακό που φοβούνται – Ralph Waldo Emerson
  • Πρόσεχε τις σκέψεις σου, γίνονται λόγια. Πρόσεχε τα λόγια σου, γίνονται πράξεις. Πρόσεχε τις πράξεις σου, γίνονται συνήθειες. Πρόσεχε τις συνήθειές σου, γίνονται χαρακτήρας. Πρόσεχε το χαρακτήρα σου, γιατί γίνεται η μοίρα σου – Φρανκ Αουτλω 
  • Το πεπρωμένο δεν είναι θέμα τύχης, είναι θέμα επιλογής. Δεν είναι κάτι που πρέπει να περιμένεις, αλλά κάτι που πρέπει να επιδιώξεις και να κατακτήσεις – William Jenning Bryan
  • Το πεπρωμένο μας ασκεί πάνω μας την επιρροή του ακόμα κι όταν δεν έχουμε μάθει τη φύση του. Το μέλλον μας είναι εκείνο που βάζει τους νόμους του σήμερα – Νίτσε 
  • Το πιο μεγάλο εγώ σε αυτή τη γης του αντρούς λογαριάζω χρέος, τη μοίρα του άσπλαχνα να πολεμάει και το γραφτό να σβήνει – Νίκος Καζαντζάκης
  • Φευ! Είμεθα παίγνια της μοίρας
  • ‘Μοιραίον’. Η δράση των κοσμικών δυνάμεων στη Δημιουργία. Είναι αναπόφευκτο – Κ.Χαλιώτης 
  • ‘Πεπρωμένο’. Η δράση των ανθρωπίνων δυνάμεων στη Δημιουργία. Εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο – Κ.Χαλιώτης 
via


Play The Scary Maze Game

Το πρόβλημα της επιστημονικής αλλαγής : Η άποψη του λογικού θετικισμού και η άποψη του T. Kuhn

$
0
0


Περιεχόμενα
1. Εισαγωγή
2. Λογικός θετικισμός
3. Thomas Kuhn : Οι θεωρίες των παραδειγμάτων
4. Σύνοψη

1. Εισαγωγή

Ο Θετικισμός κυριάρχησε στην πνευματική ζωή του 19ου αιώνα και προσδιόρισε τη φυσιογνωμία της επιστήμης αυτής της περιόδου. Σύμφωνα με τη βασική του παραδοχή, η επιστημονική γνώση έχει τη βάση της στα άμεσα παρατηριασιακά δεδομένα. Η ερμηνεία της πραγματικότητας ακολουθεί πορεία από το μερικό στο γενικό και όχι αντίστροφα.

Ο θετικισμός μετασχηματίστηκε στη συνέχεια (μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) σε λογικό θετικισμό, δηλαδή σε μια λογική εκδοχή του εμπειρισμού. Στο πλαίσιο της νέας αυτής θεώρησης, σημασία δεν έχει μόνο αν μια θεωρητική πρόταση μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά κατά πόσο είναι αληθής ή όχι, αλλά αν η πρόταση αυτή έχει νόημα. Μια θεωρητική πρόταση έχει τότε μόνο νόημα, αν οι ισχυρισμοί της είναι λογικοί και, προπάντων, αν γνωρίζουμε πώς να την επαληθεύσουμε με τα αισθητηριακά δεδομένα που διαθέτουμε.


Σύμφωνα με τους λογικούς θετικιστές, η γνώση δομείται με τη γλώσσα και για το λόγο αυτό, ανάλυση της γνώσης σημαίνει πρωτίστως ανάλυση της γλώσσας. Η θέση αυτή οδήγησε στη λεγόμενη γλωσσική στροφήστη φιλοσοφία και την εδραίωση του κλάδου που είναι γνωστός ως αναλυτική φιλοσοφία.

Λίγο πριν, αλλά και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια σειρά από νέες θεωρητικές διατυπώσεις στη φυσική επιστήμη προκάλεσαν σημαντική ρωγμή στα θεμέλια του λογικού θετικισμού. Η επαγωγική μέθοδος ως μεθοδολογικό εργαλείο ερμηνείας της πραγματικότητας και συγκρότησης της γνώσης αμφισβητήθηκε και η επιστημονικότητα μιας θεωρίας άρχισε να αποσυνδέεται από την εμπειρική επαλήθευσή της. Το ενδιαφέρον μετατοπίσθηκε από την επιβεβαίωση της αλήθειας στην ανακάλυψη "ριζικά νέας και πιο ενδιαφέρουσας αλήθειας" (Popper).

Στο πλαίσιο αυτής της αμφισβήτησης και της νέας αντίληψης για την επιστήμη και τη συγκρότηση της γνώσης, αυτό που άσκησε βαθύτατη επιρροή στην επιστημονική σκέψη προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 είναι η σκέψη του Thomas Kuhn και η θεώρηση της επιστήμης ως ιστορικού φαινομένου. Η επιστήμη και ειδικότερα η επιστημονική γνώση δεν γίνεται πλέον αντιληπτή ως απόσταγμα της εμπειρίας ή ως ταξινόμηση και κωδικοποίηση παρατηριασιακών δεδομένων, αλλά ως ένα πλέγμα κοινωνικών φαινομένων, συναρτημένο από τη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα.

2. Λογικός Θετικισμός

ΜΟ Λογικός Θετικισμός συγκροτήθηκε ως δέσμη ερευνητικών προγραμμάτων (έρευνες της λογικής των μαθηματικών και της υφής των επιστημονικών συστημάτων) με τον "Κύκλο της Βιέννης". Πρόκειται για κύκλο φιλοσόφων με σύντομη διάρκεια ζωής (μέχρι την άνοδο του Ναζισμού στην εξουσία), αλλά με σημαντική επιρροή στη φιλοσοφική σκέψη στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Τα περισσότερα από τα μέλη του Κύκλου αυτού (Schlick, Carnap, Feigl, Gοdel, Neurath, Frank, Ράιχενμπαχ κ.ά.) ήταν μαθηματικά παιδευμένα, γεγονός που ενίσχυε την τάση για λογική αυστηρότητα και καθαρότητα στην προσέγγιση της πραγματικότητας και στη διατύπωση θεωρητικών προτάσεων.

Η λογική, στο πλαίσιο του Κύκλου της Βιέννης, γνώρισε μια αναδόμηση του περιεχομένου της και μια επέκταση που την οδήγησαν πέραν από τα όρια της παραδοσιακής λογικής, σε εντελώς νέους τομείς. Συνδέθηκε με τα μαθηματικά από τα οποία δανείστηκε τα σύμβολα για την αναπαράσταση σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, και οι μαθηματικές προτάσεις θεωρήθηκε ότι εκφράζουν σχέσεις και με την έννοια αυτή δεν μπορούν να ενταχθούν στα σχήματα κρίσης της παραδοσιακής λογικής (Κράφτ, 1986 : 27).

Οι μαθηματικές προτάσεις είναι προτάσεις αναλυτικές και όχι συνθετικές, όπως φρονούσε η παραδοσιακή φιλοσοφία. Από τον αναλυτικό τους χαρακτήρα εξηγείται η ισχύς τους a priori. Αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζεται να αναζητάμε κάποιον λόγο ισχύος για τέτοιες προτάσεις. Από την άλλη πλευρά, και η ισχύς της λογικής είναι ανεξάρτητη, γιατί η λογική δεν παρέχει τους βασικούς νόμους του κόσμου, αλλά σκέψεις για τον κόσμο. Οι συλλογισμοί αυτοί δείχνουν ότι τα μαθηματικά και η λογική είναι ανεξάρτητα απέναντι στην εμπειρία. Με τον τρόπο αυτό ο παραδοσιακός εμπειρισμός γνωρίζει μια διόρθωση : παραιτείται από την απαίτηση να παράγεται κάθε γνώση και επιστήμη από την εμπειρία.

Στον Κύκλο της Βιέννης η νέα λογική είχε αναπτυχθεί με σκοπό τη θεωρητική οικοδόμηση των μαθηματικών, έγινε όμως το μέσο για την επιστημολογία γενικά. Η μέθοδος της φιλοσοφικής έρευνας ορίσθηκε ως εφαρμοσμένη λογική, σε αντιδιαστολή με την καθαρή λογική (Κράφτ, 1986 : 35-36).

Τον Κύκλο της Βιέννης απασχολούσαν δύο κατηγορίες προβλημάτων : Η ανάλυση της γνώσης και οι θεωρητικές βάσεις κυρίως των μαθηματικών, αλλά και των άλλων "θεωρητικών" επιστημών και φυσικά της φιλοσοφίας. Η γνώση αναλύθηκε ως προς τη λογική της δομή, δηλαδή ως προς τον τρόπο που σχετίζονται οι έννοιες και οι προτάσεις μεταξύ τους, καθώς και ως προς τον τρόπο που αυτές οι συσχετίσεις παράγουν νόημα.

Η γνώση παριστάνεται με γλωσσικές διατυπώσεις και με την έννοια αυτή η γλώσσα σχηματίζει το σώμα της γνώσης, δηλαδή μόνο με τη βοήθειά της μπορεί να οικοδομηθεί γνώση. Συνεπώς, ανάλυση της γνώσης σημαίνει πρωτίστως ανάλυση της γλώσσας, η οποία τη συγκροτεί.

Από τον Κύκλο της Βιέννης προήλθε ένα μεγάλο διεθνές φιλοσοφικό κίνημα : ο λογικός θετικισμός και η αναλυτική φιλοσοφία. Το κίνημα χαρακτηρίστηκε ως πνευματική επανάσταση στη φιλοσοφία. Και οι δύο τάσεις του κινήματος αυτού συνδέονται με τις βασικές απόψεις του Κύκλου της Βιέννης και έχουν ως κοινό στόχο τη λογική ανάλυση των θεωρητικών προτάσεων και την αναμόρφωση του εμπειρισμού (Κράφτ, 1986 : 194).

Το νέο στοιχείο που εισάγει στη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία της ο λογικός θετικισμός είναι ότι μετατοπίζει την προβληματική από την έννοια της αλήθειας σε εκείνη του νοήματος (Βαλλιάνος, 2001 : 134). Από επιστημολογική άποψη το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα είναι ένας εμπειρισμός, ο οποίος όμως χρησιμοποιεί ένα περίπλοκο τεχνικό σύστημα λογικής ανάλυσης των επιστημονικών όρων. Η διερεύνηση της επιστημονικής γνώσης ως προς τη λογική της δομή αποτελεί την εφαρμοσμένη λογική, σε αντιδιαστολή με την καθαρή λογική.

Αυτή η μέθοδος φιλοσοφικής έρευνας και ειδικότερα η λογική ανάλυση της επιστημονικής γλώσσας, ήταν η κύρια συνεισφορά του λογικού θετικισμού στην επιστημονική έρευνα και στην εδραίωση του φιλοσοφικού ρεύματος που έγινε γνωστό ως "γλωσσική στροφή" στη φιλοσοφία, ή "αναλυτική φιλοσοφία", η οποία συνίσταται σε μέθοδο διερεύνησης του νοήματος των θεωρητικών προτάσεων.

Σύμφωνα με τις βασικές θέσεις του ρεύματος αυτού, η πραγματικότητα γίνεται αντιληπτή ως ένα σύμπλεγμα γεγονότων, το οποίο μπορεί να αναλυθεί σε επιμέρους, ώσπου να βρεθούν τα έσχατα, ατομικά γεγονότα. Το σύμπλεγμα αυτό έχει απόλυτη αντιστοίχιση με ένα άλλο σύμπλεγμα, εκείνο της γλώσσας. Η γλώσσα έχει νόημα επειδή μεταξύ αυτής και του κόσμου υπάρχει αντιστοιχία σε όλα τα επίπεδα, σε όλα τα επιμέρους στοιχεία (Κράφτ, 1986, σ.120 επ.).

Κατά τον λογικό θετικισμό η αυθεντικά επιστημονική φιλοσοφία είναι εφικτή μόνον ως λογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, που επιδιώκει την "κάθαρση" της επιστήμης από κάθε "μεταφυσική" (από το σύνολο του παραδοσιακού φιλοσοφικού προβληματισμού) και τη μελέτη της λογικής δομής της επιστημονικής γνώσης. Η φιλοσοφία ανάγεται σε "λογική της επιστήμης", σε "λογική σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης" (Carnap).

Θεωρητικές προτάσεις έχουν νόημα, μόνο όταν είναι αναλυτικές, δηλαδή εμπειρικά επιβεβαιώσιμες ή ταυτολογίες (π.χ. "ένα άσπρο αυτοκίνητο είναι άσπρο"). Οι ταυτολογίες είναι κατ΄ ανάγκην αληθείς, αλλά δεν μας δίνουν νέες πληροφορίες. Αντίθετα, οι εμπειρικά επιβεβαιώσιμες προτάσεις μας δίνουν πληροφορίες και νέα γνώση (Κράφτ 1986, σ. 120 επ.).

Όλες οι άλλες προτάσεις που δεν εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες είναι χωρίς νόημα. Με την έννοια αυτή ό,τι κινείται στη σφαίρα του μεταφυσικού, δεν έχει γνωστική σημασία, στερείται νοήματος (Carnap, 1993). Μια ειδική κατηγορία προτάσεων και θεωριών αποτελούν εκείνες της ηθικής φιλοσοφίας, οι οποίες δεν είναι ούτε ψευδείς ούτε αληθείς, επειδή δεν περιγράφουν αντικειμενικά ή εμπειρικά γεγονότα. Δηλαδή, γνώση παράγεται μόνο από προτάσεις με λογική εσωτερική δομή, οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν εμπειρικά. Με τις θέσεις αυτές ο λογικός θετικισμός δεν διαφοροποιείται μόνο απέναντι στον κλασσικό θετικισμό, αλλά αντιπαρατίθεται και στα ολοκληρωτικά ιδεολογικά συστήματα της εποχής.

Στην ώριμή του μορφή, ο λογικός θετικισμός αναγνωρίζει ότι η γλώσσα της επιστήμης αποτελείται από δύο ειδών όρους : από παρατηρισιακούς και θεωρητικούς (Βαλλιάνος, 2001 : 137). Οι παρατηρισιακοί όροι είναι αυτοί που παράγονται από την εμπειρική παρατήρηση, ενώ οι θεωρητικοί είναι αφηρημένες έννοιες, οι οποίες δεν μπορούν να υποβληθούν σε πειραματική δοκιμασία, είναι όμως απαραίτητοι για να ολοκληρωθεί η λογική δομή της θεωρίας.

Με την έννοια αυτή, ο λογικός θετικισμός έχει επίγνωση ότι η θεωρία είναι κάτι περισσότερο από το εκάστοτε διαθέσιμο σώμα παρατηρήσεων. Αυτό με τη σειρά του φανερώνει ότι η επιστήμη δεν μπορεί να κινείται μόνο επαγωγικά, αλλά και απαγωγικά. Ο ερευνητής χρειάζεται να έχει μια καθοδηγητική ιδέα, μια υπόθεση εργασίας, για να ξεκινήσει τη μελέτη των φαινομένων. Αυτή η υπόθεση εργασίας δεν είναι μια αυθαίρετη σκέψη και φαντασίωση του ερευνητή, αλλά προκύπτει από υπάρχουσες θεωρίες και πειραματικά θεμελιωμένων εξηγήσεων.

Από αυτό συνάγεται ότι η απαγωγική δομή των θεωριών είναι σημαντικό προαπαιτούμενο για την πειραματική διαδικασία. Η προβληματική αυτή, η οποία εκφράζεται στο υποθετικό-απαγωγικό μοντέλο του Hempel, αναγνωρίζει μια σχετική αυτονομία στη θεωρία και με την έννοια αυτή θέτει φραγμούς στον αυστηρό επαγωγισμό του Μπέικον και του Μιλλ (Βαλλιάνος, 2001 : 139). Η διαφοροποίηση αυτή θα αναδείξει τα εσωτερικά προβλήματα του λογικού θετικισμού και στη συνέχεια τα όριά του.

Παρά το σημαντικό του έργο και συνεισφορά στην επιστήμη, ο λογικός θετικισμός δεν κατόρθωσε να απαντήσει στο πρόβλημα που είχε απασχολήσει και την παραδοσιακή φιλοσοφία, εναντίον της οποίας, ουσιαστικά, βάλλει : τη σχέση ανάμεσα στις λογικές και γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου και στο πρόβλημα με το οποίο καταπιάνεται (Βαλλιάνος, 2001 : 140).

Η θεωρία του νοήματος και της εμπειρικής επαληθευσιμότητας των προτάσεων (Σατελέ, 1990 : 79 επ.), στην οποία στηρίχθηκε ο λογικός θετικισμός, υποβάθμισε εκείνη την πλευρά του φιλοσοφικού στοχασμού που δεν μπορεί να συσχετισθεί με τα αισθητηριακά δεδομένα και ουσιαστικά ακύρωνε ολόκληρο το οικοδόμημα της παραδοσιακής φιλοσοφίας, φέρνοντας στο τέλος σε αδιέξοδο και τον ίδιο. Το αδιέξοδο αυτό και γενικότερα οι δυσκολίες του λογικού θετικισμού άνοιξαν νέους δρόμους στη φιλοσοφία και την οδήγησαν στην αναζήτηση ερμηνείας έξω από τις βασικές παραδοχές της παραδοσιακής φιλοσοφίας και του θετικισμού (με οποιαδήποτε μορφή του). Τέτοιοι δρόμοι ήταν οι θεωρητικές συλλήψεις του Κ. Popper (θεωρία της διαψευσιμότητας) και του Th. Kuhn (θεωρία των παραδειγμάτων).

3. Thomas Kuhn : Η θεωρία των παραδειγμάτων

ΟΜετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα κύμα αμφισβήτησης διατρέχει ολόκληρο το οικοδόμημα του λογικού θετικισμού, καθιστώντας σαφή τα όριά του και προϊδεάζοντας για τις καινούργιες αναζητήσεις των φιλοσόφων. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τις ανατροπές που σημειώνονται στις παραδοχές των φυσικών επιστημών και ειδικότερα με τον κλονισμό των αιτιοκρατικών αντιλήψεων που επικρατούσαν. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εδώ αποτελεί η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντομηχανική. Οι νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις στη φυσική κλονίζουν τις μέχρι τότε παραδοχές της κλασικής φυσικής και ειδικότερα τις αντιλήψεις αναφορικά με την αιτιότητα και την προβλεψιμότητα των βασικών συστατικών της ύλης.

Ο κλονισμός των αιτιοκρατικών αντιλήψεων στη φυσική και τις θετικές επιστήμες διαχέεται και στις θεωρητικές επιστήμες και κυρίως στη φιλοσοφία. Οι επιστήμονες αρχίζουν να απομακρύνονται από το θετικιστικό μοντέλο, το οποίο συναρτά μια θεωρητική γενίκευση μόνο από το εμπειρικό της υπόβαθρο (Βαλλιάνος, 2001 : 46). Όλο και περισσότερο πείθονται ότι το νόημα και η επαληθευσιμότητα μιας θεωρητικής πρότασης δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα πρωτογενούς εμπειρικής έρευνας, και με την έννοια αυτή η επαγωγική μέθοδος τίθεται σε αμφισβήτηση. Αντίθετα, μπορεί να υπάρχουν παραδοχές, οι οποίες δεν μπορούν να συσχετισθούν με τα αισθητηριακά δεδομένα.

Το αίτημα για πλήρη ανατροπή των στερεοτύπων σε κάθε μορφή επιστημονικής σκέψης εκφράζουν οι θεωρίες του Thomas Kuhn στη δεκαετία του 1960. Ο Kuhn αντιλαμβάνεται την επιστήμη ως ιστορικό φαινόμενο, δηλαδή ως φαινόμενο άμεσα συναρτημένο με την κοινωνική – πολιτισμική πραγματικότητα και την ορίζει ως "συστηματική οργάνωση μιας πολιτισμικής δραστηριότητας με τα δικά της αξιολογικά πρότυπα, παιδευτικές προδιαγραφές και δεοντολογία διαπροσωπικών σχέσεων" (Βαλλιάνος, 2001 : 173). Η επιστήμη είναι τρόποι με τους οποίους η επιστημονική κοινότητα προσεγγίζει την πραγματικότητα, είναι παραδείγματα, δηλαδή συμπλέγματα ερμηνευτικών προσεγγίσεων, τρόποι θέασης του κόσμου, τα οποία είναι διαποτισμένα από το πνεύμα της εποχής. Κάθε εποχή έχει μια συγκεκριμένη μορφή επιστήμης, εκείνη που είναι συμβατή με συγκεκριμένες κοσμοαντιλήψεις της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής και της συγκεκριμένης κοινωνίας ή κοινωνιών.

Ο Kuhn θεωρεί ότι κάθε επιστημονικό παράδειγμα είναι εξ ορισμού συντηρητικό, με την έννοια ότι "προσπαθεί να διατηρήσει τα γνωσιολογικά και θεσμικά πρότυπα που το χαρακτηρίζουν, ενσταλάζοντας τις ερμηνευτικές μεθόδους που το ευνοούν και εκπαιδεύοντας διανοητές και ερευνητές που θα προσανατολίσουν και στο μέλλον την εμπειρική μελέτη της φύσης προς προεπιλεγμένες κατευθύνσεις" (Βαλλιάνος, 2001 : 174). Ο νέος επιστήμονας αντιλαμβάνεται και αποδέχεται αυτές τις παραδοχές ωσάν να ήταν αυταπόδεικτες αλήθειες, οι οποίες -φυσικά- δεν πρέπει να αμφισβητηθούν.

Το ίδιο το παράδειγμαως τρόπος θέασης της πραγματικότητας, έχει ως στόχο – όπως και κάθε φυσικό ον – την αυτοσυντήρησή του. Απαραίτητη προϋπόθεση γι΄ αυτό είναι να δοθεί αυτός ο τρόπος θέασης ως αληθής και να επιτευχθεί ευρύτερη πολιτιστική συναίνεση, ώστε αυτό το πολιτιστικό μόρφωμα να μην ανατραπεί. Η συναίνεση αυτή κρυσταλλώνεται και στο πλαίσιο της επιστημονικής κοινότητας. Ένας ολόκληρος μηχανισμός παραγωγής και διάδοσης της γνώσης (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια) φροντίζει να διαχειριστεί αυτό το συγκεκριμένο πολιτιστικό μόρφωμα με τα πλέον προηγμένα λογικά και πειραματικά μέσα και να το εδραιώσει. Ο Kuhn θεωρεί πως στο πλαίσιο αυτό ό,τι κάθε φορά επικυρώνεται και διαδίδεται ως αλήθεια εξαρτάται από τους κατόχους της κοινωνικής εξουσίας (με την ευρύτερη έννοια), μέρος της οποίας αποτελούν και οι διευθύνοντες των εκπαιδευτικών οργανισμών και θεσμών (Βαλλιάνος, 2001 : 175).

Το παράδειγμα, ως τρόπος θέασης της πραγματικότητας και πολιτιστικό μόρφωμα θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διερευνηθούν τα φαινόμενα που είναι ακόμη ερευνήσιμα, δεν έχουν δηλαδή απορροφηθεί από τη θεωρία. Με την έννοια αυτή υπαγορεύει μεθοδολογίες, τρόπος και ερευνητικές στρατηγικές που θα φέρουν εκείνα τα αποτελέσματα που θα στηρίξουν και θα διευρύνουν τη βάση των θεωρητικών παραδοχών του. Έργο του επιστήμονα-ερευνητή που υπηρετεί το συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι να λύσει απορίες και να καλύψει κενά της θεωρίας του παραδείγματος με τελικό στόχο να εντάξει όσο γίνεται περισσότερες πτυχές της φυσικής πραγματικότητας στο παράδειγμα, και ειδικότερα εκείνα τα τμήματα της φυσικής πραγματικότητας που εξακολουθούν να αντιστέκονται, και τελικά να επιβεβαιώσει το παράδειγμα.

Βέβαια ο επιστήμονας δεν λειτουργεί ως απλός εντολοδόχος του παραδείγματος, δεν επαναλαμβάνει μηχανιστικά τις παραδοχές του, αλλά τις διαχειρίζεται με ευφάνταστο και ευρηματικό τρόπο. Όμως η πρωτοτυπία στη σκέψη και στη μεθοδολογία του δεν μπορούν να αποκλίνουν σε βαθμό που να θέτουν σε αμφισβήτηση το παράδειγμα, αλλά θα πρέπει να εναρμονίζονται με τις βασικές παραδοχές του. Σε αυτό το πνεύμα, οι απαντήσεις που δίνονται σε θεωρητικά κενά του παραδείγματος, καθώς και η γενικότερη συναίνεση που έχει επιτευχθεί δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχει εδραιωμένη πίστη στις βασικές παραδοχές του παραδείγματος.

Αυτή η κατάσταση αντιστοιχεί κατά τον Kuhn σε μια περίοδο επιστημονικού εφησυχασμού, την οποία αποκαλεί "κανονική επιστήμη". Πρόκειται για περίοδο όπου οι επιστήμονες προσπαθούν να επιβεβαιώσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις βασικές παραδοχές του παραδείγματος και σημειώνεται σημαντική ανέλιξη των φυσικών γνώσεων. Σε αυτή τους την προσπάθεια οι επιστήμονες προσκρούουν σε καταστάσεις, τις οποίες το παράδειγμα δεν είχε προβλέψει. Τα ερευνητικά δηλαδή δεδομένα έρχονται σε αντίφαση με τις προσδοκίες του θεωρητικού μοντέλου. Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργείται "ουσιώδης ένταση" στην επιστημονική δραστηριότητα και φέρνει την επιστημονική σκέψη σε αντίθεση με αιώνιες πίστεις και παραδοχές, οι οποίες αποτελούν τροχοπέδη για μια νέα σύλληψη της πραγματικότητας.

Η αντίφαση αυτή δεν οδηγεί αυτομάτως σε αμφισβήτηση του κατεστημένου παραδείγματος, αλλά γίνεται αντιληπτή περισσότερο ως μια προσωρινή αντιξοότητα, η οποία θα αντιμετωπισθεί στο άμεσο μέλλον. Όμως η συσσώρευση με τον καιρό αρκετών τέτοιων περιπτώσεων οδηγεί στη δημιουργία ενός κλίματος δυσπιστίας και αμφισβήτησης βασικών πτυχών του παραδείγματος και όλο και περισσότεροι επιστήμονες τολμούν να λειτουργήσουν εκτός των ορίων του παραδείγματος και να χρησιμοποιήσουν ανατρεπτικές υποθέσεις και μεθοδολογικά εργαλεία. Στη φάση αυτή πρόκειται για κρίση της κανονικής επιστήμης.

Κατά τον Kuhn, η κρίση αυτή μπορεί να παραλληλιστεί με πολιτική κρίση, η οποία προηγείται της ανατροπής πολιτικών-κοινωνικών συστημάτων. Στην ανατροπή του πολιτικού κοινωνικού συστήματος απαραίτητη είναι η γενική κοινωνική δυσαρέσκεια και αναταραχή ως συνέπεια αμφισβήτησης βασικών στοιχείων του συστήματος, καθώς και μια εναλλακτική πρόταση μαζί με μια νέα ηγετική ομάδα που θα αναλάβει την εφαρμογή αυτής της νέας πρότασης.

Στην επιστήμη -κατά όμοιο τρόπο – δύο είναι οι προϋποθέσεις για να ανατραπεί το παλιό παράδειγμα : α) να υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ερευνητικών δεδομένων που αμφισβητεί τον πυρήνα αυτού του παραδείγματος και κάνει ανέφικτη την επιστροφή σε αυτό, και β) να έχει ήδη διατυπωθεί ένα εναλλακτικό παράδειγμα και να υπάρχει διαθέσιμη μια μάζα νέων ερευνητών που θα διεκδικούν την εξουσία στην επιστημονική κοινότητα.

Όμως η συμβατική επιστήμη δεν παραδίδεται αμαχητί, με συνέπεια να δημιουργούνται μέσα στην επιστημονική κοινότητα αντίπαλα στρατόπεδα, των οποίων η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Πρόκειται για τον πόλεμο των παραδειγμάτων, ο οποίος λήγει με την επικράτηση εκείνου, το οποίο σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή μπορεί να προσφέρει εξηγήσεις για τα φαινόμενα πιο ριζοσπαστικές και περιεκτικές από εκείνες των αντιπάλων του (Βαλλιανός, 2001 : 177).

Τέτοιες καταστάσεις ανατροπής των ιδεών μας για τον κόσμο θα μπορούσαν κατά τον Kuhn να αποτελούν "επαναστάσεις". Μετά από μια νικηφόρα επανάσταση, το νέο παράδειγμα οργανώνεται και αυτό όπως και το απερχόμενο ως σύστημα εξουσίας και συμπεριφέρεται με όμοιο τρόπο με τελικό στόχο την εδραίωσή του. Όμως η "ουσιώδης ένταση" υποβόσκει στην καρδιά του επιστημονικού γίγνεσθαι προετοιμάζοντας την επόμενη επανάσταση. Μετά από μια επιστημονική επανάσταση αλλάζουν τα ίδια τα δεδομένα και οι επιστήμονες είναι σαν να δουλεύουν σε έναν νέο κόσμο (Kuhn, 1993 : 102).

4. Σύνοψη

Ο λογικός θετικισμός ως βελτιωμένη εκδοχή του θετικισμού έδωσε μια σημαντική ώθηση στην επιστημονική σκέψη των αρχών του 20ου αιώνα, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει την επιστημονικότητα της φιλοσοφίας και να την απαλλάξει από τα στοιχεία της μεταφυσικής.

Για τους λογικούς θετικιστές η φιλοσοφία ανάγεται σε λογική της επιστήμης, σε λογική σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης. Οι φιλοσοφικές προτάσεις για να έχουν ισχύ θα πρέπει να είναι διατυπωμένες με τρόπο που να έχουν λογική εσωτερική δομή. Μόνο τέτοιες προτάσεις μπορούν να είναι επαληθεύσιμες με τα δεδομένα της εμπειρίας και με την έννοια αυτή να είναι αυθεντικά επιστημονικές.

Στην ώριμη εκδοχή του ο λογικός θετικισμός αναγνωρίζει μια σχετική αυτονομία της θεωρίας απέναντι στην εμπειρία και με την έννοια αυτή συμβάλλει στην αναμόρφωση του εμπειρισμού. Με την υιοθέτηση του υποθετικο-απαγωγικού μοντέλου υπερβαίνει τον άκρατο επαγωγισμό του Μπέικον και Μιλλ, ανοίγοντας ταυτόχρονα ένα κύκλο θεωρητικών συζητήσεων, οι οποίες θα αποκαλύψουν τις εσωτερικές του αντιθέσεις και θα διευκολύνουν την αναζήτηση νέων και ριζοσπαστικών θεωρητικών συλλήψεων.

Στην κατηγορία αυτή των θεωρητικών συλλήψεων που βρίσκονται έξω από τις βασικές παραδοχές του θετικισμού ανήκουν οι θεωρίες των παραδειγμάτων του Thomas Kuhn. Ο Kuhn απομακρύνεται εντελώς από την προβληματική της ανακάλυψης της αλήθειας, από το ερώτημα τι είναι επιστημονικό και τι όχι και επικεντρώνεται στην ιστορική διάσταση της επιστήμης. Τοποθετεί την επιστήμη μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο, το παράδειγμα, το οποίο αποτελεί ένα συγκεκριμένο τρόπο θέασης της πραγματικότητας και εκεί εξετάζει, τόσο το ρόλο της επιστήμης και της επιστημονικής κοινότητας, όσο και το θέμα της επιστημονικής μεταβολής.
Βιβλιογραφία

  • Βαλλιάνος, Π. (2001), Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης, Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα
  • Βέϊκος, Θ. (1990), Αναλυτική φιλοσοφία, Σμίλη, Αθήνα
  • Carnap, R. (1993), Το κριτήριο του νοήματος, στο : Κουζέλης Γ. (επιμ.) Επιστημολογία, Νήσος, σσ. 38-46
  • Κράφτ, Β. (1989), Ο κύκλος της Βιέννης, εκδ. Γνώση, Αθήνα
  • Kuhn, Th. (1993), Οι επαναστάσεις ως αλλαγές κοσμοθεώρησης στο : Κουζέλης, Γ. (επιμ.), Επιστημολογία, Νήσος, σσ. 77-104
  • Πελεγρίνης, Θ. (1997), Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
  • Russel, B., Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, (χ.χ.), τ.Β΄, Αρσενίδης, Αθήνα
  • Σατελέ, Φ. (1990), Η φιλοσοφία, Γνώση, Β΄ έκδοση, Αθήνα .
Εργασία του Γεώργιου Λιακόπουλου, ΕΑΠ
via

Το ζήτημα της επιστημονικής προόδου στην επιστημoλογία τον 20ο αιώνα

$
0
0


Η αρχή: Ο Λογικός θετικισμός.


Η σύγχρονη επιστημολογία οριοθετήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με την διαμόρφωση της «σχολής του λογικού εμπειρισμού» με επίκεντρο τον φιλοσοφικό κύκλο της Βιέννης στον οποίο μετείχαν σημαντικοί φιλόσοφοι της επιστημολογίας και της λογικής θεωρίας.

Βασική παραδοχή του λογικού θετικισμού αποτελεί η άποψη «ότι η εκ τον προτέρων συνθετική γνώση είναι αδύνατη».

Ταυτόχρονα ο λογικός θετικισμός εκφέρει και μία πολιτική διάσταση στον λόγο του δεδομένου ότι αντιπαρατίθεται στις επικρατούσες στον μεσοπόλεμο ολοκληρωτικές ιδεολογίες προσεγγίζοντας τις ουμανιστικές αρχές του Διαφωτισμού. Για τους φιλοσόφους του κύκλου της Βιέννης η ιδεολογία που φέρουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι το κοσμικό υποκατάστατο της θεολογίας διότι στηρίζεται σε εκφράσεις των οποίων «η λογική αξία είναι μηδενική επειδή δεν προτείνουν τον τρόπο με τον οποίο τα λεγόμενα τους θα μπορούσαν να ελέγχουν πειραματικά»[1].


Ο λογικός θετικισμός είναι μία εμπειρική θεωρία με την διαφορά ότι η προβληματική του δεν αφορά την αλήθεια όπως ο εμπειρισμός αλλά το νόημα: «Το βασικό επιχείρημα (του λογικού θετικισμού) είναι ότι πριν γίνει δυνατόν να αποδειχθεί (πειραματικά) εάν μία θεωρία είναι αληθής ή ψευδής, πρέπει καταρχήν οι ισχυρισμοί της να έχουν νόημα»[2].

Μία από τις βασικές αρχές που πρεσβεύει ο λογικός θετικισμός είναι η «αρχή της επαληθευσιμότητας». Σύμφωνα με αυτή την αρχή βασική και λογική προϋπόθεση για να έχει μία πρόταση ή θεωρία νόημα είναι να μπορεί να υποδεικνύει το εμπειρικό συστατικό που είναι δυνατόν να την επαληθεύσει η να την διαψεύσει.

Η αλήθεια δεν είναι ο στόχος. Η πρόταση «η σελήνη είναι φτιαγμένη από πράσινο τυρί» έχει νόημα και ενδιαφέρει τον λογικό θετικιστή φιλόσοφο να την διερευνήσει διότι γνωρίζει τι πρέπει να κάνει για να αποδείξει αν αληθεύει άσχετα αν αποδεικνύεται ψευδής. Ακολούθως σχεδιάζεται το πείραμα που είναι δυνατόν να την επαληθεύσει ή να την διαψεύσει.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του λογικού θετικισμού είναι η προσέγγιση για την μεθοδολογική ενότητα της επιστήμης. Κατά τους λογικούς θετικιστές οι ανθρωπιστικές επιστήμες διαφέρουν από τις φυσικές επιστήμες μόνο ως προς το αντικείμενο τους και όχι ως προς την μέθοδο. Ως εκ τούτου ο πειραματικός έλεγχος υποθέσεων και θεωριών είναι το μοναδικό κριτήριο αλήθειας και οι κοινωνικές επιστήμες για να χαρακτηρισθούν ως επιστήμες οφείλουν να επιτύχουν αυτές τις συναινέσεις γύρω από τις αντικειμενικές αλήθειες.

Μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο η επικρατούσα επιστημολογική προσέγγιση του λογικού θετικισμού εισέρχεται σε φάση έντονης αμφισβήτησης και κρίσης συχστιζόμενης με τις εξελίξεις και τους μετασχηματισμούς που προκαλούν στις γενικές παραδοχές της κλασσικής φυσικής α) η κβαντομηχανική β) η θεωρία της σχετικότητας και γ) η αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg.

Τα αδύνατα σημεία του λογικού θετικισμού είναι:

α) η αδυναμία του επαγωγισμού να θεμελιώσει την ορθολογικότητα των καθολικών νόμων με χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι για τον θεμελιακό φυσικό νόμο της βαρύτητας το σώμα των εμπειρικών στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να τον στηρίξουν είναι περιορισμένο.

β) Η ερμηνεία που δίνεται από τους φιλόσοφους του λογικού θετικισμού για την επιστημονική πρόοδο αφορά την μετάβαση από λιγότερο σε περισσότερο αληθείς θεωρίες και στηρίζεται σε μία αντιστοιχία εμπειρικού και θεωρητικού περιεχομένου ανάμεσα στις λιγότερο και περισσότερο αληθείς.

Η «διαψευσιμότητα» του Popper.


Ο κυριότερος επικριτής του θετικισμού υπήρξε ο Karl Popper (1902-1994). Η επιστημολογική προσέγγιση του Popper απορρέει από την άρνηση του να αποδεχθεί την εγκυρότητα και την βεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης στηρίζοντας την σε ακλόνητα θεμέλια. Με τα έργα του Λογική της Επιστημονικής Ανακάλυψης (1959) και Εικασίες και Ανασκευές (1963) ο Popper εναντιώνεται στον θεμελιακό χαρακτήρα της γνώσης όπως αυτός οριοθετείται από τους εμπειριστές (Locke, Berkeley και Hume) με βάση την ανθρώπινη εμπειρία και τους ορθολογιστές (Καρτέσιος) με βάση τον ανθρώπινο λόγο.Αναπτύσσοντας μία αντί-θεμελιακή επιστημολογία ο Popper προτείνει την εγκατάλειψη της επαγωγής διότι σύμφωνα με την σκεπτική του, η διαδικασία της εμπειρικής επαλήθευσης δεν είναι ικανή από μόνη της να φέρει την συναίνεση σχετικά με το κύρος των γενικών προτάσεων, διότι εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τις διαθέσεις και τις προτιμήσεις του ερευνητή. Επιπροσθέτως κατά τον Popper αν στην σκεπτική του επιστήμονα υπεισέρχονται έξω-επιστημονικοί παράγοντες (πχ θρησκευτικοί ή πολιτικοί) που επηρεάζουν την εμπειρική επαλήθευση μίας θεωρίας τότε κατά τον Popper η θεωρία αυτή θα επαληθευθεί διότι ο λογικός θετικισμός αδυνατεί να χαράξει τα όρια ανάμεσα στην επιστημονική θεωρία και την μεταφυσική και θεολογία. Τέλος στηριζόμενος στο παράδειγμα "του σκύλου που γαβγίζει όταν δει μία γάτα" ο Popper κατακρίνει ως άτοπη την κατάφαση ή συνεπαγωγή ενός υποθετικού λόγου διότι το ίδιο αποτέλεσμα (δηλ να γαβγίσει ο σκύλος) μπορεί να προέλθει από διαφορετικές αιτίες από αυτή που θεωρούμε δεδομένη.Ο Popper προτείνει την εγκατάλειψη της εμπειρικής επαγωγής ως μέθοδο διακρίβωσης της αλήθειας και σε αντίθεση με τους λογικούς θετικιστές που προτιμούσαν την επαλήθευση για να διακρίνουν την επιστήμη από την μη επιστήμη (Carnap) και προτείνει την θεωρία της διαψευσιμότητας δηλαδή μία επιστημονική διαδικασία οργανωμένη κατά τρόπο που να διευκολύνει τη διάψευση των θεωριών μας.

Ο Popper θεωρεί ότι αρχικά τίθενται κάποιες εικασίες, δηλαδή, υποθετικά συμπεράσματα, τα οποία στη συνέχεια οι επιστήμονες υποβάλλουν σε εμπειρικές δοκιμασίες προσπαθώντας να τα ανασκευάσουν κρατώντας απέναντί τους μια κριτική στάση και πειραματιζόμενοι με εναλλακτικές υποθέσεις. Στην θέση λοιπόν της επαγωγικής λογικής (τη συναγωγή από το ειδικό στο γενικό), ο Popper βάζει την παραγωγική λογική (τη συναγωγή από το γενικό στο ειδικό) μέσω της διάψευσης (ανασκευής) μιας υπόθεσης (εικασίας).

Ο Popper παρατήρησε όμως ότι διαμέσου της επιστημονικής εξέλιξης από την διατύπωση των πρώτων θεωριών του 17ου αιώνα υπάρχει μία ασυμμετρία ανάμεσα στις νεότερες και παλαιότερες θεωρίες.

Επιστημονική πρόοδος κατά τον Popper σημαίνει την εισαγωγή καινοφανών εννοιών και κατηγοριών που δεν αποτελούν επακόλουθα των παλαιότερων θωριών δεδομένου ότι αποτελεί μία νέα σύλληψη των πραγμάτων μη αναγνωρίσιμη από την οπτική γωνία που είχαν οι παλαιότερες θεωρίες.

Ο Popper ισχυρίζεται ότι η πρόοδος της επιστήμης είναι μία πορεία από ψεύδος σε λιγότερο ψεύδος (θεωρία της διαψευσιμότητας). Η επιστήμη προάγεται αν ο επιστήμονας μαζέψει γεγονότα και δεδομένα για να διαψεύσει τις υπάρχουσες θεωρίες και όχι για να κατασκευάσει καινούριες, τονίζοντας ότι η πρόοδος στηρίζεται σε γνώση που προκύπτει από προβλήματα και όχι από παρατηρήσεις και συλλογές δεδομένων. Για τον Popper η μέθοδος για την επιστημονική εργασία δομείται με τις ακόλουθες φάσεις: α)τίθεται το πρόβλημα, β)προτείνονται δοκιμαστικές λύσεις, γ) πραγματοποιείται απαλοιφή των λαθών και δ) αναδεικνύεται μία νέα θεωρία δια της διάψευσης της παλαιάς η οποία αναμένει να διαψευσθεί.

Το «παράδειγμα» του Kuhn.


Ο Thomas Kuhn (1992-1996) με το έργο του η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (1962) ανέδειξε με έμφαση την σπουδαιότητα της ανάλυσης της δομής των επιστημονικών επαναστάσεων και αφετέρου των επαναστατικών τρόπων της αλλαγής και διαδοχής των.

Σύμφωνα με τον Kuhn η επιστήμη είναι πλέγμα κοινωνικών θεσμών, εξαρτημένη από τον κοινωνικό περίγυρο όπου σε κάθε εποχή κυριαρχεί μια ιδιαίτερη κοσμοαντίληψη, το παράδειγμα, δηλαδή μια γενικότερη επιστημονική θεωρία.

Σύμφωνα με τον Kuhn οι επιστημονικές γνώσεις κάθε περιόδου αποτελούν ένα αυτόνομο σύστημα με την δική του αξία και λειτουργικότητα και το οποίο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με τα επιστημονική κριτήρια μία άλλης περιόδου. Η διάθρωση το συστήματος επιστημονικής γνώσης βασίζεται στην έννοια του παραδείγματος «γύρω από τα οποία συγκροτείται κάθε φορά η επιστημονική κοινότητα[3]» ως μία κλειστή κοινότητα επιστημόνων που ασπάζονται το ίδιο παράδειγμα. Με τον όρο παράδειγμα ο Kuhn ορίζει το σύνολο των πεποιθήσεων, αξιών, και τεχνικών που ασπάζονται και υιοθετούν τα μέλη μίας επιστημονικής κοινότητας κατέχοντας μία διάσταση ευρύτερη της επιστημονικής θεωρίας περιλαμβάνοντας νόμους, θεωρίες, εφαρμογές, πειράματα ενταγμένα/ους/ες σε ένα συσχετιζόμενο σύνολο δεσμεύσεων μεθοδολογικών, θεωρητικών και πειραματικών.

Σύμφωνα με τον Kuhn η επιστημονική πρόοδος είναι μία ασυνεχής διαδικασία που πραγματοποιείται με τις επιστημονικές επαναστάσεις. Κατά τον Kuhn στόχος είναι η συνεχής επαλήθευση του παραδείγματος (ερχόμενος σε αντίθεση με την θεωρεία της διαψευσιμότητας του Popper). Αν δεν μπορεί πλέον να επαληθευθεί τότε επέρχεται η επιστημονική αλλαγή. Όταν διαπιστωθούν ανωμαλίες στην λειτουργία των παραδειγμάτων (όπως η εμφάνιση μίας κρίσιμης μάζας αρνητικών πειραμάτων), η σύνδεση μίας συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητας με ένα παράδειγμα (κανονική επιστήμη σύμφωνα με τον Kuhn) εντάσσεται σε μία περίοδο κρίσης (καλείται πλέον ιδιόρρυθμη επιστήμη από τον Kuhn). Ομάδες ερευνητών αρχίζουν να δουλεύουν στην διατύπωση ενός εναλλακτικόυ παραδείγματος. Πλέον παλεύουν οι νέες επιστημονικές τάσεις με τις παγιωμένες (Paradigm war) ενταγμένες σε ένα παιχνίδι εξουσίας όπου και επέρχεται η αλλαγή μέσω της επανάστασης όπου επιβάλλεται η νέα τάση αποτελώντας πλέον το νέο παράδειγμα.

Ο Kuhn εισήγαγε μια ιστοριστική οπτική, με την οποία η εξέλιξη της θεωρίας είναι μια διαδοχή «παραδειγμάτων» γενικών δηλαδή κοσμοειδώλων που αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό του πολιτισμικού σχηματισμού στον οποίο ανήκει η επιστημονική διαδικασία. Με αυτόν τον τρόπο ο Kuhn θεωρεί ότι η επιστήμη ως μία κατεξοχήν ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είναι δυνατόν να είναι ξεκομμένη από το κοινωνικό περιβάλλον και ως εκ τούτου θεωρεί ότι η επιστημονική εξέλιξη επηρεάζεται από νοοτροπίες και πεποιθήσεις, από πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες

Η έννοια του ερευνητικού προγράμματος κατά τον Lakatos


Ο Ούγγρος φιλόσοφος και επιστημολόγος Imre Lakatos(1922-1974) συμφωνεί με τον Kuhn στο ζήτημα της ιστορικής διάστασης της επιστήμης αλλά στην θέση της φυσικής εξέλιξης ως μέσου προόδου της επιστήμης τοποθετούν την ορθολογική πρόοδο αλλά διαφωνεί με αυτόν στην έννοια των παραδειγμάτων.

Στηριζόμενος στην μεθοδολογία της διαψευσιμότητας του Kuhn ο Lakatos εισάγει την έννοια του ερευνητικού προγράμματος με σαφείς και προσδιορισμένους όρους ως μία σειρά ή μία διαδοχή θεωριών συνενωμένες ώστε να εξασφαλίζουν μία χαρακτηριστική συνέχεια. Με αυτόν τον τρόπο ο Lakatos θεώρησε ότι τα προβλήματα που ανακύπτουν στην επιστημολογία μπορούν να επιλυθούν.

Για τον Lakatos ένα ερευνητικό πρόγραμμα είναι προοδευτικό όταν χρησιμοποιεί με επιτυχία «την θετική ευρετική μέθοδο[4]» και να κάνει προβλέψεις νέων φαινομένων.

Η επιστημονική πρόοδος για τον Lakatos πραγματοποιείται με τον συναγωνισμό των ερευνητικών προγραμμάτων όπου πραγματοποιείται διαδοχή του παλαιότερου και επικρατώντας προγράμματος με ένα νεώτερο και πιο προοδευτικό.

Ο αναρχικός Feyerabend


Ο Αυστριακός φιλόσοφος Paul Feyerabend (1924-1994) προσπάθησε να θέσει τον ρεαλισμό ως το αναγκαίο υπόβαθρο της επιστημονικής διαδικασίας χαρακτηρίζοντας την ως μία ανθρώπινη δραστηριότητα σαν όλες τις άλλες χωρίς να διαθέτει το κύρος που της αποδίδει η κοινωνία. Για τον Feyerabend «η επιστήμη δεν έχει καμία εγγενή αξία και δεν είναι φορέας διανοητικών και αξιολογικών προτύπων[5]», ενώ η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος εξαργυρώνεται με την συμμετοχή των επιστημόνων στο σύστημα εξουσίας. Ο Feyerabend δεν κρίνει πάντα αρνητικά την πολιτική εμπλοκή στην πρόοδο της επιστήμης αναφερόμενος στις ευνοϊκές κοινωνικές και πολιτισμικές πρωτοπορίες που οδήγησαν την νευτώνια μηχανική στην επικράτηση της ενάντια στην πτολεμαική κοσμολογία. Εκεί που αντιδρά είναι στην ανάγκη διαχωρισμού της επιστήμης από το κράτος, στην διαμόρφωση μίας ελεύθερης κοινωνίας όπου καμία επιστημονική μέθοδος δεν θα είναι υποχρεωτική και όπου τα πάντα θα επιτρέπονται.

Βιβλιογραφία

Βαλλιάνος Περικλής, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη – Τόμος Β’ Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα 2001

[1] Βαλλιάνος Π., σελ. 135

[2] Βαλλιάνος Π., σελ. 134

[3] Βαλλιάνος, σ.174

[4] Αρνητική ευρετική μέθοδος: δημιουργία προστατευτικής ζώνης βοηθητικών υποθέσεων για την αφομοίωση τυχόν ανωμαλιών. Θετική ευρετική μέθοδος: υπαγόρευση προτάσεων για την τροποποίηση, ανάπτυξη και ενίσχυση της ανασκευάσιμης προστατευτικής ζώνης των βοηθητικών υποθέσεων.

[5] Βαλλιάνος, σ.190

του Χρήστου Μπούρα http://christosb.blogspot.com
via

Ο Πυθαγόρας και η φιλοσοφία

$
0
0




PythagorasΤα δύο κύρια ρεύματα της παράδοσης στην πρώιμη ελληνική διανόηση χαρακτηρίζονταν κατά τη μεταγε­νέστερη αρχαιότητα με τα επίθετα "ιωνικό" και "ιταλικό". Το δεύτερο αρχίζει με τον Πυθαγόρα, που – αν και Έλληνας της Ανατολής από γεννησιμιού του -άφησε το πατρικό του νησί, τη Σάμο, νωρίς και μετανάστευσε στην Ν. Ιταλία, περί το 530 π.Χ., όπου εγκαταστάθηκε και ίδρυσε την αδελφότητά του στην πόλη του Κρότωνα. Τους κυνήγησαν και τους διεσκόρπι­σαν για πολιτικούς λόγους και τον 50ν αι., βρίσκουμε Πυθα­γόρειες κοινότητες σε διάφορα σημεία του ελληνικού χώρου.

Η Πυθαγόρεια παράδοση όπως ξέρουμε ό,τι άσκησε ισχυρή επιρροή στο νου του Πλάτωνα αλλά δυστυχώς σκοτάδι τυλίγει μέγα μέρος της θεωρίας και της ιστορίας τους. Σοβαροί λόγοι δικαιολογούν αυτό το σκότος. Για τους Πυ­θαγόρειους το κίνητρο προς τη φιλοσοφία δεν ήταν ό,τι για τους Ίωνες, δηλ., η απλή επιστημονική περιέργεια.

Αποτε­λούσαν θρησκευτική αδελφότητα και αυτό είχε ορισμένες συ­νέπειες. Ορισμένες τουλάχιστον από τις θεωρίες τους θεωρούνταν απόρρητες και δεν έπρεπε να τις μάθουν οι βέβηλοι. Ο ίδιος ο ιδρυτής είχε αγιοποιηθεί ή τον έβλεπαν σαν ημίθεο. Αυτό σήμαινε πρώτα-πρώτα ότι γύρω του δημιουργήθηκε μια ομίχλη από θαυμαστές διηγήσεις, από τις οποίες μας είναι δύ­σκολο να ξεδιαλύνουμε ποια ήταν η ζωή και η διδασκαλία του πραγματικού Πυθαγόρα. Κατά δεύτερο λόγο, θεωρούσαν ευσεβές καθήκον τους να αποδίδουν κάθε νέο δόγμα στον ιδρυ­τή και – αν λάβουμε υπόψη μας ότι η σχολή είχε μακρά ιστο­ρία και σε αυτήν περιλαμβάνεται μια ιδιαίτερα ακμαία ανα­γέννηση της σχολής μεταξύ των Ρωμαίων στα χρόνια του Κι­κέρωνα – είναι προφανώς δύσκολο να βρούμε τι ακριβώς πί­στευε ο Πυθαγόρας ο ίδιος ή οι της σχολής του στην πρώτη εποχή τους.

Από θρησκευτική άποψη, πυρήνας των Πυθαγορείων ήταν η πίστη στην αθανασία της ανθρώπινης ψυχής, και η διαδρο­μή της ψυχής μέσα από μια σειρά μετενσαρκώσεων σε σώματα όχι μόνο ανθρώπινα αλλά και άλλων ζώων. Με αυτή την πί­στη συνδεόταν και το σημαντικότερο από τα Πυθαγόρεια τα­μπού, η αποχή από το κρέας. Γιατί το ζώο ή πτηνό που θα τρώγατε, ίσως τυχαία να έκλεινε την ψυχή της γιαγιάς σας.

Αν αυτό είναι έτσι, τότε η μετανάστευση των ψυχών είναι δυνατή και συνηθισμένη, επομένως όλα τα έμψυχα όντα είναι συγγενή και η συγγενικότητα της φύσης είναι ένα άλλο δόγμα των Πυθαγορείων. Το δόγμα έφτανε πιο μακριά απ’ ό,τι μπο­ρούμε να φανταστούμε, γιατί ο έμψυχος κόσμος εκτεινόταν για εκείνους πιο πέρα απ’ ό,τι για μας. Πίστευαν πράγματι πως το Σύμπαν ως σύνολο ήταν κάτι έμψυχο. Ως προς αυτό συμφωνούσαν με τους Ίωνες, αλλά έφταναν σχετικά σε συμ­περάσματα ξένα προς τα του Αναξίμανδρου ή του Αναξιμένη, και αυτά τα συμπεράσματα είχαν πηγές μάλλον μυστικές θρη­σκευτικές παρά ορθολογικές. Ο κόσμος, έλεγαν, περιβάλλεται από μια άπειρη ποσότητα αέρα ή πνοής (“πνεύματος"), που διαβρέχει και ζωοποιεί το σύνολο. Αυτό δίνει ζωή και στις επιμέρους ζωντανές υπάρξεις. Απ’ αυτό το υπόλειμμα της λαϊ­κής πίστης, που το εκλoγίκευσε ο Αναξιμέ­νης, αντλούν τώρα οι Πυθαγόρειοι ένα θρησκευτικό μάθημα. Η πνοή ή ζωή του ανθρώπου και η πνοή η ζωή του άπειρου και θεϊκού Σύμπαντος είναι ουσιαστικά ένα και το αυτό. Το Σύμπαν είναι ένα, αιώνιο και θείο. Οι άνθρωποι είναι πολλοί και χωρισμένοι, είναι και θνητοί. Αλλ’  η ουσιαστική πλευρά του ανθρώπου, η ψυχή του, δεν είναι θνητή και οφείλει την αθανασία της σε αυτό το γεγονός, ότι αποτελεί τμήμα ή σπίθα της θείας ψυχής, είναι αποκομμένη απ’ αυτήν και φυλακισμέ­νη στο θνητό σώμα.

Ο άνθρωπος έχει επομένως σκοπό στη ζωή να αποτινάξει το μίασμα του σώματος και να γίνει καθαρό πνεύμα, να ξαναβρεί το παγκόσμιο πνεύμα στο οποίο και ουσιαστικά ανήκει! Ώσπου η ψυχή να αποκαθαρθεί τελείως, θα πρέπει να συνεχί­σει να υφίσταται μια σειρά μεταναστεύσεων, από σώμα σε σώ­μα. Αυτό σήμαινε ότι η ατομικότητα διατηρείται όσο ο ειμαρ­μένος κύκλος των γεννήσεων δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ο έσχατος σκοπός ήταν να εκμηδενιστεί η ψυχή, αφού ενωθεί με το θείο.

Αυτές τις δοξασίες τις πίστευαν, εκτός από τους Πυθαγο­ρείους, και άλλες μυστικές αιρέσεις, συγκεκριμένα όσοι κή­ρυτταν στο όνομα του μυθικού Ορφέα. Αλλ’ η πρωτοτυπία του Πυθαγόρα διαφαίνεται, μόλις θέσουμε το ερώτημα με ποια μέσα μπορεί κανείς να πετύχει το σκοπό της κάθαρσης και της ένωσης με το θείο. Ως τώρα επιδίωκαν την καθαρότη­τα με τις τελετές και τη μηχανική τήρηση κάποιων ταμπού, όπως το να μην αγγίζουν πτώματα. Ο Πυθαγόρας διατήρησε μέγα μέρος αυτών, αλλά πρόσθεσε και ένα δικό του μέσο, δηλ. τη φιλοσοφία.

Το δόγμα της συγγένειας της φύσης, που μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε "πρώτο αξίωμα" των Πυθαγορείων, αποτε­λεί υπόλειμμα μιας αρχαίας πίστης και έχει πολλά τα κοινά με την έννοια της μαγικής συμπάθειας. Το δεύτερο αξίωμά της είναι κάτι το ορθολογικό και τυπικά ελληνικό. Είναι συγκε­κριμένα η έμφαση που δίνει ο Πυθαγόρας στη μορφή ή δομή ως το κατ’ εξοχήν αντικείμενο μελέτης, μαζί με μια εξύμνηση της ιδέας του ορίου. Αν, όπως ένας καθηγητής της Κλασσικής Φιλολογίας διατύπωσε πρόσφατα στο εναρκτήριό του μάθη­μα, χαρακτηριστικό των Ελλήνων είναι και η προτίμησή τους για "το κατανοητό, ορισμένο, μετρητό, σε αντίθεση με το φαν­ταστικό, ασαφές και άμορφο", τότε ο Πυθαγόρας είναι ο κύ­ριος απόστολος του ελληνικού πνεύματος. Οι Πυθαγόρειοι, πεπεισμένοι ηθικοί δυϊστές, κατέγραφαν τα πράγματα σε δύο στήλες, τα καλά και τα κακά. Στα καλά, μαζί με το φως, την ενότητα και το αρσενικό, τοποθετούσαν και το όριο· στα κα­κά, μαζί με το σκοτάδι, την πολλαπλότητα και το θηλυκό, τοποθετούσαν και το απεριόριστο.

Η θρησκεία του Πυθαγόρα περιλάμβανε, όπως είδαμε, ένα είδος πανθεϊσμού. Ο κόσμος είναι θείος, είναι επομένως κα­λός και είναι ενιαίος. Αν είναι καλός, ζωντανός και ενιαίος, αυτό συμβαίνει , έλεγε ο Πυθαγόρας, γιατί είναι περιορισμέ­νος, και αποκαλύπτει με τις σχέσεις των ποικίλων μερών του μία ,τάξη. Η πλήρης και επαρκής ζωή εξαρτάται από την ορ­γάνωση. Αυτό το 6λέπουμε στα επιμέρους ζωντανά πλάσματα, που τα ονομάζουμε οργανισμούς για να δείξουμε ότι έχουν όλα τους τα μέρη τακτοποιημένα και υποταγμένα στο σκοπό: να μένει το σύνολο ζωντανό. (Στα ελληνικά "όργανον"=ερ­γαλείο, μέσο). Το ίδιο και με το σύμπαν. Η μόνη αντίληψη κατά την οποία μπορεί ο κόσμος να χαρακτηριστεί ενιαίος, όσο και καλός (αγαθός) και έμψυχος, είναι η των καθορισμέ­νων ορίων, γι’ αυτό και είναι ο κόσμος επιδεκτικός οργανώ­σεως. Η κανονικότητα των κοσμικών φαινομένων θεωρείται ότι στηρίζει μια παρόμοια αντίληψη. Οι ημέρες διαδέχονται τις νύκτες και η μια εποχή την άλλη με τάξη σωστή και αμετάβλητη. Τα στρ0βιλιζόμενα αστέρια παρουσιάζουν (όπως πί­στευαν) αιώνια και απολύτως κυκλική κίνηση. Με λίγα λόγια το Σύμπαν μπορούμε να το αποκαλέσουμε "κόσμον", λέξη που συγκεντρώνει τις έννοιες της τάξης, της καταλληλότητας και της ομορφιάς. Λέγεται ότι πρώτος ο Πυθαγόρας ονόμασε έτσι το Σύμπαν.

Ο Πυθαγόρας, φιλόσοφος εκ φύσεως, υποστήριξε ότι αν θέ­λουμε να ταυτιστούμε με τον ζωντανό κόσμο, με τον οποίο θεωρούμε ότι είμαστε ουσιαστικά συγγενείς, τότε – χωρίς να παραμελήσουμε τους παλιούς θρησκευτικούς κανόνες – θα πρέπει πρώτα και κύρια να μελετήσουμε τους τρόπους του και να 6ρούμε με τι μοιάζει. Αυτό θα μας φέρει μόνο του πιο κον­τά στον κόσμο, αλλά και θα μας δώσει τη δυνατότητα να ζή­σουμε τη ζωή μας σε πιστή συμμόρφωση προς τις αρχές που ο κόσμος μας αποκαλύπτει. Όπως το Σύμπαν είναι "κόσμος", τακτοποιημένο δηλ. σύνολο, έτσι πίστευε ο Πυθαγόρας πως και ο καθένας μας είναι ένας "κόσμος" σε μικρογραφία. Εί­μαστε οργανισμοί του αναπαράγουμε τις δομικές αρχές του μακροκόσμου. Και μελετώντας αυτές τις δομικές αρχές ανα­πτύσσουμε και ενθαρρύνουμε τα στοιχεία της μορφής και τά­ξης μέσα μας. Ο φιλόσοφος που μελετά τον "κόσμο" γίνεται "κόσμιος" ψυχικά.

Τα ιδιαίτερα διαφέροντα του Πυθαγόρα ήταν πρώτα και κύρια τα μαθηματικά. Μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο πως αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι έτρεφε δεισιδαιμονίες περί τους αριθμούς, αλλ’  ότι έκαμε πραγματικές και σημαντικές προό­δους στα μαθηματικά. Οι ανακαλύψεις που έκανε ήταν ολο­κληρωτικά και εκπληκτικά καινούριες. Αν δεν συνειδητοποιή­σουμε πόσο εντυπωσιακές και καινοφανείς πρέπει να φάνη­καν, δεν θα μπορέσουμε να συναισθανθούμε την εξαιρετικά ευρεία εφαρμογή που θεώρησε σωστό ο Πυθαγόρας να έχουν οι ανακαλύψεις αυτές. Θα πρέπει επίσης να δεχτούμε ότι υπάρχει σε αυτόν υπόλειμμα από τον πρωτόγονο τρόπο του σκέπτεσθαι: θυμόμαστε τι ειπώθηκε για την παράλογη σύγχι­ση που κάνει ο άγριος ανάμεσα στους αριθμούς και τα αριθ­μούμενα αντικείμενα. Αλλ’ οι αξιοσημείωτες ανακαλύψεις του Πυθαγόρα θα πρέπει να φάνηκαν ότι επιβεβαιώνουν αναντίρ­ρητα, με βάση καθαρά ορθολογική, αυτούς τους αρχαϊκούς ·τρόπους του σκέπτεσθαι.

Η πιο εκπληκτική του ανακάλυψη, και αυτή που λένε ότι άσκησε την ευρύτερη επίδραση πάνω στη σκέψη του και ότι υπήρξε το θεμέλιο της μαθηματικής του φιλοσοφίας, αφορού­σε το πεδίο της μουσικής. Ανακάλυψε ότι αυτά τα διαστήματα της μουσικής κλίμακας που ακόμη και τώρα (πιστεύω) ονομά­ζονται τέλειες αρμονίες μπορούν να διατυπωθούν αριθμητικά ως αναλογίες μεταξύ των αριθμών 1,2,3 και 4. Οι αριθμοί αυ­τοί προστιθέμενοι μας δίνουν το 10, αριθμό που, σύμφωνα με τον περίεργο πυθαγόρειο συνδυασμό μαθηματικών και μυστι­κισμού, ονομαζόταν τέλειος αριθμός. Γραφικά παριστανόταν με το σχήμα το καλούμενο "τετρακτύς" . Η αναλο­γία 2:1 μας δίνει την ογδόη, η αναλογία 3:2 την πέμπτη και η αναλογία 4:3 την τετάρτη. Αν τώρα κάποιος δεν γνώριζε αυτό το πράγμα, δεν ήταν κάτι που θα το αντιμετώπιζε καθώς θα έπαιζε τη λύρα και θα κτυπούσε τις χορδές με μια κάποια πι­θανότητα να κάμει και σφάλματα . Η ανακάλυψη ήταν ότι υφίσταται μια σύμφυτη τάξη, μια αριθμητική οργάνωση μέσα στην ίδια τη φύση του ήχου, και η ανακάλυψη παρουσιαζόταν σαν αποκάλυψη σχετική με τη φύση του Σύμπαντος.

Η γενική αρχή που ανέλαβαν να διασαφηνίσουν οι Πυθαγό­ρειοι ήταν ότι το "πέρας" (=όριο) επιδρά επί του "άπείρου" (ακαθορίστου) και δημιουργεί το "πεπερασμένον" (=καθο­ρισμένο). Αυτός ήταν ο γενικός τύπος με τον οποίο οι Πυθαγόρειοι ερμήνευαν τη δημιουργία του κόσμου και όλων των όντων του· και τον συνόδευε το ηθικό και αισθητικό πόρισμα ότι το πέρας ήταν αγαθό και το άπειρο κακό, έτσι ώστε η επι­βολή του πέρατος και η δημιουργία του "κόσμου", όπως κατά την άποψή τους ήταν το Σύμπαν ως σύνολο, αποτελούσε τεκ­μήριο του ότι οι άνθρωποι έπρεπε να ακολουθήσουν την αγα­θότητα και ομορφιά του κόσμου. Χάρη στην ανακάλυψη του Πυθαγόρα, η μουσική παρουσίαζε στους οπαδούς του το κα­λύτερο παράδειγμα της πρακτικής εφαρμογής αυτής της αρ­χής. Την ορθότητα της αρχής τόνιζε η ομορφιά της μουσικής, προς την οποία ο Πυθαγόρας – όπως και οι περισσότεροι Έλ­ληνες – ήταν ευαίσθητος, γιατί η λέξη "κόσμος" σήμαινε για τον Έλληνα και την ομορφιά και την τάξη.

Το πέρας ταυτιζό­ταν με την ομορφιά, και άλλη μια απόδειξη αυτής της αρχής ήταν το ότι, αν την εφαρμόζαμε στο πεδίο των ήχων, από τη δυσαρμονία γεννιόταν η ομορφιά. Επομένως το όλο πεδίο του ήχου, που εκτεινόταν απεριόριστα και προς τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις, υψηλά ή χαμηλά, αποτελούσε παράδειγμα του απείρου. Το πέρας αντιπροσωπεύεται από το αριθμητικό σύ­στημα των αναλογιών ανάμεσα στις αρμονικές νότες, σύστημα που επιβάλει την τάξη στο σύνολο. Το σύστημα αυτό οριοθε­τείται με βάση ένα κατανοητό σχέδιο. Το σχέδιο αυτό δεν το επινόησε ο άνθρωπος, αλλ’  υπήρχε ανέκαθεν και περίμενε τον άνθρωπο να το ανακαλύψει. Όπως λέει ο Cornford: ‘Ή άπει­ρη ποικιλία της ποιότητας του ήχου ταξινομείται με βάση τον ακριβή και απλό νόμο της ποσοτικής αναλογίας. Το σύστημα, που έτσι έχει καθοριστεί, περιλαμβάνει και το ακαθόριστο στοιχείο των κενών διαστημάτων ανάμεσα στις νότες. αλλά το ακαθόριστο δεν αποτελεί πια ένα συνεχές χωρίς τάξη: η κυ­ριαρχία του πέρατος (ορίου) ή μέτρου καθορίζει και τη δική του θέση μέσα στον κόσμο".

Αυτή η διαδικασία, που την συναντούμε εδώ σε ένα μοναδι­κό, εκπληκτικό παράδειγμα, οι Πυθαγόρειοι πίστευαν πως αποτελούσε την κύρια αρχή που λειτουργεί μέσα στο Σύμπαν ως σύνολο. Σε αυτό το σημείο η κοσμολογία τους διαφέρει από των Ιώνων ουσιαστικά, και μας δίνει το δικαίωμα να τους ονομάσουμε φιλοσόφους της μορφής, ενώ τους Ίωνες φιλοσό­φους της ύλης. Μίλησαν οι Ίωνες για ανάμειξη στοιχείων, αλλ’ έμειναν εκεί. Οι Πυθαγόρειοι πρόσθεσαν τις έννοιες της τάξης, της αναλογίας και του μέτρου, δηλ. τόνισαν τις ποσοτικές διαφορές. Κάθε ον είναι ό,τι είναι όχι εξαιτίας των υλι­κών του στοιχείων (που είναι κοινά σε όλα τα όντα), άλλα με βάση την αναλογία κατά την οποία τα στοιχεία αυτά έχουν αναμειχθεί’ και εφόσον το στοιχείο της αναλογίας κάνει να διαφέρει η μία τάξη των όντων από την άλλη, γι’ αυτό και οι Πυθαγόρειοι υποστήριξαν ότι αυτό, δηλ. ο νόμος της δομής κάθε όντος, ήταν το ουσιαστικό που έπρεπε να ανακαλύψου­με, αν επιθυμούσαμε να καταλάβουμε τι ήταν το κάθε όν. Η έμφαση μετακινείται από την ύλη στη μορφή. Η δομή είναι το ουσιαστικό και αυτή η δομή μπορούσε να εκφραστεί αριθμητι­κά, με όρους ποσοτικούς. Είναι λοιπόν απορίας άξιο( αν συλ­λογιστούμε ότι η φιλοσοφία τότε βρισκόταν στο αρχικό της στάδιο και απουσίαζε κάθε συστηματική μελέτη της λογικής, ακόμα και της γραμματικής) το γεγονός ότι οι Πυθαγόρειοι εξέφρασαν την καινοφανή τους πεποίθηση με τη φράση ότι "τα όντα είναι οι αριθμοί";

Αυτή η φράση μας δίνει την κύρια γραμμή της σκέψης τους,

Οι Πυθαγόρειοι, που αποτελούσαν όπως είδαμε μια θρη­σκευτική αδελφότητα όσο και φιλοσοφική σχολή, υποστήριζαν ότι "Τα όντα είναι αριθμοί". Για να το απο­δείξουν είπαν: "Προσέξτε! Το 1 είναι η τελεία, το 2 η ευθεία, το 3 η επιφάνεια , και το 4 ένα στερεό σώμα. Έτσι τα στερεά προέρχονται από τους αριθ­μούς. Μπορεί να θεωρήσουμε αυτόν τον τρόπο του σκέ­πτεσθαι ως ένα αδικαιολόγητο και πράγματι ακατανόητο άλ­μα από τις αφηρημένες νοητικές έννοιες των μαθηματικών προς τις στερεές πραγματικότητες της φύσης. Η πυραμίδα η κατασκευασμένη με τον αριθμό 4 δεν είναι λίθινη ή ξύλινη αλλά άυλη, απλή σύλληψη του νου. Ο Αριστοτέλης όμως που έζησε πολύ αργότερα από τον Πυθαγόρα είχε απομακρυνθεί τόσο από τη νοοτροπία των Πυθαγορείων, ώστε να μην το καταλαβαίνει και να παραπονείται ότι οι Πυθαγόρειοι "καθιστούσαν αβαρείς οντότητες τα στοιχεία των όντων, τα οποία έχουν βάρος.
Επιλογές από το βιβλίο “Έλληνες Φιλόσοφοι” του W. Guthrie Εκδ. Παπαδήμα

Βιογραφικά

Ο Πυθαγόρας ο Σαμιος, υπήρξε σημαντικός έλληνας φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής. Το όνομά του, μάλλον το οφείλει στην Πυθία, η οποία είχε προβλέψει τη γέννησή του και τη σοφία του, όταν ρωτήθηκε σχετικά από το Μνήσαρχο.

Είναι ο κατεξοχήν θεμελιωτής των ελληνικών μαθηματικών και δημιούργησε ένα άρτιο σύστημα για την επιστήμη των ουρανίων σωμάτων, που κατοχύρωσε με όλες τις σχετικές αριθμητικές και γεωμετρικές αποδείξεις.

Κάθε τριάδα (χ,ψ,ζ) αριθμών που επαληθεύουν τη σχέση χ222 (Υποτείνουσα2 = πρώτη πλευρά2 + δεύτερη πλευρά2), αποτελούν δηλ. πλευρές ορθογώνιου τριγώνου, σύμφωνα με τη σχέση του Πυθαγόρα (πυθαγόρειο θεώρημα). Ο αρχαίος μαθηματικός Διόφαντος έδωσε πρώτος αυτός τύπους για τον προσδιορισμό τέτοιων τριάδων πυθαγόρειων αριθμών, που είναι: χ=μ2-42, ψ=2μ.ν και ζ=μ22, όπου μ,ν ακέραιοι αριθμοί μ>ν. Μια τέτοια τριάδα αποτελούν οι αριθμοί 3,4,5.

Κατά τη γνώμη του, οι αριθμοί είναι αυτή η ίδια η ουσία του κόσμου και όχι απλώς σύμβολα ποσοτικών σχέσεων, γι’ αυτό και είναι ιεροί. Η μονάδα (1) συμβολίζει το πνεύμα, τη δύναμη εκείνη από την οποία προέρχεται το παν. Η δυάδα (2) δείχνει τις δύο μορφές της ύλης – Γη και Νερό. Η τριάδα (3) φανερώνει το χρόνο στις τρεις του διαστάσεις – παρόν, παρελθόν, μέλλον κ.ο.κ. Η κατανόηση των κοσμικών φαινομένων ήταν δυνατή με τη αριθμολογία, τη γεωμετρία και τη μουσική. Κατά το Διογένη το Λαέρτιο ο Πυθαγόρας θεωρούσε ως αρχή όλων των πραγμάτων τη μονάδα. Από τη μονάδα προερχόταν η αόριστη δυάδα με την εκδήλωση της μονάδας και ως ύλης. Από τη μονάδα και την αόριστη δυάδα γίνονταν οι αριθμοί. Από τους αριθμούς τα σημεία. Από αυτά οι γραμμές, από τις οποίες σχηματίζονται τα επίπεδα, και από αυτά τα στερεά.

Γεννήθηκε σε χρονολογία που δεν μας είναι γνωστή, αλλά που εικάζεται πως είναι μεταξύ των ετών 580 – 572 π.Χ. και ως επικρατέστερος τόπος γεννήσεως παραδίδεται η νήσος Σάμος. Πέθανε στο Μεταπόντιον της Ιταλικής Λευκανίας σε μεγάλη ηλικία, περί το 500 – 490 π.Χ.

Μολονότι η προσωπικότητα και το έργο του Πυθαγόρα υπήρξαν τόσο σημαντικά στην αρχαία Ελλάδα, εξαιτίας της μυστικότητας με την οποία περιβαλλόταν η διδασκαλία του, δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για τη ζωή του. Λέγεται ότι ήταν μαθητής του φιλόσοφου Φερεκύδη στη Λέσβο και του Θαλή και Αναξίμανδρου στη Μίλητο.

Είναι βέβαιο ότι έμεινε 22 χρόνια στην Αίγυπτο κοντά στους ιερείς της Μέμφιδας, της Ηλιούποληςκαι της Διόσπολης. Όταν όμως ο βασιλιάς των Περσών Καμβύσης κατέλαβε την Αίγυπτο, ο Πυθαγόρας. μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνακαι έτσι είχε την ευκαιρία να συναναστραφεί και με τους Πέρσες μάγους. Ελευθερώθηκε μετά από 12 χρόνια με τη μεσολάβηση του Έλληνα προσωπικού γιατρού του βασιλιά Δημοκήδη. Λέγεται ακόμα ότι πήγε και στην Ινδία, και μυήθηκε εκεί στα τελετουργικά των Βραχμάνων, στους ναούς σπηλιές της Ελόρακαι της Ελεφάντα. Αυτές οι σπηλιές, απ ότι λέγετε πήγαιναν μέχρι το Θιβέτ, περνώντας, μέσα από κανάλια ανάμεσα από διάφορες μυστηριακές σχολές. Επίσης του είχαν δώσει το όνομα Γιαβαντσάριαή Γιουναντσάρια, δηλαδή Ίωνας Δάσκαλος και ήταν ο πρώτος μη-Βραχμάνος που έγινε δεκτός στα Ινδικά μυστήρια. Αυτό μπορεί να είναι πιθανό, αν λάβουμε υπ όψιν μας ότι στη σχολή του, στο Κρότωνα, ήταν πολύ Ινδοί. Eπέστρεψε στη Σάμο σε ηλικία πλέον 56 χρόνων. Αλλά και στη Σάμο δεν έμελλε να παραμείνει αρκετά, γιατί ο τύραννος Πολυκράτηςδιοικούσε απολυταρχικά την πατρίδα του. Έφυγε λοιπόν και εγκαταστάθηκε στον Κρότωνατης Κάτω Ιταλίας, όπου μαζί με άλλους ομόφρονές του ίδρυσε σχολή. Οι ιδέες του έκαναν ξεχωριστή εντύπωση, κυρίως στους νέους, και γρήγορα οδηγήθηκε στο δικαστήριο με την κατηγορία της διαφθοράς των νέων και της αθεΐας, όπου όμως τελικά αθωώθηκε. Σχετικά με το θάνατό του, κατά μία άποψη πέθανε εξόριστος στο Μεταπόντιο, κατ’ άλλη όμως σκοτώθηκε σε μια επιδρομή των δημοκρατικών κατά της σχολής με αρχηγό τον Κόνωνα. Πάντως είναι βέβαιο ότι η σχολή του Πυθαγόρα. στον Κρότωνα έκλεισε για πολιτικούς λόγους και πολλοί από τους μαθητές του σκοτώθηκαν.

Η εισδοχή των νέων μαθητών στη σχολή του Πυθαγόρα. γινόταν μετά από αυστηρή και πολύχρονη άσκηση. Ο υποψήφιος έπρεπε να παραμένει σιωπηλός, να είναι εγκρατής, να έχει ισχυρό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα ήταν απαραίτητο να συνδέεται με στενή φιλία με τους άλλους μαθητές. Ο Πυθαγόρας. υποστήριζε ότι "φίλος εστίν άλλος εγώ" και "φιλίαν τ’ είναι εναρμόνιον ισότητα". Διάφορα ρητά ήταν γραμμένα στις αίθουσες της σχολής, όπως "επί χοίνικος μη καθίζειν" (να μη φροντίζεις για το μέλλον), "τας λεωφόρους μη βαδίζειν" (να μην παρασύρεσαι από τη γνώμη του πλήθους, αλλά μόνο τη γνώμη των "επαϊόντων" να θεωρείς σεβαστή). Πριν από το βραδινό τους ύπνο, οι μαθητές έπρεπε να ελέγχουν όσα έγιναν ή δεν έγιναν κατά την ημέρα που πέρασε. Γενικά όμως η ηθική διδασκαλία των Πυθαγορείων περιέχεται μέσα σε 71 στίχους που είναι γνωστοί ως "χρυσά έπη" του Πυθαγόρα.

Στους στίχους αυτούς υπάρχουν προτροπές για σεβασμό στους θεούς και στους γονείς, για εγκράτεια "κρατείν δ’ ειθίζεο γαστρός μεν πρώτιστα και ύπνου, λαγνείης τε και θυμού", για σωφροσύνη "βουλεύου δε προ έργου, όπως μη μωρά πέληται. Δειλού τοι πράσσειν τε λέγειν τ’ ανόητα προς ανδρός. Αλλά τα δ’ εκτελέειν, α σε μη μετέπειτ’ ανιήσει" (να σκέφτεσαι πριν από κάθε σου πράξη, για να μην κάνεις ανοησίες. Είναι γνώρισμα του δυστυχισμένου ανθρώπου να κάνει και να λέει ανοησίες. Αλλά να πράττεις εκείνα για τα οποία δε θα μετανιώσεις).

Ο Καρτέσιος και η προβληματική της θεμελίωσης της νεότερης σκέψης

$
0
0


Η εμφάνιση του Καρτέσιου σηματοδοτεί μια οριακή στιγμή στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης. Με τον Καρτέσιο έχουμε όχι μόνον το πέρασμα από τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή σκέψη στη νεότερη, μα και την εμφάνιση ενός ολωσδιόλου ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τη συνειδησιακή λειτουργία, τη νόηση -ανάλογο ενδιαφέρον για την ανθρώπινη συνείδηση είχε εκδηλωθεί με τον Σωκράτη-, η οποία με τη μορφή του καρτεσιανού cogito έρχεται να στηρίξει τις φιλοσοφικές κατηγορίες τής από καιρό ήδη αναδυόμενης νεωτερικότητας.

Με το συλλογιστικό σχήμα cogito ergo sum (σκέπτομαι άρα υπάρχω), που συνιστά λογικο-οντολογικό εργαλείο της κριτικής σκέψης στα χέρια του γάλλου φιλοσόφου, επιχειρείται η θεμελίωση του νεότερου υποκειμένου, που σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή και μια νέα φιλοσοφική παράδοση, της «φιλοσοφίας του υποκειμένου» -που θα επισφαγισθεί αργότερα οριστικά με τον καντιανό a priori και την καντιανή υπαγωγή του αντικειμένου στις κατηγορίες του υποκειμένου.


Ο χώρος στήριξης της καρτεσιανής πραγματικότητας


Ο Καρτέσιος επιχειρεί ένα ριζικό ξεκίνημα της φιλοσοφικής σκέψης «από το μηδέν», από ένα μηδέν το οποίο θέλει ν’ αγγίξει μέσα απ’ την εκ θεμελίων αμφισβήτηση κάθε δεδομένης πραγματικότητας. Τούτη η αμφισβήτηση, με τη μορφή της υπερβολικής, της καθολικής αμφιβολίας (doute hyperbolique) έρχεται αρχικά να εκμηδενίσει κάθε δεδομένο της σκέψης που εμφανίζεται με τη μορφή ακλόνητων βεβαιοτήτων -του ότι π.χ. υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος ή του ότι υπάρχω εγώ ο ίδιος: Γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως δεν υπάρχει τίποτε το βέβαιο στον κόσμο (2ος Μεταφυσικός Στοχασμός) – και αυτό αποτελεί για τον Καρτέσιο τη μόνη βεβαιότητα στη φάση αυτή της συλλογιστικής του.

Το καρτεσιανό cogito -ο συλλογισμός «σκέπτομαι άρα υπάρχω- συνιστά μια βεβαιότητα που προϋποθέτει μιαν άλλη προγενέστερη: για να σκέπτομαι, πρέπει οπωσδηποτε να υπάρχω, άρα, αρχικά, βέβαιος δεν μπορώ να είμαι για τίποτε άλλο παρά για ένα μόνον πράγμα, για το ότι «είμαι ένα πράγμα που σκέπτεται». Αυτό συνιστά και τη πρώτη, τη θεμελιακή βεβαιότητα για την ανθρώπινη συνείδηση, όταν τούτη βρίσκεται μέσα στην Αβυσσο της αμφιβολίας – για να το πούμε σωστότερα, στον χώρο όπου κάθε βεβαιότητα απουσιάζει.

Με την απόφανση «είμαι ένα πράγμα που σκέπτεται», το ενέργημα της συνείδησης, το συνειδησιακό είναι, προκρίνεται σε κριτήριο στήριξης και σε θεμέλιο κάθε άλλης πραγματικότητας που θα στηριχτεί πάνω σ’ αυτή την πρώτη βεβαιότητα. Ανατρέχοντας στην ιστορία της φιλοσοφίας πριν από τον Καρτέσιο, θ’ ανακαλύψουμε πως αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρώπινη σκέψη θεμελιώνεται πάνω στα κριτήρια που αυτή αντλεί από τον ίδιο της τον εαυτό. Πριν από περίπου δύο χιλιετίες, ο Σωκράτης επιχειρεί κάτι ανάλογο τοποθετώντας «τον κόσμο τού νοείν» στην πραγματική, μα και ουσιαστική πηγή του, στην ανθρώπινη συνείδηση. Ο Πλάτων, με τη σειρά του, τοποθετεί την ανθρώπινη σκέψη μέσα στον κόσμο, τον κόσμο που χωρισμένος σε δύο κομμάτια – τον κόσμο των φαινομένων και τον κόσμο των ιδεών – ολοκληρώνεται με το «πέρας», την προσδιοριστικότητα της ιδέας, της πλατωνικής αιώνιας και άφθαρτης ιδέας.

Θεωρώντας την πλατωνική φιλοσοφία το κατ’ εξοχήν έδαφος θεμελίωσης της δυτικής σκέψης στο σύνολό της αλλά και τον πλατωνικό διάλογο Παρμενίδη το κείμενο με την μεγαλύτερη δυνατή συγγένεια – από μεθοδολογικής πλευράς με το καρτεσιανό εγχείρημα στο πρώτο μέρος του κειμένου, θα εκθέσω συνοπτικά την προβληματική τού εν λόγω διαλόγου.

Αν θελήσουμε να σκεφτούμε τα εργαλεία του μεγάλου Πλάτωνα στο εγχείρημά του να στηρίξει την υπερδισχιλιετή φιλοσοφική παράδοση, θα διαπιστώσουμε πρώτα απ’ όλα πως το έργο του, διατυπωμένο υπό μορφή διαλόγων, εκτίθεται βασικά μέσα από την υποθετική μέθοδο.

Ο Πλάτωνας προτείνει αρχικά μια υπόθεση επί του πραγματικού, που θα τεθεί σε κριτικό έλεγχο από τον ή τους συνομιλητές με τη διατύπωση μιας άλλης υπόθεσης που αναιρεί την πρώτη, ή μάλλον που προτείνει κάτι άλλο όσον αφορά την πρώτη. Αυτή η μέθοδος, που συνιστά και τη μέθοδο έκθεσης της πλατωνικής διαλεκτικής, είναι κάτι τελείως άλλο σε σχέση με αυτό που θα επιχειρήσει πολύ αργότερα ο Χέγκελ με τη δική του διαλεκτική, και σ’ έναν βαθμό, η πλατωνική διαλεκτική αποτελεί μια έκθεση της αντινομικής μορφής της πραγματικότητας με τρόπο απόλυτα αποκαλυπτικό, μια προσπάθεια που έμεινε όμως δίχως συνέχεια μετά τον Πλάτωνα. Οσον αφορά την ίδια την υποθετική μέθοδο, τούτη εκτίθεται στην ιδανική θα λέγαμε μορφή της στον πλατωνικό διάλογο «Παρμενίδης», όπου ο Πλάτωνας μέσα από το εγχείρημα να προσπελάσει τα μυστήρια που χαρακτηρίζουν «τη σχέση του Ενός με τα πολλά» επιχειρεί στην ουσία να συγκροτήσει το υπόρρητο υπόβαθρο της δυτικής έννοιας (Begriff), η οποία θα δεσπόσει ως ορίζουσα της δυτικής σκέψης μέχρι και τη συγγραφή της εγελιανής Λογικής, προϋποθέτει δε μια εννοιολογική δουλειά συγκρότησης, η οποία εκτίθεται στον πλατωνικό Παρμενίδη, «η ανάπτυξη, εκδίπλωση του απόλυτου» όπως θα ονομάσει την πορεία των εννέα υποθέσεων του εν λόγω διαλόγου αργότερα ο ίδιος ο Χέγκελ. Με αυτές τις εννέα υποθέσεις που εκτίθενται στον διάλογο αυτό με την υποθετική μέθοδο, ο Πλάτωνας επιχειρεί πέρα από οτιδήποτε άλλο να επισημάνει τα εγγενή στάδια της σκέψης που θα πρέπει να θεματοποιηθούν για να φτάσουμε να μιλάμε πια για ό,τι αργότερα θα εκθέσει ο Χέγκελ στη Λογική του με «τη θεωρία της έννοιας» (Lehre von Begriff).

Οσον αφορά την υποθετική δομή του διαλόγου, θα ‘λεγε κανείς πως στον εν λόγω διάλογο κάθε υπόθεση διατυπώνει και μια εκδοχή της πραγματικότητας, την οποία εκδοχή η αντίθετη υπόθεση θέτει υπό αίρεση, προτείνοντας μιαν άλλη, μιαν αντίθετη θέση. Ετσι όμως η πραγματικότητα παίρνει έναν χαρακτήρα άλυτης αντινομίας, όπου η κάθε υπόθεση απτά «δοκιμάζει κάτι» που δεν πιστοποιείται ποτέ ως βέβαιο. Οι δύο αρχικές, εισαγωγικές υποθέσεις του διαλόγου μοιάζουν με «μετέωρους πύργους στο κενό», όπου μεταξύ τους χαίνει η απύθμενη Αβυσσος ενός ανύπαρκτου στο όλο εγχείρημα υπόβαθρου στήριξης.

Ο διάλογος ξεκινά με την περίφημη αρχική αντινομία: «ει εν εστίν / εν ει εστίν», η οποία θέττει τους όρους με τους οποίους μπορούμε να εισχωρήσουμε στον χώρο του επιστητού μέσα από τις προϋποθέσεις της προϋπάρχουσας Ελεατικής φιλοσοφίας του Παρμενίδη του Ελεάτη, μια φιλοσοφία που στην ουσία συνιστά μια επεξεργασία της αρχής της ταυτότητας (Καστοριάδης). Τούτη όμως η απόσπαση από την αρχή της ταυτότητας, η προσπάθεια να διαμεσολαβηθεί η ελεατική προπλατωνική σκέψη με το νοείν, μόνο επιτυχημένη δεν αποδεικνύεται με τα δεδομένα εργαλεία της αναδυόμενης νέας φιλοσοφίας, αφού και η θέση της αρχικής αντινομίας και η αντίθετή της θέση δεν ευσταθούν ως εκδοχές της πραγματικότητας – δηλ., στην ουσία, για να αποδεχτούμε είτε την πρώτη υπόθεση είτε την αντίθετή της παραβιάζονται οι αρχές της σκέψης, έχουμε αντινομία και στις δύο περιπτώσεις και αδυνατούμε να δεχθούμε είτε τη μία είτε την άλλη θέση. Σαν να μη φτάνουν αυτά, δηλαδή το ότι, αφ’ ενός, στην όλη προβληματική εισαγόμαστε μέσα από τον αμφίβολο δρόμο της υποθετικής μεθόδου και αφ’ ετέρου, ότι πρέπει να κάνουμε παραχωρήσεις ως προς τη λογική επάρκεια των επιχειρημάτων μας για να στήσουμε την εισαγωγική προβληματική του διαλόγου, μεσολαβεί και η τρίτη εξαιρετικά δυσανάγνωστη υπόθεση του διαλόγου, η προβληματικότερη απ’ όλες. Τούτη, κατά τη γνώμη μας, εισάγει μια νέα προβληματική εκ μέρους του Πλάτωνα κι ένα τελείως διαφορετικό πρόγραμμα από αυτό του διαλόγου, αλλά και σε σχέση με αυτό που διατυπώθηκε στο έργο της πρώτης και της δεύτερης περιόδου του Πλάτωνα – πρόγραμμα όμως που για πολλούς λόγους εγκαταλείπεται άμεσα και βίαια. (Ο Πλάτωνας στο μεγάλο σταυροδρόμι της σκέψης μπροστά στην επιλογή ή στην απόρριψη του προγράμματος «του πέρατος» της ιδεοκρατικής φιλοσοφίας την οποία υπερασπίστηκε σε όλη τη ζωή του και μπροστά στη δυνατότητα ενός δρόμου που ίσως μονάχα μέσα από την εμπειρία του 20ού αιώνα ξαναγίνεται ορατός και δυνατός, επιλέγει τελικά τον πρώτο δρόμο.)

Το τέλος του διαλόγου έρχεται να επισφραγίσει τη μεγάλη δυσχέρεια της όλης προσπάθειας του Πλάτωνα να παράσχει με τον διάλογο Παρμενίδης αλλά και με την υποθετική μέθοδο ένα επαρκές πρόγραμμα στη δυτική φιλοσοφία, που θ’ ακολουθήσει, καθώς ο διάλογος τελειώνει μέσα στην απορία – τίποτε τελικά δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε και για τίποτε.

Το εγχείρημα του Πλάτωνα να δοκιμάζει την εγκυρότητα του πραγματικού με την υποθετική μέθοδο εγκαταλείπεται με τον Αριστοτέλη χάριν ενός συνεκτικού φιλοσοφικού λόγου αλλά και χάριν ενός τελείως διαφορετικής φύσης επιστημονικού προγράμματος, το οποίο θεσπίζοντας «τις κατηγορίες» και συγκαλύπτοντας την πλατωνική διαλεκτική κληροδοτεί τα θεμέλια του κατοπινού κόσμου στους μεσαιωνικούς φιλοσόφους.

Καθώς ο Πλωτίνος χρησιμοποιεί ως γνώμονα με τη σύνθεση «των Εννεαδών» του την αρχική αντινομία του πλατωνικού Παρμενίδη και καθώς ο πλατωνικός χωρισμός των δύο κόσμων υιοθετείται από το μεσαιωνικό κοσμοείδωλο στη διάκριση του «ενθάδε» και του «εκείθεν», αλλά και με τη δεσποτεία της πίστης πάνω στη γνώση, που θα διατυπωθεί ως ολοκλήρωση του προγράμματος της ελληνικής και ελληνιστικής φιλοσοφίας με τη μεσαιωνική σκέψη, βλέπουμε πως ενσωματώνονται πλήθος -αλλά όχι όλες το ίδιο σημαντικές- ανορθολογικές παράμετροι στη διαδικασία της εμφάνισης του νέου κόσμου που έχει αρχίσει να αναδύεται και είναι ορατός όσο και αξεχώριστος από τις μεσαιωνικές του καταβολές. Σαν συνδετικός κρίκος σε τούτη τη διαδικασία, συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον μεσαιωνικό κόσμο και στη νεωτερικότητα της όποιας θέλει ν’ αποτελεί φωτεινό ορόσημο, εμφανίζεται ο Rene Descartes, ο φιλόσοφος της res cogitans, «του πράγματος που σκέφτεται».

Η καρτεσιανή προβληματική


Στην έξοδο από μια ολόκληρη εποχή, από αυτή του Μεσαίωνα και της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, η Αναγέννηση με όλα τα επιστημονικά της επιτεύγματα συνιστά συνδετικό κρίκο μεταξύ του παλιού και του νέου κόσμου – αυτού της νεωτερικότητας. Ο Καρτέσιος εμφανίζεται σε μια από πολλές πλευρές ευαίσθητη στιγμή, για να κλονίσει συθέμελα τη σχολαστική φιλοσοφία με τρόπο που θα γίνει αντικείμενο αναρίθμητων συζητήσεων. Η πρόθεσή του είναι να στηρίξει τη φιλοσοφία σε νέο, στέρεο έδαφος, έδαφος που προετοιμάζεται από τις επιστημονικές ανακαλύψεις του Γαλιλαίου, αλλά και από την αλλαγή του τρόπου σκέψης που αυτές σηματοδοτούν, ανακαλύψεις στις οποίες θα θελήσει και ο ίδιος ο Καρτέσιος να συμβάλει και στο επίπεδο των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών, με τις οποίες επίσης καταπιάνεται. Οσον αφορά τη φιλοσοφική σκέψη, η πρόθεσή του είναι να την απελευθερώσει από τη δεσποτεία της Εκκλησίας και της Αποκάλυψης αλλά και από την κυριαρχία «των δαιμόνων» και των προλήψεων ενός Μεσαίωνα που δεν θέλει ν’ απαρνηθεί τις περιοριστικές κατά μία έννοια διαθέσεις του απέναντι στον νέο τρόπο σκέψης που σταδιακά τείνει να χειραφετείται απ’ αυτόν. Το cogito, το καρτεσιανό cogito (το λογικο-οντολογικό σχήμα της βεβαιότητας «σκέπτομαι άρα υπάρχω»), είναι η πρώτη βεβαιότητα μέσα στην Αβυσσο όπου πέφτει η ανθρώπινη συνείδηση -αλλά και ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη-, όταν αποφασίσει να επανεξετάσει ή μάλλον να ελέγξει, για πρώτη φορά, κριτικά τα δεδομένα της.

Το πρώτο βήμα του Γάλλου φιλοσόφου στους συγκλονιστικούς «Μεταφυσικούς στοχασμούς» είναι να θέσει υπό αίρεση τα δεδομένα των αισθήσεων, καθώς και όλες τις αποκτημένες πεποιθήσεις του. Τούτη η «μεθοδική», ριζική αμφιβολία δεν έχει τίποτε από τον σκεπτικισμό ενός Montaigne, αντιθέτως, αν υιοθετείται ως μέθοδος δεν είναι παρά για να κατορθώσει η σκέψη ν’ αγγίξει μια απαρέγκλιτη βεβαιότητα, τη μόνη αδιαμφισβήτητη αλήθεια που μπορεί να έχει η συνείδηση σ’ αυτή τη φάση της πορείας της, και αυτή είναι πως: τη στιγμή που όλα είναι αμφίβολα, «για να σκέπτεται κανείς πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει». Υπάρχει λοιπόν ο στοχαζόμενος νους πρώτα πρώτα ως res cogitans, ως «ένα πράγμα που σκέπτεται»: sum res cogitans.

Πέρα από τα ασύλληπτα προβλήματα που εγείρει τούτη η παράδοξη οπωσδήποτε απόφανση, το γεγονός είναι πως η σκέψη καθίσταται βέβαιη για την πραγματικότητά της και για τα δεδομένα της, «για το είναι της», και αυτό συνιστά και την κεντρική θεμελίωση του Καρτέσιου. Εφόσον σκέπτομαι, υπάρχω· εφόσον υπάρχω, αρχίζω να υπάρχω και ως υποκείμενο που σκέπτεται· και τι σκέπτεται: έναν κόσμο που με περιβάλλει και που τώρα μπορεί να αρχίσει να συγκροτείται εννοιολογικά (σαν cogitatum, θα πει ο Χούσσερλ· σαν ενέργημα της συνείδησης, πράγμα που δεν φτάνει να πει ο Καρτέσιος, επίσης σύμφωνα με την κριτική του Χούσσερλ).

Υπάρχει «το πράγμα που σκέπτεται», που είναι το νεοαναδυόμενο νεωτερικό υποκείμενο -ο σύγχρονος άνθρωπος- και υπάρχει πρώτα πρώτα ως καθαρή σκέψη που σκέπτεται τον εαυτό της και τον κόσμο τον οποίο και θεμελιώνει όντας αυτή η οντολογική του προϋπόθεση – αυτή είναι η ασύλληπτη επίδειξη ισχύος του Καρτέσιου, να στηρίξει την πραγματικότητα του αναδυόμενου προ πολλού μέσα από τις μεσαιωνικές καταβολές του κόσμου, ενός κόσμου που δεν έχει ακόμα βρει την εννοιολογική του ταυτότητα, στη δύναμη των κατηγοριών της ανθρώπινης συνείδησης, της καθαρής, της αμιγούς σκέψης.

Οσον αφορά το κατά πόσον ο καρτεσιανός ορθολογισμός αποδεσμεύεται από τις ανορθολογικές του καταβολές, τις τόσο γερά ριζωμένες στη μεσαιωνική κοσμοαντίληψη όσο και στα θεμέλια της δυτικής μεταφυσικής, δηλαδή στην πλατωνική και προπλατωνική μυθολογική θεώρηση, θα θίξω δύο σημεία:

α) Η καρτεσιανή εμπειρία, της μεθοδικής, ριζικής και υπερβολικής αμφιβολίας, συνιστά κατά μιαν έννοια αυτό που θα ‘λεγε ο Γιάσπερς οριακή κατάσταση (Grenz situation), οριακή ανθρώπινη εμπειρία, τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος καλείται, σύμφωνα με τις επιλογές του ορθολογικού του πολιτισμού, ν’ αποτιμήσει κριτικά τις πεποιθήσεις του και να φτάσει στην «πλατωνική θέαση» – την αυτογνωσία, σε κάποια φάση της ζωής του. Για να γίνει κάτι τέτοιο καλείται κανείς να θέσει υπό αίρεση όλες του τις πεποιθήσεις, ως ενδεχομένως αυθαίρετες, με σκοπό να τις επανεξετάσει κάτω από το φως της κριτικής σκέψης και αυτοεπόπτευσης. Αυτό είναι εξάλλου και το διαφωτιστικό μήνυμα της ψυχανάλυσης, που συνιστά ένα ταξίδι στον χώρο της πραγματικότητας με τελικό σκοπό την αυτογνωσία. Μέσα σε μια τέτοια διαδικασία, έρχεται ενδεχομένως η στιγμή που κάποιος αναγκάζεται να θέσει υπό αμφισβήτηση ακόμα και τις πεποιθήσεις που θεωρεί «ιερές» και απαρασάλευτες. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα βρεθεί σε μια πραγματική πτώση σε μια Αβυσσο «απουσίας νοημάτων» -καρτεσιανή εκατό τα εκατό Αβυσσος-, όπου θα αναγκαστεί να πιαστεί από κάποιες πρώτες και στοιχειώδεις βεβαιότητες που θα χρησιμεύσουν για την ύπαρξή του σαν θεμέλιο, σαν «φάρος πλοήγησης» σε μια στιγμή πραγματικού κινδύνου. Τούτη η Αβυσσος, η Αβυσσος στην οποία στην καρτεσιανή εμπειρία η συνείδηση βυθίζεται, και «θέτει», θεμελιώνει την πρώτη της βεβαιότητα, το cogito, είναι η ίδια η Αβυσσος στην οποία βρίσκεται η σκέψη στον πλατωνικό Παρμενίδη (που προαναφέραμε), όταν ανελίσσεται ανάμεσα στις πρώτες υποθέσεις με σκοπό να φτάσει σε κάποια αληθοφανέστερη υπόθεση. Αυτό το Ρήγμα, θα το λέγαμε, είναι ο χώρος όπου στην εμπειρία της συνείδησης είτε απουσιάζουν τα νοήματα (οι βεβαιότητες, στην περίπτωση αυτή) είτε αυτά είναι αλλοιωμένα – δηλ. βρίσκεται η συνείδηση «μέσα στην πλάνη».

Η αγωνία τότε είναι απίστευτη και ο κίνδυνος αφανισμού του υποκειμένου είναι ορατός και υπαρκτός, τούτη δε η Αβυσσος είναι ένας χώρος ανορθολογικού που τρέφει τη φιλοσοφική σκέψη και την ανθρωπότητα από τα πρώτα τους κιόλας βήματα. Ρήγμα σημαίνει και πτώση, μα και απουσία δεσμών ανάμεσα σε δύο "συστήματα αναφοράς" (π.χ. οι δύο πρώτες υποθέσεις του Παρμενίδη). Η καρτεσιανή εμπειρία παρακάμπτοντας σε μεγάλο βαθμό την αριστοτελική-σχολαστική παράδοση έρχεται ν’ αγγίξει την πλατωνική υποθετική μέθοδο και να ενσωματώσει ανορθολογικά περιεχόμενα που θεματοποιεί ο Πλάτωνας συγκροτώντας εννοιολογικά τις μυθολογικές απαρχές της σκέψης.

β) Σε κάποιο σημείο της καρτεσιανής εμπειρίας ο Γάλλος φιλόσοφος επικαλείται τη «Θεία φιλαλήθεια» (Veracitas Dei), με σκοπό να βρει εγγυητή στην πεποίθησή του για την ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας. Κάτι ανάλογο, μα με τελείως διαφορετικό τρόπο επιχειρεί αργότερα ο Καντ όταν στην Κριτική του Καθαρού λόγου δοκιμάζει να ολοκληρώσει τη συγκρότητηση της πραγματικότητας με αναφορά «στο πλήρως προσδιορισμένο», δηλ. στον Θεό, στο Υπέρτατο Ον, αν και ο Καρτέσιος, σε αντίθεση με τον Καντ, υιοθετεί τον μεσαιωνικό σχολαστικό Θεό, και ίσως τη δεδομένη χρονική στιγμή αυτό ήταν και το μόνο που μπορούσε να κάνει νόμιμα.

Μια σημείωση πάνω στη νεωτερικότητα


Η δυτική σκέψη ή ratio επιχειρεί να ξανασκεφτεί το εγχείρημα του Καρτέσιου όταν ο Καντ με την Κριτική του Καθαρού λόγου τον 18ο αιώνα προσπαθεί να αναψηλαφήσει ένα ένα τα βήματα της καρτεσιανής εμπειρίας, ασκώντας ταυτόχρονα δριμεία κριτική στον Γάλλο φιλόσοφο. Ο Γερμανός στοχαστής από τη μεριά του δείχνει την απίστευτη σοφία να βρει χώρο για την καρτεσιανή Αβυσσο με τη διαφύλαξη, ενός πολύτιμου εδάφους για «το πράγμα καθεαυτό» (Ding an Sich) μέσα και σ’ αυτή την ίδια τη συγκρότηση του αντικειμένου, ανοίγοντας ταυτόχρονα δρόμο για τη θεμελίωση του ανθρώπινου πράττειν. Ο Χέγκελ, από την άλλη πλευρά, καθώς στη Φαινομενολογία του Πνεύματος επιχειρεί να δοκιμάσει την αντοχή των κατηγοριών τριών χιλιετιών, μιλά για τη δομή του Λόγου σαν δομή της κυριαρχίας και σαν την υπερνίκηση της κυριαρχίας ενός Λόγου που προσπαθεί να εξασφαλίσει χώρο στην ετερότητα σύμφωνα με τα αιτήματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που ενδεχομένως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ως πρόγραμμα. Παραμένει ένα τεράστιο ερώτημα κατά πόσον ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός εγκλωβίζεται σ’ έναν μονόπλευρο ορθολογισμό, κατά πόσον τολμά ν’ αναγνωρίσει τις θεολογικές και ανορθολογικές του καταβολές που τον στοιχειώνουν αδιάλειπτα και σε ποιο βαθμό η πλατωνική κληρονομιά, που μόνο εν μέρει επιβιώνει στον Καρτέσιο αλλά και στον Λάιμπνιτς, στον Πλωτίνο, στον Καντ και στον Σοπενχάουερ, είναι πραγματικά αναστοχαστική και αν τελικά τολμά να ενσωματώσει το ψυχικό σκοτάδι των αλχημιστών του Μεσαίωνα, που πρόβαλαν τον αχανή εσωτερικό τους κόσμο στη φιλοσοφική λίθο των εκατοντάδων διυλίσεών τους.

Οι προϋποθέσεις της ratio ριζώνουν βαθιά στον μύθο και στο ανορθολογικό, δυνάμεις που γέννησαν εξάλλου και την τραγωδία και που αναβιώνουν με τελείως διαφορετικό τρόπο στη μεσαιωνική θεοκρατία. Ισως τα σχόλια του Κίρκεγκααρντ, του Νίτσε και αργότερα του Χάιντεγγερ στον Χέγκελ, ο οποίος συνιστά και την τελική έκφραση της ratio, να φωτίζουν εν μέρει τις ανορθολογικές και σε μεγάλο βαθμό άρρητες προϋποθέσεις του ορθού Λόγου, που φαίνεται μέσα από τον 20ό αιώνα ν’ αποσυντίθεται, ενδεχόμενο όμως η δυτική μεταφυσική να μην κατόρθωσε ποτέ ν’ αποκτήσει τις ουσιαστικές, τις θεμελιακές της προκείμενες και να μην έπαψε ποτέ ν’ αντιμετωπίζει καίριο πρόβλημα θεμελίωσης. Ο χώρος που ο Χέγκελ εξασφαλίζει για την ετερότητα απέχει πολύ από το να εξαντλεί την ουσιαστική «δεξαμενή» της απροσδιοριστίας, του ανορθολογικού, της τρέλας και της τέχνης – μιας Αβύσσου νοημάτων που όντας στο σκοτάδι για χιλιετίες στοίχειωσε τον ορθό λόγο και κατά τον 20ό αιώνα τον εξαφάνισε.

Ο χώρος που η δυτική σκέψη οριοθετεί ως «θάττερον», ως ετερότητα, δεν μιλήθηκε ποτέ στην ολότητά του, στην ουσία δηλαδή η ratio δεν μιλήθηκε παρά μόνον εν μέρει και παραμένει ανολοκλήρωτη, έχοντας την ουσιαστική «δεξαμενή νοημάτων» της στο σκοτάδι. Τούτη «η αποθήκη νοημάτων», η «μη προσδιορισμένη ετερότητα», μια ετερότητα διαφορετική και πολύ ευρύτερη σαν χώρος απ’ ό,τι εξασφάλισε ως τώρα η ratio στο «μη ορθολογικό», ενδέχεται να είναι και ο τόπος όπου ερείδονται οι ουσιαστικές προκείμενές της που παραμένουν αποσιωπημένες όπως το ανθρώπινο ασυνείδητο που ο δυτικός άνθρωπος αρνείται να δεχθεί ως υπαρκτό τρομάζοντας μπροστά στην ασύλληπτη ισχύ του.

Μένει ένα ερώτημα, αν η ratio αφεθεί να βυθιστεί για πάντα μέσα στην Αβυσσο των μέχρι σήμερα άρρητων, στο πραγματικό τους εύρος, ανορθολογικών της προϋποθέσεων, προϋποθέσεις που καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας της -είτε ως τραγική ιστορική πορεία είτε ως ανολοκλήρωτο πολιτικό πρόγραμμα- απειλούν να την αφανίσουν ή αν θ’ αναγεννηθεί μέσα από την ικανότητα του δυτικού ανθρώπου να ορίζει τη μοίρα του δημιουργώντας την και τελικά ανακαλύψει το στέρεο έδαφος που της αντιστοιχεί δικαιωματικά για να βαδίσει σ’ ένα νέο πεπρωμένο. l

Από τον Δήμο Μαρουδή στην Ελευθεροτυπία
via

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ

$
0
0


Καθώς ο Χάιντεγκερ υπήρξε ένας από τους στοχαστές που επηρέασαν όσο λίγοι τη σκέψη του 20ού αιώνα, η ανάγνωση του έργου του δίνει λαβή, πέραν από οτιδήποτε άλλο, και στη διατύπωση και άσκηση κριτικής σ’ αυτό· απαραίτητο στοιχείο τούτη η κριτική κάθε έννοιας «φιλοσοφείν» – θα επιχειρήσουμε γι’ αυτό κάποιες σκέψεις.

α) Ο Χάιντεγκερ, μεταξύ άλλων, πρεσβεύει πως η ουσία του ανθρώπου οριοθετείται μέσα από τη στάση του μπροστά στον θάνατο, μιλά για το «προς θάνατον Είναι» (Sein zum Tode), και για τη βίωση της αγωνίας μπροστά στον θάνατο, από τον άνθρωπο, που τελικά συνιστά και ό,τι προσδιορίζει τον άνθρωπο ως τέτοιον – ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που γνωρίζει πως θα πεθάνει. Σχετικά μ’ αυτό, θα λέγαμε πως αν πράγματι η ανθρώπινη ζωή οριοθετείται από το όριο του θανάτου, και πως αν ο άνθρωπος όντως σημαδεύεται από τούτη την αναπόδραστη πραγματικότητα του θανάτου, εντούτοις το ανθρώπινο Ον δημιουργεί μπροστά σ’ αυτήν την πραγματικότητα κάτι που το ορίζει και το προσδιορίζει πολύ χαρακτηριστικότερα από όσο η αγωνία μπροστά στον θάνατο. Αυτό το ανθρώπινο χαρακτηριστικό είναι «το Νόημα».

Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον του οποίου η ύπαρξη έχει κάποιο νόημα, το μοναδικό Ον που δίνει το ίδιο στον εαυτό του και στη ζωή του Νόημα. Τι άλλο σηματοδοτούν η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η τέχνη, η επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη, η θρησκευτικότητα, την οποία γνώρισε η ανθρωπότητα από τα πρώτα της βήματα, μα και το φαινόμενο της οικογένειας και της ανατροφής απογόνων, πραγματικότητα άγνωστη στα ζώα, σ’ αυτή τουλάχιστον την ολοκληρωμένη της μορφή; Μπορούμε να δεχτούμε πως οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν -όπως εξάλλου και όλα τα όντα στη Φύση-, μα δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε μια ανθρωπότητα δίχως τον Σαίξπηρ ή δίχως τη Missa Solemnis. Μια μητέρα μπορεί κάλλιστα να αποδεχθεί τον επικείμενο αργά ή γρήγορα φυσικό της θάνατο, μα είναι αδύνατον να δεχθεί τον χαμό του μοναχογιού της, που αποτελεί «το Νόημα» της ζωής της -στο ενδεχόμενο του χαμού του παιδιού της θα επέλεγε πιθανώς και η ίδια τον θάνατο ως λύτρωση. Το Νόημα, έργο της ανθρώπινης δημιουργικότητας μα και σκέψης, προσιδιάζει πιστεύουμε κατεξοχήν στον άνθρωπο και συνιστά το κατεξοχήν ουσιώδες και ουσιαστικό χαρακτηριστικό του – το ουσιώδες τελικά, όσον αφορά την ανθρώπινη πραγματικότητα, είναι πως κανείς μπορεί ν’ αποδεχθεί το αναπόφευκτο του θανάτου, μα ποτέ μια ζωή δίχως νόημα.

β) Ο Χάιντεγκερ μιλά για την ανάδυση των όντων μέσα στο Είναι τους – πιστεύει πως το Ον δεν εξαντλείται στη νοητική του προσέγγιση από το υποκείμενο, προέχει η ανάδυσή του στο φως τού Είναι του και η ολόπλευρη εμφάνισή του. Τούτη η απολύτως κεντρική για τη χαϊντεγκεριανή σκέψη θέση – οδηγητική του όλου του έργου, επιτρέπει κάποιους συνειρμούς: Νομιμοποιούνται εξίσου η σοφόκλεια Αντιγόνη ή «η Τέχνη της Φούγκας» του Μπαχ, ως μορφώματα που αναδύονται στην ύπαρξη «στο φως τού Είναι», όσο και το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Αουσβιτς ή το γεγονός της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα – τα μορφώματα σε τούτο «εξισώνονται», χάριν της εμφάνισής τους, της ανάδυσής τους στο φως τού Είναι. Αν όμως η φιλοσοφία έχει κάποιο νόημα για τον άνθρωπο και δεν συνιστά απλώς τη φωνή τού Είναι σ’ έναν αποψιλωμένο από ανθρώπινη παρουσία κόσμο, τότε κατεξοχήν συνίσταται στον δύσκολο δρόμο «τού νοηματοδοτείν» και «του αξιολογείν» – σημαντικά για τη σκέψη και για τον άνθρωπο δεν είναι τόσο το ότι και ο Παρθενώνας και το Αουσβιτς «λάμπουν στο φως τού Είναι», μα τι σημαίνει για τη σκέψη και τον άνθρωπο ο Παρθενώνας και τι το Αουσβιτς.

γ) Διαβάζοντας την επιστολή για τον ανθρωπισμό θα συναντήσουμε αρκετές φορές την επίκληση από τον συγγραφέα της έννοιας της αξιοπρέπειας. Δυστυχώς, το έργο τελειώνει δίχως να προσδιοριστεί πουθενά σε τι τελικά συνίσταται αυτή η πολύτιμη για τον άνθρωπο έννοια – γίνεται επίσης αναφορά στην έννοια της ευθύνης. Η πολυσήμαντη και με «ιερά χαρακτηριστικά πολιτισμικότητας» έννοια του ανθρωπισμού διαφυλάσσεται απ’ όλη την παραδοσιακή σκέψη και ως επιλογή αξιών, μεταξύ αυτών και της ανθρώπινης θρησκευτικότητας και του θείου. Το ελλόγως πράττειν και θεσμοθετείν κοινωνικά και πολιτικά δεν αποκλείει και μία θεολογική διάσταση του ανθρώπου – γι’ αυτήν εξάλλου μιλά η κλασική σκέψη του Καντ (Kant) και του Χέγκελ (Hegel). Τούτη η σκέψη απομακρύνει μετά βδελυγμίας από τη θεματική της έναν Θεό που «μου επιτρέπει να πλανώμαι» (Καρτέσιος), πολύ περισσότερο μια θεολογία της σκοτεινής εκστατικότητας, που στο φως του πεπρωμένου τού Είναι θα θανατώσει ανθρώπους σε φούρνους. Στη σελίδα 111 του βιβλίου διαβάζουμε: «Οι νεαροί Γερμανοί που είχαν γνώση του Χέλντερλιν, σκέφτηκαν και έζησαν ενώπιον του θανάτου κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι η κοινή γνώμη θεώρησε γερμανική αντίληψη».

Δίχως να ξεκαθαρίζει πουθενά ο Χάιντεγκερ σε ποιους αναφέρεται όταν μιλά για «νεαρούς Γερμανούς», μα επιτρέποντάς μας ανατριχιαστικούς συνειρμούς, θα λέγαμε πως ο απολλώνιος Χέλντερλιν θα ένιωθε πραγματικό αποτροπιασμό και φρίκη μπροστά στα εγκλήματα των συμπατριωτών του, που συσκότισαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα -ένας ποιητής που θράφηκε εξάλλου από την ελληνική αρχαιότητα.

Η έννοια του πλατωνικού «θείου φωτός» ως αγαθού παραλλάσσεται από τον Χάιντεγκερ προ της «μη νοηματοδοτούσας» ανάδυσης των όντων μέσα στο Είναι και στην έκσταση: Αν ο Πλάτων θεματοποιεί με άλλον τρόπο από ό,τι οι σοφιστές το διαφωτιστικό πρόταγμα που θα δεσπόσει στη δυτική φιλοσοφική παράδοση μέσα από το έργο του Αριστοτέλη, του Καρτέσιου, του Σπινόζα, του Καντ, του Σοπενάουερ, προκρίνοντας σε περίοπτη θέση το αξιακό στοιχείο και την αξιοθεσία, το κρίνειν, το αξιολογείν και το σύμφωνα με αυτά πράττειν, η χαϊντεγκεριανή έκσταση θυμίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, την εθνικιστική μεγαλομανία των Ταγμάτων Εφόδου, που μέσα από την επίκληση ενός αδιευκρίνιστου νοηματικά γερμανικού πεπρωμένου βύθισαν τον κόσμο στη σφαγή, γεμίζοντας την Κεντρική Ευρώπη όχι με αρχιτεκτονήματα υψηλής αισθητικής, μα με στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Σε τι αλήθεια συνίσταται η ανθρώπινη ευθύνη αν όχι στην ανάληψή της;

Πέρα από οτιδήποτε άλλο, πάντως, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ υπήρξε ένας στοχαστής που ούτε φαντασίας ούτε πρωτότυπης σύλληψης στερούνταν. Επηρέασε ευρύτατα και πολλές φορές ιδιαίτερα γόνιμα την εποχή που ακολούθησε του έργου του. Προσπαθώντας να βάλουμε στην άκρη όλους τους επώδυνους ιστορικοπολιτικής φύσης συνειρμούς που επιτρέπει το χαϊντεγκεριανό έργο, ας το δούμε σαν μια πρώτη ύλη επιδεκτική σε δημιουργικές προσεγγίσεις και σε πολλές επιθυμητές επαναδιατυπώσεις.
Από τον Δήμο Μαρουδή Ελευθεροτυπία
via

Η αλλαγή των επιστημονικών αντιλήψεων και ο Thomas Kuhn

$
0
0





Thomas_KuhnΤι είναι αυτό που καθορίζει τη βαθιά αλλαγή των επιστημονικών αντιλήψεων μέσα στον χρόνο; Με το θέμα αυτό ασχολήθηκαν τόσο ο Thomas Kuhn όσο και ο Karl Popper με τον Imre Lacatos.

Τόσο στην προσέγγιση του Popper όσο και του Lakatos, η επιστημονική πρόοδος, η αλλαγή των επιστημονικών θεωριών είναι μια ορθολογική διαδικασία. Η ορθολογική συζήτηση και κριτική βρίσκεται στην καρδιά της θεώρησής τους. Σε τελική ανάλυση η επιστημονική γνώση αντλεί τον ορθολογισμό της από την διυποκειμενική συμφωνία των επιστημόνων μέσα στα θεσμικά πλαίσια, όπως το έθετε ο Popper.

Η κατ’ εξοχήν ‘κοινωνική’ προσέγγιση στην εξέλιξη της επιστήμης, είναι η προσέγγιση του Thomas Kuhn (1922-1996). Το έργο του προηγείται χρονικά από το έργο του Lakatos ο οποίος πιστεύει ότι Kuhn δεν δίνει κανένα κριτήριο οριοθέτησης μεταξύ επιστήμης και ψευδο-επιστήμης: δεν υπάρχει «διάκριση μεταξύ επιστημονικής προόδου και διανοητικής παρακμής, δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο εντιμότητας». Και αυτό γιατί η επιστημονική επανάσταση του Kuhn είναι μια ανορθολογική αλλαγή. Τι λέει όμως η θεωρία του Kuhn και δέχεται τα πυρά των ορθολογιστών;

Για τον Kuhn η επιστημονική πρόοδος δεν είναι μια συνεχής και γραμμική διαδικασία συσσώρευσης νέων γνώσεων. H ιστορία της επιστήμης χαρακτηρίζεται από σοβαρές ασυνέχειες, από τομές και άλματα. Μια νέα θεωρία δεν είναι απλώς μια προσθήκη σε αυτό που μας είναι ήδη γνωστό. Είναι κατά κανόνα το προϊόν μιας ρήξης με την επιστημονική παράδοση, το αποτέλεσμα μιας επαναστατικής διαδικασίας που τροποποιεί ριζικά το θεωρητικό πλέγμα μέσα από το οποίο η επιστημονική κοινότητα αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Οι καινοτομίες δεν μπορούν να κατακτηθούν μέσα από μία συσσωρευτική διαδικασία. H επικράτηση μιας νέας θεωρίας προκύπτει από έναν αγώνα ανάμεσα σε αντιμαχόμενες σχολές επιστημονικής σκέψης. H νεότερη θεωρία δεν συνεχίζει αλλά αντίθετα απορρίπτει την προηγούμενη. H θεωρία του Αϊνστάιν, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνον εφόσον αναγνωριστεί ότι η θεωρία του Νεύτωνα δεν είναι ορθή. Αυτή η ασυνεχής αλλαγή συνιστά μια «επιστημονική επανάσταση».

Το σχήμα που συνοψίζει την θεωρία του Kuhn για την επιστημονική εξέλιξη είναι το εξής:

Το σχήμα του Kuhn

Η προ-επιστήμη αναφέρεται στην περίοδο της ψηλάφησης ενός θέματος, κατά την οποία προτείνονται εναλλακτικές, αλληλοαποκλειόμενες υποθέσεις. Όταν κατασταλάζουν οι διάφορες απόψεις, θεωρίες, μέθοδοι σε ένα και μοναδικό παράδειγμα έχουμε την περίοδο της ‘κανονικής επιστήμης’. Σε κανονικές συνθήκες, όταν δηλαδή έχουμε περιόδους ηρεμίας και το ίδιο πλαίσιο (κοσμοείδωλο) είναι αποδεκτό από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, η καθιερωμένη, ‘κανονική επιστήμη’ είναι μια δραστηριότητα που ασχολείται με την λύση ‘γρίφων’ μέσα στα πλαίσια αυτού του κοσμοειδώλου.

Σε περιόδους ‘κανονικής επιστήμης’ τα επιστημονικά αποτελέσματα και οι ανακαλύψεις έχουν προσθετικό χαρακτήρα. Το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα οριοθετεί τι είναι επιστήμη και τι ψευδο-επιστήμη. Όμως υπάρχουν περίοδοι ‘κρίσης’, οπότε το πλαίσιο αλλάζει απότομα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ασφαλώς επειδή τα αποτελέσματα μερικών πειραμάτων ή ορισμένα φαινόμενα αποτελούν ‘ανώμαλες περιπτώσεις’, δηλαδή κάποιο ‘γρίφοι’ δεν επιλύονται ούτε ερμηνεύονται με τρόπο απλό μέσα στο πλαίσιο της ‘κανονικής επιστήμης’. Όταν έχουν συσσωρευτεί αρκετές ανωμαλίες, οι οποίες θεωρούνται σημαντικές – είτε γιατί αντιβαίνουν τις θεμελιώδεις αρχές του παραδείγματος, είτε γιατί, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες της επιστημονικής κοινότητας, δεν επιλύονται – τότε αρχίζει μια περίοδος κρίσης. Μερικοί επιστήμονες τότε αλλάζουν παράδειγμα, και εξετάζουν τα προβλήματα υπό νέο πρίσμα. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος (‘paradigm shift’), παρομοιάζεται από τον Kuhn ως gestalt switch («μεταλλαγή οπτικών μορφών») και ως «θρησκευτική μεταστροφή» (σαν να λέμε οι επιστήμονες ‘αλλαξοπίστησαν’).

Αλλαγή Παραδείγματος

Δεν υπάρχει κάποιο αμιγώς λογικό επιχείρημα ούτε κάποιο αποφασιστικό πείραμα που να επηρεάζει την λήψη της απόφασης υπέρ του ενός ή του άλλου παραδείγματος. Οι λόγοι αυτοί ποικίλουν και μπορεί να είναι η απλότητα, η βολικότητα της λύσης, η εξυπηρέτηση κάποιας κοινωνικής ανάγκης, κ.α.

Όταν το νέο παράδειγμα επικρατήσει, όπως επικρατεί μια πολιτική επανάσταση, επικρατεί νέα περίοδος ηρεμίας και ‘κανονικής επιστήμης’. Το νέο παράδειγμα είναι ασύμμετρο με το προηγούμενο. Εισάγει ένα νέο κοσμοείδωλο, μια νέα γλώσσα, νέα συστήματα μέτρων αξιολόγησης, διαφορετικές (ίσως) μεταφυσικές αρχές, και γενικά βλέπει και περιγράφει τον κόσμο διαφορετικά. Η επιλογή μεταξύ διαφορετικών παραδειγμάτων «αποδεικνύεται επιλογή μεταξύ ασύμβατων τρόπων ζωής της κοινότητας». Η μελέτη του γιατί οι επιστήμονες αλλάζουν παράδειγμα είναι θέμα ομαδικής ψυχολογίας και κοινωνιολογίας.

Karl_PopperΣε αυτό το σημείο οι Popper και Lakatos άσκησαν κριτική στον Kuhn, ο μεν Popper θεωρώντας ότι μπορεί να υπάρξει κριτική συζήτηση ακόμα και μεταξύ παραδειγμάτων (The Myth of the Framework), ο δε Lakatos θεωρώντας ότι η θέση του Kuhn καθιστά αδύνατη την διάκριση μεταξύ επιστημονικής προόδου και οπισθοδρόμησης (και πρότεινε ότι η επιστημονική αλλαγή είναι το αποτέλεσμα ανταγωνισμού αντίπαλων επιστημονικών προγραμμάτων).

Διονύσης Μεντζενιώτης

via

Τα κλασσικά φιλοσοφικά επιχειρήματα για την ύπαρξη και την ανυπαρξία του θεού

$
0
0


Θα λέγαμε ότι τάση του ανθρώπου να πιστεύει σε απίθανα πράγματα, άρα και στο θεό, είναι μια εγγενής τάση που οφείλεται μάλλον στην ιδιότητα του εγκεφάλου να προσπαθεί διαρκώς – και προς χάριν της επιβίωσης- να ερμηνεύει τον κόσμο. Η ύπαρξη αυτών των πίστεων, έχει οδηγήσει φιλοσόφους και στοχαστές να κατασκευάσουν αποδεικτικά μοντέλα προσφέροντας «ακλόνητα» (;) επιχειρήματα, που θα μετατρέψουν αυτές τις απίθανες πίστεις σε βεβαιότητες.

peri-theou-17

-Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό, είπε η Αλίκη.
-Δεν μπορείς; είπε η βασίλισσα με οίκτο. Προσπάθησε ξανά: πάρε μια βαθιά ανάσα και κλείσε τα μάτια σου.
-Η Αλίκη γέλασε. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς, είπε. Δεν μπορεί κάποιος να πιστεύει αδύνατα πράγματα.
-Τολμώ να πω ότι δεν έχεις εξασκηθεί αρκετά, είπε η βασίλισσα. Όταν ήμουν στην ηλικία σου, πάντα το δοκίμαζα για μισή ώρα κάθε μέρα. Και μερικές φορές πίστευα μέχρι και έξι αδύνατα πράγματα πριν το πρόγευμα».

Lewis Carroll: Μέσα από τον καθρέπτη.



there-is-god-2Η πρώτη κατηγορία αυτών των επιχειρημάτων (τα κοσμολογικά) περιλαμβάνει τα κάπως απλοϊκά και αφελή επιχειρήματα. Αυτά εκφράζονται κυρίως από τους πατέρες τις εκκλησίας και υποστηρίζουν την ύπαρξη του θεού προτάσσοντας είτε (i) το επιχείρημα της πρώτης αιτίας, είτε (ii) το επιχείρημα της πολυπλοκότητας.

Συγκεκριμένα, το επιχείρημα της πρώτης αιτίας (που μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αριστοτελική καταγωγή – πρόκειται για μια κατάχρηση της αρχής του αποχρώντος λόγου), χρησιμοποιεί ένα σκεπτικό επιστημονικοφανούς εμπειρισμού, υποστηρίζοντας ότι κάθε πράγμα ή κάθε γεγονός, δημιουργήθηκε από μια αιτία. Η αιτία που προκάλεσε αυτό το γεγονός, προκλήθηκε από μια άλλη αιτία, και αυτή με τη σειρά της από κάποια άλλη κλπ, έτσι ώστε, προχωρώντας προς τα πίσω αλυσιδωτά θα πρέπει να φτάσουμε σε μια έσχατη αιτία, μια οντότητα από την οποία ξεκίνησαν τα πάντα. Η πρώτη αυτή δημιουργός αιτία των πάντων, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα είναι ο Θεός.

Βέβαια αυτό το επιχείρημα έχει και εμπειρικές και λογικές αυθαιρεσίες. Εμπειρικά, είναι αδύνατον να αποδείξω την αλυσίδα των γεγονότων που οδηγούν σε μια πρώτη αιτία, εκτός αν το πολυδιαφημισμένο cern καταφέρει να δείξει ότι από τη σκοτεινή ύλη ξεπήδησε «μαγικά» το σωματίδιο του θεού. Αλλά και πάλι τότε δεν θα έχει αποδειχθεί, πως δημιουργήθηκε η σκοτεινή ύλη ή τι είναι αυτό που έκανε τα πρωταρχικά σωματίδια να κινηθούν και να συγκρουστούν… Η λογική αυθαιρεσία είναι ακριβώς αυτή: η υπόθεση μιας έσχατης αιτίας. Τι είναι αυτό που μας βεβαιώνει ότι υπάρχει μια τέτοια. Ακόμα κι αν βρούμε τον «θεό» τι είναι αυτό που μας βεβαιώνει ότι κάτι άλλο δεν αποτελεί την αιτία της ύπαρξής του…

Κάπως αντίστοιχο είναι και το επιχείρημα της πολυπλοκότητας ή του ευφυούς σχεδιασμού (William Paley 1743 – 1805). Βλέποντας κανείς ένα ρολόι ή ένα πολύπλοκο μηχάνημα, ξέρει ότι κάποιος το κατασκεύασε. Έτσι, βλέποντας κανείς την πολυπλοκότητα της φύσης, αναζητά κάποιον κατασκευαστή. Άρα θα πρέπει να υπάρχει ένα παντοδύναμο και πάνσοφο ον που ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνατότητες και κατασκεύασε όλο αυτό το σύμπαν που μας περιβάλει. Σε αυτό το επιχείρημα υπάρχει μια αυθαιρεσία αναλογίας. Μια αναλογία είναι θεμιτή όταν οι όροι είναι συγκρίσιμοι (πχ. κάνει κρύο στη Στοκχόλμη σε σύγκριση με την Αθήνα). Ο κατασκευαστής του μηχανήματος υπάρχει και έχει βεβαιωθεί ότι υπάρχει είτε επειδή τον έχουμε δει, είτε επειδή η δομή του μηχανήματος το μαρτυρά, αφού μπορεί να αναλυθεί σε μικρότερα κομμάτια και να αντιγραφεί ή να ξανακατασκευαστεί από άλλον (οι κινέζοι είναι εξαιρετικά ικανοί σε αυτό)… Τον κατασκευαστή ή την κατασκευή του σύμπαντος όμως δεν μπορεί κανείς αναλογικά να τον υποθέσει διότι ούτε κανείς τον έχει δει, ούτε είναι δυνατόν να επαναλάβει την κατασκευή του. Επίσης, αντί να υποθέτει κανείς κάποιον κατασκευαστή θα μπορούσε (εξίσου ίσως αυθαίρετα) να υποθέσει μια τυχαία αιτία ή την εξέλιξη κλπ.

Η (B) κατηγορία των λογικών – ιδεολογικών, οντολογικών επιχειρημάτων ξεκινάει από την υπόθεση του Ανσέλμου του Καντέρμπουρυ. Ο Άνσελμος (1033 – 1109) ήταν μια από τις εξέχουσες και φωτεινές προσωπικότητες μέσα στον σκοταδισμό του μεσαίωνα. Βενεδικτίνος μοναχός, αργότερα αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ,  επιχείρησε να κατανοήσει και να στηρίξει το χριστιανικό δόγμα πάνω σε λογικές και φιλοσοφικές βάσεις. Από τον Άνσελμο ξεκινά ουσιαστικά η μεσαιωνική σχολαστική φιλοσοφία.

Ως προϋπόθεση για τη λογική και φιλοσοφική αναζήτηση ο Άνσελμος, έθεσε την πίστη. Η πίστη προηγείται του λόγου. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Δεν ζητώ να νοήσω για να πιστεύω, αλλά πιστεύω για να νοήσω… όποιος δεν πιστεύει δεν μπορεί να ερευνήσει και όποιος δεν ερευνά δεν μπορεί να κατανοήσει»…

Σχετικά με την ύπαρξη του θεού ο Άνσελμος υποστήριξε μια σειρά προτάσεων:

1. Όλα τα αγαθά μετέχουν του ύψιστου αγαθού
2. Όλα τα μεγάλα είναι σχετικά μεγάλα, μπροστά στο απόλυτα μεγάλο (summe magnum)
3. Όλα τα όντα οφείλουν την ύπαρξή τους σε ένα ον
4. Η πολλαπλότητα και η κατά βαθμούς σειρά των όντων δείχνει ότι υπάρχει μια φύση που προέχει όλων των όντων.

Οι προτάσεις αυτές συγκλίνουν ουσιαστικά στο περίφημο οντολογικό επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο υπάρχει κάτι, ανώτερο του οποίου δεν μπορεί να σκεφτεί ο άνθρωπος. Ο θεός είναι εξ΄ ορισμού το τέλειο ον. Το ύψιστο αγαθό, το απόλυτα μεγάλο, η πρώτη αιτία, η προεξέχουσα φύση κλπ. Υποστηρίζοντας κάποιος ότι ο θεός δεν υπάρχει, είναι σαν να αφαιρεί από το τέλειο ον την ύπαρξη. Οπότε αυτομάτως πάει να είναι το τελειότερο ον. Πράγμα που σημαίνει, ότι ενδεχομένως να υπάρχει κάποιο άλλο ον που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του τέλειου όντος και ταυτόχρονα διαθέτει την ύπαρξη. Αυτό θα σήμαινε ότι η έννοια του θεού ως το τελειότερο ον θα έπαυε να υπάρχει. Αφού όμως η έννοια του τέλειου όντος υπάρχει δεν μπορεί παρά να υπάρχει και ο θεός…

Αυτό το επιχείρημα θεωρήθηκε για 600 χρόνια το ισχυρότερο για την απόδειξη της ύπαρξης του θεού. Είχε μόνο ένα πρόβλημα: την ένσταση που κατέθεσε ο Γκαουλίνο με τα μυθικά νησιά των Μακάρων. Ο Γκαουλίνο επισήμανε ότι με το μυαλό μου μπορεί να σκεφτώ τα τελειότερα νησιά. Τα νησιά των Μακάρων. Όμως τα νησιά των Μακάρων δεν θα υπάρχουν στην πραγματικότητα αλλά μόνο στο μυαλό μου…

Αυτή την ένσταση επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο Ντεκάρτ (1596 – 1650) στην δική του οντολογική απόδειξη.

Ο Ντεκαρτ ως γνωστόν, ξεκίνησε το φιλοσοφικό του οικοδόμημα εκφράζοντας μια γενική αμφιβολία. Αμφισβήτησε τα πάντα. Τίποτα δεν θεώρησε δεδομένο.

«Πως μπορεί να είναι κανείς βέβαιος για την ύπαρξη των πραγμάτων; Πως μπορεί κανείς να ξέρει ότι όσα αισθανόμαστε και όσα μας περιβάλλουν δεν είναι ψέμα, φαντασιοκοπία, παραίσθηση όπως τα όνειρα;» … Αυτό ήταν πάνω κάτω το αρχικό του ερώτημα.

Για να το απαντήσει διατύπωσε μια σειρά από στοχασμούς:

1. Στον πρώτο στοχασμό προσπαθεί να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις μέσω της μεθοδικής αμφιβολίας. Επέκτεινε δε την αμφιβολία σε σημείο που επινόησε έναν πονηρό δαίμονα ο οποίος θέλει να μας εξαπατά συνεχώς, να μας ξεγελάει ώστε να ζούμε σε μια ψευδαίσθηση.

2. Στον δεύτερο στοχασμό, υποθέτει, ότι όλα τα πράγμα τα για τα οποία αμφιβάλει, δεν υπάρχουν. Έτσι αναζήτησε αν μπορεί να υπάρχει κάτι που να αποτελεί την μοναδική βεβαιότητα. Μια βεβαιότητα για να πιαστεί και να σιγουρευτεί ότι όλα δεν είναι ψέμα. Το μόνο πράγμα για το οποίο δεν μπορούσε να αμφιβάλει είναι το γεγονός ότι αμφέβαλε. Αφού αμφιβάλω σκέφτομαι και αφού σκέφτομαι σημαίνει ότι υπάρχω. Μ΄ αυτόν τον συλλογισμό εξασφάλισε την βεβαιότητα που μπορεί να έχει κανείς για την ύπαρξή του.

3. Στον τρίτο στοχασμό, αναρωτιέται αν υπάρχουν και άλλα πράγματα εκτός από τον ίδιο. Προκειμένου να βεβαιωθεί γι αυτό, επικαλείται την ύπαρξη του θεού. Θεώρησε, ότι τα πράγματα που συλλαμβάνουμε με τρόπο σαφή και διακριτό είναι αληθή στο μέτρο που τα συλλαμβάνουμε.

Για να ξεφύγει από την ένσταση του Γκαουλίνο για την ανυπαρξία των νήσων Μακάρων, προβαίνει στη διάκριση: (α) των ιδεών που υπάρχουν μέσα μας – έμφυτες ιδέες, (β) τις ιδέες που προέρχονται από έξω – επίκτητες ιδέες και (γ) τις επινοημένες ιδέες που κατασκευάστηκαν από μένα. Τα νησιά των Μακάρων είναι μια ιδέα που επινοήθηκε από κάποιον. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον θεό. Ο θεός δεν είναι μια ιδέα επινοημένη αλλά μια ιδέα έμφυτη που υπάρχει μέσα μου (μέσα στον καθένα). Δεν θα είχα όμως εγώ, ένα πεπερασμένο ον αυτή την ιδέα για την τέλεια υπόσταση αν κάποιος δεν την είχε τοποθετήσει μέσα μου. Γιατί, αν ο θεός δεν υπήρχε, δεν θα είχα εγώ την ιδέα του εντός μου. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ μια τέλεια, αιώνια, παντοδύναμη και παντογνώστρια οντότητα.

Το επιχείρημα αυτό το Ντεκάρτ με συνοπτικές διαδικασίες κατέρριψε ο Καντ.

Ο Καντ επισήμανε (επαναδιατυπώνοντας ουσιαστικά με καλύτερο τρόπο το επιχείρημα του Γκαουλίνο) ότι οι έννοιες όπως και τα πράγματα έχουν κάποιες βασικές ιδιότητες που τις κάνουν να είναι αυτές που είναι και όχι άλλες. Η ύπαρξη δεν είναι ένα κατηγόρημα που αν αφαιρεθεί θα αλλάξει το περιεχόμενο της έννοιας του άπειρου ή του τέλειου όντος. Άρα ένα τέλειο ον μπορεί είτε να υπάρχει είτε να μην υπάρχει χωρίς να προσβάλλονται οι εννοιολογικές του ιδιότητες. Δηλαδή, η έννοια των 100 ευρώ στο χέρι μου και των 100 ευρώ στο μυαλό μου είναι η ίδια. Μιλάμε για 100 ευρώ. Μόνο που στη μια περίπτωση υπάρχουν και στην άλλη όχι.

Ο Κάντ λέει χαρακτηριστικά: «Μπορούμε να σκεφτούμε ότι θέλουμε αλλά για να υπάρξει κάτι πρέπει να επιβεβαιωθεί από την εμπειρία».

Το ζήτημα της ύπαρξης ως βασικής ιδιότητας των πραγμάτων απασχόλησε τους φιλοσόφους μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Συγκεκριμένα ο  Meinong υποστήριξε ότι για κάθε ομάδα προδιαγραφών και ιδιοτήτων υπάρχει κάποιο ον το οποίο τις καλύπτει άσχετα με το αν αυτό το ον υπάρχει ή όχι σε συγκεκριμένο χώρο ή χρόνο, αν δηλαδή υφίσταται ή όχι τελικά.
Όπως διευκρινίζει ο Πελεγρινης (2004 : 970) σχετικά με τη θέση του Meinong, σε κάθε αντικείμενο πρέπει να διακρίνουμε τον χαρακτήρα του (sosein) από την ύπαρξή του (sein). Ο χαρακτήρας ενός αντικειμένου δεν συνδυάζεται κατ’ ανάγκη με την οντότητα ή την ύπαρξή του. Απεναντίας, είναι δυνατόν ο χαρακτήρας του να αποκλείει την οντότητά του, όπως για παράδειγμα η περίπτωση του τετραγωνισμένου κύκλου… Τέτοια αντιφατικά αντικείμενα, ονομάζονται από τον Meinong αδύνατα αντικείμενα, τα οποία αντιδιαστέλλονται προς τα ατελή αντικείμενα τα οποία ενώ δεν είναι αντιφατικά, δεν είναι ούτε αληθή ούτε ψευδή, όπως για παράδειγμα το χρυσό βουνό το οποίο δεν υπάρχει αλλά θα μπορούσε να υπάρχει.

Αυτή η θέση δημιούργησε αντιδράσεις σε αναλυτικούς και λογικούς φιλοσόφους (Φρέγκε, Ράσελ, κλπ) οι οποίοι υποστήριξαν ότι δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε αντιφατικά ή ανύπαρκτα αντικείμενα. Υποστηρικτές του  Meinong (πολλοί από τους οποίους είναι φιλόσοφοι της αναλυτικής παράδοσης) όπως ο Parson (1980) ξεχώρισαν τις κεντρικές από τις περιφερειακές ιδιότητες ενός όντος (ο Parson τις ονομάζει πυρηνικές και εξωπυρηνικές).  Μόνο οι κεντρικές διαμορφώνουν την κατάσταση του όντος χωρίς την οποία δεν θα είναι αυτό που είναι… Οι κεντρικές ιδιότητες προσδιορίζουν  τη φύση του όντος (αν είναι δηλαδή κάτι  μπλε, ψηλό, χρυσό, βουνό, άλογο κλπ).

Οι υπόλοιπες, οι περιφερειακές ιδιότητες, δηλώνουν  οντολογικές  ιδιότητες (υπάρχει, δεν υπάρχει, είναι μυθικό, είναι υποθετικό, μυθιστορηματικό κλπ) , δυνητικές ιδιότητες (είναι πιθανό ή απίθανο), κατευθυντικές ιδιότητες (ειπώθηκε από κάποιον, αγαπήθηκε από τον Καίσαρα) τεχνικές ιδιότητες (ολοκληρωμένο, εκτός λειτουργίας, τρακαρισμένο, κλπ).

2wndbntΝα επιστρέψουμε όμως στον Κάντ, ο οποίος σημειωτέων δεν ήταν άθεος. Και όχι μόνο δεν ήταν άθεος, αλλά θεωρούσε ότι στην ύπαρξη του θεού θεμελιώνεται ο ηθικός μας βίος.

Ο Καντ υποστήριξε, ότι δεν μπορούμε να πούμε ποτέ αν ο θεός υπάρχει ή δεν υπάρχει. Κι αυτό γιατί δεν έχουμε την δυνατότητα να το βεβαιώσουμε εμπειρικά.

(όπως λέει ο Αίερ, η επιβεβαίωση της ύπαρξης του θεού μέσω της αρχής της επαληθευσιμότητας στερείται νοήματος).

Όμως, ο θεός, λέει ο Κάντ πρέπει να υπάρχει ως αίτημα. Μετά το κοσμολογικό και το οντολογικό επιχείρημα, ο Καντ εισάγει το ηθικό επιχείρημα όχι για να θεμελιώσει την ύπαρξη του θεού αλλά το αίτημα για την ύπαρξή του.
Ο Καντ θεωρεί ότι ο ενάρετος άνθρωπος που πράττει σύμφωνα με τον πρακτικό λόγο (σύμφωνα δηλαδή με την ελεύθερη βούληση η οποία όμως πρέπει να έχει καθολικό χαρακτήρα ή να μπορεί να καθολικοποιηθεί) πρέπει να είναι συγχρόνως και ευτυχισμένος άνθρωπος. Τόσο η αρετή όσο και η ευτυχία, θεμελιώνουν για τον Καντ την έννοια του ύψιστου αγαθού. Το ύψιστο αγαθό όμως, μπορεί να πραγματοποιηθεί, υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης του θεού. Κι αυτό γιατί, ευτυχισμένος είναι κάποιος όταν η βούλησή του είναι εναρμονισμένη με την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος όμως, που δεν έχει φτιάξει τον κόσμο και τις συνθήκες της ζωής, δεν είναι ικανός να διευθετήσει έτσι τα πράγματα ώστε να ανταποκρίνονται στις εκάστοτε επιθυμίες του. Γι αυτήν την εναρμόνιση, της βούλησης και της πραγματικότητας, απαιτείται η παρέμβαση μιας οντότητας που να επιτρέπει αυτήν την αντιστοιχία. Έτσι η έννοια του θεού εισάγεται ως αίτημα για την επίτευξη της ανθρώπινης ευτυχίας και του ενάρετου ηθικού βίου… Αντίστοιχα στο σκεπτικό του Καντ εισάγεται ως αίτημα και η αθανασία της ψυχής… (αφού η εναρμόνιση του ανθρώπου με τον ηθικό νόμο δεν μπορεί να χωρέσει στα περιορισμένα χρόνια της επίγειας ζωής του)…

Η ύπαρξη του θεού  λοιπόν για τον Καντ δεν μπορεί να αποδειχθεί μέσω της γνώσης και της εμπειρίας, μέσω δηλαδή του θεωρητικού λόγου, αλλά μπορεί να θεμελιωθεί ως αίτημα του πρακτικού λόγου, δηλαδή της ελεύθερης βούλησης.

there_sprobablynogodΤέλος στην ιστορία της σύγχρονης φιλοσοφίας, κλασσικό είναι πλέον το επιχείρημα  ενός κατ εξοχήν άθεου στοχαστή, του Σαρτρ, ο οποίος επιχείρησε με οντολογικό – λογικό τρόπο να αποδείξει την ανυπαρξία του θεού.

Ο  Σαρτρ διακρίνει στον κόσμο 2 κατηγορίες όντων: (α) τα καθεαυτά και (β) τα διεαυτά. Τα καθεαυτά είναι τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν. Τα κτίρια, οι πέτρες, τα αυτοκίνητα κλπ. Είναι αντικείμενα που έχουν ολοκληρώσει την εξέλιξή τους… Είναι όπως είναι και δεν σκοπεύουν να γίνουν καλύτερα. Είναι πλήρη. Αντίθετα, τα διεαυτά, είναι όντα που βρίσκονται διαρκώς σε εξέλιξη. Εϊναι ατελή όντα τα οποία αγωνίζονται να διαμορφώσουν το μέλλον τους. Ο άνθρωπος είναι ένα από αυτά. Καλούνται να πάρουν αποφάσεις και να ορίσουν (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μέλλον τους). Ο θεός, λέει ο Σάρτρ, είναι μια οντότητα που εξ ορισμού πρέπει να περιλαμβάνει τα πάντα. Ως καθεαυτό ον ο θεός είναι μια ολοκληρωμένη οντότητα που έχει συμπληρώσει την εξέλιξή του. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να προβαίνει σε επιλογές. Ως διεαυτόν όμως όν ο θεός, είναι μια οντότητα που εξελίσσεται διαρκώς. Αυτό σημαίνει ότι κάνει επιλογές για τις επόμενες κινήσεις του και σχεδιάζει το μέλλον. Συνεπώς, ως καθεαυτόν και ως διεαυτόν ον ο θεός έχει τη δυνατότητα να κάνει και να μην κάνει επιλογές. Όμως αυτό είναι αντιφατικό. Είναι σα να λέμε ότι υπάρχει ένα ολόλευκο πουκάμισο με μαύρες ρίγες. Οτιδήποτε όμως αντιφατικό είναι λογικά αδύνατο. Και ότι λογικά αδύνατο είναι ανύπαρκτο!!!

Ολοκληρώνοντας, θα αναφερθώ στα λεγόμενα πραγματιστικά επιχειρήματα, που διατυπώθηκαν κατά τους νεότερους χρόνους. Αυτά τα επιχειρήματα δεν στοχεύουν να υποστηρίξουν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του θεού, αλλά στοχεύουν να δείξουν ότι η πίστη στον θεό θεμελιώνεται ορθολογικά.

Το αποδεικτικό αντικείμενο είναι η πίστη λοιπόν και όχι ο θεός. Στη βιβλιογραφία συναντάμε 2 είδη  πραγματιστικών επιχειρημάτων.

pascals-wager-11Το πρώτο είδος περιλαμβάνει τα λεγόμενα «εξαρτημένα από την αλήθεια» επιχειρήματα. Αυτά τα επιχειρήματα προτείνουν να πιστεύει κανείς, γιατί αν το περιεχόμενο της πίστης αποδειχθεί αληθές, τότε, το κέρδος που θα προκύψει λόγω της πίστης θα είναι εξαιρετικά μεγάλο. Σε αυτό το είδος ανήκει το περίφημο επιχείρημα του Πασκάλ. Ο Πασκάλ συγκεκριμένα υποστήριξε, ότι ανεξάρτητα από το πόσο μικρή είναι η πιθανότητα να υπάρχει θεός, από τη στιγμή που δεν είναι μηδενική πιθανότητα, τα προσδοκώμενα οφέλη του να πιστεύει κανείς υπερισχύουν των προσδοκώμενων οφελών του να μην πιστεύει κανείς στην ύπαρξη του θεού. «Αν ο θεός δεν υπάρχει δεν χάνω τίποτα, αλλά αν υπάρχει κερδίζω τα πάντα»…

JamesΤο δεύτερο είδος περιλαμβάνει τα «ανεξάρτητα από την αλήθεια» επιχειρήματα. Αυτά προτείνουν ότι τα οφέλη που προκύπτουν λόγω της πίστης είναι μεγαλύτερα ανεξάρτητα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει θεός. Τα οφέλη αυτά μπορεί να είναι ψυχολογικά, ηθικά, κοινωνικά, θρησκευτικά κλπ. Το πιο γνωστό επιχείρημα αυτού του είδους είναι του Γουίλιαμ Τζέημς. Ο Τζέημς ανασκεύασε το περίφημο επιχείρημα Κλίφορντ (1879) [που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ως θεμελιώδες νομικό υπερασπιστικό επιχείρημα] σύμφωνα με το οποίο «είναι λάθος πάντα, παντού και για τον καθένα, να πιστεύει οτιδήποτε το οποίο βασίζεται σε ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία». Με μια σειρά από λογικές υποθέσεις ο Τζέημς απέδειξε, ότι δεν ισχύει το επιχείρημα Κλίφορντ πάντα και σε κάθε περίπτωση, και μάλιστα, ορισμένα γεγονότα δεν μπορεί να συμβούν ποτέ αν δεν υπάρχει πίστη (που συνδέεται με ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία για μελλοντικά γεγονότα). Για παράδειγμα αν κάποιος δεν πίστευε ότι θα κερδίσει έναν αγώνα, δεν θα αγωνιζόταν ποτέ, δεν θα έκανε προπόνηση κλπ. πράγμα που ανεξάρτητα από το αν θα κερδίσει ή όχι, το κάνει καλό γιατί βελτιώνει τη φυσική του κατάσταση κλπ. Πιστεύοντας δηλ. στο θεό πράττεις έτσι ώστε έχεις ηθικό, ψυχολογικό και κοινωνικό κέρδος, ανεξάρτητα από το αν ο θεός υπάρχει ή όχι στ’ αλήθεια…

__________________________________________________________________

Επίμετρο:Η άποψη των αναλυτικών: Τόσο η πρόταση ο θεός υπάρχει όσο και η πρόταση ο θεός δεν υπάρχει στερούνται νοήματος…. Σύμφωνα με την αρχή της επαληθευσιμότητας (Αιερ) μια πρόταση έχει νόημα αν είναι ταυτολογία ή είναι εμπειρικά αποδείξιμη . Οι παραπάνω προτάσεις δεν είναι τίποτα από τα δύο…

Από την άλλη πλευρά στοχαστές όπως ο Wolpert θεωρούν ότι η αναζήτηση εξηγήσεων των φαινομένων του κόσμου βρίσκεται στις προδιαθέσεις του εγκεφάλου μας και οφείλεται σε γονιδιακές βάσεις . . .
Πηγή: Ανακοίνωση του Άλκη Γούναρη στο Φιλοσοφικό Καφενείο Dasein τον Δεκέμβριο του 2009
via
Viewing all 1128 articles
Browse latest View live