Quantcast
Channel: X-Quotes
Viewing all 1128 articles
Browse latest View live

Το πείραμα στη φυσική επιστήμη του Αριστοτέλη

$
0
0


«Η χρήση -ή η απουσία- πειραμάτων είναι θέμα προσφιλές σε όσους έχουν επιχειρήσει να συγκρίνουν ή να αντιδιαστείλουν την αρχαία ελληνική προς τη νεότερη επιστήμη»[1]. Ο Αριστοτέλης, κυρίως, -που κυριάρχησε ως αυθεντία στη φυσική για 2.000 περίπου χρόνια- δέχεται σφοδρότατη κριτική για την «αδυναμία» του να προσεγγίσει τη φύση και τους νόμους που την διέπουν χρησιμοποιώντας πειράματα που θα αποδείξουν ή θα ενισχύσουν τα θεωρήματά του. Αυτού του τύπου η κριτική είναι αναχρονιστική ή όχι; Πώς στοιχειοθετούσε ο Αριστοτέλης την επιστήμη της φυσικής και κατά πόσο η μεθοδολογία του ήταν εναρμονισμένη ή όχι με τις αντιλήψεις του; Αντίστοιχα ποια ήταν η επιστημονική μεθοδολογία της ιπποκρατικής ιατρικής και η φύση των ιατρικών «πειραμάτων»;
Τo πείραμα στη Φυσική του Αριστοτέλη
Οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν αυτοί ακριβώς που διαμόρφωσαν την ορθολογική αντίληψη «ότι ο κόσμος είναι ένα τακτοποιημένο σύνολο και λειτουργεί με νόμους που μπορεί να τους ανακαλύψει το ανθρώπινο μυαλό»[2]. Η εκπληκτική αυτή σύλληψη ότι, δηλαδή, η «εννοιολογική…σκέψη…μεσολαβεί ανάμεσα στη συνείδηση και στη φύση»[3] διέπει μέχρι και σήμερα την επιστήμη η οποία διαφοροποιείται από την αρχαία ως προς το ότι έγινε πιο συγκεκριμένη, επαγωγική, μετρική, πειραματική. Ήδη από τον 13ο – 14ο αιώνα αναπτύσσονται νέες ιδέες (μέσα στο γοητευτικό περιβάλλον των αριστοτελικών θεωριών) για την εισαγωγή της επαγωγικής και μαθηματικής μεθόδου και του πειράματος στις φυσικές επιστήμες[4]. Η κινητικότητα αυτή θα κορυφωθεί τον 17ο αιώνα με τον Γαλιλαίο (Galileo Galilei, 1564 – 1642) και τον νόμο για την πτώση των σωμάτων[5] και θα συνεχιστεί με ξέφρενους ρυθμούς τον 18ο και 19ο αιώνα.
Ο Francis Bacon (1561 – 1626), σύγχρονος του Γαλιλαίου με το Novum Organum–τίτλος επιλεγμένος σε συνειδητή αντιδιαστολή με τον Όργανον του Αριστοτέλη- διαφοροποίησε μια για πάντα την επιστήμη από αυτήν της Αναγέννησης και της Αρχαίας Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Bacon o επιστήμονας θα εφαρμόσει την επαγωγή με στοιχεία που θα αντλήσει από τις παρατηρήσεις του στη φύση αλλά, για να ισχύσει η αρχή του αποκλεισμού των άσχετων δεδομένων, θα πρέπει να βασιστεί «στην τεχνητή αναπαραγωγή της φύσης που είναι το πείραμα»[6].
Έτσι, η «πειραματική φυσική», με την έμφαση που της προσέδωσε ο Bacon, καθίσταται συνώνυμη της «σύγχρονης φυσικής» και αιχμή του δόρατος της επιστήμης. Πολέμιος των «Ειδώλων του Θεάτρου» (των συστηματικών δογμάτων των φιλοσοφιών), ο Bacon, θα δώσει νέα ώθηση στην επιστήμη αλλά θα της στερήσει την υγιή αντίληψη της φαντασίας[7]. Αν και παραδέχεται ότι υπάρχουν αναφορές στα έργα του Αριστοτέλη για πειράματα τον κατηγορεί ότι προσαρμόζει τα εμπειρικά δεδομένα στις απόψεις του[8]. Ο G. H. Lewes τον 19ο αιώνα (όπως και J. O. Thompson αργότερα) εκφράζεται, επίσης, υποτιμητικά για την «απουσία» πειραμάτων από την αρχαία ελληνική φυσική. Γενικά, «Σε όλα τα πεδία η στάση απέναντι στον Αριστοτέλη και την αρχαιότητα ήταν επαμφοτερίζουσα. Υπήρχε κριτική στις λεπτομέρειες, καθώς και ένα είδος τελετουργικής απόρριψης της αυθεντίας. Ως ένα βαθμό αυτό αποτελούσε μια υγιή επιδίωξη πρωτοτυπίας»[9]. Όμως, όπως όλα τα επιστημονικά εργαλεία, το πείραμα, χρησιμοποιήθηκε όταν η επιστημονική μέθοδος το απαιτούσε.
«Ο Αριστοτέλης γνώριζε ότι η μέθοδος πρέπει να κανονίζεται σύμφωνα με αυτό που είναι κάθε φορά το αντικείμενο της έρευνας και ξεκινούσε πάντοτε από την αρχή ότι η γνώση πρέπει να συμμορφώνεται προς τα πράγματα και όχι τα πράγματα προς τη γνώση. Από τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή από τη γνώση μας για το πώς έχουν αυτά, ο Αριστοτέλης βγάζει τους κανόνες της επιστημονικής μεθόδου»[10]. Διακρίνουμε στην μέθοδό του τρία στάδια: α) έκθεση του υλικού που έχει στη διάθεσή του (ότι), β) ερώτηση για τη φύση του υλικού (διότι/αίτιο) και γ) σύνθεση του ορισμού για το αντικείμενο της έρευνάς του. Διαπραγματεύεται προβληματισμούς της εποχής του καθώς και προβλήματα που ο ίδιος έθετε προσπαθώντας να δίνει όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις που να ικανοποιούν τη λογική του, αν και, πολλές φορές προχωρά σε γενικεύσεις και συμβιβαστικές λύσεις. Σχεδόν πάντα αναζητά το τέλος (σκοπό) του όντος, που δηλώνει την πλήρη πραγμάτωσή του και, φυσικά, του είναι αδιανόητο να παρέμβει (με ελεγχόμενη διαδικασία) «βιάζοντας» τη διαδικασία αποκάλυψης της φύσης του. Κι αυτό για δύο λόγους: α) αν η ουσία του όντος αποκαλύπτεται στην αδέσμευτη κατάστασή του οποιαδήποτε επέμβαση θα αλλοίωνε την πραγματική του φύση και το μόνο που θα μαθαίναμε είναι ότι έχουμε τη δυνατότητα να παρέμβουμε «σε τέτοιο βαθμό που η φύση του θα παραμείνει λανθάνουσα»[11], β) αν πάλι δεν αλλοιωθεί η πραγματική του φύση τότε οι παρεμβάσεις μας είναι άσκοπες. Για τον Αριστοτέλη «Το πείραμα, επομένως, δεν αποκαλύπτει για τις φύσεις των αντικειμένων τίποτα το οποίο θα μπορούσε να γίνει γνωστό με κάποιον καλύτερο τρόπο»[12].
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη φύσις είναι το σύνολο των αυτόνομων μεταβλητών πραγμάτων, «που είναι προικισμένα με ουσιώδη ύπαρξη αλλά ανήκουν στον κόσμο της ύλης και της κίνησης»[13], αντικείμενα που έχουν, δηλαδή, «μια ενδογενή ικανότητα εκτέλεσης διαδικασιών»[14]. Και την επιστήμη που ασχολείται με αυτά την ονομάζει φυσική ή φυσική φιλοσοφία[15]. Το μοντέλο για την προσέγγιση των επιστημών, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι: προκείμενες αρχαί (αληθείς και αναγκαίες)-συλλογισμός-απόδειξη-συμπέρασμα. Στον μεταβλητό, όμως, κόσμο της φύσης υπάρχει δυσκολία εφαρμογής αυτού του γεωμετρικού μοντέλου και ο Αριστοτέλης βασίζεται σε ό,τι λαμβάνει χώρα ως επί το πολύ: «στις δομικές κανονικότητες της φύσης…Οι κανονικότητες αυτές αποτελούν το αντίστοιχο της ‘αιδιότητας’ των αντικειμένων των μαθηματικών, της αστρονομίας και της θεολογίας στον κόσμο της φύσης»[16]. Πώς δημιουργούνται όμως οι προκείμενες θεμελιωμένες αρχαί που βάζουν σε λειτουργία το συλλογιστικό μοντέλο; Για τον Αριστοτέλη μία είναι η οδός και την χρησιμοποιεί με απόλυτη προσήλωση: η εμπειρία που οδηγεί σε γενίκευση και μέσω της απαγωγικής διαδικασίας σε επιστημονική προκείμενη[17].
Παρά το γεγονός ότι η άμεση αισθητηριακή παρακολούθηση (εμπειρία), μας ξεδιπλώνει «στα διάφορα επίπεδά της, ολόκληρη την πραγματικότητα και την αλήθεια της φύσης και του κόσμου»[18], δεν είναι δυνατόν να αποκλείσει τις αναξιόπιστες προκείμενες και, έτσι, μεταξύ αυτής και της γενίκευσης παρεμβάλλεται η έλλογη «ενόραση» που μπορεί να διακρίνει την ουσία από το συμβεβηκός (τυχαίο χαρακτηριστικό) του όντος. Αυτή του η προσήλωση στην εμπειρία θα οδηγήσει τον Αριστοτέλη, συχνά, σε λαθεμένα συμπεράσματα, αλλά, πρέπει να καταλάβουμε ότι αναζητά την αληθινή δομή των όντων (το αναγκαίο και αμετάβλητο) και όχι τους γενικούς νόμους των φαινομένων που θα επέτρεπαν την τεχνική παρέμβαση στη φύση. Για τον Αριστοτέλη η επιστήμη είναι «έξις αποδεικτική» και δεν θα μπορούσε να την συνδέσει με την τεχνολογία, γι αυτό, αφού εξακριβώσει το ότι προσπαθεί να συλλάβει το διότι, το αίτιο του όντος.
Αν τα αίτια για τη σύγχρονη επιστήμη είναι αίτια διαδικασιών/αλυσιδωτών γεγονότων, για τον Αριστοτέλη είναι συμφυή των όντων και των φυσικών διεργασιών τους και μέλημα της επιστήμης είναι η ενδελεχής γνώση τους ώστε ολοκληρωμένα να απαντηθεί το «γιατί;»[19]. Συμφυής, επίσης, και κοινό γνώρισμα των ουσιών η κίνησις που δεν νοείται, απλά, ως μετατόπιση στο χώρο αλλά δηλώνει την οποιαδήποτε αλλαγή μπορούν να υποστούν τα φαινόμενα: γέννεση, ανάπτυξη, μεταβολή, αλλοίωση. Αυτές οι φύσεις αποτελούν το κύριο αντικείμενο μελέτης του Αριστοτέλη ο οποίος αντιλαμβανόταν την κίνηση (αυτοκίνηση) ως μετάβαση από την δύναμη στην ενέργεια, θεωρία με γενική εφαρμοσιμότητα[20]. Στον τακτοποιημένο κόσμο του Αριστοτέλη υπάρχει εξ ορισμού μια θέση για το καθετί και η εμπειρία δείχνει ότι οι μεταβολές των αντικειμένων, που συνίστανται από ύλη και μορφή, είναι προβλέψιμες γιατί, απλά, δρουν σύμφωνα με τη φύση τους. Οποιαδήποτε εξωτερική παρεμβολή αλλοιώνει τον χαρακτήρα τους και δεν μας αποκαλύπτει την αλήθεια του τέλους τους. Από την ταυτισμένη, λοιπόν, με την κίνηση φύση αποκλείονται τα τεχνητά αντικείμενα των οποίων η δράση/κίνηση εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες[21]. Η χρήση εργαλείων και κατασκευασμένων αντικειμένων (που είναι συνδεδεμένα με τις ποιητικές μαθήσεις), εξάλλου, θα υποβάθμιζε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, την αξία της θεωρητικής επιστήμης γιατί θα την απομάκρυνε από τον χώρο της καθαρής σκέψης και τη θέαση (θεωρία) της πραγματικότητας. Οποιαδήποτε ελεγχόμενη πειραματική διαδικασία ήταν ασύμβατη με τον τρόπο που ο Αριστοτέλης αντιλαμβανόταν την φύση και δεν θα απαντούσε στα ερωτήματα που έθετε για την κατανόησή της.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αν η φύση της μελέτης του Αριστοτέλη απέκλειε τα πειράματα δεν απέκλειε αυτό που ο Lloyd ονομάζει «σκόπιμη έρευνα»[22]. Στην προσπάθειά του ο Αριστοτέλης να εξηγήσει τα μετεωρολογικά φαινόμενα χρησιμοποιεί, ως επί το πλείστον, αναλογίες και όρους της καθημερινής εμπειρίας. Αυτή η πρακτική ήταν, γενικότερα, «για τους Έλληνες ένας δεύτερος πλους, μια δεύτερη κατά προτίμηση μέθοδος, και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα η μοναδική εμπειρική μέθοδος που διέθεταν»[23]. Δεν απουσιάζουν, όμως, και οι διατυπώσεις σπάνιων φαινομένων, όπως αυτή της ερμηνείας του ουράνιου τόξου, κάτω από τεχνητές συνθήκες[24].
Ανακεφαλαιώνοντας ας δούμε κατά πόσο ευσταθούν ή είναι αναχρονιστικές οι επικρίσεις των νεότερων ερευνητών για την μεθοδολογία της αριστοτελικής φυσικής την οποία κάποιοι, υποτιμητικά, ονόμασαν «φυσική του γραφείου»[25]. Αν δεχτούμε ότι ανάμεσα στην «αντικειμενική» πραγματικότητα και στον ερευνητή παρεμβάλλεται η προβληματική του τελευταίου, ο τρόπος με τον οποίο θέτει το ερώτημα ο Αριστοτέλης και η επιστημονική μεθοδολογία που αναπτύσσει για την κατανόηση της φύσης τον φέρνει όσο πιο κοντά γίνεται στα αντικείμενα της έρευνάς του: την ουσία, τα αίτια και το τέλος των όντων . Συνεπώς η, με οποιονδήποτε τρόπο, ποδηγέτηση της φύσης θα αποτελούσε εμπόδιο στον στόχο του και θα αλλοίωνε το αποτέλεσμα της έρευνάς του. Ήταν ικανοποιημένος όταν η εξήγηση ενός προβληματισμού διακρινόταν για την οικουμενικότητά της και ικανοποιούσε τη λογική του. Η εμπειρία, η νοητική αφαίρεση, ο συλλογισμός είναι τα μόνα αποδεκτά εργαλεία του επιστημονικού οπλοστασίου του και είναι όλα εναρμονισμένα με τη φιλοσοφική στάση του για τη πρωτοκαθεδρία του νου. Φυσικά ο Αριστοτέλης προσκολλημένος στα εμπειρικά δεδομένα και τη θεωρητική επιχειρηματολογία ήταν εύκολο να υποπέσει στην διατύπωση γενικεύσεων και προκατασκευασμένων θεωριών τέλους. Όμως αυτό δεν το αντιλήφθηκαν οι ερευνητές παρά μόνο 2.000 χρόνια μετά τον θάνατό του. Τότε που η επιστήμη όρισε τις αφετηρίες της έξω από το μυαλό, στη φύση, και μετέτρεψε τον επιστήμονα σε ελεγκτή της ερευνητικής διαδικασίας.

Τo πείραμα στην ιπποκρατική ιατρική
Η ιατρική δεν αντιμετωπίστηκε από τους νεότερους ερευνητές με την ίδια αυστηρότητα όσο η φυσική επιστήμη. «Η μόνη σχεδόν αντίθετη φωνή που ακούστηκε ως σήμερα είναι του R. Joly, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ιπποκρατική ιατρική είναι βέβαια ορθολογιστική, αλλά δεν μπορεί με κανένα τρόπο να χαρακτηρισθεί επιστημονική. Η άποψη αυτή είναι υπερβολικά αυστηρή»[26]. Η ιατρική (όπως τη γνωρίζουμε από τα σύγχρονα «λόγια» κείμενα) δεν νοείτο μόνο ως επιστήμη αλλά και ως τέχνη[27], και συνυπήρχε «με τις παραδοσιακές μορφές θεραπευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών»[28]. Οι φιλόσοφοι, όπως είναι φυσικό, ασχολούνται μαζί της και ως ένα μεγάλο βαθμό την επηρεάζουν (όπως φαίνεται στα κείμενα των ιπποκρατικών συγγραφέων ακόμη και όσων διαμαρτυρόνται για την είσοδό της στην ιατρική): στο κείμενο Περί αρχαίης ιητρικής ο πρακτικός γιατρός/συγγραφέας καταφέρεται με δριμύτητα εναντίον (συγκεκριμένων) φιλοσοφικών αντιλήψεων διαχωρίζοντας την τέχνη της ιατρικής από την κοσμολογία αν και ο ίδιος αποφεύγει τις φιλοσοφικές γενικεύσεις[29]. Έτσι κι αλλιώς υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε φιλοσόφους και γιατρούς: οι φιλόσοφοι εύκολα κατέληγαν σε θεωρητικές γενικεύσεις στο σημείο που αυτές ικανοποιούσαν τη λογική τους. Οι γιατροί ήταν, όμως, καθημερινά αντιμέτωποι με τα πρακτικά αποτελέσματα των θεωριών τους πάνω στους ασθενείς τους. Αυτή η άμεση απόδειξη του κατά πόσο οι θεωρίες τους ήταν σωστές ή λανθασμένες οδήγησε σε «μια πιο αυστηρή αντίληψη για την επιστημονική μέθοδο. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε πως οι γιατροί της σχολής του Ιπποκράτη είχανε συλλάβει στην πληρότητά της την έννοια της θετικής επιστήμης»[30]. Το ότι δεν προχώρησαν στη χρήση πειραμάτων δεν οφείλεται, όπως στον Αριστοτέλη για παράδειγμα, τόσο στην φιλοσοφική τους αντίληψη για την κατανόηση του αντικειμένου της έρευνάς τους αλλά στις πρακτικές υλικές αδυναμίες της εποχής τους: έλλειψη οργάνων για ακριβές μετρήσεις και παντελή άγνοια των χημικών αναλύσεων. Παρόλα αυτά χρησιμοποιούν την συσσωρευμένη εμπειρία, καθιερώνουν προσεκτικές διαγνωστικές μεθόδους (επισκόπηση, ψηλάφηση, ακρόαση) και, όχι σπάνια, προχωρούν σε ελεγχόμενες παρατηρήσεις για ενίσχυση ή επαλήθευση των θεωριών τους[31].
Τα πεδίο στο οποίο μπορούμε να ανιχνεύσουμε πειραματικές διαδικασίες είναι αυτό που έχει να κάνει με τα «συστατικά» του ανθρώπου. Σύμφωνα με τους ιπποκρατικούς το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από μία ομάδα τεσσάρων συστατικών που τα ονομάζουν χυμούς και περιγράφονται στο Περί φύσεως ανθρώπου: το αίμα, το φλέγμα, η ξανθή (ή κίτρινη) χολή και η μαύρη χολή. Καθένας από αυτούς τους χυμούς συνδέεται, αντίστοιχα, με τα τέσσερα βασικά όργανα (καρδιά, εγκέφαλο, ήπαρ, σπλήνας), τα τέσσερα συστατικά στοιχεία του κόσμου (τα ριζώματα του Εμπεδοκλή, νερό, αέρα, φωτιά, γη) και με τις τέσσερις βασικές ποιότητες (υγρό, θερμό, ξηρό, ψυχρό)[32]. Η υγεία ή η νοσηρότητα ενός ανθρώπου εξαρτώνται από την αρμονία (ή τη δυσαρμονία) των αλληλεπιδράσεων των αντιθετικών στοιχείων αυτών των τετράδων. Όταν ο γιατρός δεν μπορεί, μέσω των αισθήσεών του, να διαγνώσει μια ασθένεια θα πρέπει με τα «μάτια» του μυαλού του (ενόραση) και με τη λογική του να βρει τα αίτιά της[33]. Αλλά μπορεί, επίσης, να εξαναγκάσει τη φύση (το σώμα) να αποκαλύψει τα μυστικά της. Θα χρησιμοποιήσει γι αυτό είτε εμετικά, αποχρεμπτικά ή καθαρτικά φάρμακα (η κατάσταση των απεκκρίσεων μπορεί να είναι αποκαλυπτική της νόσου) είτε ελεγχόμενη σωματική δραστηριότητα (π.χ. για αρρώστιες του αναπνευστικού τρέξιμο σε ένα λόφο). Αν πάλι ο γιατρός έχει εξασκημένες και εκλεπτυσμένες αισθητικές ικανότητες μπορεί μέσω των αισθητηριακών εντυπώσεων που δίνουν οι χυμοί όχι μόνο να διαγνώσει αλλά και να κάνει πρόληψη των ασθενειών. Όλα αυτά που περιγράφονται στο Περί φύσεως ανθρώπου αποτελούν μεν δείγματα «πειραματικών» προσπαθειών αλλά στη βάση τους βρίσκονται και φιλοσοφικές αρχές όπως, για παράδειγμα, η λειτουργία των καθαρτικών, αποχρεμπτικών και εμμετικών φαρμάκων που έλκει την εφαρμογή της από την «αρχή της ‘έλξης’ των ομοίων από τα όμοια»[34]. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι «αυτά τα ‘πειράματα’ δεν αναφέρονται ως κάτι από το οποίο προκύπτει η γνώση (τουλάχιστον η γνώση του συγγραφέα). Αντιθέτως, η γνώση που κατέχει (και θέλει να μεταδώσει) ο συγγραφέας, είτε δεν θεμελιώνεται και διατυπώνεται κάπως δογματικά, είτε φαίνεται να προκύπτει από κάποιες γενικές αρχές ή βασικότερες γνώσεις για τη φύση των πραγμάτων, ενώ η αναφορά του ‘πειράματος’ φαίνεται να είναι ένα είδος ‘πρακτικού επιχειρήματος’ για να βοηθήσει στο να πειστούν αυτοί που θα αμφέβαλλαν»[35].
Η σημαντική ιπποκρατική πραγματεία Περί της ιερής νούσου «(η οποία δεν αντιστοιχεί ακριβώς σε καμία σύγχρονη νόσο, αλλά περιλαμβάνει τα συμπτώματα της επιληψίας και ίσως της εγκεφαλικής παράλυσης)»[36] αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του διττού χαρακτήρα των «λόγιων» ιατρικών κειμένων: της προσπάθειας θεμελίωσης της επιστημονικής προσέγγισης των θεμάτων αλλά και της διατύπωσης δογματικών συμπερασμάτων που δύσκολα θα δεχόμασταν σήμερα. Έτσι, ενώ, ο συγγραφέας αποδίδει την εκδήλωση της ασθένειας σε φυσικά αίτια απογυμνώνοντάς την από τη μαγικό/υπερφυσικό ένδυμά της (δεν διστάζει να αποκαλέσει μάγους, αγύρτες και απατεώνες αυτούς της προσέδωσαν την επωνυμία «ιερή») και αναγάγει τον εγκέφαλο ως κεντρικό όργανο της ψυχοσωματικής ζωής του ανθρώπου προχωρά και σε παρατηρήσεις που μας κάνουν επιφυλακτικούς (π.χ. ότι ο νοτιάς μπορεί να επηρεάσει εκτός από τους ανθρώπους και αντικείμενα των οποίων το σχήμα αλλάζει). Κλείνοντας δεν θα πρέπει να παραλείψουμε την πρακτική των διατομών νεκρών ζώων και εμβρύων την οποία χρησιμοποίησαν αρκετοί γιατροί. Την ανατομία μπορούμε να κατατάξουμε σαν «πειραματική μέθοδο με την αδύναμη έννοια του όρου, καθώς περιλαμβάνει όχι απλώς άμεση παρατήρηση, αλλά ‘observations provoquees’, δηλαδή κάποια έρευνα που διεξάγεται με σκοπό την ανακάλυψη γεγονότων»[37].
Από την εποχή του Galileo και του Bacon έγινε φανερό ότι η αντικειμενικότητα μιας θεωρίας δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στον ορθολογικό στοχασμό και στην ενόραση αλλά και στην κριτική εξέταση των πειραμάτων που θα αποδείξουν αν ευσταθεί ή όχι. Και ο Αριστοτέλης, σίγουρα, δεν ενέταξε τα πειράματα στην επιστημονική μεθοδολογία του. Μπορούμε να τον μεμφθούμε γι αυτό; Ο Αριστοτέλης παρέμεινε πιστός στην βασική του επιδίωξη που ήταν η κατανόηση και όχι η περιγραφή της φύσης. Στην δική του κοσμοθεωρία, για πολλούς λόγους, θα αποτελούσε, ίσως, ύβριν η οποιαδήποτε παρέμβαση στα φυσικά φαινόμενα. Είναι φανερό ότι η διαφοροποιημένη αντίληψη για τη φύση και, κυρίως, το πώς έθεσαν οι ερευνητές τα ερωτήματά τους για την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων διαδραμάτισαν τον καθοριστικότερο ρόλο για την εξέλιξη της σύγχρονης φυσικής επιστήμης σε επαγωγική, μαθηματική και πειραματική. Όμως, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Lindberg: «Θα ήταν άδικο και άσκοπο να κρίνουμε τις απόψεις του Αριστοτέλη από τον βαθμό στον οποίο προεικονίζουν στοιχεία της νεότερης επιστήμης (ως αν ο στόχος του να ήταν η απάντηση των δικών μας ερωτημάτων, και όχι των δικών του)»[38]. Στην ιπποκρατική ιατρική, αντίθετα, δεν ήταν τόσο η φιλοσοφική προσέγγιση (από την οποία, τελικά, δεν απογαλακτίστηκαν ποτέ) αλλά οι πρακτικές υλικές αδυναμίες της εποχής που δεν επέτρεψαν την καλλιέργεια της πειραματικής μεθοδολογίας.
Γιώτα Μαδούρα
Παραπομπές – Σημειώσεις
[1].G. E. R. Lloyd, Αρχαία ελληνική επιστήμ
η. Μέθοδοι και προβλήματα,
τ. Α΄, μτφρ. Χλόη Μπαλλά, επιμ. Βασίλης Κάλφας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996: 129.
[2].Charles Coulston Gillespie, Στην κόψη της αλήθειας. Η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών από τον Γαλιλαίο ως τον Einstein, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986: 16.
[3].Στο ίδιο: 17.
[4].“H μεγάλη ιδέα που αναζωογονήθηκε τον 12ο αιώνα, και επέτρεψε έκτοτε την άμεση ανάπτυξη της επιστήμης, ήταν η ορθολογική εξήγηση, όπως δίνεται στην τυπική ή γεωμετρική απόδειξη. Δηλαδή η ιδέα ότι το επιμέρους γεγονός εξηγείται όταν μπορεί να προαχθεί λογικά από μια γενικότερη αρχή…..αυτή η αντίληψη της ορθολογικής εξήγησης αναπτύσσεται πρώτα από τους λογικούς και τους φιλοσόφους που δεν ενδιαφέρονται κυρίως για τη φυσική επιστήμη, αλλά προσπαθούν να κατανοήσουν και να εκθέσουν τις αρχές, πρώτα της Logica vetus, ή ‘παλαιάς λογικής’, που βασιζόταν στον Βοήθιο, και αργότερα των Αναλυτικών υστέρων του Αριστοτέλη και διαφόρων έργων του Γαληνού. Αυτοί οι λογικοί εφαρμόζουν την διάκριση, που σε τελευταία ανάλυση πηγάζει από τον Αριστοτέλη, ανάμεσα στην εμπειρική γνώση του λόγου ή της αιτίας. (A. C. Crombie, Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο. Η επιστήμη στον όψιμο Μεσαίωνα και στις αρχές των Νέων Χρόνων, τ. Β΄, μτφρ. Μαριλένα Ιατρίδου, Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992: 16, 17).
[5].Δεν ήταν καινούργια ιδέα το «να εκφράζεται η ομαλή κίνηση αφηρημένα ως ποσοστό μεταβολής γεωμετρικών μεγεθών». Αλλά ο Γαλιλαίος πρώτος «ανέπτυξε την κρίση, τη διαίσθηση και το αίσθημα για το φυσικό, ώστε να διαλέξει να στοιχεία μιας φυσικής μέσα από αυτό το συνοθύλευμα μαθηματικών τεχνικών και φιλοσοφικών ισχυρισμών». Γιατί αφού «συνήγαγε τον κανόνα της ομαλής επιτάχυνσης» και «τον συμπεριέλαβε σε μια γενική διατύπωση» για την ταχύτητα, την απόσταση και το χρόνο, τον «εφάρμοσε στην πραγματική περίπτωση που εμφανίζεται στη φύση, και σ’ αυτό έγκειται η μεγαλοφυΐα του». (Στο ίδιο: 14). Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Gillespie ο Γαλιλαίος «πέταξε από το σκελετό του κόσμου τις στιβάδες της αισθαντικότητας, της ευλαβικής ηθικής και των ψυχωφελών κηρυγμάτων, και άφησε ως αντικείμενο της έρευνας τα σκληρά ίσα κόκαλα της ευκλίδειας διάστασης, τον πλατωνισμό ξασπρισμένο, αποστειρωμένο από τις μυστικιστικές ανακολουθίες του κάτω από τον ήλιο της Τοσκάνης». (Gillespie: 43).
[6].Στο ίδιο: 78.
[7].«Στη βακωνική επιστήμη ο ορνιθοσκόπος δικαιώνεται, ενώ η μεγαλοφυΐα που ο στοχασμός της πάντοτε περιπλανιέται σε μακρινούς χώρους είναι ύποπτη….Αλλά ο ορθός λόγος εκδικήθηκε τον δογματικό εμπειρισμό του Bacon με τις συνθήκες του θανάτου του: έπαθε ψύξη, καθώς παραγέμιζε ένα κοτόπουλο με χιόνι –το πιο ξακουστό πείραμα που ξέρουμε ότι έκανε». (Στο ίδιο: 77).
[8].Ο γιατρός και φυσιολόγος William Harvey (1578 – 1657) γνωστός για τη θεωρία του για την κυκλοφορία του αίματος (Περί των κινήσεων της καρδιάς) «απέκρουε τον Bacon ως έναν που ‘’γράφει φιλοσοφία σαν λόρδος καγκελάριος’» τονίζοντας, έτσι, τη διαφορά «ανάμεσα σ’ αυτούς που ασκούν την επιστήμη και σ’ αυτούς που γράφουν για τις μεθόδους της». Ο ίδιος ο Bacon είχε απορρίψει την κυκλοφορία του αίματος αλλά και «τον μαγνητισμό του Gilbert, τον ήλιο του Κοπέρνικου και τους πλανήτες του Kepler. Και δεν κατάλαβε τον Γαλιλαίο….Με όλη την αβασάνιστη καταφρόνια του για τους αριστοτελικούς, έκανε τον εαυτό του Αριστοτέλη της φιλοσοφικής μπουρζουαζίας και υπέδειξε τη μέθοδό του ως βασιλικό δρόμο προς την επιστήμη για τις μέσες διάνοιες». (Στο ίδιο: 74).
[9].Στο ίδιο: 60. Ο Gillespie, όμως, θεωρεί ότι η απόρριψη του παλαιού στα πλαίσια της επιστημονικής πρωτοτυπίας δεν ερμηνεύει ολοκληρωτικά αυτού του είδους την κριτική και προσθέτει το στοιχείο του φθόνου: «Αλλά ανάμεικτο με αυτό ήταν το λιγότερο επαινετό στοιχείο του φθόνου, που αισθάνονται όσοι δεν είναι βέβαιοι για τον εαυτό τους, φθόνου που προέρχεται όχι τόσο από τα λάθη της αυθεντίας όσο από την ανωτερότητα εκείνου που την έχει. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε τόσο ριζική ρήξη με την αρχαιότητα όσο αυτή που αντιπροσωπεύει ο νόμος για την πτώση των σωμάτων, αλλά μόνο ένας χλευασμός εις βάρος της». (Στο ίδιο: 60).
[10].During Ingemar, Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τ. Α΄, μτφρ. Α. Γεωργίου – Κατσιβέλα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999: 71.
[11].D. Lindberg, Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Ε. Μ. Π., Αθήνα 1999: 76.
[12].Στο ίδιο: 76.
[13].Vegetti Mario, Ιστορία της αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, Τραυλός 102003: 225.
[14].«Οι διαδικασίες αυτές αποσκοπούν στη δημιουργία μιας διάταξης και την πραγματοποίηση και τη διατήρηση ενός σχεδίου, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη θεία πρόνοια αλλά, αντι
θέτως, ταυτίζεται με την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Στον Τίμαιο ο Πλάτωνας κατέφυγε στον μύθο της ‘ψυχής του κόσμου’, με τον οποίο επιχειρούσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην αταξία της εμπειρικής φύσης και την τάξη της τέλειας ιδεώδους φύσης. Στον Αριστοτέλη δεν χρειάζεται καν να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι η φύση ανακτά όλη την αξία της και γίνεται και πάλι πρωτεύον αντικείμενο του φιλοσοφικού και επιστημονικού στοχασμού». (Στο ίδιο: 229, 230). Και με αυτή τη θεώρησή του ο Αριστοτέλης επιστρέφει στην ιωνική φιλοσοφική παράδοση.
[15].«Ο χώρος της γνώσης διαιρείται από τον Αριστοτέλη σε τρία μέρη: στο πρώτο ανήκουν οι ποιητικές μαθήσεις, στο δεύτερο οι πρακτικές και στο τρίτο οι θεωρητικές που είναι οι κατεξοχήν επιστήμες». (Στο ίδιο: 224). Οι ποιητικές είναι αυτές που έχουν να κάνουν με την κατασκευή των αντικειμένων, οι πρακτικές περιλαμβάνουν την ηθική, την πολιτική, τη ρητορική και τη διαλεκτική, τέλος οι θεωρητικές έχουν σαν αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση γνώσης και καμία πρακτική χρησιμότητα. (Στο ίδιο: 225). «Οι θεωρητικές επιστήμες ταξινομούνται με βάση το είδος πραγματικότητας που έχουν ως αντικείμενο. Έτσι έχουμε την ομάδα των επιστημών της φύσης (φυσική και βιολογία)…την ομάδα των μαθηματικών επιστημών…[και] τέλος, την επιστήμη της μέγιστης αξίας, τη θεολογία….Μεταξύ της φυσικής και της θεολογίας βρίσκεται η αστρονομία». (Στο ίδιο: 225).
[16].Στο ίδιο: 226.
[17].«Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα της αριστοτελικής γνωσιολογίας είναι ο τρόπος προσδιορισμού των προκείμενων προτάσεων της επιστημονικής απόδειξης. Οι αρχαί και οι ορισμοί, που αποτελούν αυτές τις προκείμενες, είναι πράγματα μη αποδείξιμα: και τούτο διότι οι υποτιθέμενες αποδείξεις με τις οποίες θα επιχειρούσε κανείς να τα αποδείξει, θα χρειάζονταν κι αυτές με τη σειρά τους άλλες προκείμενες για τη συγκρότηση των αποδείξεων των προκειμένων κ.ο.κ. επ’ άπειρον. Το μόνο που μπορεί να κάνει μία τέτοια τακτική είναι να αποδείξει εκκρεμείς όλες τις επιστημονικές αποδείξεις. Ένας άλλος τρόπος για να αποφύγει κανείς αυτό το αδιέξοδο θα ήταν να δεχθεί την ύπαρξη λίγων καθολικών αρχών της πραγματικότητας, όπως το Αγαθόν και το Έν του Πλάτωνα: σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα αναιρείτο μία θεμελιώδης αριστοτελική θέση: η αυτονομία των επιμέρους επιστημών». (Στο ίδιο: 227).
[18].Στο ίδιο: 229. «η εμπειρία είναι για τον Αριστοτέλη κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που ονομάζει ‘έμπειρία’ η σύγχρονη πειραματική επιστήμη. Στον Αριστοτέλη απουσιάζει κάθε ιδέα ‘πειράματος’ η εμπειρία συνίσταται στην άμεση αισθητηριακή παρατήρηση….Ταυτόχρονα, όμως, περιλαμβάνει ισότιμα την κοινή γλωσσική χρήση και το σύνολο των παραδοσιακών δοξών. Τόσο η μία όσο και η άλλη νοούνται ως απόθεμα μη διακεκριμένων αληθειών, τις οποίες πρέπει να φέρουμε στο φως μέσω κατάλληλων οργάνων εννοιολογικής ανάλυσης (και αυτός είναι ένας από τους στόχους της αριστοτελικής διαλεκτικής». (Στο ίδιο: 229).
[19].«Αυτή τη θεωρία περί αιτίων ο Αριστοτέλης δεν την αποδεικνύει ούτε τη συναγάγει από καμία αρχή. Η θεωρία αυτή συνοψίζει τους τέσσερις βασικούς τύπους απαντήσεων που μπορούν να δοθούν στο ερώτημα: ‘γιατί;’. Αναφορικά με τα φυσικά όντα….Στα Φυσικά εντοπίζονται τέσσερα [αίτια]: το πρώτο είναι αυτό από το οποίο αποτελείται ένα πράγμα, η ύλη του (υλικόν αίτιον), το δεύτερο είναι αυτό που έκανε ένα πράγμα να γίνει αυτό που έγινε (ποιητικόν αίτιον), το τρίτο είναι το είδος η ουσία του πράγματος (μορφικόν αίτιον) τέλος το τέταρτο είναι αυτό εξαιτίας του οποίου λαμβάνει χώρα το γίγνεσθαι του πράγματος, ή αλλιώς το τέλος, ο σκοπός του γίγνεσθαι (τελικόν αίτιον)». (Στο ίδιο: 231). Από τα τέσσερα αίτια το ποιητικόν μόνο δεν είναι σύμφυτο των όντων.
[20].Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι το πρόβλημα της μεταβολής των αντικειμένων «θα μπορούσε να επιλυθεί με την υπόθεση ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες που σχετίζονται με το είναι: (1) το μη-είναι, (2) το είναι δυνάμει, και (3) το είναι εν ενεργεία. Αν αυτή η υπόθεση αληθεύει, τότε αυτή η μεταβολή λαμβάνει χώρα μεταξύ του δυνάμει και του ενεργεία είναι, χωρίς το μη-είναι να εισέρχεται στη διαδικασία. Ένας σπόρος, για παράδειγμα, είναι δυνάμει, αλλά όχι ενεργεία δέντρο, καθώς γίνεται δέντρο, γίνεται ενεργεία αυτό που ήταν ήδη δυνάμει…ένα βαρύ σώμα που συγκρατείται πάνω στη γη πέφτει για να εκπληρώσει το δυναμικό του (να βρεθεί με άλλα βαριά σώματα στο κέντρο του σύμπαντος), ένα κομμάτι μαρμάρου μπορεί δυνάμει να δεχτεί οποιοδήποτε σχήμα επιλέξει να του δώσει ο γλύπτης». (Lindberg: 75).
[21].Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε και τον διαχωρισμό των φυσικών επιστημών, σύμφωνα με το μοντέλο του Αριστοτέλη. Αν θεωρεί ως αντικείμενα της φύσης όσα εμπεριέχουν την αυτοκίνηση είναι φυσικό να διαχωρίζει και να αποκλείει από αυτήν όχι μόνο τα τεχνικά κατασκευασμένα αντικείμενα που κινούνται από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και τα μαθηματικά και τα θεϊκά όντα που δεν έχουν καν κίνηση. (Vegetti: 230).
[22].Lloyd: 143.
[23].Στο ίδιο: 142. «Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, όταν εξηγεί τον κεραυνό, τον συγκρίνει με το τρίξιμο των ξύλων στη φωτιά, και, αποδίδει και τα δύο φαινόμενα στην ‘ξηρή εκπνοή’ [Μετεωρολογικά 369a29 κ.ε.]». (Στο ίδιο: 141, 142).
[24].«ένα από τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί εκεί [Μετεωρολογικά], για να στηρίξει την άποψή του ότι το ουράνιο τόξο προκαλείται από μια αντανάκλαση που δημιουργούν απειροελάχιστες σταγόνες νερού, είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος ψεκάζει νερό σε ένα δωμάτιο στραμμένο στον ήλιο που εν μέρει το φωτίζει και εν μέρει το αφήνει στη σκιά….Η πλήρης εξέταση του φάσματος κάτω από πειραματικές συνθήκες ήταν αδύνατη πριν από την εφεύρεση των πρισμάτων. Είναι ωστόσο προφανές ότι από πολύ νωρίς οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν όσες γνώσεις είχαν σχετικά με τα ουράνια τόξα που δημιουργούνται κάτω από άλλες τεχνητές συνθήκες, προκειμένου να εξηγήσουν το μετεωρολογικό φαινόμενο». (Στο ίδιο: 143).
[25].Lindberg, ό.π., τ. Β΄: 21.
[26].Λυπουρλής Δ., «Η ανάπτυξη των επιστημών», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2, Εκδοτική Α.Ε., Αθήνα 1972: 521.
[27].«Στα αρχαία κείμενα σκιαγραφείται η μορφή του Έλληνος ιατρού. Απλοί τεχνίτες αρχικά («δημιουργοί»), περιοδευταί συνήθως, εγκαθιστούν προσωρινά «ιατρεία» για την άσκηση του επαγγέλματός τους και θεμελιώνουν το κύρος τους συνδέοντας την ιατρική με τη μορφή του ήρωος προστάτης τους, του Ασκληπιού. Αυτό θεωρείται ότι είναι το αληθινό περιεχόμενο της προσωνυμίας «Ασκληπιάδαι»: όχι ιερείς, αλλά απόγονοι του Ασκληπιού, προστατευόμενοι του θεού στην εκτέλεση του θεραπευτικού τους έργου». (Στο ίδιο: 521).
[28].Lindberg: 170. «Σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας (από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά) οι ασθενείς μπορούσαν να αναζητήσουν βοήθεια σε λόγιους ιατρούς, αλλά και σε ιερείς-θεραπευτές στα ιερά του Ασκληπιού, μαίες, συλλέκτες βοτάνων. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι γραμμές που οροθετούσαν τους διάφορους τύπους θεραπευτών ήταν συγκεχυμένες –για παράδειγμα, η θεραπεία σε ιερά θα μπορούσε να συνδεθεί στενά με τη λόγια ιατρική. Ακόμη, είναι βέβαιο ότι οι ίδιοι οι ασθενείς πειραματίζονταν ενίοτε με εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας, είτε ταυτόχρονα είτε στη σειρά….Έτσι η ιδέα του θεραπευτικού ονείρου παρέμεινε μέρος της ιατρικής, ακόμη και της ιπποκρατικής ιατρικής, σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Και ακόμη και αν οι θεϊκές επεμβάσεις αποκλείστηκαν, τα θρησκευτικά στοιχεία δεν εξαφανίστηκαν εντελώς. Στις πρώτες γραμμές του Ιπποκρατικού Όρκου, για να αναφέρουμε το απλούστερο παράδειγμα, ο ιατρός ορκίζεται στον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό και καλεί τους θεούς και τις θεές ως μάρτυρες του όρκου του». (Στο ίδιο: 170).
[29].«Η ‘ιπποκρατική συλλογή’ (corpus hippocraticum) είναι ένα σύνολο κειμένων που αποδίδονται στον Ιπποκράτη τον Κώο. Τα κείμενα αυτά φαίνεται ότι συγκροτήθηκαν σε ενιαίο σώμα (ή συλλογή) στην Αλεξάνδρεια (γύρω στο 280 π.Χ.)….Στην πραγματικότητα, ούτε για ένα από τα έργα αυτά δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει γραφτεί από τον ίδιο τον Ιπποκράτη. Αντιθέτως, είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν έχουν όλα τον ίδιο συγγραφέα». (Γ. Παπαδόπουλος κ.ά., «Η αρχαία ελληνική ιατρική», στο Γιάννης Χριστιανίδης κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα. Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στον Νεότερο Ελληνισμό, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000: 221). «Πολλοί από τους ιπποκρατικούς συγγραφείς υπερασπίστηκαν διάφορες απόψεις σχετικά με τη φύση της ιατρικής ως τέχνης ή επιστήμης, τη φύση και τις αιτίες της ασθένειας, τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη φύση σχετίζεται γενικά με το σύμπαν, και τις αρχές της θεραπευτικής αγωγής και της ίασης. Η δραστηριότητά τους αποτελούσε μέρος αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ως φυσική φιλοσοφία με την ευρύτερη έννοια….Βρίσκονται τοποθετημένοι, με άλλα λόγια, στη διασταύρωση της θεραπευτικής τέχνης και της φιλοσοφικής αναζήτησης». (Lindeberg: 164, 165).
[30].Farrington B., Η επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Ραίση, Κάλβος, Αθήνα 1969: 84, 85.
[31].Στο ίδιο: 169.
[32].Παπαδόπουλος κ.ά.: 224 – 226. «Στα ιπποκρατικά κείμενα συναντάμε και άλλες τετράδες, οι οποίες φαίνονται να παίζουν σημαντικό ρόλο. Τέτοιες είναι τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, οι τέσσερις εποχές του έτους, οι τέσσερις ηλικίες του ανθρώπου (παιδί, νέος, ώριμος, γέροντας)….Η τετράδα έχει ιδιαίτερη σημασία στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα στη φιλοσοφία του Πυθαγόρα». (Στο ίδιο: 225).
[33].«…αυτό που αποκαλεί ο γιατρός της σχολής του Ιπποκράτη ‘όραση του μυαλού’ είναι κάτι ολότελα διαφορετικό απ’ αυτό που εννοούσε ο ΠΛάτωνας όταν χρησιμοποιούσε την ίδια έκφραση. Ο Πλάτωνας εννοούσε την παραγωγή που συνάγεται από ‘α πριόρι’ προϋποθέσεις. Ο γιατρός της σχολής του Ιπποκράτη είχε στο μυαλό του την κατανόηση των μη ορατών φαινομένων με βάση τα ορατά συμπτώματα». (Farrington: 86).
[34].Παπαδόπουλος κ.ά.: 251.
[35].Στο ίδιο: 235.
[36].Lindberg: 165.
[37].Lloyd: 165.
[38].Lindberg: 78.
Βιβλιογραφία
Λυπουρλής Δ., «Η ανάπτυξη των επιστημών», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2, Εκδοτική Αθηνών Α. Ε., Αθήνα 1972.
Παπαδόπουλος κ.ά., «Η αρχαία ελληνική ιατρική», στο Χρηστίδης Γιάννης κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα. Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στον Νεότερο Ελληνισμό, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Crombie A. C., Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο. Η επιστήμη στον όψιμο Μεσαίωνα και στις αρχές των Νέων Χρόνων, τ. Β΄, μτφρ. Μαριλένα Ιατρίδου, Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.
Farrington B., Η επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Ραίση, Κάλβος, Αθήνα 1969.
Gillespie Charles Coulston, Στην κόψη της αλήθειας. Η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών από τον Γαλιλαίο ως τον Einstein, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986.
Ingemar D., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, μτφρ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999.
Lindberg D., Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Ε.Μ.Π., Αθήνα 1999.
Lloyd G. E. R., Αρχαία ελληνική επιστήμη. Μέθοδοι και προβλήματα, τ. Α΄, μτφρ. Χλόη Μπαλλά, επιμ. Βασίλης Κάλφας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996.
Vegetti Mario, Ιστορία της αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, Τραυλός, Αθήνα 102003.
via

Ο Φρειδερίκος Νίτσε και η Γενεαλογία της Ηθικής

$
0
0


Ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε γεννήθηκε το 1844 στο Ρέκεν. Έπειτα από λαμπρές σπουδές κλασικής φιλολογίας στη Βόννη, έγινε σε ηλικία 25 ετών καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Εκείνη την εποχή γνώρισε το έργο του φιλοσόφου Σοπενχάουερ και συνθέθηκε φιλικά με τον μουσικοσυνθέτη Βάγκνερ. Πολύ σύνταμα ο Νίτσε θα χαράξει τον δικό του μοναχικό δρόμο, καθώς παραιτείται από το πανεπιστήμιο, απομακρύνεται από τις θεωρίες του Σοπενχάουερ και διακόπτει τη σχέση του με τον Βάγκνερ. Ζει περιπλανώμενη ζωή και αφοσιώνεται στην κριτική της μεταφυσικής, της ηθικής, της θρησκείας του δυτικού πολιτισμού, γράφοντας ασταμάτητα. Ο Νίτσε πέθανε το 1900, αφού πέρασε τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του έχοντας χάσει τα λογικά του[1].
Παρασκευή Βενετοπούλου

Η Γενεαλογία της Ηθικής είναι ένα από τα τελευταία έργα του, καθώς γράφτηκε το 1887, τρία χρόνια πριν τον εγκλεισμό του σε φρενοκομείο. Όπως παρατηρεί ο Daniel Halevy: «…Στα τρία πρώτα δοκίμια που αποτελούν τη Γενεαλογία της Ηθικής ο Νίτσε παρουσιάζει με τόλμη την κεντρική περιπέτεια: τη συνωμοσία των σκλάβων. Όλο το έργο είναι γραμμένο σ’ ένα αυταρχικό, βίαιο ύφος, που ο Νίτσε θα μας εκθέσει τη ρητορική του: ‘Κάθε φορά, μια ψυχρή, ειρωνική, μάλιστα, αρχή. Συγγραφική πονηριά. Σιγά-σιγά, μια ανησυχία. Στιγμές-στιγμές, λάμψεις κεραυνών, πολύ δυσάρεστες αλήθειες, αναγγελλόμενες από υπόκωφα μουγκρητά – ίσαμε που ξεσπά ένα tempo feroce, που μας αναγκάζει να προχωρήσουμε με μια θαυμαστή δύναμη. Στο τέλος, τρομαχτικές βροντές, και μέσα σε κάθε μια παρουσιάζεται, ανάμεσα από πηχτά σύννεφα, μια καινούργια αλήθεια’…»[2].

Ο ίδιος ο Νίτσε στο πέμπτο κεφάλαιο του Προλόγου της Γενεαλογίας της Ηθικής παρουσιάζει αποκαλυπτικά τις προθέσεις του: «Εκείνο που, κατά βάθος, είχα μες στην καρδιά μου ήταν κάτι πολύ σπουδαιότερο από μια σειρά δικές μου ή ξένες εικασίες σχετικές με την προέλευση της ηθικής… Το κυριότερο ζήτημα για μένα ήταν η αξία της ηθικής – και πάνω στο σημείο αυτό όφειλα εξηγήσεις αποκλειστικά και μόνο σχεδόν στον φημισμένο μου δάσκαλο, τον Σοπενχάουερ…»[3]. Το ιδιαίτερο ύφος του έργου, αλλά και η ίδια η προσωπικότητα του Νίτσε, μας επιβάλλουν να σταθούμε αποκλειστικά και μόνο στο κείμενο του έργου του, για να επιχειρήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, τα δαιδαλώδη μονοπάτια της σκέψης του γερμανού φιλοσόφου.

Η Πρώτη Πραγματεία: «καλός» και «φαύλος/bad», «καλός» και «κακός/evil»

Στην Πρώτη Πραγματεία της Γενεαλογίας της Ηθικής, ο Νίτσε, προσπαθεί να ορίσει τις ρίζες της ηθικής, ξεκινώντας ουσιαστικά (και θυμίζοντας έτσι τον δάσκαλό του??, τον Πλάτωνα) με την ετυμολόγηση του ζεύγους των λέξεων/όρων «καλός» και «φαύλος/bad»: η λέξη «καλός» συνδέεται με την τάξη των ευγενών, και η λέξη «φαύλος» με την κατώτερη τάξη. Η σύνδεση αυτή είναι ιστορικά ορθή, καθώς επιβεβαιώνεται από τη γλωσσολογία: για παράδειγμα, η αρχαία ελληνική αριστοκρατία αυτοχαρακτηριζόταν με τη λέξη εσθλός, που έχει σαφή ετυμολογική σχέση με τον «αληθινό»[4], ενώ η λατινική λέξη για τον «καλό», bonus, σχετίζεται με μία πρωιμότερη λέξη που σήμαινε τον «πολεμιστή»[5]. Η υπόθεση που κάνει ο φιλόσοφος είναι ότι η άρχουσα τάξη θεωρείται ότι κατέχει ανώτερες πνευματικές ή θεϊκές ιδιότητες, και ότι η σύνδεση των λέξεων που υποδηλώνουν τον «καλό» με λέξεις που υποδηλώνουν την άρχουσα τάξη είναι ένα επιπρόσθετο επιχείρημα για την ορθότητα αυτής της υπόθεσης. Στην πραγματικότητα θεωρεί ότι οι λέξεις «καλός» και «φαύλος» ήταν όροι που υποδήλωναν κοινωνικές τάξεις. Έννοιες όπως υγεία, δύναμη, ομορφιά, αγάπη για τη ζωή και την περιπέτεια συνιστούν ένα γενικό πλαίσιο για το ιδιαίτερο σύστημα αξιών της πολεμικής αριστοκρατίας, που αντιτίθεται στην αδυναμία και την ταπεινότητα της κατώτερης τάξης .

Η μεταστροφή αυτού του αρχικού ζεύγους σε «καλός» και «κακός» ξεκινά από το γεγονός ότι η ιερατική αριστοκρατία (που κατά τον Νίτσε αντιπροσωπεύεται θεωρητικά από τους εβραίους[6]) αρχίζει να καθιερώνει ένα σύστημα αξιών διαφορετικό από αυτό της πολεμικής αριστοκρατίας[7], κατ’ ουσίαν αντιστρεφοντάς το, και συνδέοντας τον αληθινά «καλό» άνθρωπο με τον αδύναμο και τον ταπεινό. Το «καλό» ορίζεται πλέον σαν το αντίθετο όχι του «φαύλου», αλλά του «κακού», ενός «κακού» που ταυτίζεται με την πολεμική αριστοκρατία και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της. Αυτή η δουλική ηθική πηγάζει, σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, από τα αισθήματα φθόνου και φόβου που διακατείχαν την ιερατική αριστοκρατία, αλλά και την κατώτερη τάξη, εναντίον της πολεμικής αριστοκρατίας: η ηθική της πολεμικής αριστοκρατίας βασίζεται στη δύναμη, και η ιερατική αριστοκρατία ανοίγει τον δρόμο σε μία ψυχολογική αποσύνθεση, που εμφανίζεται με την εικόνα της «μνησικακίας» μπροστά στις ακραίες και επίφοβες εκδηλώσεις της δύναμης[8]. Από αυτή τη ίδια ρίζα της «μνησικακίας» τρέφεται τελικά ολόκληρο το δέντρο της χριστιανικής αγάπης και σωτηρίας[9], που συνιστά τη σημερινή κυρίαρχη ηθική του δυτικού ανθρώπου.

Ο Νίτσε δεν αντιστρατεύεται αυτές καθ’ εαυτές τις έννοιες της καλωσύνης και της συγγνώμης, αλλά αντιμάχεται το γεγονός ότι παρουσιάστηκαν σαν μασκαρεμένες μορφές της παθητικότητας, της δειλίας και της μνησικακίας, και πιστεύει ότι η ηθική πρέπει να επανεκτιμηθεί, καθώς «η ηθική τούτη, του οίκτου, που απλωνόταν όλο και πιο πολύ, που μεταδινόταν ακόμη και στους φιλοσόφους, αρρωσταίνοντάς τους, ήταν το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού μας, που κι ο ίδιος αυτός είχε γίνει ανησυχητικός με τη στροφή του προς ένα νέο βουδισμό… Προς έναν ευρωπαϊκό βουδισμό; Προς τον μηδενισμό;»[10] Αυτή η ηθική του οίκτου, δηλαδή κατ’ ουσίαν η χριστιανική ηθική, βασίζεται στα εφευρήματα της ένοχης συνείδησης και της ενοχής, που τελικά αναστέλλουν την ελεύθερη βούληση και επομένως την ίδια την ελεύθερη εξέλιξη της ζωής. Για τον Νίτσε δεν υπάρχει παρά η σύγκρουση ανάμεσα στην ηθική που προϋποθέτει το δίπολο «καλού – φαύλου» και την ηθική που πηγάζει από το δίπολο «καλού – κακού», μία σύγκρουση που τελικά παίρνει τον συμβολικό χαρακτήρα της σύγκρουσης ανάμεσα στη «Ρώμη» και το «Ισραήλ»[11].

Η Δεύτερη Πραγματεία: η «ενοχή», η «φαύλη συνείδηση» και τα όμοιά τους

Στη Δεύτερη Πραγματεία της Γενεαλογίας της Ηθικής, ο Νίτσε αρχίζει με τη διαπραγμάτευση της σχέσης της «φαύλης συνείδησης», και κατ’ επέκταση του αισθήματος «ενοχής», με την έννοια της τιμωρίας. Για τον Νίτσε, η «ενοχή» δεν πηγάζει από ένα φόβο τιμωρίας, αφού η τιμωρία δεν ήταν αρχικά συνδεδεμένη με την «ενοχή», αλλά με την οφειλή ενός χρέους, δηλαδή αποτελούσε την πληρωμή ενός ανεξόφλητου χρέους ή μιας ζημιάς[12]. Κάτι τέτοιο εύκολα μπορούμε να το παρατηρήσουμε σε όλες τις πρωτόγονες κοινωνίες, όπου ο οφειλέτης υπόσχεται να υποφέρει πόνο ή ακόμη και θάνατο σαν εκπλήρωση μιας συμβατικής υποχρέωσής του[13]. Μάλιστα, ο λόγος που η τιμωρία εξυπηρετεί την αποπληρωμή της οφειλής πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι το θέαμα του πόνου του άλλου μας προσφέρει ικανοποίηση, και αυτή η ικανοποίηση είναι εκδήλωση της επιθυμίας για δύναμη. Σε συνδυασμό με την παραπάνω γενική ιδέα ότι η τιμωρία ήταν αρχικά μια μορφή πληρωμής, και ότι η αξία της πήγαζε από την ικανοποίηση που πρόσφερε στον πιστωτή, ο Νίτσε προχωρά και σε μερικές άλλες διαπιστώσεις: (1) Η ζωή δεν είναι αναγκαστικά «καλύτερη» τώρα που η ικανοποίηση από τον πόνο του άλλου αποδοκιμάζεται, επειδή τα φυσικά μας ένστικτα είναι τώρα λιγότερο ελεύθερα από πριν[14]. (2) Ο πόνος καθεαυτός φαίνεται ότι είχε λιγότερη σημασία, ή τουλάχιστον ήταν πιο ανεκτός, στις πρωτόγονες κοινωνίες ή στους νέγρους απ’ ότι σήμερα[15]. (3) Το ένστικτο που οδηγεί τον άνθρωπο να ικανοποιείται από τον πόνο του άλλου δεν έχει εξαλειφθεί ακόμη και σήμερα[16]. (4) Η ιδέα μιας «πανεποπτεύουσας» θεότητας μάλλον προέρχεται, τουλάχιστον εν μέρει, από την επιθυμία να αποκτήσει ο γενικός πόνος νόημα, καθώς αυτή η «πανεποπτεύουσα» θεότητα είναι θεατής και του πιο ιδιωτικού πόνου[17]. (5) Εξαιτίας αυτού του «θεατή» θεού, οι έλληνες φιλόσοφοι οδηγούνται στην επινόηση της «ελεύθερης βούλησης», ώστε να διασώζεται η αναγκαία αβεβαιότητα της ζωής[18].
Μιλώντας για τη δικαιοσύνη και την απόδοση της τιμωρίας μέσα σε ένα πιο εξελιγμένο σύστημα πλέον, ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι η αληθινή δικαιοσύνη δεν πηγάζει από μία επιθυμία εκδίκησης, αλλά μάλλον από την ικανότητα να ελεγχθούν τα αντεκδικητικά αισθήματα του αδικημένου μέρους: σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, οι ιδέες του «δίκαιου» και του «άδικου» εξαρτώνται εντελώς από την καθιέρωση ενός δικαιικού συστήματος, καθώς η φύση δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για «δίκαιες» και «άδικες» πράξεις[19].

Ο Νίτσε αποδίδει την καταγωγή της «φαύλης συνείδησης» στην ανθρώπινη ροπή για «εσωτερίκευση»: όταν η ενστικτώδης ενέργεια δεσμεύεται, εσωτερικεύεται, και καθιστά τον φορέα της αποδέκτη αυτής της δεσμευμένης ενέργειας. Η υπόθεση του Νίτσε βασίζεται στο γεγονός ότι οι πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες ήταν τυραννικές, και ότι η στέρηση της εξωτερικής ελευθερίας οδηγούσε σε ένα είδος εσωτερικής ελευθερίας, όπου η φυσική επιθυμία για σύγκρουση, ανταμοιβή και τιμωρία στρεφόταν πλέον προς τον εαυτό της[20]. Αυτός, λέει ο γερμανός φιλόσοφος, είναι ο σπόρος απ’ τον οποίο φύτρωσε η «φαύλη συνείδηση». Αφού βρίσκουμε ικανοποίηση με τον πόνο του άλλου, μπορούμε, μπορούμε μέσα από την εσωτερίκευση αυτού του αισθήματος να βρούμε ικανοποίηση με τον δικό μας πόνο. Μπορούμε, λοιπόν, δικαιολογημένα να υποθέσουμε ότι η αυτοθυσία, ενταγμένη μέσα σε αυτό το πλαίσιο της αυτοτιμωρίας, είναι η πηγή όλων των αλτρουϊστικών αξιών[21].

Ο Νίτσε δεν αφήνει την ευκαιρία να διαπραγματευθεί τη σχέση ανάμεσα στην έννοια της «ενοχής» και την ιδέα του θεού. Τονίζει ότι η αρχέγονη λατρεία των προγόνων αναπτύχθηκε μέσα από τη μεταφορά του διπόλου «πιστωτής-οφειλέτης» στη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και των προγόνων τους: όσο η φυλή ευημερεί, δημιουργείται μία διαρκής οφειλή προς αυτούς που κατέστησαν αυτήν την ευημερία δυνατή, και η αυτοτιμωρία, με τη μορφή της τελετουργικής θυσίας, αποτελεί την εξόφληση αυτής της διαρκούς οφειλής. Μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι η ιδέα των «θεών» της φυλής στηρίζεται πάνω σε ένα αυξανόμενο και ισχυρό ενδιαφέρον για τους «πιστωτές/προγόνους»[22]. Αυτή η αίσθηση του ανθρώπου να βαρύνεται με μία διαρκή «ενοχή» (το ανεξόφλητο χρέος εσωτερικεύεται σαν μία διαρκής υποχρέωση αυτοτιμωρίας) φτάνει στην κορύφωσή της με τον χριστιανικό θεό, τον πιο δυνατό θεό της ιστορίας[23]. Η επιθυμία για αυτοτιμωρία είναι πολύ ισχυρή για να αρκεστεί στην ιδέα ενός «θεού-αιώνιου πιστωτή». Ο θεός πρέπει πλέον να συγχωρεί, αλλιώς το χρέος πρέπει να πληρώνεται διαρκώς: για να καταστεί εφικτή αυτή η δυνατότητα, η «ενοχή» βαρύνει πλέον την ίδια τη φύση, ή τουλάχιστον την εσωτερική φύση του ανθρώπου, και έτσι φτάνουμε στην εικόνα της θυσίας του ίδιου του θεού ως οριστική εκπλήρωση αυτού του χρέους[24].
Ο Νίτσε καταλήγει να ορίσει αυτήν την αίσθηση αλύτρωτης «ενοχής», εμπνεόμενος από τους αρχαιοελληνική και πάλι παράδοση, σαν «τρέλα της βούλησης»[25], αλλά και σαν σοβαρότατη αρρώστια του ανθρώπου[26].

Η Τρίτη Πραγματεία: τι σημαίνει το «ασκητικό ιδεώδες»;

Στην Τρίτη Πραγματεία της Γενεαλογίας της Ηθικής, με το υπαινικτικό motto «Ξένοιαστους, χλευαστές, βίαιους – έτσι μας θέλει η σοφία: είναι γυναίκα, κι αγαπά πάντα έναν πολεμιστή μονάχα» από το έργο του Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, ο γερμανός φιλόσοφος μας εισάγει στο θέμα του με μια σύντομη ανάλυση των λόγων για τον μαγνητισμό που φαίνεται να ασκεί ο ασκητισμός πάνω στους καλλιτέχνες, τους φιλοσόφους, τις γυναίκες, τους ψυχοπαθείς, τους ιερείς, τους αγίους[27]. Θέλοντας να αποσαφηνίσει περισσότερο τις θέσεις του, αναλύει τα παραδείγματα του Βάγκνερ[28] και του Σοπενχάουερ[29], και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο καλλιτέχνης προσκολλάται στο «ασκητικό ιδεώδες» γιατί βρίσκει σε αυτό ένα στήριγμα, ενώ για τον φιλόσοφο αντιπροσωπεύει ένα είδος ανεξαρτησίας.
Όμως, το «ασκητικό ιδεώδες» βρίσκει την πλήρη πραγμάτωσή του στην περίπτωση του ασκητικού ιερέα, και για αυτόν τον λόγο είναι ανόητο να ζητήσεις από αυτόν να σου εξηγήσει τη σημασία αυτού του ιδεώδους ή απλά να το δικαιολογήσει[30]. Το «ασκητικό ιδεώδες», παρότι αντιφάσκει με τη ζωή, παρουσιάζεται σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η τεράστια εξάπλωση αυτού του ιδεώδους είναι πράγματι εκπληκτική, αφού συγκρούεται με τη ζωή καθεαυτή[31]. Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ότι το «ασκητικό ιδεώδες» πρέπει τελικά να στηρίζει τη ζωή, έστω και αν εμφανίζεται πως την αρνείται: αυτό είναι το παράδοξο του ασκητισμού. Ο Νίτσε πιστεύει ότι το «ασκητικό ιδεώδες» αποτελεί ένα κίνητρο αυτοσυντήρησης, καθώς προσφέρει ένα νόημα ζωής σε όσους έχουν χάσει κάθε άλλο κίνητρο ζωής. Είναι το μόνο ιδεώδες που συνεχίζει να λειτουργεί σε μια κοινωνία που έχει κορεστεί και κουραστεί από τη ζωή[32].

Ο Νίτσε ακολουθεί εδώ πιστά τη θέση του ότι τα αποτελέσματα συχνά αντιμετωπίζονται λανθασμένα σαν αιτίες: το «ασκητικό ιδεώδες» δεν είναι η αιτία του μηδενισμού, αλλά αποτέλεσμα, ένα σύμπτωμα μιας υποβόσκουσας αρρώστιας. Η φύση της αρρώστιας αυτής δεν ξεκαθαρίζεται τελείως: πρόκειται μάλλον για μια γενική ψυχολογική κατάσταση (τόσο γενική που θα μπορούσε να αποκαλεστεί «κοινωνική» αρρώστια), που χαρακτηρίζεται από «τη μεγάλη αηδία για τον άνθρωπο και τη μεγάλη συμπόνια για τον άνθρωπο»[33], και οι αιτίες της μπορεί να είναι φυσικές ή ψυχολογικές, όπως εκφυλιστική γενετική αδυναμία, φυλετική μη προσαρμοστικότητα στο περιβάλλον, φτωχή δίαιτα, αλκοολισμός, χρόνιες αρρώστιες κ.λπ.[34]. Αυτοί οι παράγοντες συνιστούν μια εκφυλισμένη κατάσταση από την οποία τρέφεται το «ασκητικό ιδεώδες», και τηνοποία εκμεταλλεύεται ο ασκητικός ιερέας. Ο ασκητικός ιερέας δεν θεραπεύει, απλά ανακουφίζει τον πόνο, και μάλιστα με αρκετούς τρόπους: (1) Δίνει στη μνησικακία και τον φθόνο μια διέξοδο, στρέφοντάς τις προς ένα «νέο στόχο», το ίδιο το υποκείμενο[35]. (2) Δημιουργεί μια κατάσταση ύπνωσης, με την οποία είναι ανεκτότερος ο υπαρξιακός πόνος[36]. (3) Επιβάλλει μια μηχανική μονοτονία ζωής, που επιτρέπει στο υποκείμενο να ξεχάσει εν μέρει αυτόν τον πόνο[37]. (4) Υπερτονίζει κάποιες απλές ηδονές, κυρίως αλτρουϊστικού χαρακτήρα[38]. (5) Προάγει και προβάλλει την «οργάνωση» και τον αγελαίο χαρακτήρα του συνόλου[39].

Ο Νίτσε πιστεύει ότι το «αίσθημα ενοχής» και η «φαύλη συνείδηση», έτσι όπως τις αναλύει διεξοδικά σαν μια μορφή αυτοτιμωρίας, είναι τα βασικά «φάρμακα» του ασκητικού ιερέα, φάρμακα που τελικά κάνουν τον άρρωστο ακόμη πιο άρρωστο. Το «ασκητικό ιδεώδες» φτάνει να υποβαθμίσει ακόμη και την ομορφιά (δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη η φιλολογική προτίμηση του γερμανού φιλοσόφου για την Παλαιά Διαθήκη έναντι της Καινής, την οποία θεωρεί άτεχνο και απλοϊκό φιλολογικό κείμενο)[40]. Το πρόβλημα οξύνεται οξύμωρα από το γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα, η φιλοσοφία, ακόμη και ο αθεϊσμός, δεν αποτελούν άρνηση του «ασκητικού ιδεώδους», αλλά βάση της ύπαρξής του: για τον Νίτσε, ο αθεϊσμός και ο επιστημονικός σκεπτικισμός σχετίζονται απόλυτα ηθικά με την πρωταρχική αξία του χριστιανισμού, την αξία της αλήθειας, και επομένως, αφού το «ασκητικό ιδεώδες» και η θέληση για αλήθεια συμβαδίζουν, ο αθεϊσμός και η επιστήμη στηρίζουν κατ’ ουσίαν το «ασκητικό ιδεώδες»[41].
Στο τελευταίο κεφάλαιο της Τρίτης Πραγματείας, ο γερμανός φιλόσοφος θα αναφωνήσει μέσα σε ένα ξέσπασμα απαισιόδοξης ρητορικής: «Ας κοιτάξουμε πέρα από το ασκητικό ιδανικό: βλέπουμε πως ο άνθρωπος, το ζώον άνθρωπος, δεν είχε ώς τώρα κανένα νόημα. Η ύπαρξή του πάνω στη γη δεν είχε κανένα σκοπό. Το ‘προς τι ο άνθρωπος γενικά;’ Ήταν ένα ερώτημα χωρίς απόκριση. Η θέληση για τον άνθρωπο και για τη γη έλειπε. Πίσω από κάθε μεγάλη ανθρώπινη μοίρα αντηχούσε ως επωδός ένα ακόμη μεγαλύτερο ‘μάταια!’ Αυτό ακριβώς σημαίνει το ασκητικό ιδανικό: ότι κάτι έλειπε, ότι ένα τεράστιο χάσμα κύκλωνε τον άνθρωπο… Δεν μπορεί κανείς να κρύψει απόλυτα από τον εαυτό του τι σημαίνει πραγματικά όλη εκείνη η θέληση που πήρε την κατεύθυνσή της από το ασκητικό ιδανικό: αυτό το μίσος κατά του ανθρώπινου, και περισσότερο ακόμη κατά του ζωώδους, και περισσότερο ακόμη κατά της ύλης, τούτη η αποστροφή μπροστά στις αισθήσεις, μπροστά σ’ αυτή τούτη τη λογική, ο φόβος μπροστά στην ευτυχία και την ομορφιά, αυτή η επιθυμία φυγής από κάθε φαινομενικό, αλλαγή, γίγνεσθαι, θάνατο, ευχή, απ’ αυτή τούτη την επιθυμία – όλα αυτά σημαίνουν, ας τολμήσουμε να το αντιληφτούμε, μία θέληση για το Τίποτα, μιαν αντιθέληση κατά της ζωής, μιαν επανάσταση κατά των βασικότερων προϋποθέσεων της ζωής, μα είναι και μένουν θέληση!…Και, για να ξαναπώ στο τέλος αυτό που έλεγα στην αρχή: ο άνθρωπος προτιμά να θέλει το Τίποτα, από το να μη θέλει τίποτα…»[42].

Σύνοψη και συμπεράσματα

Σύμφωνα με τον Καρλ Λέβιτ, «Κατά τον Νίτσε, η αμαρτία και η ενοχή δεν είναι φαινόμενα που ανήκουν στην ανθρώπινη ύπαρξη ως τέτοια, αλλά είναι μόνον ό,τι σημαίνουν. Υφίστανται μόνο στη συνείδηση της αμαρτίας και της ενοχής… ο Χριστιανισμός δημιούργησε έναν κόσμο των αμαρτιών από έναν κόσμο χωρίς συναισθήματα αμαρτίας. Μετέβαλε τον ‘άρρωστο’ σε ένοχο ‘αμαρτωλό’… Καθώς ο Νίτσε αντιστρέφει ακόμα μια φορά την μεταξίωση που επιτέλεσε ο Χριστιανισμός απέναντι στον ειδωλολατρικό κόσμο, η συνέιδηση της αμαρτίας γίνεται γι’ αυτόν ‘το πιο μεγάλο συμβάν στην ιστορία της άρρωστης ψυχής’ και ‘ολέθριο τέχνασμα της θρησκευτικής ερμηνείας’. Αντίθετα προς αυτην ο Νίτσε ήθελε να αποδώσει ξανά στην ύπαρξη την ‘αθωότητά’ της και να συνδέσει πέραν του καλού και του κακού την ύπαρξη, που έγινε εκκεντρική, με τον φυσικό κόσμο της αιώνια επανερχόμενης ζωής. Αλλά μπόρεσε να αναπτύξει τη ‘διονυσιακή’ θεώρηση της ζωής μόνο στην πολεμική μορφή μιας κριτικής εναντίον του Χριστιανισμού, του οποίου την ηθική ο ίδιος ερμήνευσε ως ‘αντιφύση’. Και για να μπορέσει να θεμελιώσει ιστορικά αυτή την κριτική έκανε την παράδοξη προσπάθεια να φέρει και πάλι την αρχαιότητα στην κορυφή του αρχαίου κόσμου»[43].

Η ηθική αντιπρόταση του Νίτσε, όταν δε βυθίζεται στη σκληρή ρητορική κριτική της χριστιανικής ηθικής, της ηθικής που έχει ως πυρήνα της τη «φαύλη συνείδηση», η οποία, για τον μεγάλο γερμανό φιλόσοφο, αποτελεί τη μεγαλύτερη ψυχολογική κα
ι κοινωνική αρρώστια του καιρού του, εξαγγέλεται με τη διονυσιακή κραυγή «θάνατος στον θεό» και την επιστροφή σε μια νέα εποχή αθωότητας. Η επιρροή του Νίτσε και της συγκεκριμένης θέσης του στη φιλοσοφία του περασμένου αιώνα στάθηκε αποφασιστική, καθώς η φιλοσοφία έκοψε σχεδόν όλα τα δεσμά της με τη θεολογία, είτε μέσα απο αθεϊστικές κοινωνικές θεωρίες που προσπάθησαν να εφαρμοστούν στην πράξη, είτε μέσα από σχεδόν γλωσσολογικές αναζητήσεις της αλήθειας του ίδιου του φιλοσοφικού λόγου.

Παρασκευή Βενετοπούλου

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Halevy, D., Η Συμβολή στη γενεαλογία της ηθικής του Νίτσε, (μτφρ. Α. Δικταίος), Γκοβόστης Αθήνα (1996)Νίτσε, Φ., Γενεαλογία της Ηθικής, (μτφρ. Α. Δικταίος), Γκοβόστης, Αθήνα (1990)Ντελέζ, Ζ., «Εισαγωγή στον Νίτσε», στο Friedrich Nietzsche, Φιλοσοφικά Αποσπάσματα, (μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Εξάντας-Νήματα, Αθήνα (1993)
Παραπομπές – Σημειώσεις
[1]Ζ. Ντελέζ, «Εισαγωγή στον Νίτσε», στο Friedrich Nietzsche, Φιλοσοφικά Αποσπάσματα, (μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Εξάντας-Νήματα, Αθήνα (1993): 13-15.
[2]D. Halevy, Η Συμβολή στη γενεαλογία της ηθικής του Νίτσε, (μτφρ. Α. Δικταίος), Γκοβόστης,: 215.
[3]Νίτσε, Γενεαλογία της Ηθικής, (μτφρ. Α. Δικταίος), Γκοβόστης,: 14
via

Η πρόσληψη της φιλοσοφίας στο Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία

$
0
0


Οι σχέσεις της θρησκείας και της θεολογίας με τη φιλοσοφία και την επιστημονική σκέψη κατά τη βυζαντινή περίοδο και την περίοδο της τουρκοκρατίας είναι μια θεματική που απασχολεί ιδιαίτερα τον χώρο της έρευνας για το Βυζάντιο. Ασχολούμενοι με το ερώτημα αν στις περιόδους αυτές υπήρξε καλλιέργεια αυτόνομης φιλοσοφικής σκέψης ή η φιλοσοφία παρέμεινε “θεραπαινίς” της θεολογίας θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να ερμηνεύσουμε τη στάση της πατερικής παράδοσης, των βυζαντινών λογίων και των λογίων της Τουρκοκρατίας απέναντι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Εν τέλει θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε την υποδοχή της νεότερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης από το επίσημο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Παρ. Βενετοπούλου

Η φιλοσοφία απλή “θεραπαινίς” της θεολογίας κατά τη βυζαντινή και την τουρκοκρατούμενη περίοδο;

Η νέα περίοδος, που αρχίζει με την επικράτηση του δόγματος του χριστιανισμού και την εγκαθίδρυση της Νέας Ρώμης ως πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους, χαρακτηρίζεται από ένα ριζικά νέο προσανατολισμό των πνευματικών αξιών. Βέβαια, η επικράτηση του χριστιανισμού δεν κατόρθωσε να υπερνικήσει από την πρώτη στιγμή την μεγάλη παράδοση του αρχαίου κόσμου, γεγονός που αρχίζει να γίνεται ορατό κυρίως μετά από τον 7ο αιώνα.[1] Ταυτόχρονα, όμως, από την πρώτη στιγμή αρχίζει ο μεγάλος αγώνας και η μεγάλη αγωνία του χριστιανισμού να αντικαταστήσει την αρχαία παράδοση.

Ο χριστιανισμός, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Β.Ν.Τατάκης, “αποτελεί ένα νέο γνώθι σαυτόν”[2]: έκφραση που αντανακλά ευφυέστατα με τη χρήση του αρχαίου ρητού την αμηχανία της αρχικής περιόδου των νέων προσανατολισμών. Η πρώτιστη ανάγκη της χριστιανικής σκέψης ήταν να αυτοδιατυπωθεί με σαφήνεια, ακρίβεια και οριστικό τρόπο: το έργο αυτό επωμίζεται η χριστιανική θεολογία, δηλαδή η θεολογική και απολογητική πατερική γραμματεία, με έναν πρωτοφανή τόνο πολεμικής, που καθορίζει και την ίδια τη χρήση του λόγου, “μια χριστιανική χρήση του λόγου, μια χρήση που άνοιξε στο ανθρώπινο λογικό με την πίστη προοπτικές που δεν είχε ανακαλύψει ακόμη (…) Ο χριστιανικός λόγος δεν κινείται επομένως μέσα στην ατμόσφαιρα του καθαρού και αυτόνομου λόγου, δεν είναι μια σκέψη που σκέφτεται τον εαυτό της, αντίθετα, είναι ένας λόγος που είναι διαρκώς αναγκασμένος να αποπειράται να υπερβεί τη φύση του ως ανθρώπινου λόγου για να φτάσει τον άλλο εκείνο λόγο, το μόνο αληθινό, δηλαδή το Θεό”[3].

Παρότι η αρχαία φιλοσοφία έχει αρχίσει να πνέει τα λοίσθια, είναι η μόνη παράδοση που υπάρχει για να στηρίξει και να βοηθήσει στην άρθρωση ενός συστήματος των νέων ιδεών: το γεγονός αυτό, που γρήγορα το αντιλαμβάνονται οι έλληνες Πατέρες[4], έχει σαν αποτέλεσμα τόσο τον εμβολιασμό της χριστιανικής σκέψης με φανερά θραύσματα της πλατωνικής και αριστοτελικής παράδοσης, όσο, και αυτό είναι το πιο παράδοξο και το πιο σημαντικό, και μια θεαματική και ολοκληρωτική στροφή προς έναν “αττικισμό”, που λειτουργεί σαν η μόνη έγκυρη μορφή εκφοράς του νέου θεολογικού λόγου[5]. Το έντονο πολεμικό ύφος αυτού του αττικίζοντος χριστιανικού θεολογικού λόγου, που κορυφώνεται με τον Ιωάννη Δαμασκηνό (680-750) στην εποχή της “εικονομαχίας”, των αραβικών επιδρομών και επιδράσεων, και της οριστικής αποκοπής της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τα “δυτικά” εδάφη της, θα δώσει τη θέση του σε έναν “πρώτο βυζαντινό ουμανισμό”[6], στον κύκλο του Φωτίου (810-893), που κορυφώνεται στα χρόνια της μακεδονικής δυναστείας με τον Μιχαήλ Ψελλό (1018-1096)[7], και θα διαρκέσει σχεδόν μέχρι την πρώτη άλωση του 1204 από τους Φράγκους: το εγκυκλοπαιδικό πνεύμα, αλλά και η στροφή σε μια κυρίως υπομνηματική μελέτη και ταυτόχρονα σε μια ενθουσιώδη διάσωση της αρχαίας γραμματείας μέσω της ογκώδους παραγωγής αντιγράφων των αρχαίων κειμένων, αρχίζουν να εισάγουν τολμηρότερα στη σκηνή της απολυταρχίας του θεολογικού μονολόγου την αρχαία φιλοσοφική παράδοση. Το ίδιο γόνιμο πνεύμα διατρέχει και την κατοπινή “παλαιολόγεια αναγέννηση” μέχρι την τελική άλωση του 1453 από τους Τούρκους, αν και η έντονη αθωνική ησυχαστική έριδα και η εκ νέου εσωστρεφής θεολογική απαξίωση της φιλοσοφίας στην κατανόηση του θείου μέσα από το έργο του Γρηγορίου Παλαμά (1295-1360)[8] φανερώνει ότι, παρά τη συστηματική μελέτη και διάσωση της αρχαίας γραμματείας, το Βυζάντιο παραμένει μάλλον εχθρικό στην αρχαία φιλοσοφική παράδοση, από την οποία δανείζεται μόνον το γλωσσικό ένδυμα κυρίως για λόγους κύρους, καθώς οι σημαντικές επιδόσεις στον σχολιασμό και τον υπομνηματισμό της λειτουργούν ανεξάρτητα από τον
βασικό κορμό του χριστιανικού λόγου.

Η θεολογία σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο επιβεβαιώνει απόλυτα την περί χριστιανικής χρήσης του λόγου άποψη του Β.Ν.Τατάκη, αφού “συνέχισε να χρησιμοποιεί με επιφυλακτικότητα τον λόγο και την αριστοτελική λογική”[9], να διατηρεί την αρχική καχυποψία απέναντι στη “θύραθεν” φιλοσοφία, χωρίς να ενδιαφέρεται να βρεθεί στην κορυφή της πυραμίδας ενός πνευματικού συστήματος που ενσωματώνει τελικά τον “κοσμικό” φιλοσοφικό και επιστημονικό λόγο, να ακολουθήσει, δηλαδή, την πορεία που ξεκίνησε από τον 13ο αιώνα στη Δύση[10], με θεωρητικό έναυσμα το έργο του Θωμά Ακυινάτη (1225-1274) και με αποτέλεσμα την αποδοχή της φιλοσοφίας σαν ancilla theologiae.

Με την κατάρρευση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και στους επόμενους τέσσερις αιώνες της τουρκοκρατίας μέχρι τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, οι “λόγιοι της διασποράς” αποτελούν το κυρίαρχο φαινόμενο στη συνέχεια της πνευματικής ζωής, καθώς το Πατριαρχείο, που αντικαθιστά, σαν κοσμικός θεσμός πλέον, την παλαιά αυτοκρατορία με τις ευλογίες της οθωμανικής εξουσίας, διακατέχεται από έντονη εσωστρέφεια και ευνόητη αντιπαλότητα προς τη λατινική δύση και την πνευματική παραγωγή της. Στη λεγόμενη “προκορυδαλική περίοδο” (1453-1600) ξεχωρίζει η μαζική μετανάστευση των βυζαντινών διανοουμένων στην Ιταλία και η μεταλαμπάδευση εκείνης της αρχαίας φιλοσοφικής παράδοσης που θα θρέψει ευεργετικά το πνευματικό φαινόμενο της ευρωπαϊκής αναγέννησης. Η φιλοσοφική σκέψη αρχίζει με την έστω μετέωρη παρουσία του Πλήθωνος να προσπαθεί να χειραφετηθεί πλήρως από τη θεολογία, και παράλληλα να εκφράζεται με τη ζωηρή διαμάχη πλατωνισμού και αριστοτελισμού, διαμάχη που έχει ασφαλώς πανευρωπαϊκές διαστάσεις[11].

Στον ελληνόφωνο κόσμο κυριαρχεί κάτω από την άγρυπνη σκέπη του Πατριαρχείου μια αριστοτελίζουσα θεολογία, όπως άλλωστε και στη Δύση, που βρίσκει τον εκφραστή της στο πρόσωπο του Θεόφιλου Κορυδαλέα (1574-1646)[12]: “…αποτελεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι το νεωτερικό πνεύμα του Κορυδαλέα, ο οποίος δεν επιθυμούσε να καθυποτάξει τη φιλοσοφική έκφραση στις επιταγές της θεολογικής ορθοδοξίας και έδινε έμφαση στη δημιουργική αναστροφή με τα κλασικά κείμενα, για την καλύτερη αναζήτηση της αλήθειας μέσω του φιλοσοφικού στοχασμού, μετατρέπεται σε δογματική τροχοπέδη από τους εκπροσώπους της ιερατικής αυθεντίας”[13]. Στη “μετακορυδαλική περίοδο” (1700-1821), ο επίσημος θεολογικός λόγος σχεδόν στιγματίζεται από ένα σύνδρομο “πτωχοπροδρομισμού”, και ο αγώνας για την αυτονομία της φιλοσοφικής σκέψης από τη θεολογία ξεκινά και πάλι από τους λογίους της διασποράς, που ζουν από κοντά τον παλμό της ακμής του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και προσπαθούν να μεταφέρουν τις ιδέες του στη γλώσσα και τον τόπο τους. Το κίνημα του νεοελληνικού διαφωτισμού, που κυριαρχείται από τις μορφές του Ευγένιου Βούλγαρι (1716-1806)[14] και του Αδαμάντιου Κοραή (1748-1833)[15], για πρώτη φορά, έστω και δειλά, αναδεικνύει τον φιλοσοφικό και επιστημονικό λόγο τουλάχιστον σε ισότιμη θέση με τον ήδη αποστεωμένο θεολογικό λόγο, και θέτει τις βάσεις για την κατοπινή κυριαρχία του.

Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και η στάση της πατερικής παράδοσης, των βυζαντινών λογίων και των λογίων της περιόδου της τουρκοκρατίας

Ίσως τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην Προς Κορινθίους Α΄ Επιστολή “…επειδή και Ιουδαίοι σημεία αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν…” να απηχούν το πνεύμα και τη στάση απέναντι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία όχι μόνον των πρώτων αιώνων της μαχόμενης νέας θρησκείας, αλλά και του συνόλου της βυζαντινής περιόδου. Όπως παρατηρεί ο Β.Ν.Τατάκης, “…το Βυζάντιο αρνήθηκε ορισμένες τάσεις και αγνόησε ορισμένους δρόμους του πνεύματος. Περιορίστηκε σε άλλες, επιμένοντας να μην είναι τίποτα άλλο παρά ορθόδοξο. Με την επιλογή του κρίνει αλλά και κρίνεται”[16]. Βέβαια, ο ίδιος συγγραφέας δεν αργεί να προχωρήσει στην ακόλουθη απαραίτητη επισήμανση: “Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι ο Χριστιανισμός αυτός, παρά την ορθοδοξία του, είναι διαποτισμένος από τον Ελληνισμό”[17].

Ήδη στην πατερική περίοδο, μία περίοδο ανάγκης οριστικής και έγκυρης διατύπωσης του χριστιανικού δόγματος, η θεολογική σκέψη έρχεται σε αναπόφευκτη σύγκρουση και διάλογο με την ελληνική παράδοση. Το γεγονός ότι η αρχαία παράδοση εισχωρεί στο σώμα του θεολογικού λόγου μέσω του “αττικισμού” είναι “μία ακόμη μαρτυρία για την υπεροχή της ελληνικής παράδοσης σε σχέση με την παράδοση της Καινής Διαθήκης, γραμμένης στη δημώδη ελληνική”[18], τη στιγμή, μάλιστα, που η στάση των Πατέρων απέναντι στη “θύραθεν” φιλοσοφία διακρίνεται μάλλον για την καταδικαστική απόρριψη ή τη χλιαρή αποδοχή της, έστω και αν κάποιοι χριστιανοί στοχαστές θα αναλάβουν με ενθουσιασμό την υπεράσπισή της ή ακόμη και την αφομοίωσή της με θεωρίες όπως αυτή του “σπερματικού λόγου” ή με την εντυπωσιακή μεταμφίεση του Πλάτωνος σε “Μωυσή αττικίζοντα”[19].
Παρότι ο πυρήνας της πνευματικής στάσης του βυζαντινού θεολογικού λόγου απέναντι στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση παραμένει αναλλοίωτος, το γεγονός της γλωσσικής συνέχειας εξασφαλίζει την εύκολη προσπέλαση στα αρχαία κείμενα από τους βυζαντινούς λογίους: “Είναι γνωστό το ενδιαφέρον των λογίων για την αντιγραφή αρχαίων έργων, και η χειρόγραφη παράδοση των φιλοσοφικών έργων, παρά τον εν μέρει τυχαίο χαρακτήρα της, μας δίνει μια εικόνα για τη διάδοση και τη διασπορά τους. Τα περισσότερα από χίλια βυζαντινά χειρόγραφα του Αριστοτέλη και τα διακόσια εξήντα του Πλάτωνα συνιστούν έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό και φανερώνουν την προτίμηση των λογίων τόσο για τους δύο φιλοσόφους όσο και για ορισμένα από τα έργα τους”[20]. Παρότι για πολλούς βυζαντινούς λογίους η αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση πλησιάζει την αλήθεια και μερικές φορές ο σοφός ταυτίζεται με τον φιλόσοφο, στη βυζαντινή περίοδο δεν διαμορφώνεται ποτέ ένας καθαρά φιλοσοφικός λόγος. Η επικράτηση του κινήματος του ησυχασμού κατά τον 14ο αιώνα, δηλαδή στην ύστερη περίοδο της “παλαιόλογειας αναγέννησης”, είναι ενδεικτική, αφού φανερώνει το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της “ημετέρας” και της “θύραθεν” φιλοσοφίας, το χάσμα μεταξύ του αποκαλυπτικού θείου πνεύματος και του ορθού λόγου: “Τελικά, η ένταση μεταξύ χριστιανισμού και (εθνικής) φιλοσοφίας διατηρήθηκε σε όλη την πορεία της βυζαντινής φιλοσοφίας, παρά το πατερικό παράδειγμα ή τις απόπειρες συμφιλίωσης, όπως του Ψελλού να μείνει πιστός στη θεολογική ορθοδοξία και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει την αρχαία φιλοσοφική παράδοση”[21].

Παρότι οι βυζαντινοί λόγιοι θεωρούσαν την αριστοτελική λογική σαν εισαγωγή στη φιλοσοφία και την πλατωνική μεταφυσική σαν ουσιαστικό πυρήνα της, χωρίς να τις αντιδιαστέλλουν ή να τις θεωρούν αντιμαχόμενες, η περίοδος μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ξεκινά με μια οξεία διαμάχη πλατωνισμού και αριστοτελισμού, που παίρνει τον χαρακτήρα προσωπικής σχεδόν αντιδικίας μεταξύ του Πλήθωνος Γεμιστού και του Γεωργίου Σχολαρίου, του μετέπειτα πατριάρχη Γενναδίου Β΄, και η οποία θα στείλει τους Νόμους του Πλήθωνος στην πυρά της εκκλησίας[22]. Η διαμάχη, όμως, αυτή, που θα κλείσει με την επικράτηση του “νεοαριστοτελισμού”, θα γεννήσει με τους έλληνες λογίους της διασποράς τις προϋποθέσεις εκείνες που θα συμβάλλουν στην αναγέννηση της φιλοσοφίας και του ορθολογισμού, αρχικά στην Ιταλία και κατόπιν σε ολόκληρη τη Δύση. Βασικά γνωρίσματα της επικράτησης του “νεοαριστοτελισμού” στον ελληνικό χώρο “είναι η προοδευτική ανεξαρτητοποίηση της μελέτης της φιλοσοφίας από τη σπουδή της θεολογίας και η ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για την ιστορική, αλλά και τη συστηματική προσέγγιση βασικών φιλοσοφικών κλάδων εκτός από τη λογική και τη ρητορική”[23], γεγονός που προετοιμάζει το έδαφος για τη γέννηση του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Ολόκληρη η Ευρώπη γνωρίζει αυτή την περίοδο μια πραγματική μεταμόρφωση μέσα από την ανεμπόδιστη και αυτόνομη καλλιέργεια της φιλοσοφίας και των επιστημών, και οι έλληνες λόγιοι της διασποράς μεταφέρουν με ενθουσιασμό τα νέα μηνύματα, καθώς, ταυτόχρονα με τη μελέτη και τη μετάφραση κειμένων του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, αρχίζουν να προχωρούν και πάλι σε επιστημονική μελέτη της αρχαίας παράδοσης με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή ή ακόμη και σε απόπειρες άρθρωσης νέου φιλοσοφικού λόγου, όπως στις περιπτώσεις του Βενιαμίν Λέσβιου (1759-1824) ή του Κωνσταντίνου Κούμα (1777-1836)[24]. “Φυσικά, οι νεoτερικές αντιλήψεις και η διδασκαλία τους (…) υφίστανται και την οργανωμένη αντεπίθεση των εχθρών του Διαφωτισμού, οι οποίοι συνήθως εκπροσωπούν παραδοσιακά κέντρα της θεολογικής αυθεντίας”[25], όμως η θεολογική αυθεντία αρχίζει ήδη να συρρικνώνεται κάτω από το βάρος του ουμανισμού, που αντλεί τη δύναμή του τόσο από τα συνεχή επιτεύγματα της επιστήμης, όσο και από την απρόσκοπτη αναδίφηση στην αρχαία παράδοση και την τεράστια κοινωνική απήχηση των αρχαίων δημοκρατικών ιδεωδών.

Το χριστιανικό δόγμα και η νεώτερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία και επιστήμη

Με την άλωση του 1453 αναπτύσσονται δύο αντίρροπες τάσεις μέσα στους βυζαντινούς πνευματικούς κύκλους: α) οι επιφανείς λόγιοι που βρίσκουν μαζικά καταφύγιο στην Ιταλία και οι οποίοι μέσα από τη διδασκαλία τους στα νεοσύστατα πανεπιστήμια των ιταλικών πόλεων, αλλά και μέσα από τον ζωηρό διάλογο περί Πλάτωνος και Αριστοτέλους (όπου δεσπόζουν οι φυσιογνωμίες του Πλήθωνος και του Βησσαρίωνος), δίνουν τη δυνατότητα στους ιταλούς ανθρωπιστές να μυηθούν στην πλατωνική μυθολογία και να οραματιστούν μια πνευματική αναγέννηση στηριγμένη πάνω στα αρχαιοελληνικά πρότυπα, και β) ο εκκλησιαστικός θεολογικός λόγος του Πατριαρχείου με πρώτο και χαρακτηριστικό εκφραστή του τον Γεώργιο Σχολάριο, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι υπερασπίζεται τον αριστοτελισμό και μεταφράζει και σχολιάζει τον Θωμά Ακυινάτη, εμφανίζεται κλειστός προς τη Δύση, αφενός λόγω του σχίσματος και αφετέρου λόγω των πνευματικών και κοσμικών εξουσιών που του παραχωρούνται από την Υψηλή Πύλη πάνω στους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας[26].

Η ανασυγκροτημένη Πατριαρχική Ακαδημία ως επίσημος και αυθεντικός φορέας της γνώσης και η ηγεμονία του Πατριαρχείου στην πνευματική και εκπαιδευτική ζωή του ελλαδικού χώρου θα ασκούν καταλυτική επιρροή σχεδόν μέχρι τον 18ου αιώνα, και θα παγιώσουν την απόλυτη και ασφυκτική κυριαρχία του ορθόδοξου δόγματος και της “νεοαριστοτελικής” εκδοχής της φυσικής φιλοσοφίας, που συνηγορείται από τον πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι και εκπροσωπείται από τον Θεόφιλο Κορυδαλέα: “Η εκδοχή του νεοαριστοτελισμού που αντιπροσωπεύει ο Κορυδαλλέας (…) καθιστά την αναγέννηση της φυσικής φιλοσοφίας μια σημαντική παράμετρο της διαδικασίας προσδιορισμού της συλλογικής ταυτότητας των ορθόδοξων Ελλήνων των Βαλκανίων”[27]. Η εσωστρεφής και φοβική προς τον καθολικισμό και τη Δύση πατριαρχική εξουσία αρχίζει στα τέλη του 17ου αιώνα να αυτοεγκλωβίζεται, όταν εμφανίζεται γύρω από το Πατριαρχείο μια νέα αριστοκρατία με ευρωπαϊκή παιδεία, οι “Φαναριώτες”, που σταδιακά καταλαμβάνει πολλά από τα κοσμικά αξιώματα της εκκλησίας και ταυτόχρονα υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση: “Είναι η πρώτη φορά μετά την Άλωση της Πόλης που η επικοινωνία με τη Δύση γίνεται με μια διάθεση αφομοίωσης, έστω και επιλεκτικής, των νέων επιτεύξεων του ευρωπαϊκού πνεύματος”[28]. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι λόγιοι αρχίζουν πλέον να σπουδάζουν στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα, και να μεταφέρουν, όπως είναι φυσικό, τις νέες ιδέες της επιστημονικής επανάστασης και του διαφωτισμού στον ελλαδικό χώρο[29].

Έτσι, τον 18ο αιώνα, το έδαφος είναι έτοιμο να υποδεχθεί τις πρώτες αμφισβητήσεις της “νεοαριστοτελικής” ορθοδοξίας με τον μαθηματικό Μεθόδιο Ανθρακίτη (1660-1736), που μεταφράζει Descartes και Malebranche και αφορίζεται το 1723 γιατί επιμένει στην αποσύνδεση της φιλοσοφίας από το χριστιανικό δόγμα, και τον Βικέντιο Δαμοδό (1700-1754) που προσπαθεί να εντάξει στο πλαίσιο της αριστοτελικής φυσικής τις αρχές της καρτεσιανής φιλοσοφίας[30]. Το πρόσωπο, όμως, που θα τερματίσει την κυριαρχία της κορυδαλικής παράδοσης και θα φέρει στον ελλαδικό χώρο μια πρώτη εικόνα της νευτώνειας φυσικής φιλοσοφίας είναι ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806), ο οποίος, παραδόξως, προκρίνει την ορθότητα του τυχώνειου συστήματος (όπως άλλωστε και ο Δαμοδός) σε μια εποχή που έχει γίνει κοινά αποδεκτή η νευτώνεια σύνθεση που επικυρώνει οριστικά το ηλιοκεντρικό σύστημα[31].
Στα τέλη του 18ου αιώνα, η έκρηξη της γαλλικής επανάστασης συντελεί καθοριστικά στο οριστικό γκρέμισμα των παλαιών αξιών και επιταχύνει τις εξελίξεις, λειτουργώντας σαν πανευρωπαϊκός φάρος τόσο κοινωνικών όσο και πνευματικών αναζητήσεων. Την εποχή αυτή ξεχωρίζουν τρεις πνευματικοί κύκλοι που αποτελούν τα κέντρα μεταλαμπάδευσης των νέων κοινωνικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών ιδεών, και περιορίζουν την αίγλη και το κύρος του Πατριαρχείου: ο κύκλος των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και της Βιέννης, με κεντρικά του πρόσωπα τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Άνθιμο Γαζή, και με έντονους κοινωνικούς και επαναστατικούς προσανατολισμούς, ο περισσότερο φιλολογικός κύκλος του Παρισιού γύρω από τον Αδαμάντιο Κοραή, και ο ελλαδικός κύκλος των Ιωαννίνων γύρω από τον Αθανάσιο Ψαλλίδα[32]. Από αυτά τα σπουδαία πνευματικά κέντρα θα ξεπηδήσουν προσωπικότητες, όπως ο Βενιαμίν Λέσβιος (1762-1824), φανατικός υπέρμαχος του ηλιοκεντρικού συστήματος, που με το έργο του “κλείνει, ουσιαστικά, η πρώτη αυτή προεπαναστατική φάση της αφομοίωσης των νέων επιστημονικών ιδεών από τους λογίους του ελλαδικού χώρου”[33]. Βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο της ακμής του “νεοελληνικού διαφωτισμού”, ενός ανθηρού πνευματικού κινήματος, που θα επιτύχει όχι μόνο να διαδώσει στον απομονωμένο ελλαδικό χώρο τις νέες ιδέες και αξίες, αλλά και να συντελέσει τα μέγιστα στην απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία και στην ίδρυση και διακυβέρνηση του νέου ελληνικού κράτους.

Συμπεράσματα

Σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο η φιλοσοφική σκέψη διατήρησε μια υποτυπώδη αυτονομία απέναντι στην εξουσία του ορθόδοξου θεολογικού λόγου, αλλά ποτέ δεν θεωρήθηκε “θεραπαινίς” της θεολογίας, σύμφωνα με το θεωρητικό πρότυπο που υπερίσχυσε από τον 13ο αιώνα στη Δύση. Η θεολογική αυθεντία, ξεκινώντας με την πατερική παράδοση, υπήρξε, παρότι καχύποπτη, σχετικά ανεκτική απέναντι στον εργώδη και πλούσιο υπομνηματισμό της αρχαίας φιλοσοφικής παράδοσης (κυρίως της Αριστοτελικής και Πλατωνικής) από τους βυζαντινούς λογίους, εντάσσοντάς την μάλιστα στο εκπαιδευτικό της σύστημα. Βέβαια, η φιλοσοφική σκέψη στο βυζάντιο δεν κατόρθωσε ποτέ να αρθρώσει έναν καθαρά φιλοσοφικό λόγο, αφού ο κεντρικός θεολογικός προσανατολισμός παρέμεινε πάντα ακλόνητος.
Μετά την άλωση του 1453 παρατηρείται μεταξύ των βυζαντινών λογίων ένα αρχικό κύμα διασποράς στην Ιταλία όπου συμμετέχουν στην κυοφορία μιας πνευματικής αναγέννησης, που εμπνέεται από τα οράματα και τις ιδέες του Πλήθωνα. Ταυτόχρονα, όμως, το Πατριαρχείο, με κοσμικές και πνευματικές εξουσίες πλέον ακολουθεί μια “λατινοφοβη”, εσωστρεφή και συντηρητική πορεία, που παγιώνεται στο “νεοαριστοτελικό” κορυδαλικό σύστημα. Μόνο με το κίνημα του “νεοελληνικού διαφωτισμού”, που εμφανίζεται τον 18ο αιώνα θα φτάσει στον ελλαδικό χώρο η νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία και επιστημονική σκέψη, που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στις περιόδους της αναγέννησης και του διαφωτισμού.

Παρ. Βενετοπούλου

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Ζωγραφίδης, Γ., “Η Βυζαντινή φιλοσοφία”, στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Α΄, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000)
Τατάκης, Β. Ν., Η Βυζαντινή φιλοσοφία, (μτφ. Ε. Καλπουρτζή), (Αθήνα 1977)
Χριστιανίδης, κ.α., “Οι Έλληνες λόγιοι στην ελληνική περίοδο της Τουρκοκρατίας”, στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Β΄, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000)
Σημειώσεις-Παραπομπές
[1] Γ. Ζωγραφίδης, “Η Βυζαντινή φιλοσοφία”, στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Α΄, Πάτρα (2000): 343.
[2] Β. Ν. Τατάκης, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, (μτφ. Ε. Καλπουρτζή), Αθήνα (1977): 27.
[3]Στο ίδιο: 26-27.
[4]Γ. Ζωγραφίδης, ό.π.: 345-348.
[5]Β. Ν. Τατάκης, ό.π.: 34.
[6]Γ. Ζωγραφίδης, ό.π.: 356.
[7]Στο ίδιο: 357.
[8]Στο ίδιο: 359.
[9]Στο ίδιο: 367.
[10]Στο ίδιο: 367.
[11]Σ. Βιρβιδάκης, «Η φιλοσοφική σκέψη στην Ελλάδα από τον 16ο ως τον 20ο αιώνα», στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Α΄, Πάτρα (2000): 389.
[12]Στο ίδιο: 390.
[13]Στο ίδιο: 392.
[14]Στο ίδιο: 395.
[15]Στο ίδιο: 400.
[16]Β. Ν. Τατάκης, ό.π.: 26.
[17]Στο ίδιο: 32.
[18]Στο ίδιο: 34.
[19]Γ. Ζωγραφίδης, ό.π.: 346-347.
[20]Στο ίδιο: 350.
[21] Στο ίδιο: 378.
[22]Σ. Βιρβιδάκης, ό.π. : 389.
[23] Στο ίδιο: 390.
[24]Στο ίδιο: 400-401.
[25]Στο ίδιο: 398-399.
[26]Γ. Ζωγραφίδης, ό.π.: 362.
[27]Γ. Χριστιανίδης, Δ. Διαλέτης, Γ. Παπαδόπουλος, Κ. Γαβρόγλου, “Οι Έλληνες λόγιοι στην ελληνική περίοδο της Τουρκοκρατίας”, στοΕλληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Β΄, Πάτρα (2000): 327.
[28]Στο ίδιο: 332.
[29]Στο ίδιο: 332-333.
[30]Στο ίδιο: 334-336.
[31]Στο ίδιο: 343-347.
[32]Στο ίδιο: 349.
[33]Στο ίδιο: 350.
via

Η έννοια της αρετής στον Αριστοτέλη

$
0
0


Η έννοια της αρετής αποτελεί θεμελιώδη λίθο για την οικοδόμηση της ηθικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, η οποία παρουσιάζεται, κατά κύριο λόγο, σε τρία έργα: τα Ηθικά μεγάλα, τα Ηθικά Ευδήμεια και τα Ηθικά Νικομάχεια. Σύμφωνα με τον Düring, «στα Ηθικά μεγάλα ο Αριστοτέλης απευθύνεται σε νεαρούς ακροατές και ρίχνει το βάρος στη λογική επιχειρηματολογία και ταξινόμηση· [...] τα Ηθικά Ευδήμεια, με εξαίρεση την εισαγωγή, είναι επιστημονικό μάθημα (Kolleg) για προχωρημένους ακροατές της Ακαδημίας· τέλος, τα Ηθικά Νικομάχεια είναι μια έκθεση όχι χωρίς λογοτεχνική πνοή που απευθύνεται σε ευρύ κύκλο ακροατών και αναγνωστών»[1]. Η παρούσα μελέτη της αριστοτελικής έννοιας της αρετής βασίζεται στο τρίτο από αυτά.

Τα Ηθικά Νικομάχεια ξεκινούν με την παρατήρηση πως «κάθε τέχνη και κάθε επιστημονική έρευνα όπως και κάθε πράξη και κάθε κατόπιν σκέψεως λαμβανόμενη απόφαση φαίνεται ότι αποβλέπει σε κάποιο αγαθό» (ΗΝ 1094a1-2)[2]. Ωστόσο, κάθε αγαθό που επιδιώκεται με τις επιμέρους πράξεις στη ζωή κάθε ανθρώπου αποτελεί απλώς ένα ενδιάμεσο στάδιο για την επίτευξη του ύψιστου αγαθού, της «ευδαιμονίας» (ΗΝ 1095a14-20). Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του υπέρτατου αυτού αγαθού: α) είναι τέλειο, δηλαδή επιδιώκεται για χάρη του εαυτού του και όχι κάποιου άλλου («το καθ’ αυτό διωκτόν του δι’ έτερον και το μηδέποτε δι’ άλλο αιρετόν των», ΗΝ 1097a32-33), β) είναι αύταρκες, δηλαδή ακόμη κι αν μείνει μόνο του είναι αρκετό για να κάνει τη ζωή άξια επιλογής («τίθεμεν ο μονούμενον αιρετόν ποιεί τον βίον και μηδενός ενδεά», ΗΝ 1097b14-15) και γ) είναι μη συναριθμούμενο (ΗΝ 1097b17), δηλαδή συμπεριλαμβάνει οποιοδήποτε ανθρώπινο αγαθό[3].


Για να ολοκληρώσει τον ορισμό της ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης εισάγει και το επιχείρημα της λειτουργίας[4]: Το ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου, που τον διακρίνει από όλα τα άλλα είδη έμβιων όντων, είναι η «ψυχής ενέργεια κατά λόγον»· τέλειος είναι ο άνθρωπος που εκτελεί τέλεια αυτή την λειτουργία· και την εκτελεί τέλεια όταν κάθε πράξη του επιτελείται σύμφωνα με την «οικείαν αρετήν» (ΗΝ 1098a8-16). Επομένως:

«το ανθρώπινον αγαθόν ψυχής ενέργεια γίνεται κατ’ αρετήν, ει δε πλείους αι αρεταί, κατά την αρίστην και τελειοτάτην. Έτι δ’ εν βίω τελείω.»
(ΗΝ 1098a17-19)

Με τον ισχυρισμό ότι η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής που καθοδηγείται από την αρετή ο Αριστοτέλης απομακρύνεται πλέον από την πλατωνική γραμμή της διερεύνησης της ιδέας του αγαθού και στρέφεται προς τη διερεύνηση των «κατ’ αρετήν» πράξεων[5]. Πριν την εξέταση της αριστοτελικής έννοιας των ενάρετων πράξεων, ωστόσο, επιβάλλεται μια τελευταία διευκρίνηση όσον αφορά στην ευδαιμονία «εν βίω τελείω». Ο ευδαίμων βίος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αφορά το σύνολο της ανθρώπινης ζωής και όχι μόνο σύντομες περιόδους αυτής. Γι’ αυτό και η εύνοια της τύχης είναι απαραίτητη για την απόκτηση της ευδαιμονίας (ΗΝ 1099a29-b9). Εντούτοις, «αυτή η ταύτιση της ευδαιμονίας με την ολότητα του βίου δεν σημαίνει ότι ευδαίμων γίνεται κάποιος μόνο τη στιγμή του θανάτου του, αλλά ότι πρέπει να αντιμετωπίζει την ηθική του ποιότητα υπό την προοπτική της διάρκειας και της συνέχειας»[6].

Η ηθική του Αριστοτέλη, επομένως, είναι σαφώς τελεολογική· «η ηθικότητα, κατά την άποψή του, έγκειται σε ορισμένες πράξεις που γίνονται, όχι επειδή είναι ορθές καθαυτές, αλλά επειδή θα μας φέρουν πιο κοντά στο “ανθρώπινο αγαθό”»[7]. Το υπέρτατο δε ανθρώπινο αγαθό συλλαμβάνεται από τον σταγειρίτη φιλόσοφο ως ένα σύνολο «ικανοτήτων και δραστηριοτήτων ορθολογικού αυτοκαθορισμού» που εκδηλώνεται μέσα από την καλλιέργεια των αρετών[8]. Σε τι συνίστανται όμως οι αρετές; Και ποια είναι εκείνη η «αρίστη και τελειοτάτη», μέσω της οποίας κατακτάται το ύψιστο αγαθό; Καταρχήν ο Αριστοτέλης περιγράφει τις αρετές ως εκείνες τις ψυχικές διαθέσεις που είναι άξιες επαίνου, και τις διαχωρίζει σε διανοητικές και ηθικές αρετές ανάλογα με το τμήμα της έλλογης ψυχής από το οποίο προέρχονται (ΗΝ A, ΧΙΙΙ ). Σύμφωνα με την αριστοτελική σύλληψη της νοητικής βαθμίδας της ψυχής[9], αυτή αποτελείται «από ένα λογικό μέρος (το οποίο με τη σειρά του διαιρείται στον θεωρητικόν λόγον και στον πρακτικόν λόγον) και από ένα άλογο, στο οποίο ανήκουν τα πάθη, οι επιθυμίες και η βούληση»[10]. Οι διανοητικές αρχές αντιστοιχούν στον θεωρητικό λόγο και οι ηθικές στον πρακτικό. Επιπλέον, οι διανοητικές αρετές βασίζονται, κατά κύριο, στην διδασκαλία – άρα απαιτείται εμπειρία και χρόνος για την ανάπτυξή τους –, ενώ οι ηθικές αρετές βασίζονται στο έθος (ΗΝ 1103a14-18). Λίγο αργότερα δίνεται ο ακριβής ορισμός της ηθικής αρετής:

«Εστί άρα η αρετή έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ω αν ο φρόνιμος ορίσειεν»
(ΗΝ 1106b36-1107b2)

Η πρώτη συνιστώσα αυτού του ορισμού αφορά την έννοια της έξης. Σύμφωνα με αυτή, οι ηθικές αρετές δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αφύσικες για τον άνθρωπο[11]· υπάρχει στον καθένα η ικανότητα να τις αποκτήσει, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του εθισμού (ΗΝ 1103a19-b2). Σημείο εκκίνησης για την διαμόρφωση των έξεων είναι η ηδονή και η λύπη που αισθανόμαστε μετά από κάθε πράξη (ΗΝ 1104b 3-5). Με την επαναλαμβανόμενη εκτέλεση ενάρετων πράξεων διαπλάθουμε σταδιακά το ήθος μας[12]. Λογικό επακόλουθο του συσχετισμού του έθους με τις ηθικές πράξεις είναι πως το αποτέλεσμα των πράξεων καθαυτό δεν αρκεί για να τις κρίνει ως αγαθές· αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ο πράττων να βρίσκεται στην κατάλληλη προδιάθεση, να πράττει «πώς έχων» (ΗΝ 1105a30). Η ηθική αρετή, με άλλα λόγια, «συνιστά τη “βιωματική προ-κατάληψη” που καθιστά δυνατή την ίδια τη φρόνηση (γι’ αυτό και δεν υφίσταται πραγματική “πράξη” όταν κάποιος ενεργεί υπό καθεστώς εξωτερικής βίας)»[13]. Αποκλειστικός δε υπεύθυνος για την δημιουργία του ηθικού του χαρακτήρα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος[14], με αρωγό όμως στην προσπάθειά του την κοινωνία ως καθοδηγητή και παιδαγωγό[15].

Η δεύτερη συνιστώσα του παραπάνω ορισμού αποβλέπει, επίσης, στην υπευθυνότητα του ηθικού ατόμου: η αρετή είναι έξη προαιρετική. Αλλά δεν θα πρέπει να συγχέεται ο όρος προαίρεση, λέει ο Αριστοτέλης, με το εκούσιο. Γιατί εκούσιες είναι και οι ενέργειες των παιδιών και των ζώων, όμως η προαίρεση περιλαμβάνει, εκτός από την εθελούσια ενέργεια, και την επιθυμία, την σκέψη και την εκλογή αυτής (ΗΝ Γ, ΙΙ ). Εισάγεται, δηλαδή, ένα δεύτερο κριτήριο για να χαρακτηριστεί η πράξη ενός ανθρώπου αγαθή: «πρέπει να εκτελείται ύστερα από απόφαση παρμένη με πολύ σκέψη και συνείδηση της ενέργειας που εκτελεί» (ΗΝ 1105a30-31). Αναλυτικότερα, η διαδικασία εκτέλεσης μιας ηθικής πράξης ακολουθεί τέσσερα στάδια. Αρχικά το άτομο προσδιορίζει, αναλύει και συγκρίνει όλες τις εναλλακτικές πράξεις που αφορούν την προκειμένη περίπτωση, στα πλαίσια πάντα των δυνατοτήτων του (ΗΝ 1112a31) (βούλευση)· στη συνέχεια προχωρεί στην επιλογή της καλύτερης των εναλλακτικών πράξεων (κρίση)· έπειτα αποφασίζει ότι θα κάνει πράξη το αποτέλεσμα της κρίσης του (προαίρεση)· και τέλος προχωρά στην εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης (πράξη)[16].

Κρίνουμε, λοιπόν, ως ηθικό έναν άνθρωπο όταν, αφενός, έχει αποκτήσει μια ηθική προδιάθεση μέσω της συνεχούς εκτέλεσης ηθικών πράξεων και, αφετέρου, προαιρείται τις αγαθές πράξεις που εκτελεί. Διότι δεν υφίσταται ηθικότητα χωρίς πράξη, σύμφωνα με τον σταγειρίτη φιλόσοφο. Για να κατορθώσουμε, επομένως, να καταλήξουμε σε πράξεις σύμφωνες με την αρετή, ο Αριστοτέλης μας παρέχει ένα μεθοδολογικό κριτήριο[17]: η αρετή είναι έξη προαιρετική, που βρίσκεται στο μέσον αναφορικά με μας.

«Η δ’ αρετή περί πάθη και πράξεις εστίν, εν οις η μεν υπερβολή αμαρτάνεται και η έλλειψις [ψέγεται], το δε μέσον επαινείται και κατορθούται· ταύτα δ’ άμφω της αρετής. Μεσότης τις άρα εστίν η αρετή, στοχαστική γε ούσα του μέσου
(HN 1106b24-28)

Με βάση την θεωρία της μεσότητας, η ουσία της αρετής, «το τι ην είναι», έγκειται στο μέσον ανάμεσα στις ακρότητες της υπερβολής και της έλλειψης. Η αρετή, όμως, ως ενέργεια, ως άριστη πράξη, δεν αποτελεί μεσότητα αλλά ακρότητα (HN 1107a6-7). Ο ηθικός άνθρωπος οφείλει και δύναται να βρίσκει το μέσον σε μια κατάσταση και να το επιλέγει, και τούτο αποτελεί δύσκολο έργο· «διο και έργον εστί σπουδαίον είναι» (HN 1109a23-24). Η Αριστοτέλης δεν δίνει περισσότερες εξηγήσεις για την μεσότητα· προχωρεί στην περιγραφή των επιμέρους ηθικών αρετών και παρουσιάζει με παραδείγματα την μεσότητα κάθε αρετής σε αντίθεση με τις εκάστοτε ακρότητες. Όπως επισημαίνει ο Σαντάς, «η θεωρία της μεσότητας δε φαίνεται αρκετά λεπτομερής. Στερείται επαρκούς πρακτικού περιεχομένου για την καθοδήγηση των επιλογών»[18]. Ο Αριστοτέλης έχει επίγνωση αυτού του γεγονότος, θεωρεί όμως ότι δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει με ακρίβεια γι’ αυτό το θέμα και να δώσει έναν κανόνα γενικής ισχύος, καθώς στη διαδικασία εύρεσης της μεσότητας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι μεταβλητές που λαμβάνουν χώρα σε κάθε ειδική περίσταση (ΗΝ 1104a1-10). Γι’ αυτόν τον λόγο η ηθική πράξη στοχεύει στη μεσότητα «τη προς ημάς» και εναπόκειται «εν τη αισθήσει η κρίσις» (ΗΝ 1109b23).

«Σ’ όλες τις έξεις, για τις οποίες μιλήσαμε, όπως ακριβώς και σ’ όλες τις άλλες υπεισέρχεται κάποιος σκοπός στον οποίο αποβλέπει ο λογικός άνθρωπος για να επιτείνει ή να χαλαρώνει (τις προσπάθειές του). Υπάρχει εξάλλου ένα όριο, δηλ. οι μεσότητες εκείνες, που βρίσκονται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη και ανταποκρίνονται στον ορθό λόγο. [...] Γι’ αυτό και σχετικά με τις έξεις της ψυχής δεν αρκεί να είναι σωστό ό,τι είπαμε, αλλά πρέπει και να εξακριβώσουμε ποιος άραγε είναι ο ορθός λόγος και πώς είναι δυνατό να ορισθεί» (ΗΝ 1138b21-26, 32-34). Με αυτές τις φράσεις ξεκινά το 6ο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων και εισάγει την ανάλυση της τέταρτης συνιστώσας του ορισμού της αρετής: καθορισμένη από τον λόγο. Ο τριμερής χωρισμός του ανώτερου μέρους της ψυχής αποτελεί την βάση και γι’ αυτήν την ανάλυση.

Η διαδικασία για την εκτέλεση μιας ηθικής πράξης, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, αναφέρεται μόνο στα μέσα με τα οποία θα επιτευχθεί ο τελικός στόχος και όχι στον προσδιορισμό του ίδιου του στόχου· επαφίεται δε στον πρακτικό λόγο της έλλογης ψυχής να την φέρει σε πέρας. Πριν από την έναρξη αυτής της διαδικασίας, ωστόσο, θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί δύο άλλες λειτουργίες. Πρώτον, ο θεωρητικός λόγος θα πρέπει να έχει θέσει τον τελικό στόχο, δηλαδή ποιο αγαθό πρέπει να αποκτηθεί ή, αλλιώς, ποια πράξη είναι καλή, καθώς έργο της διάνοιας είναι μόνο να αποφαίνεται για την αλήθεια και το ψέμα και δεν έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει κίνηση. Δεύτερον, το άλογο μέρος της ψυχής, η «όρεξις», θα πρέπει να έχει ενεργοποιηθεί κατάλληλα ώστε να επιθυμεί την επίτευξη του τελικού στόχου. Από τη στιγμή που η θεωρητική διάνοια αναγνωρίσει κάτι ως αληθές, ως καλό έργο, ο πρακτικός λόγος αναλαμβάνει δράση, αφενός, για να μεταβάλλει αυτή την κρίση σε επιθυμία σταθερή και αμετάβλητη (ΗΝ 1105b1) μέσω της όρεξης και, αφετέρου, για να θέσει το σχέδιο πλεύσης μέσω του νου[19]· «διο ή ορεκτικός νους ή προαίρεσις ή όρεξις διανοητική, και η τοιαύτη αρχή άνθρωπος» (ΗΝ 1139b4-5).

Η ηθική τελειότητα, επομένως, επιτυγχάνεται όταν ο θεωρητικός λόγος αποφαίνεται αληθώς και ο πρακτικός λόγος δρα σωστά, δηλαδή η όρεξη είναι ορθή και ο νους πράττει ορθά.

«ώστ’ επειδή η ηθική αρετή έξις προαιρετική, η δε προαίρεσις όρεξις βουλευτική, δει δια ταύτα μεν τον τε λόγον αληθή είναι και την όρεξιν ορθήν, είπερ η προαίρεσις σπουδαία, και τα αυτά τον μεν φάναι την δε διώκειν. »
(ΗΝ 1139a22-26)

Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του φρόνιμου ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί την τελευταία συνιστώσα του ορισμού της ηθικής αρετής. Αναγνωρίζει την αλήθεια και, μέσω της ορθής του επιθυμίας και πράξης, γίνεται ο κανόνας και το μέτρο της αρετής για τους άλλους ανθρώπους (ΗΝ 1113a32-33).[20] Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βιρβιδάκης: «σύμφωνα με την αριστοτελική θέση για την ενότητα των αρετών (ΗΝ 1144b30-1145a2), θα συνοψίζει στο πρόσωπό του όλες εκείνες τις ιδιότητες που αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις της ευδαιμονίας»[21].
Η φρόνηση, όμως, εκτός από κύριο γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου – και συνεπώς μέρος του ορισμού της ηθικής αρετής – είναι και μία από τις διανοητικές αρετές[22]. Επιχειρώντας να την ορίσει ως τέτοια, ο Αριστοτέλης λέει ότι δεν είναι επιστήμη επειδή σχετίζεται με τη πράξη, και η πράξη αφορά τα «καθ’ ἔκαστα» και τα «ενδεχόμενα άλλως έχειν» ενώ η επιστήμη τα «καθόλου» και τα «εξ ανάγκης όντα». Δεν είναι ούτε τέχνη γιατί ο σκοπός της δημιουργίας είναι κάθε φορά διαφορετικός ενώ της πράξης πάντα ένας: η ευπραξία (ΗΝ Ζ, IV-VI). Δεν μένει, λοιπόν, παρά να είναι

«έξιν αληθή μετά λόγου πρακτικήν περί τα ανθρώπω αγαθά και κακά»
(ΗΝ 1149b6-7)

Ο ορισμός αυτός, βέβαια, δεν προσφέρει κανένα καινούργιο στοιχείο. Η χαρακτηριστική ποιότητα της φρόνησης, τελικά, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Βιρβιδάκης, «δεν περιγράφεται μέσα από κάποιο σύστημα κανόνων προς τους οποίους καλείται κανείς να συμμορφωθεί, αλλά καταδεικνύεται από την ικανότητα ευβουλίας που φαίνεται να αποτελεί μη μεταδόσιμο προσόν των προικισμένων με το κατάλληλο, πεπαιδευμένο «εκ της εμπειρίας» «όμμα της ψυχής», φρονίμων»[23].Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, «αντικείμενο της φρόνησης είναι τα ανθρώπινα πράγματα, τα πράγματα δηλαδή εκείνα σχετικά με τα οποία μπορεί να κρίνει και ν’ αποφασίζει ο άνθρωπος. Γιατί λέμε ότι η κυριότερη ενέργεια του φρόνιμου ανθρώπου είναι να κρίνει και να αποφασίζει σωστά. Αλλά, όταν πρόκειται για πράγματα που είναι αδύνατον να είναι διαφορετικά ή δεν επιδιώκουν ένα πραγματοποιήσιμο σκοπό, και μάλιστα σκοπό που αποβλέπει σ’ ένα αγαθό που μπορεί να επιτύχει, κανένας δεν μπορεί να κρίνει και να αποφασίζει. Επομένως, απόλυτα φρόνιμος άνθρωπος είναι εκείνος που γνωρίζει, έπειτα από ώριμη σκέψη, ν’ αποκτά αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με τη δράση, το υπέρτατο αγαθό» (ΗΝ 1141b7-14).

Θα ήταν, ίσως, λογικό να υποθέσουμε από τα παραπάνω ότι η φρόνηση είναι η τέλεια αρετή μέσω της οποίας προσεγγίζουμε το ύψιστο αγαθό, την ενάρετη ζωή στα πλαίσια του πολιτικού βίου. Ο Αριστοτέλης, όμως, θα μας διαψεύσει. Η σοφία, μας λέει, είναι εκείνη η «αρίστη και τελειοτάτη» αρετή, μέσω της οποίας ο άνθρωπος κατακτά την τέλεια ευδαιμονία. Επισημαίνει, βέβαια, ότι σοφία και φρόνηση είναι αρετές αναγκαίες καθαυτές, ακόμα και αν τίποτε δεν δημιουργούνταν από αυτές, γιατί αποτελούν τις αρετές των δύο μερών της ψυχής, του θεωρητικού και του πρακτικού λόγου, αντίστοιχα (ΗΝ 1144a1-3). Όμως και οι δύο δημιουργούν, αφού είναι απαραίτητες για την σωστή προαίρεση, καθώς «η μεν γαρ το τέλος η δε τα προς το τέλος ποιεί πράττειν» (ΗΝ 1145a5-6).

Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που η σοφία είναι ανώτερη από την φρόνηση, όπως η υγεία είναι ανώτερη από την ιατρική (ΗΝ 1145a7-9). Πρόκειται για την αρετή του τελειότερου και θεϊκότερου μέρους του ανθρώπου, του θεωρητικού νου (ΗΝ 1177a12-17). Γι’ αυτό και η προτροπή του Αριστοτέλη «πάντα ποιείν προς το ζην κατά το κράτιστον των εν αυτώ» (ΗΝ 1177b33-34) «δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μέσα από την μετοχή του ανθρώπου στο θεϊκό στοιχείο, που είναι ο νους»[24].

Ως εκ τούτου, ο ιδεώδης βίος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη έγκειται στην ενέργεια εκείνη που ανταποκρίνεται στην αρετή της σοφίας: «ωστ’ είη αν η ευδαιμονία θεωρία τις» (ΗΝ 1178b32). Στόχος δε της θεωρίας είναι η θέαση της αλήθειας για το αιώνιο ον. Αυτό που περιγράφει, τελικά, ο Αριστοτέλης ως ιδανική ζωή δεν είναι άλλο από τον τέλειο φιλοσοφικό βίο. Σύμφωνα με τον σταγειρίτη φιλόσοφο, «χωρίς να καθορίζεται από τις ηθικές έξεις, χωρίς να έχει ανάγκη από διαλείμματα, χωρίς να υπόκειται στην τύχη, η θεωρία είναι η συνεχέστερη και πιο ευχάριστη δραστηριότητα που ταιριάζει στο ανθρώπινο ον»[25]. Εντούτοις, σε ελάχιστους και εκλεκτούς δίνεται η δυνατότητα και έχουν την ικανότητα να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο τελειότητας. Στους υπόλοιπους αρμόζει να θέτουν ως στόχο ζωής την ευπραξία. Εξάλλου, ακόμα και αυτοί που θα θέσουν ως στόχο ζωής την θεωρία θα πρέπει να μην παραμελήσουν στη διάρκεια της ζωής τους το ευ πράττειν, ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν την νόησή τους καθαρή για να επιδοθούν ανενόχλητοι στις θεωρητικές επιστήμες όταν θα ολοκληρωθούν ως φιλόσοφοι[26].

Αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θέτει ως δεύτερο, στην ιεραρχία της ευδαιμονίας, τον ενάρετο βίο στο πλαίσιο της πολιτικής ζωής (ΗΝ Κ, VIII). Δεν θα πρέπει να λησμονούμε, εξάλλου, ότι η νομοθεσία, ως «αρχιτεκτονική φρόνησις» (ΗΝ 1141b25), παίζει καθοριστικό ρόλο στην ευδαιμονία της πολιτείας, εφόσον η μεγάλη μάζα του λαού «από τη φύση της δεν πειθαρχεί από σεβασμό, μα από φόβο, και δεν μένει μακριά από το κακό γιατί είναι ατιμωτικό, αλλά επειδή επιβάλλονται τιμωρίες εναντίον της» (ΗΝ 1179b10-12). Γύρω από αυτού του είδους την ευδαιμονία στρέφεται άλλωστε όλο το περί ηθικής έργο του Αριστοτέλη. Γι’ αυτό και ο Düring χαρακτηρίζει την ηθική του ως «κοινωνική ηθική, φιλοσοφία της ανθρώπινης συμβίωσης»[27].

Ανδρονίκη Μαστοράκη

Βιβλιογραφία
Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 2 τόμοι, απόδ. Β. Μόσκοβη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1993.
Βιρβιδάκης Σ., «Η αριστοτελική Ηθική και οι σύγχρονες αντιθεωρητικές τάσεις στο χώρο της ηθικής φιλοσοφίας», στο: Ανδριόπουλος Δ.Ζ., Αριστοτέλης, τ. Ι, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2003.
Düring Ι., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τ. Β΄, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003.
Κόντος Π., «Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Ηθική και πολιτική φιλοσοφία», στο: Βιρβιδάκης Σ. κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Μιχαηλίδης Κ., «Η μεσότητα ως συνθετική αρχή της ψυχής κατά τον Αριστοτέλη», στο: Ανδριόπουλος Δ.Ζ., Ανδριόπουλος Δ.Ζ., Αριστοτέλης, τ. ΙΙ, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2003.
Πεντζοπούλου-Βαλαλά Τ., Προβολές στον Αριστοτέλη, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 21998.
Ross W.D., Αριστοτέλης, μτφρ. Μ. Μήτσου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 3200a.
Σαντάς Γ., «Είναι η Ηθική του Αριστοτέλη αρεταϊκή;», στο: Ανδριόπουλος Δ.Ζ., Αριστοτέλης, τ. Ι, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2003.
Σκαλτσάς Θ., Ο χρυσούς αιών της αρετής. Αριστοτελική ηθική, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993.
Vegetti Μ., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Α. Δημητρακόπουλος, εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα 2000.
Παραπομπές – Σημειώσεις
[1] Düring Ι., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τ. Β΄, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σσ. 237-8.
[2] Τα μεταφρασμένα αποσπάσματα είναι απόδοση του Β. Μόσκοβη (εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη).
[3] Βλ. Σκαλτσάς Θ., Ο χρυσούς αιών της αρετής. Αριστοτελική ηθική, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993, σ. 23. Πρβλ. επίσης την ερμηνεία της Πεντζοπούλου-Βαλαλά ότι το ύψιστο αγαθό είναι πολυσήμαντο· Πεντζοπούλου-Βαλαλά Τ., Προβολές στον Αριστοτέλη, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 21998, σ. 260.
[4] Για πλήρη ανάλυση του επιχειρήματος βλ. Σαντάς Γ., «Είναι η Ηθική του Αριστοτέλη αρεταϊκή;», στο: Ανδριόπουλος Δ.Ζ., Αριστοτέλης, τ. Ι, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σσ. 138-9.
[5] Βλ. και Πεντζοπούλου-Βαλαλά Τ., ό.π., σ. 260.
[6] Κόντος Π., «Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Ηθική και πολιτική φιλοσοφία», στο: Βιρβιδάκης Σ. κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 207.
[7] Ross W.D., Αριστοτέλης, μτφρ. Μ. Μήτσου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 32001, σ. 266.
[8] Βιρβιδάκης Σ., «Η αριστοτελική Ηθική και οι σύγχρονες αντιθεωρητικές τάσεις στο χώρο της ηθικής φιλοσοφίας», στο: Ανδριόπουλος Δ.Ζ., ό.π., τ. Ι, σ. 179.
[9] Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η ψυχή χωρίζεται σε τρεις ιεραρχικές βαθμίδες: τη θρεπτική, την αισθητική και τη νοητική. Η θρεπτική υπάρχει σε όλα τα έμβια όντα, η αισθητική υπάρχει στα ζώα και η νοητική υπάρχει μόνο στον άνθρωπο. Βλ. Μιχαηλίδης Κ., «Η μεσότητα ως συνθετική αρχή της ψυχής κατά τον Αριστοτέλη», στο: Ανδριόπουλος Δ.Ζ., ό.π., τ. ΙΙ, σ. 291.
[10] Vegetti M., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Α. Δημητρακόπουλος, εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα 2000, σ. 247.
[11] Αναφερόμαστε φυσικά στον ελεύθερο πολίτη, καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Vegetti (ό.π., σ. 248), «ενώ η αρετή που μπορούν να επιδείξουν οι δούλοι, οι χειρώνακτες, τα τέκνα και οι γυναίκες έγκειται ουσιαστικά στην – διαφορετικού είδους για τον καθένα – υπακοή που οφείλουν στον αρχηγό της οικογένειας, τα πραγματικά ηθικά προβλήματα τίθενται μόνο όσον αφορά στη συμπεριφορά αυτού του αρχηγού – του μόνου που είναι ελεύθερος να αποφασίσει για τη διαγωγή του στα πλαίσια της οικογένειας και της πόλης, του μόνου που έχει πλήρη ευθύνη για τις πράξεις του και, συνεπώς, του μόνου που επιδέχεται ηθική αξιολόγηση».
[12] Στο σημείο αυτό διαφαίνεται ο κίνδυνος ενός φαύλου κύκλου: οι ενάρετες πράξεις προϋποθέτουν το έθος, το οποίο με τη σειρά του προϋποθέτει ενάρετες πράξεις. Τη λύση στο πρόβλημα αυτό δίνει ο Σκαλτσάς (ό.π., σσ. 51-8).
[13] Κόντος Π., ό.π., σ. 208.
[14] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ross (ό.π., σ. 286): «Στο χέρι του φαύλου ανθρώπου ήταν να μη γίνει φαύλος· τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να πάψει να είναι».[15] Βλ. Σκαλτσάς Θ., ό.π., σ. 54.
[16] Βλ. στο ίδιο, σσ. 27-40.
[17] Ένα κριτήριο «καλής λειτουργίας», όπως το ονομάζει ο Σαντάς (ό.π., σ. 148).
[18] Σαντάς Γ., ό.π., σ. 153.
[19] Βλ. και Düring I., ό.π., σσ. 243-5 και Ross W.D., ό.π., σσ. 283-4.
[20] Αντίθετα, η ορθή πράξη που συνοδεύεται από ορθό λόγο αλλά όχι και από ορθή όρεξη είναι χαρακτηριστικό του εγκρατούς ανθρώπου· ενώ η λανθασμένη πράξη που εκκινά από έλλειψη ορθής όρεξης ή από έλλειψη ορθού λόγου χαρακτηρίζει τον ακρατή και τον ακόλαστο, αντίστοιχα (ΗΝ VII, Ι-Χ ). Βλ. και Σκαλτσάς Θ., ό.π., σ. 47-66.
[21] Βιρβιδάκης Σ., ό.π., σ. 173.
[22] Οι διανοητικές αρετές είναι πέντε: η τέχνη, η επιστήμη, ο νους, η φρόνηση και η σοφία (ΗΝ 1139b15).
[23] Βιρβιδάκης Σ., ό.π., σ. 175.
[24] Πεντζοπούλου-Βαλαλά Τ., ό.π., σ. 272.
[25] Κόντος Π., ό.π., σ. 211.
[26] Βλ. Düring Ι., ό.π., σ. 233.
[27] Στο ίδιο, σ. 206.
via

Από τον γεωκεντρισμό στον ηλιοκεντρισμό

$
0
0


Διαφορές και ομοιότητες στην επιστήμη του Μεσαίωνα και των Νεώτερων χρόνων. Η περίπτωση της κοσμολογίας.

Η επιστήμη του ύστερου Μεσαίωνα διαφορίζεται από την επιστήμη της περιόδου της επιστημονικής επανάστασης σε ένα κύριο σημείο. Είναι το φιλοσοφικό πλαίσιο που αλλάζει δίνοντας την ευκαιρία στους νεότερους επιστήμονες να προσεγγίζουν διαφορετικά τις αλήθειες της φύσης. Αυτή η κύρια αλλαγή θα επιφέρει τις σημαντικότατες, για την ιστορία της επιστήμης, καινοτομίες, των νεότερων χρόνων. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι επιστημονικοί αυτοί νεωτερισμοί είναι αλληλένδετοι με τη γενικότερη κοινωνική κινητικότητα. Ο δέκατος έκτος και ο δέκατος έβδομος αιώνας είναι αιώνες της Αναγέννησης και του ουμανισμού. Είναι λοιπόν κι αυτές οι διαφοροποιήσεις που ωθούν τον επιστήμονα να ξεφύγει από παλιές οπτικές και να περάσει σε νεότερες.

Οι πρώτοι τριγμοί στον Αριστοτελισμό του μεσαίωνα

Μετά τις καταδίκες του 1277[1] και με κορύφωση τον δέκατο τέταρτο αιώνα, αρχίζει να αναπτύσσεται έντονος γνωσιολογικός σκεπτικισμός μεταξύ των φιλοσόφων. Οι περιορισμοί που ετίθετο, από ορισμένους αριστοτελικούς, στην παντοδυναμία του Θεού αρχίζουν σιγά σιγά να υποχωρούν. Τελικά η αποδοχή η όχι των δογμάτων της Θεολογίας εξαρτάται μόνο από την πίστη. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι θεολόγοι στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν την παντοδυναμία του Θεού, όχι μόνο προσπαθούν να απονευρώσουν τη φιλοσοφία αλλά χρησιμοποιούν και φιλοσοφικά επιχειρήματα για να καταδείξουν ότι η προσπάθεια να αποδειχθεί (η παντοδυναμία Του) είναι μάταιη.

Για να επιτευχθεί αυτό χρειάστηκε έντονος σκεπτικισμός όσον αφορά τόσο στο αντικείμενο όσο και στην πηγή της γνώσης. Ο σκεπτικισμός αυτός οδήγησε, σύμφωνα με τον E. Grant[2], στο φιλοσοφικό εμπειρισμό και τον νομιναλισμό που κυριάρχησαν κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Το μεγαλύτερο ίσως μερίδιο στην επικράτηση της νέας σκέψης έχει ο φιλόσοφος και θεολόγος Ουίλιαμ Όκαμ[3]. Ο Όκαμ στήριζε την απόλυτη ενδεχομενικότητα του κόσμου, η οποία εξαρτάται άμεσα και αποκλειστικά από τη θεία θέληση. Η φιλοσοφική σκέψη του Όκαμ, που ονομάστηκε «ριζικός εμπειρισμός», είχε πολύ μεγάλη επίδραση σε ολόκληρη τη φιλοσοφική σκέψη του δεκάτου τετάρτου αιώνα. Η θέση του Όκαμ ότι η ενδεχομενικότητα ενός πράγματος δε μας επιτρέπει να συνάγουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου, επειδή η αιτιακή σχέση δύο ενδεχομενικών πραγμάτων είναι αδύνατη, οδηγούσε στη σκέψη ότι ήταν αδύνατο να υπερβούμε την εμπειρία συνάγοντας διαδοχικά συμπεράσματα από μία εμπειρική παρατήρηση. Είναι εδώ φανερή η θεολογική σκοπιμότητα του Όκαμ. Η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί από πράγματα που γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων και άρα η φυσική φιλοσοφία δεν μπορεί να ασχοληθεί με το θέμα. Ο Όκαμ επέμεινε ότι οι επιστημονικές αρχές έπρεπε να παράγονται από την εμπειρία. Επειδή όμως οι αρχές αυτές δεν μπορούσαν να συνεπάγονται αναγκαίες αιτιακές σχέσεις, λόγω ενδεχομενικότητας, έπρεπε να διατυπώνονται ως υποθετικές προτάσεις για τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι συνδέονται με την πραγματικότητα. Ο εμπειρισμός του Όκαμ οδήγησε στη γενική νομιναλιστική θέση ότι πραγματικό είναι μόνο το παρατηρήσιμο.

Ο τρόπος σκέψης του Όκαμ επηρεάζει μια άλλη σημαντική φυσιογνωμία του δεκάτου τετάρτου αιώνα, τον Ζαν Μπουριντάν[4]. Ο Μπουριντάν με το έργο του διαχωρίζει την επιστήμη από τη δογματική και τη μεταφυσική. Για τον Μπουριντάν οι αρχές της φυσικής επιστήμης είναι μη προφανείς και αναπόδεικτες, μπορούν όμως να γίνουν αποδεκτές μιας και έχει παρατηρηθεί να είναι πάντα αληθείς. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Μπουριντάν, για την αριστοτελική έννοια του τόπου, οι οποίες παύουν να οριοθετούν τον τόπο με την έννοια του περιβάλλοντος χώρου υπονομεύοντας έτσι μια βασική θέση του αριστοτελισμού. Πρέπει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο τη διαμάχη του Μπουριντάν με μια άλλη φυσιογνωμία του Μεσαίωνα, το Νικόλαο της Ωτρεκούρτ[5]. Ο Νικόλαος απαιτεί από τις επιστημονικές αρχές να έχουν απόλυτη ισχύ. Γιαυτό και απορρίπτει όλες τις προτάσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας σαν αναπόδεικτες, καταλήγοντας ότι μόνο πιθανή γνώση είναι δυνατή. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε αναφορά και σε έναν άλλο σπουδαίο φιλόσοφο του δεκάτου τετάρτου αιώνα, το Νικόλαο Ορέμ[6]. Για τη θέση του Ορέμ, περί ασυμμετρίας των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, θα αναφερθούμε σε άλλο κεφάλαιο.
Τελειώνοντας την αναφορά στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του ύστερου Μεσαίωνα δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε να αναφερθούμε στη συνεισφορά των Calculatori του Μέρτον[7], οι οποίοι πρώτοι κατανόησαν τη διαφορά ανάμεσα στη δυναμική και την κινηματική και σχημάτισαν νέες έννοιες της μέσης και της στιγμιαίας ταχύτητας. Όμως και αυτοί, με τη μη πειραματική επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων τους έδειξαν τα εσωτερικά όρια του ριζικού εμπειρισμού.

Συμπερασματικά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τη φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη. Εν τούτοις κατάφεραν να επιβάλουν μια άλλη φόρμα σκέψης με επίκεντρο τη θεϊκή παντοδυναμία. Εξακολουθούν να κινούνται μέσα σε αριστοτελικά πλαίσια, θεωρώντας τα συμπεράσματά τους χρήσιμα μόνο για την ερμηνεία των φαινομένων και μη δεχόμενοι ότι τα συμπεράσματα αυτά μπορούν να αντιστοιχούν με την πραγματικότητα. Βασικό επιστημονικό εργαλείο εξακολουθεί να είναι λογική και η αναζήτηση για τα της φύσεως εξακολουθεί να βρίσκεται μακριά από τη φύση, στο μυαλό των διανοητών.

Νεοπλατωνισμός και επιστημονική επανάσταση

Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι το διανοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η επιστήμη του Μεσαίωνα παρέμεινε, παρά τον σκεπτικισμό που αναπτύχθηκε, κατά βάση αριστοτελικό. Οι επιστήμονες των απαρχών της νεότερης περιόδου είχαν να αντιπαλέψουν ένα φιλοσοφικό σύστημα το οποίο έδινε ολοκληρωμένες απαντήσεις σε επιστημονικούς προβληματισμούς αλλά διαχέονταν και σε ολόκληρο το φάσμα της μεσαιωνικής κοινωνίας, αφού τα επιχειρήματα του ικανοποιούσαν απόλυτα τον κοινό νου. Σύμφωνα με τον A. Koyre[8], ίσως στο σημερινό άνθρωπο να φαίνεται εξαιρετικά περίεργο ότι μερικά από τα δυνατότερα μυαλά της ανθρωπότητας αναλώθηκαν τόσο πολύ για να θεμελιώσουν νόμους που σήμερα μας φαίνονται προφανείς και μπορούν να διδάσκονται σε μικρούς μαθητές. Η αλήθεια είναι ότι ο μεγάλος αγώνας των διανοητών ήταν να αλλάξουν το διανοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα γίνονταν δυνατές αυτές οι ανακαλύψεις. Το νέο αυτό πλαίσιο είναι ο «νεοπλατωνισμός». Το ρεύμα του αναγεννησιακού νεοπλατωνισμού (άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ουμανισμό), δίνει τη δυνατότητα στην επιστημονική σκέψη να απομακρυνθεί από τις θεολογικές σκοπιμότητες της προηγούμενης περιόδου. Επιπροσθέτως η πλατωνική μεταφυσική παρέχει ασφαλές πλαίσιο για τη θεώρηση του σύμπαντος ως ένα σύστημα με αυστηρή μαθηματική δομή. Ο Γαλιλαίος θα εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη θεώρηση λέγοντας ότι «το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στη γλώσσα των μαθηματικών». Είναι εμφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με την πυθαγόρεια αντίληψη για την κατανόηση της φύσης. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην Αναγέννηση και έτσι γίνεται κατανοητός ο πυθαγορισμός του οποίου η επίδραση γίνεται αντιληπτή αρχικά στο έργο του Κοπέρνικου. Ο Κοπέρνικος προσπάθησε να αναπαραστήσει τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων στη βάση τέλειων μαθηματικών αναλογιών. Η επιρροή του Πυθαγόρα γίνεται ακόμη εμφανέστερη στο έργο του Κέπλερ, με το οποίο θα ασχοληθούμε σε επόμενο κεφάλαιο. Να σημειώσουμε απλώς ότι ο Κέπλερ φτιάχνει μια εικόνα του ηλιοκεντρικού πλέον σύμπαντος όπου οι αποστάσεις των γνωστών πλανητών αναπαριστώνται με μία γεωμετρική διάταξη βάσει των πέντε κανονικών στερεών.

Η μεγαλύτερη ίσως επιστημονική προσωπικότητα του δέκατου έβδομου αιώνα ήταν ο Galileo Galilei. Όσον αφορά sτην επιστημονική μεθοδολογία ο Γαλιλαίος δεν απέρριπτε την επαγωγικό–απαγωγική μέθοδο του Αριστοτέλη. Πολύ περισσότερο όπως αναφέρει ο Losee[9], ο Γαλιλαίος ασπάζονταν την πεποίθησή του Αριστοτέλη ότι από την εμπειρία θα πρέπει να επάγονται οι ερμηνευτικές αρχές, έτσι έθετε την παρατήρηση σαν ένα από τα συστατικά της επιστημονικής μεθοδολογίας. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε την αφαίρεση και την εξιδανίκευση σαν μεθοδολογικά στοιχεία στο έργο του. Χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Losee, τα παραδείγματα του «ιδανικού εκκρεμούς» και της «ελεύθερης πτώσης στο κενό». Επίσης ο Losee[10] μας δίνει μια εφαρμογή, από τοn Γαλιλαίο, της μεθόδου της σύνθεσης, την οποία ήδη είχαν επαυξήσει οι Grosseteste και Bacon. Ο Γαλιλαίος λοιπόν από την υπόθεση της παραβολικής τροχιάς των βλημάτων κατάφερε να παράξει το συμπέρασμα ότι το μέγιστο βεληνεκές επιτυγχάνεται με γωνία κλίσης 45ο. Παρόλες τις αντιφάσεις που εμπεριέχονται σε κάποια σημεία του έργου του, ο Γαλιλαίος θεωρήθηκε υπέρμαχος της πειραματικής μεθοδολογίας. Μεταξύ των γνωστών πειραμάτων του Γαλιλαίου περιλαμβάνονταν, η κύλιση σφαιρών σε κεκλιμένα επίπεδα καθώς και πειράματα για την κίνηση του εκκρεμούς. Σε σχέση δε με την κοσμολογία, που μας ενδιαφέρει στην παρούσα εργασία, πολύ σημαντική υπήρξε η ανακάλυψη και χρήση του τηλεσκοπίου.

Η κοσμολογία κατά τον ύστερο μεσαίωνα

Στα προηγούμενα κεφάλαια προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η επιστημονική σκέψη στις δύο υπό εξέταση ιστορικές περιόδους. Ένα από τα κύρια πεδία εφαρμογής και ανάπτυξης της επιστημονικής σκέψης είναι και η κοσμολογία. Ας δούμε λοιπόν καταρχήν πώς ερμηνεύει το σύμπαν ο άνθρωπος του ύστερου Μεσαίωνα. Κατά την περίοδο αυτή, λοιπόν, εξακολουθεί να επικρατεί η αριστοτελική άποψη του γεωκεντρικού, άρα και ανθρωποκεντρικού σύμπαντος. Οι μεταβολές που παρατηρούνται (αύξηση, μείωση, κίνηση κ.τ.λ) είναι ποιοτικές μεταβολές οι οποίες δεν μπορούν να εκφραστούν με αριθμούς οι οποίοι έχουν αποκλειστικά και μόνο «μορφικές» ιδιότητες. Στο κέντρο του σύμπαντος ακινητεί, όπως είπαμε, η γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω της προσαρμοσμένοι σε ομόκεντρες τροχιές[11]. Στην άποψη αυτή εκφράζονται σοβαροί προβληματισμοί καθώς δεν καθίσταται δυνατόν να εξηγηθούν φαινόμενα όπως οι ανάδρομες κινήσεις των πλανητών. Τελικά γίνεται αποδεκτό το επίσης γεωκεντρικό αλλά κατά πολύ πολυπλοκότερο σύστημα του Πτολεμαίου[12], το οποίο όμως με τη χρήση των έκκεντρων και των επίκυκλων κατόρθωνε να σώζει τα φαινόμενα. Προβληματισμός επίσης εκφράζεται σχετικά με την ακινησία της γης. Τόσο ο Μπουριντάν όσο και ο Ορέμ θα εκφράσουν υποθέσεις για ημερήσια περιστροφή της γης, τις οποίες όμως τελικά θα απορρίψουν, ο πρώτος για επιστημονικούς και ο δεύτερος για θεολογικούς λόγους. Όσον αφορά στο σύμπαν, χωρίζεται σε δύο ποιοτικά διαφοροποιημένες περιοχές. Την υπερσελήνια περιοχή της αμεταβλητότητας και της αέναης κυκλικής κίνησης και την υποσελήνια περιοχή της μεταβολής και της ευθύγραμμης κίνησης. Και σε αυτή την περίπτωση ο Ορέμ θα διατυπώσει διαφορετικές υποθέσεις κυρίως όσον αφορά την αμεταβλητότητα της ουράνιας (υπερσελήνιας) περιοχής. Παρ ότι εξακολουθεί να δέχεται την ποιοτική διαίρεση του κόσμου, εν τούτοις θα εκφράσει την υπόθεση ότι οι κινήσεις των ουράνιων σωμάτων είναι ασύμμετρες. Τα συμπεράσματα από την υπόθεση αυτή ήταν σοβαρά για την εποχή. Πρώτον γιατί υπέσκαπταν τη βασική αριστοτελική θέση της ουράνιας σταθερότητας[13] και δεύτερον γιατί η αρχαιοελληνική θέση περί επανάληψης των πραγμάτων μετά από 36.000 χρόνια αντικαθίσταται από τη θέση της επʼ άπειρον δημιουργίας νέων φαινομένων.

Η κοσμολογία κατά την περίοδο του 16ου και 17ου αιώνα

Ο 16ος και 17ος αιώνας λοιπόν βρίσκει την κοσμολογική έρευνα εγκλωβισμένη ακόμη στο αριστοτελικό κέλυφος, παρόλο τον σκεπτικισμό του 14ου κυρίως αιώνα. Κύριο μέλημα του επιστήμονα είναι η σωτηρία των φαινομένων[14]. Ο πρώτος που κατάφερε να ανατρέψει το αριστοτελικό–πτολεμαϊκό κοσμοείδωλο ήταν ο πολωνός αστρονόμος Νικόλαος Κοπέρνικος με το έργο του «De revolutionibus orbium coelestium». Στο έργο του ο Κοπέρνικος παρουσιάζει την ιδέα ενός ηλιοκεντρικού συστήματος με τη γη να κινείται γύρω από τον ήλιο και με τις διαστάσεις του σύμπαντος απείρως μεγαλύτερες. Στο νέο κοσμοείδωλο η γη παύει να είναι το κέντρο του σύμπαντος. Το έργο του Κοπέρνικου αποτελεί (παρά τα ίχνη του παλιού κοσμοειδώλου που φέρει, π.χ. τις τροχιές των πλανητών που εξακολουθούν να είναι κυκλικές) κορυφαία στιγμή στην ιστορία των επιστημών. Δεν είναι μόνο το νέο κοσμοείδωλο που καθιστά το έργο του Κοπέρνικου σημαντικό. Κυρίως είναι η πεποίθηση του ότι αυτά που υποστηρίζει δεν είναι υποθέσεις με σκοπό την σωτηρία των φαινομένων αλλά έχουν πραγματική υπόσταση. Την πεποίθηση του αυτή ο Κοπέρνικος, την κάνει σαφή σε σημείωμα που γράφει, αφιερώνοντας το έργο του στον Πάπα[15]. Όπως είναι φυσικό η αντίδραση της εκκλησίας στις θέσεις του Κοπέρνικου είναι ισχυρή. Την αντίδραση αυτή αναλαμβάνει να εκφράσει ο θεολόγος εκδότης του «de revolutionibus», Andreas Ossiander. Ο Ossiander θα προσθέσει στο έργο του Κοπέρνικου ένα ανυπόγραφο πρόλογο, ο οποίος κινούμενος προφανώς από θεολογικές σκοπιμότητες, ανατρέπει όλα όσα αναφέρει ο Κοπέρνικος στο σημείωμα του, παρουσιάζοντας το έργο ως μαθηματική υπόθεση η οποία δεν περιγράφει την πραγματική αλήθεια. Όταν βέβαια εκδίδεται το έργο, ο Κοπέρνικος έχει πεθάνει και έτσι ο Ossiander μένει χωρίς απάντηση από τον συγγραφέα.
Οι μετά τον Κοπέρνικο αστρονομικές παρατηρήσεις αρχίζουν να ενισχύουν όλο και περισσότερο τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Το 1572 ο Δανός αστρονόμος Tyho Brahe, παρατηρεί για πρώτη φορά μία σουπερνόβα στον αστερισμό της Κασσιόπης. Το γεγονός αυτό καταρρίπτει οριστικά πλέον τη θεωρία των αμετάβλητων ουρανών του Αριστοτέλη. Λίγο αργότερα θα αρθεί και η Αριστοτελική άρνηση της μαθηματικοποίησης της φύσης. Ένας από τους συνεργάτες του Brahe, ο Johannes Kepler, θα χρησιμοποιήσει μαθηματικές σχέσεις υπό μορφή νόμων, που θα κάνουν δυνατή την πρόβλεψη της θέσεως ενός πλανήτη ανά πάσα στιγμή. Οι νόμοι του Kepler θα συμβάλουν στο να εκμηδενιστεί η παραμικρή αμφιβολία για την φυσική πραγματικότητα του ηλιοκεντρικού συστήματος.

Εκείνος όμως που θα ανατρέψει εξ ολοκλήρου το αριστοτελικό μοντέλο σκέψης είναι ο Γαλιλαίος[16]. Χρησιμοποιώντας μια σπουδαία ανακάλυψη του Hans Lippershey, το τηλεσκόπιο, αποδεικνύει με τις παρατηρήσεις του ότι δεν υπάρχει ποιοτική διαίρεση στο σύμπαν το οποίο αποτελεί μία ολότητα. Καταρχήν ο Γαλιλαίος παρατηρεί τέσσερεις δορυφόρους του Δία. Λίγο αργότερα θα παρατηρήσει την περιφορά της Αφροδίτης περί τον ήλιο, τη μορφολογία της σεληνιακής επιφάνειας και θα θέσει τέλος στις επικρατούσες δοξασίες για τη φύση του Γαλαξία, παρατηρώντας ότι πρόκειται για μεγάλη συνάθροιση αστέρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι καθόλο το διάστημα των επιστημονικών ανακαλύψεων, το εκκλησιαστικό κατεστημένο αντιδρά με μεγάλη σφοδρότητα. Η αντίδραση αυτή κορυφώνεται με την καταδίκη του έργου του Γαλιλαίου το 1633, από το παπικό δικαστήριο. Ο Γαλιλαίος εξαναγκάζεται σε αποκήρυξη του έργου του και περνάει τα υπόλοιπα 8 χρόνια της ζωής του σε κατʼ οίκον περιορισμό.

Συμπεράσματα

Η επιστήμη του ύστερου Μεσαίωνα λοιπόν κινείται μέσα στο αριστοτελικό πλαίσιο με έντονη την εξάρτηση της φιλοσοφίας από την θεολογία. Ο φιλόσοφος «δεν έχει δικαίωμα» να διερευνά πράγματα τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τις γραφές. Όποτε όμως συμβαίνει αυτό, αφενός υπερισχύει η θεολογική αυθεντία, αφ ετέρου οι θεωρίες του φιλοσόφου αντιμετωπίζονται περίπου ως υποθέσεις εργασίας. Ο φιλόσοφος έχει δικαίωμα να τις εκφράσει όχι σαν πραγματικότητες αλλά σαν μεθόδους για να σωθούν τα φαινόμενα. Κατά τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα η επιστήμη σταδιακά αποδεσμεύεται από την θεολογία και γίνεται αυτόνομη. Επιπροσθέτως ο επιστήμονας πιστεύει πλέον στις θεμελιώδεις αλήθειες της φύσης, τις οποίες οφείλει να διερευνήσει ως τέτοιες και όχι πλέον ως υποθέσεις χωρίς φυσική αντιστοιχία. Η παρατήρηση είναι βέβαια κοινό γνώρισμα του μεσαιωνικού και του επιστήμονα της νεότερης περιόδου. Όμως ο επιστήμονας του δέκατου έβδομου αιώνα εισάγει δύο ακόμα στοιχεία στην επιστημονική μεθοδολογία. Το πείραμα και την μαθηματικοποίηση της φύσης.

Τα συμπεράσματα αυτά γίνονται περισσότερο εμφανή στην κοσμολογία, διαιρεμένα σε δύο περιοχές ποιοτικά διαφοροποιημένες. Το κέντρο του σύμπαντος ταυτίζεται με το κέντρο μιας ακίνητης γης άρα ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο της δημιουργίας. Βέβαια έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι αριθμοί αδυνατούν να εκφράσουν τη φύση. Αντίθετα ο επιστήμονας της νεότερης περιόδου δέχεται το ηλιοκεντρικό σύστημα. Το σύμπαν γίνεται ανοικτό χωρίς ποιοτικές διαιρέσεις. Ο άνθρωπος παύει να βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου. Επιπροσθέτως, οι (αντικειμενικές πλέον) αλήθειες της φύσης οφείλουν να εκφράζονται με τις μαθηματικές και οι γεωμετρικές αρχές της ευκλείδειας γεωμετρίας. Τελειώνοντας, αξίζει να σημειώσουμε ότι κοινός παρονομαστής και των δύο περιόδων υπήρξε η θεολογική αντίδραση σε κάθε επιστημονικό νεωτερισμό. Εδώ, ας μας επιτραπεί να εκφράσουμε την άποψη ότι το φαινόμενο αυτό φθάνει, με διάφορες μορφές, μέχρι τις μέρες μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καταδίκη του έργου του Γαλιλαίου ήρθη από την καθολική Εκκλησία μόλις το 1984. Δικαίως, λοιπόν, μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι μέχρι τότε, σύμφωνα πάντα με τη θεολογία, η γη ήταν ακίνητη.

Παντελής Καβύρης

Σημειώσεις – παραπομπές
[1] Ασημακόπουλος – Τσιάντουλας 2001, Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον μεσαίωνα, ΕΑΠ, Πάτρα, 94 – 102.
[2] Grand Edward 1994, Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 45.
[3] Ασημακόπουλος – Τσιάντουλας 2001, ό.π.. 126.
[4] Στο ίδιο, 131.
[5] Στο ίδιο, 133.
[6] Στο ίδιο, 137.
[7] Στο ίδιο, 129.
[8] Κοϋρέ Αλεξάντρ 1991, Δυτικός πολιτισμός – η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 17.
[9] Losee John 1993, Φιλοσοφία της Επιστήμης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 80 – 91.
[10] Στο ίδιο, 85.
[11] Lindberg David C. 2003, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 349 – 369.
[12] Κοϋρέ Αλεξάντρ 1991, ό.π., 37 – 40.
[13] Lindberg David C. 2003, ό.π., 78 – 83.
[14] Losee John 1993, ό.π., 69 – 78.
[15] Βαλλιάνος Π. 2001, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης: Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 29.
[16] Losee John 1993, π., 80 – 90.
Βιβλιογραφία
Ασημακόπουλος – Τσιάντουλας 2001, Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον μεσαίωνα, ΕΑΠ, Πάτρα
Βαλλιάνος Π. 2001, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική Θεωρία της Επιστήμης: Ακμή και Υπέρβαση του Θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα.
Grand Edward 1994, Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
Κοϋρέ Αλεξάντρ 1991, Δυτικός πολιτισμός – η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα.
Lindberg David C. 2003, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα.
Losee John 1993, Φιλοσοφία της Επιστήμης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
via

Από τον κλειστό κόσμο στο άπειρο σύμπαν (Koyré)

$
0
0


Στην παρούσα παρακολουθούμε τη μετάβαση από «τον κλειστό κόσμο στο άπειρο σύμπαν» (Koyré), ως χαρακτηριστικό της Επιστημονικής Επανάστασης, ακολουθώντας τα βήματα της πορείας αυτής, από τον Κοπέρνικο έως και το Νεύτωνα.
Οι ιδέες των αρχαίων ελλήνων φιλoσόφων αναδεικνύουν αντιπαλότητες, από την εν πολλοίς αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα σε φιλοσοφικές σχολές, που πρεσβεύουν διαφορετικές ιδέες και προτείνουν αντίθετες έννοιες, στην προσπάθεια κατανόησης των φυσικών, κοινωνικών και τελικά καθολικών κανόνων που διέπουν το σύμπαν. Η αρχαία διαμάχη μεταξύ της αριστοτελικής θεώρησης του φυσικού κόσμου και της αντίστοιχης των πυθαγόρειων και των ατομικών, συνέχιζε να απασχολεί την ανθρώπινη διάνοια, στο πέρας των αιώνων.

Η αριστοτελική κοσμοθεωρία, όπως είχε διαμορφωθεί από τους μεσαιωνικούς λογίους, είχε ήδη δεχθεί ισχυρά πλήγματα από το νομιναλισμό (nominalismus, ονοματοκρατία), που πρότειναν επιστήμονες όπως ο Νικόλαος Ορέμ (Nicholas Oresme, 1320-1382), Ζαν Μπουριντάν (Jean Buridan, περίπου 1295-1358) και κυρίως Ουίλλιαμ Όκκαμ (William of Occam, 1290;-1349), στην προσπάθειά του να επαναφέρει το χαμένο εμπειρισμό. Η θεωρία τους, γνωστή και ως «το ξυράφι του Όκκαμ»[1], πρότεινε την επιστημονική οικονομία, την προτίμηση δηλαδή της ευθείας, κατά το δυνατό πιο απλής εξήγησης των φυσικών φαινομένων. Ο ίδιος ο Φιλόσοφος προέκρινε αυτό το είδος σκέψης, όμως τα χρόνια του Μεσαίωνα, το έργο του χρησιμοποιήθηκε και εμπλουτίστηκε από λόγιους που κινούνταν στο πλαίσιο της παράδοσης του «σώζειν τα φαινόμενα»[2], έχοντας ως αντικείμενο την εναρμόνιση της εξ αποκαλύψεως αλήθειας, με τους κανόνες της λογικής.

Κατά τη θεωρία του νομιναλισμού, οι καθολικές έννοιες δεν έχουν πραγματική υπόσταση, είναι απλώς λεκτικές εκφράσεις στην προσπάθεια προσδιορισμού ατομικών φαινομένων. Τα μόνα όντα που έχουν ουσία είναι τα ατομικά, όχι τα ομαδικά (είδη, γένη) και η ερμηνεία τους μπορεί να είναι μόνο τέτοια (ατομική). Ως αποτέλεσμα, τα καθολικά φαινόμενα μελετώνται σε ένα ατομικό κόσμο, μια πρόταση που μας θυμίζει τη φιλοσοφική θέση του Δημόκριτου και του Λεύκιππου[3]. Τελικά η πρόθεση των νομιναλιστών είχε θεολογική έννοια, καθώς κατʼ αυτούς, η παντοδυναμία του Θεού δε γνωρίζει φραγμούς και μόνο αυτός έχει το δικαίωμα και την ικανότητα να κατανοήσει καθολικές έννοιες. Εφαρμόζοντας τα παραπάνω, ο Μπουριντάν πρότεινε την θεωρία της «ορμής» (impetus). Αν και η θεωρία του δεν ήταν πλήρης, κατάφερε να αμφισβητήσει βασικά στοιχεία της αριστοτελικής θεωρίας της κίνησης.

Την χρονική περίοδο της λεγόμενης Αναγέννησης, άνθισε ο πυθαγόρειος επιστημονικός προσανατολισμός, διαμορφώνοντας έναν αναγεννησιακό νεοπλατωνισμό, που δεν κατάφερε να μείνει σε ένα καθαρά επιστημονικό πλαίσιο, με τη σημερινή έννοια του όρου. Δε θα μπορούσε άλλωστε, καθώς τα χρόνια που ακολούθησαν το Μεσαίωνα, παραεπιστημονικοί, με τα σημερινά δεδομένα, κλάδοι, όπως η αλχημεία και η αστρολογία, βρίσκονταν σε ακμή, με αποτέλεσμα ο μυστικισμός αυτός, να τροφοδοτείται από την όποια επιστημονική εξέλιξη.

Η πυθαγόρεια κατανόηση της φυσικής τάξης, σύμφωνη με το πνεύμα της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, βασίζεται στη μαθηματική και γεωμετρική αρμονία του σύμπαντος. Η γνώση αυτής οδηγεί στη σύλληψη της παγκόσμιας τάξης των φυσικών πραγμάτων. Η «γεωμετρικοποίηση του χώρου»[4] και η έμφαση στους αριθμούς, ως τα κλειδιά της κατανόησης ενός λογικώς οργανωμένου φυσικού συστήματος, όπως και η ιδέα ότι μέσω της εμπειρίας θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να εκφραστεί μια μορφή νομοτελειακής αναγκαιότητας, είναι τα κληροδοτήματα του αναγεννησιακού νεοπλατωνισμού, στις επόμενες γενεές λογίων.

Παράλληλα οι εξελίξεις στον τομέα της ναυσιπλοΐας, αποτέλεσμα της εξάπλωσης των ευρωπαϊκών κρατών σε νέες ηπείρους, όπως και το «αίτημα για τη θεσμική αναμόρφωση της κοινωνίας με άξονα την ελευθερία της συνείδησης και την ηθική αυτονομία του ανθρώπου»[5], που συνδέεται με την φιλοσοφία του ουμανισμού, καλλιέργησαν το έδαφος για την ανάπτυξη νέων επιστημονικών θεωριών. Θεωρητικοί συμβιβασμοί όπως το δόγμα της «διπλής αλήθειας», δεν ικανοποιούσαν πλέον το ανήσυχο πνεύμα των επιστημόνων της εποχής.
Επιπλέον η καταφανής αναξιοπιστία του Ιουλιανού ημερολογίου και η αντικατάστασή του από το Γρηγοριανό ημερολόγιο, ενίσχυσε την πίστη των λογίων στην ανάπτυξη μιας νέας κοσμοθεωρίας. Ως κατάληξη, ο άνθρωπος «έχασε τη θέση του στον κόσμο, ή, πιο σωστά ίσως, έχασε τον ίδιο τον κόσμο στον οποίο ζούσε και περί του οποίου σκεπτόταν, και έπρεπε να μετασχηματίσει και να αντικαταστήσει όχι μόνο τις θεμελιώδεις έννοιες και ιδιότητες, αλλά και το ίδιο το πλαίσιο της σκέψης του» (Koyré)[6].

Σε αυτά τα πλαίσια εκδίδει το 1543 ο Νικόλαος Κοπέρνικος (Nicolaus Copernicus, 1473-1543) το Περί των περιφορών των ουρανίων σφαιρών (De revolutionibus orbium coelestium), αντιστρέφει την οπτική των επιστημόνων στο μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, αποκαλύπτοντας νέους φυσικούς νόμους. Αν και θεωρεί τις ιερές Γραφές «πνευματικά κείμενα, έμπλεα μεταφυσικής αλληγορίας»[7], και δεν αποδέχεται το δόγμα της «διπλής αλήθειας», αφιερώνει το έργο του στον Πάπα Παύλο Γ’, χαρακτηριστικό της μεταβατικής αυτής περιόδου και της ισχύος της εκκλησίας. Ο Κοπέρνικος δεν υποστηρίζει την αθεΐα, προσπαθεί να εξηγήσει τον τρόπο, με τον οποίο ο Δημιουργός διαφεντεύει το σύμπαν. Δείγμα της μεσαιωνικής κοσμοθεώρησης αποτελούν επίσης, οι τέλειες κυκλικές τροχιές των πλανητών, σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία.

Στο έργο του, ο Κοπέρνικος διακηρύσσει πως οι «ουράνιες σφαίρες» δεν ανάγονται όλες σε ένα κοινό κέντρο, πως το κέντρο της Γης δεν ταυτίζεται με το κέντρο του σύμπαντος και πως η κίνηση του Ήλιου είναι μια ψευδαίσθηση που προέρχεται από την κίνηση του δικού μας πλανήτη. Η ισχύουσα έως τότε γεωκεντρική (πτολεμαϊκή) κοσμοθεωρία καταρρίπτεται και τη θέση της διεκδικεί η ηλιοκεντρική (κοπερνικανή), την οποία είχαν εκφράσει ήδη από τον 5ο π.Χ. ο πυθαγορικός Φιλόλαος και αργότερα ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (περ. 320-250 π.Χ.). Με τις θέσεις του αυτές, ο Κοπέρνικος «ξήλωσε τη Γη από τα θεμέλιά της και την εκσφενδόνισε στους ουρανούς»[8].
Η αντίδραση της εκκλησίας, στο πρόσωπο του διαμαρτυρόμενου θεολόγου Andreas Ossiander, είναι η έκδοση του έργου του Κοπέρνικου με την πρόσθεση μιας εισαγωγής, όπου η ηλιοκεντρική θεώρηση προβάλλεται ως ένα μαθηματικό παιχνίδι, στην προσπάθεια υπεράσπισης του δόγματος της «διπλής αλήθειας»[9]. Όταν όμως το 1572, ο αστρονόμος Τύχωνας Βράχιος (Tyho Brahe, 1546-1601) παρατηρεί μια σουπερνόβα στον αστερισμό της Κασσιόπης, καταρρίπτεται ένα βασικό θεώρημα της αριστοτελικής κοσμοθεωρίας, που αφορά την αφθαρσία της υπερσελήνιας περιοχής του ουρανού. Αξιοποιώντας τους αστρονομικούς χάρτες του Τύχωνα, ο Ιωάννης Κέπλερ (Johannes Kepler, 1571-1630), προχωρεί σε τροποποιήσεις και διορθώσεις του έργου του Κοπέρνικου. Συμβάλει στην ενίσχυση της ηλιοκεντρικής θεωρίας επεκτείνοντάς την με τους δικούς του νόμους της κίνησης.

Σύμφωνα με τον Κέπλερ, οι τροχιές των πλανητών γύρω από τον ήλιο είναι ελλειπτικές. «Η ταχύτητα της περιφοράς των πλανητών μεταβάλλεται σύμφωνα με την εξής σχέση: αν ενώσουμε με ευθεία γραμμή τον πλανήτη με τον ήλιο, η ευθεία αυτή σαρώνει ίση επιφάνεια σε ίσο χρόνο»[10]. Τέλος, «ο λόγος του τετραγώνου της περιόδου δυο πλανητών, ισούται με τον λόγο του κύβου της μέσης απόστασής τους από τον ήλιο»[11]. Ο Κέπλερ, χρησιμοποιεί τους νόμους αυτούς και καταφέρνει να προσδιορίσει επακριβώς τη θέση των πλανητών, καταστρέφοντας «τις τροχιές και τις σφαίρες που περικύκλωναν τον κόσμο και του προσέδιδαν την συνοχή του»[12]. Ο πυθαγόρειος προσανατολισμός του Κέπλερ, είναι εμφανής στο έργο του Mysterium Cosmographi*****, όπου η διάταξη των πλανητών συσχετίζεται με την σειρά των πέντε κανονικών στερεών[13].

Με την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου το 1608 από τον Hans Lippershey και την εξέλιξή του από τον Γαλιλαίο (Galileo Galilei, 1564-1642), ο τελευταίος παρατηρεί, την αμέσως επόμενη χρονιά, τέσσερις από τους δορυφόρους του Δία, τους οποίους ονομάζει «Μεδικανούς πλανήτες». Ακολουθεί η παρατήρηση των φάσεων της Αφροδίτης, όπως και των κρατήρων και τον όρων της Σελήνης, ανοίγοντας «στην επιστημονική έρευνα τους δύο συνδεόμενους κόσμους του απείρως μεγάλου και του απείρως μικρού»[14]. Η αριστοτελική θεωρία περί υποσελήνιας και υπερσελήνιας περιοχής του ουρανού καταρρίπτεται, καθώς είναι πλέον καταφανές ότι πρόκειται για ενιαίο χώρο.
Το 1632 δημοσιεύει το έργο του Διάλογος σχετικά με τα δύο μεγάλα κοσμολογικά συστήματα (Dialogo sopra i due massimi sistemi del mondo), όπου ο ήρωας που πρεσβεύει την ηλιοκεντρική κοσμοθεώρηση, εμφανίζεται ως το πρότυπο του νέου επιστήμονα, που ερευνά σύμφωνα με τα δεδομένα της παρατήρησης. Τον επόμενο χρόνο ο Γαλιλαίος καταδικάζεται από το Ιερό Δικαστήριο της Ρώμης. Στη συμβολή του Γαλιλαίου στην ανάπτυξη της νεώτερης επιστήμης, πρέπει να προσθέσουμε την ερμηνεία της ανάλυσης και της σύνθεσης ως εμπειρικές, και όχι μόνο γνωστικές, διαδικασίες. Η επιστημονική θεωρία θεμελιώνεται πλέον σε πειραματικά ευρήματα. Με αυτό τον τρόπο εργασίας, κατάφερε να εκφράσει την αρχή της ομοιόμορφης επιτάχυνσης (d=t2) και την αρχή της αδράνειας. Τα όποια αριστοτελικά κατάλοιπα εξαλείφονται, με την ολοκλήρωση του έργου του.
Ο Γαλιλαίος συνδέθηκε με το λαϊκό πανεπιστήμιο της Πάδοβας, το οποίο ήταν από τα ελάχιστα μη θεολογικά, αφήνοντας πιθανόν μεγαλύτερη ελευθερία στο πεδίο των ερευνών. Η αναλυτική σχολή της Πάδοβας έδωσε έμφαση στην «ευρετική διαδικασία» (heuristics). Πρόκειται για καθαρά μαθηματικό τύπο ανάλυσης των φαινομένων, που αποτελείται από δύο στάδια, την ανάλυση και τη σύνθεση. Στη μεν ανάλυση, μελετώνται τα αποτελέσματα ώστε να βρεθούν τα αίτια, στη δε σύνθεση ακολουθείται η αντίστροφη οδός, προς επιβεβαίωση των προτάσεων. Αποφεύγεται ο άκρατος ενορατισμός και γίνεται προσπάθεια συστηματικού ορισμού της μεθόδου αναγωγής στις πρωταρχικές αιτίες των φαινομένων. Δυστυχώς παραμελήθηκε η πειραματική διαδικασία, απαραίτητο στοιχείο της νεώτερης επιστήμης, όπως αυτή διαμορφώνεται.

Η φύση αρχίζει να γίνεται κατανοητή ως ένα μηχανικό σύστημα. Παρόλα όμως τα μέχρι στιγμής επιτεύγματα της ανθρώπινης διάνοιας, δεν έχει καταφέρει να εκφραστεί μια πλήρης κοσμοθεωρία, στην οποία αυτά να εντάσσονται. Την ανάγκη αυτή θα ικανοποιήσει το έργο του Ισαάκ Νεύτωνα (Sir Isaac Newton, 1642-1727). Στις έρευνες που πραγματοποίησε σχετικά με τη φύση του φωτός, ακολουθεί τη διαδικασία της παρατήρησης και του πειραματικού ελέγχου της προς απόδειξιν θεωρίας. Η αναζήτηση της (επιστημονικής) αλήθειας, θα ακολουθεί πλέον αυτό το μονοπάτι.

Προχωρεί στην έκφραση της σωματιδιακής ερμηνείας του φωτός, σχηματίζοντας την κοσμοθεωρία του, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος «…είναι φτιαγμένος κυρίως από κενό. Είναι ένα άπειρο κενό, του οποίου μόνο ένα πολύ μικρό μέρος – ένα απειροστό – καταλαμβάνεται από την ύλη, από σώματα που ανεξάρτητα και χωρίς κανένα δεσμό, κινούνται ελεύθερα και ανεμπόδιστα μέσα σʼ αυτή την άβυσσο χωρίς όρια και χωρίς τέλος»[15]. Το 1672 εφηύρε το κατοπτρικό τηλεσκόπιο, διευκολύνοντας τη λεπτομερέστερη παρατήρηση των ουρανών. Η μαθηματική του προσέγγιση είναι πρωτότυπη, καθώς χρησιμοποιεί το διαφορικό λογισμό (fluxions) και τον ολοκληρωτικό λογισμό.
Το 1687 δημοσιεύει το έργο του Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας (Philosophiae naturalis principia mathematica), όπου εκθέτει την κοσμοθεωρία του. Το έργο βασίζεται σε τρία «αξιώματα, ή νόμους της κίνησης» (axioms, or law of motion). Ο νόμος της αδράνειας, ο νόμος όπου κάθε αλλαγή στην κίνηση ενός σώματος, είναι ανάλογη με το μέγεθος της δύναμης που την προκαλεί και ο νόμος δράσης – αντίδρασης, αποτελούν «το καθολικό πλαίσιο για την κατανόηση της συμπεριφοράς όλων ανεξαιρέτως των υλικών σωμάτων εντός του σύμπαντος»[16]. Παγκόσμια σταθερά η βαρύτητα, από όπου συμπεραίνει το νόμο της έλξης. Στο systema mundi του Νεύτωνα, το κάθε άτομο αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα, αδιάκοπα, σύμφωνα με το νόμο αυτό. Μια μαγική δύναμη, προσδιορίζει τον τρόπο που ένα σωματίδιο έλκει ένα άλλο, ανεξαρτήτως αποστάσεως και η οποία ισχύει σε κάποιο, έστω απειροστό, βαθμό και παντού.

Ο Νεύτωνας συνέθεσε με επιτυχία τα κομμάτια αυτού του κοσμικού πάζλ και μελέτησε πώς και σε ποιο βαθμό σχετίζονται αναλογικά μεταξύ τους. Επέβαλε νέους «κανόνες λογισμού στη φιλοσοφία»[17], στα πλαίσια του γεωμετρικού σύμπαντος στην παράδοση της σκέψης του Αρχιμήδη και του Ευκλείδη[18]. Απέδειξε με τον τρόπο της επαγωγής, των εμπειρικών δεδομένων και της πειραματικής μεθόδου, ορθές υποθέσεις, αποφεύγοντας τις αυθαίρετες εικασίες και συμπεράσματα (Hypothesis non fingo)[19]. Ταυτόχρονα δεν απέκλειε την έμπνευση από κάποιες εικασίες, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το έργο του, εάν επαληθεύονταν πειραματικά. Σε κάθε περίπτωση, εκδηλώνεται η βεβαιότητα ότι «η παρουσία της φυσικής αιτίας εγγυάται την ύπαρξη εν καιρώ και του αποτελέσματος που προβλέπει η θεωρία»[20].

Τέλος ο Νεύτων πίστευε πως η τελειότητα (γεωμετρική αρμονία) του σύμπαντος, είναι δημιούργημα κάποιου τέλειου όντος και τίποτα δε ξεπερνάει σε τελειότητα τον Θεό. Ο Θεός του Νεύτωνα είναι πάνω απʼ όλα Θεός-μηχανικός και γνωρίζει τα αναπόφευκτα αποτελέσματα μιας σχέσης, που βασίζεται στην αλάνθαστη θεωρία. Τα παραπάνω οδήγησαν σε έναν «αιτιοκρατικό τρόπο του σκέπτεσθαι (ντετερμινισμός, determinism)»[21] και ανέπτυξαν την ιδέα της φυσικής θρησκείας με Θεό-αρχιτέκτονα, που ορίζει το πώς τα φαινόμενα θα εξελιχθούν μέσω γεωμετρικών κανόνων. Όλο το κίνημα του Διαφωτισμού, επηρεάστηκε από αυτές τις ιδέες, δίνοντας πιθανόν τις βάσεις του ελεύθερου τεκτονισμού, που άνθισε τον 18ο αιώνα.

Από τον νομιναλισμό του Όκκαμ, τον αναγεννησιακό πλατωνισμό που επηρέασε καταλυτικά την σκέψη του Κοπέρνικου, του Κέπλερ, και του Γαλιλαίου[22], την μηχανιστική ερμηνεία της φύσης και όλες τις ανακαλύψεις που μεσολάβησαν, (ο Νεύτωνας) έθεσε τα πάντα στην υπηρεσία της δικιάς του κοσμοθεωρίας, με βάση την απλή αρχική διαπίστωση του νόμου της βαρύτητας. Το έργο του είναι μια ολοκληρωμένη απόδοση, των επιτευγμάτων των φιλοσόφων από την εποχή του Κοπέρνικου τουλάχιστον και μπορεί να συγκριθεί σε πληρότητα, μόνο με την κοσμοθεωρία του Αριστοτέλη, καθώς ο Φιλόσοφος μπορεί να έσφαλε σε αρκετές υποθέσεις, όμως ο τρόπος σκέψης του δεν ήταν αντιεπιστημονικός.

Την παραπάνω πρόταση θα πρέπει να φέρουμε στο νου μας, μελετώντας τη συνέχεια της επιστημονικής παράδοσης ανά τους αιώνες. Εάν η μετάβαση στη νεώτερη Επιστήμη, συμβολίζεται με την καταδίκη του Γαλιλαίου από την εκκλησιαστική καθεστηκυία τάξη, αυτό δε σημαίνει ότι δεν προηγήθηκαν πνευματικά πονήματα που συνέβαλαν στη μετάβαση αυτή. Χωρίς το φθοροποιό έργο της σχολαστικής διδασκαλίας πάνω στο αριστοτελικό κοσμοείδωλο, η χρονική περίοδος της λεγόμενης Αναγέννησης, πιθανόν να είχε οριστεί διαφορετικά, να μην είχε βαπτιστεί με αυτό το όνομα από τον Burckhardt[23] και αναγνωριστεί ως τέτοια από την επιστημονική κοινότητα.

Επίσης, δε θα μπορούσε να υπάρξει αλλαγή της επιστημονικής μεθοδολογίας, όπως υποστηρίζει ο Crombie[24]. Το γεγονός ότι υπήρξε, δε σημαίνει ότι πρέπει να σταθούμε μόνο στη μεθοδολογία. Ο Koyré, επισημαίνει πως «η «Επιστημονική Επανάσταση του 16ου και του 17ου αιώνα δεν ήταν εκβλάστηση ή επέκταση της μεσαιωνικής επιστήμης, αλλά μια πνευματική "μετάλλαξη" που οδήγησε στη διάλυση της μεσαιωνικής κοσμοθεώρησης»[25]. Η αλλαγή της επιστημονικής μεθοδολογίας, αποτελεί μέρος των καθολικών αλλαγών στον τρόπο του σκέπτεσθαι.

Συνακολούθως, η ιστορία της φιλοσοφίας των επιστημών, δε μπορεί να γραφτεί μόνο από επιμέρους επιτεύγματα και επισήμανση μεταιχμιακών καταστάσεων, όπως η θεωρία της «αλλαγής υποδείγματος» (ή παραδείγματος) του Kuhn. Η αντιμετώπιση αυτή και μόνο, κινδυνεύει να υποβιβάσει την αξία της ιστορίας των επιστημών, σε απλή καταγραφή γεγονότων. Ο Hall διατυπώνει τη σχετική επίκριση «υποστηρίζοντας ότι η επιστημονική επανάσταση "αρνείται να διαλυθεί σε αποσπάσματα", αλλά αποτελεί "μιαν αρραγή και συναρμοσμένη σειρά νέων ανακαλύψεων συνδυασμένων με αλλαγές στο χώρο των ιδεών, και αποτελεί αυθαιρεσία να τη διασπάμε σε κεφάλαια που αφορούν συγκεκριμένα προβλήματα"»[26]. Κοντολογίς, η μελέτη και συσχέτιση των φιλοσοφικών ιδεών, μας δίνει το εύρος και την αξία της εξελικτικής τους διαδικασίας. Πιθανόν, αυτή η οδός, να είναι και η προσφορότερη για διεξαγωγή συμπερασμάτων.

Η διαμάχη των επιστημών, πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν έχει λήξει και αυτό καταδεικνύει τη σοβαρότητα και πολυπλοκότητα του ζητήματος. Η ανάλυση που επιχειρήσαμε, απλώς διαπιστώνει κάποια ιστορικά γεγονότα και προσπαθεί να μελετήσει τα αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεων που παρατηρούνται, στην εξέλιξη των ανθρώπινων ιδεών. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής σίγουρα δεν είναι τα μόνα πιθανά. Καθώς όμως δε μπορεί να υπάρξει πόνημα αλάνθαστο, εκτός ίσως από τα δημιουργήματα του Θεού, όπως θα μπορούσε να είχε πει ο Νεύτων, θα πρέπει να εκτιμήσουμε τη διάνοια και την εργασία φιλοσόφων παρελθόντων ετών, στα πλαίσια αναφοράς τους. Με την ελπίδα πως και στην δικιά μας περίπτωση, «…οι μελλοντικές γενιές θα μας κάνουν την ανάλογη χάρη»[27], οφείλουμε να ενθαρρύνουμε τη συμπλήρωση και διόρθωση τυχόν λαθών των ισχυόντων θεωριών αλλά και ερευνών, αποκλείοντας μανιχαϊστικές αντιλήψεις, προς αναζήτηση της αλήθειας.

Θεόδωρος Α. Κοτσιλιέρης, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Σημειώσεις – παραπομπές
[1] βλ. J. Losee, Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 61
[2] ό.π., σ. 37
[3] ό.π., σ. 47
[4] A. Koyré, Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας – Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991, σ. 49
[5] Π. Βαλλιανός, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Βʼ, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ. 23
[6] D.C. Lindberg, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997, σ. 521
[7] Π. Βαλλιανός, σ. 29
[8] Α. Koyré, σ. 51
[9] βλ. J. Losee, σ. 70-71
[10] Π. Βαλλιανός, σ. 30
[11] ό.π.
[12] Α. Koyré, σ. 51
[13] βλ. J. Losee, σ. 73-76
[14] A. Koyré, σ. 51
[15] ό.π., σ. 56
[16] Π. Βαλλιανός, σ. 56
[17] βλ. J. Losee, σ. 133
[18] βλ. ό.π., σ. 41
[19] βλ. ό.π., σ. 131-133
[20] Π. Βαλλιανός, σ. 58
[21]
βλ. ό.π.
[22] βλ. J. Losee, σ. 71, 73, 81.
[23] βλ. D.C. Lindberg, σ. 506
[24] βλ. ό.π., σ. 509-510
[25] ό.π., σ. 510
[26] ό.π., σ. 521
[27] ό.π., σ. 517
Βιβλιογραφία.
Βαλλιανός Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Βʼ, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
Losee J. ., Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993
Lindberg D.C. ., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997
Koyré A. ., Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας – Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991
via

Συνείδηση: φιλοσοφικό παράδοξο ή αντικείμενο επιστημονικής έρευνας;

$
0
0


Το ζήτημα της συνείδησης προσέλκυσε συχνά την προσοχή του ανθρώπου. Στο παρελθόν αποτελούσε αποκλειστικά πεδίο έκφρασης φιλοσοφικών στοχασμών, πρόσφατα όμως ψυχολό­γοι αλλά και νευροεπιστήμονες άρχισαν να ασχολούνται με το αποκαλούμενο πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στον νου και στο σώμα (αγγλ. the mind­ od prolem ή, σύμφωνα με την υπαι­νικτική φράση του Schopenhauer, με «το πρόβλημα του αινίγ­ματος του κόσμου».

Στο κεφάλαιο αυτό θα κάνουμε μια σύντο­μη ανασκόπηση στις κλασικές και τις σύγχρονες προσεγγίσεις που αφορούν το ζήτημα της συνείδησης. Θα επισημάνουμε τις  διάφορες θέσεις που έχουν υιοθετήσει φιλόσοφοι, ψυχολόγοι και νευροεπιστήμονες, απορρίπτοντας τις πιο ακραίες από αυ­τές, όπως τον δυϊσμό ή τον ακραίο αναγωγισμό.

Σύμφωνα με τη δική μας άποψη, η συνείδηση μπορεί να θεωρηθεί αντικεί­μενο επιστημονικής έρευνας και δεν ανήκει αποκλειστικά στο πεδίο της φιλοσοφίας.Όλοι γνωρίζουμε τι είναι η συνείδηση: είναι αυτό που μας εγκαταλείπει κάθε βράδυ όταν μας παίρνει ο ύπνος και που επανεμ φανίζεται το επόμενο πρωί όταν ξυπνάμε. Η απατηλή αυτή απλότητα μας θυμίζει τα λόγια του William James σχετικά με την προσοχή, στις αρχές του 20ού αιώνα: «Όλοι γνωρίζουμε τι είναι προσοχή: ο νους υιοθετεί, ενεργά και με σαφήνεια,έναν ειρμό σκέψης μεταξύ πολλών πιθανών εναλλακτικών».


Πάνω από εκατό χρόνια αργότερα, πολλοί πιστεύουν πως δεν έχουμε κατανοήσει σε βάθος ούτε τι είναι προσοχή ούτε τι είναι συνείδηση.Αυτό δεν οφείλεται ασφαλώς στην απουσία ενδιαφέροντος από πλευράς φιλοσοφικών ή επιστημονικών κύκλων. Από την εποχή του Καρτέσιου, ελάχιστα ζητήματα έχουν απασχολήσει τους φιλοσόφους τόσο έντονα όσο ο γρίφος της συνείδησης.για τον Καρτέσιο, όπως και για τον James, η συνείδηση ήταν συνώνυμη της «σκέψης»: επί παραδείγματι, ο ειρμός σκέψης που αναφέρει ο James δεν είναι τίποτα άλλο από τη ροή της συνείδησης. Το cogito ergo sum, «σκέφτομαι, άρα υπάρχω», που ο Καρτέσιος χρησιμοποίησε ως θεμέλιο της φιλοσοφίας του στο έργο Meditationes de prima philosophia, αποτελούσε άμεση αναγνώριση του κεντρικού ρόλου της συνείδησης όσον αφορά τόσο την οντολογία (αυτό που υπάρχει) όσο και την επιστημολογία (τι γνωρίζουμε και πώς το γνωρίζουμε). εάν το πάρουμε κατά γράμμα, το «έχω συνείδηση, άρα υπάρχω» μπορεί να μας οδηγήσει στον σολιψισμό (ακραίο υποκειμενισμό), δηλ. στην άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέραν της υποκειμενικής συνείδησης, την οποία είναι προφανώς αδύνατον να ασπάζονται δύο συγγραφείς (όπως εμείς) που ανέλαβαν να συνεργαστούν για τη συγγραφή ενός βιβλίου. Πιθανότερο όμως είναι ότι με αφετηρία την παραπάνω φιλοσοφική θέση μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε ιδεαλιστικές απόψεις που δίνουν προβάδισμα στον νου –στις ιδέες, στην αντίληψη, στη σκέψη,με μια λέξη στη συνείδηση– επί της ύλης. Ωστόσο, ξεκινώντας από τον νου, οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες πρέπει να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια ώστε να εξηγήσουν την ύλη, κάτι όχι απαραίτητα ευκολότερο από το να ξεκινάς από την απλή ύλη και να καταλήγεις στον νου.

Ο Καρτέσιος υποστήριζε ότι υπάρχει απόλυτη διάκριση ανάμεσα στη νοητική και την υλική ουσία. ειδοποιό γνώρισμα της ύλης, κατά τη γνώμη του, είναι η έκταση, το γεγονός ότι αυτή καταλαμβάνει χώρο και επομένως μπορεί να ερμηνευθεί με φυσικούς όρους, ενώ ειδοποιό γνώρισμα του νου είναι η συνείδηση ή, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, η σκέψη. υπ’ αυτή την άποψη, η νοητική ουσία ενυπάρχει σε κάθε νου χωριστά. Με την παραπάνω συλλογιστική, ο Καρτέσιος εισήγαγε τον δυϊσμό, φιλοσοφική θέση που από επιστημονική σκοπιά δεν ικανοποιεί, αν και μοιάζει διαισθητικά απλή και ευνόητη, μέχρι τη στιγμή που επιχειρεί κανείς να εξηγήσει τη σύνδεση μεταξύ σώματος και νου (βλ. εικόνα 1.1). Από την εποχή του Καρτέσιου,διάφοροι φιλόσοφοι έχουν προτείνει ποικίλες εκδοχές του δυϊσμού ή αντίστοιχων φιλοσοφικών προτάσεων. επί παραδείγματι, μια σχετική θεωρία είναι αυτή του επιφαινομεναλισμού,που όπως και άλλες θεωρίες υποστηρίζει ότι ο νους και το σώμα διαφέρουν, αλλά διατείνεται ότι μοναδικά πραγματικά αίτια των νοητικών εμπειριών είναι τα φυσικά γεγονότα, απ’ όπου ον ους προκύπτει ως συμπτωματικό επακόλουθο. Όπως είπε ο Thomas Huxley, «φαίνεται ότι η συνείδηση σχετίζεται με τον μηχανισμό του σώματος απλά ως παράπλευρο προϊόν της λειτουργίας του και δεν έχει καμία επίδραση στη λειτουργία αυτή, όπως και η σφυρίχτρα ενός τρένου δεν έχει καμία επίδραση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα μηχανικά μέρη του».

sxedio_kartesiouΣχεδιάγραμμα του Καρτέσιου για το πως ο εγκέφαλος σχηματίζει νοητικές εικόνες ενός αντικειμένου. Η αλληλεπίδραση νοητικής ουσίας και σωματικής ουσίας υποτίθεται ότι σχηματίζεται στην επίφυση

Πιο πρόσφατα, πολλοί φιλόσοφοι υιοθέτησαν υλιστικές απόψεις, υποστηρίζοντας ότι ο νους και η συνείδηση ταυτίζονται με τις λειτουργίες του εγκεφάλου, ή τουλάχιστον με ορισμένες από τις λειτουργίες αυτές. Μερικές υλιστικές προσεγγίσεις φθάνουν στο σημείο να αρνούνται ότι η συνείδηση έχει οιαδήποτε οντολογική ή γνωστική εγκυρότητα· επιμένουν ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέραν της λειτουργίας των εγκεφαλικών κυκλωμάτων ή, τουλάχιστον, ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να χρήζει ερμηνείας.

Αρκετοί φιλόσοφοι εξέφρασαν την άποψη ότι μόλις κατανοήσουμε επαρκώς τη λειτουργία του εγκεφάλου, η έννοια της συνείδησης θα εκλείψει, όπως εξέλειπε και η έννοια του φλογιστού (πτητικού συστατικού που παλιά πίστευαν ότι υπάρχει σε όλα τα καύσιμα υλικά και ότι απελευθερώνεται κατά την καύση με τη μορφή της φλόγας), όταν έγινε κατανοητή η οξείδωση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, λοιπόν, το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ νου και σώματος αίρεται με την άρνηση ή με τον ερμηνευτικό εξοστρακισμό της παραμέτρου της συνείδησης.

Άλλες υλιστικές θέσεις επιμένουν ότι αν και η συνείδηση δημιουργείται από φυσικά συμβάντα στον εγκέφαλο, προκύπτει μάλλον παρά περιορίζεται από αυτά, με τον ίδιο τρόπο που προκύπτουν οι ιδιότητες του νερού από τον χημικό συνδυασμό δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου, οι οποίες δεν περιορίζονται από τις ιδιότητες μόνο του υδρογόνου ή μόνο του οξυγόνου. Τέτοιου είδους απόψεις, αν και έχουν διατυπωθεί με ποικίλες επιμέρους λεπτομέρειες, σε γενικές γραμμές αναγνωρίζουν στη συνείδηση κάποια υπόσταση, τουλάχιστον σε ερμηνευτικό επίπεδο.

Παρ’ όλα αυτά, κοινή πεποίθηση αποτελεί το ότι δεν υπάρχει ουσία «συνείδησης» διακριτή από την ουσία του «εγκεφάλου».Η φιλοσοφική διαμάχη όσον αφορά τη σχέση νου και σώματος έχει σήμερα φθάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο φιλοσοφικού στοχασμού· ορισμένες από τις σημερινές αντιπαραθέσεις, με όλες τις ιδιαιτερότητές τους, στέκονται επάξια δίπλα σε εκείνες που άνθησαν μεταξύ των μετακαρτεσιανών φιλοσόφων. Όπως είχαμε τη μονιστική θεωρία του Spinoza, τον οκαζιοναλισμό (συμπτωσιαρχία) του Malebranche, τον παραλληλισμό του Leibniz και το δόγμα του περί προδιατεταγμένης αρμονίας, σήμερα έχουμε τη θεωρία κεντρικής κατάστασης, τον ουδέτερομονισμό, τον λογικό συμπεριφορισμό, τον φυσικαλισμό – δείγμα και φυσικαλισμό – τύπο, τον επιφαινομεναλισμό- δείγμα και επιφαινομεναλισμό – τύπο, τον ανώμαλο μονισμό, τον αναδυόμενο υλισμό, τον εξαλειπτικό υλισμό, διάφορα είδη λειτουργισμού και πολλά άλλα.

Παρά την αφθονία φιλοσοφικών τοποθετήσεων, το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στον νου και στο σώμα δεν φαίνεται ότι μπορεί να βρει ικανοποιητική λύση μόνο με φιλοσοφικά επιχειρήματα. Όπως είχε πει και ο Colin McGinn, φιλόσοφος με ακραίες θέσεις ως προς το ζήτημα αυτό: «εδώ και πολύ καιρό προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα της σχέσης σώματος και νου. Αντιστέκεται πεισματικά, κόντρα και στις καλύτερες προσπάθειές μας. Το μυστήριο παραμένει. Πιστεύω πως έφθασε η ώρα να παραδεχτούμε ευθαρσώς ότι δεν είμαστε σε θέση να το λύσουμε. [Δεν έχουμε ακόμα την παραμικρή ιδέα για το πώς] το νερό του εγκεφάλου μετατρέπεται στο κρασί της συνείδησης».
(Σ.τ.Μ.: για τον Spinoza, νους και σώμα είναι ένα. Ηευκαιριοκρατία και η θεωρία της προδιατεταγμένης αρμονίας υπάγονται στη διδασκαλία του ψυχοφυσικού παραλληλισμού, σύμφωνα με τον οποίο η ύλη και το πνεύμα, το σώμα και η ψυχή είναι υποστάσεις αυτόνομες και ανεξάρτητες που αλληλεπιδρούν έμμεσα, χάρη στην παρουσία ενός άλλου συντελεστή, του Θεού. )
Οι φιλοσοφικές προσπάθειες εντοπισμού των πηγών της συνείδησης υπόκεινται βέβαια σε έναν θεμελιώδη περιορισμό,ο οποίος απορρέει εν μέρει από την παραδοχή ότι η προέλευση της ενσυνείδητης σκέψης είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί μέσω της διαδικασίας του σκέπτεσθαι και μόνο. Η συγκεκριμένη παραδοχή είναι εξίσου ανεπαρκής με τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν στο παρελθόν να γίνει κατανοητή η κοσμογονία, η βάση της ζωής και η σύνθετη δομή της ύλης απουσία επιστημονικής παρατήρησης και επιστημονικών πειραμάτων. Ουσιαστικά, οι φιλόσοφοι που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα δια-κρίθηκαν κατά κύριο λόγο όχι τόσο στο να προτείνουν λύσεις όσο στο να τεκμηριώνουν το μέγεθος της δυσκολίας του. Αυτό που πολλοί φιλόσοφοι επαναλαμβάνουν επίμονα είναι το εξής:Ό,τι κι αν κάνουν οι επιστήμονες, στα ενσυνείδητα άτομα είναι αδύνατον να εναρμονιστεί πλήρως η θεώρηση (προοπτική)του κόσμου σε πρώτο πρόσωπο με τη θεώρηση (προοπτική) του σε τρίτο πρόσωπο· το ερμηνευτικό χάσμα μεταξύ των δύο δεν γεφυρώνεται και το κομβικό (και δυσκολότερο) πρόβλημα – το πώς προκύπτει η αίσθηση φαινομενικών ή βιωματικών καταστάσεων από τη δράση των νευρώνων μας – δεν επιλύεται.

Τι αποτελέσματα είχαν όμως οι προσπάθειες των επιστημόνων να λύσουν το μυστήριο; Αν ρίξουμε μια ματιά στην ψυχολογία, θα δούμε ότι η «επιστήμη του νου» είχε πάντοτε πρόβλημα στο να εντάξει τη συνείδηση – μια έννοια που θα έπρεπε να βρίσκεται στα κύρια ενδιαφέροντά της – σε ένα αποδεκτό θεωρητικό πλαίσιο. Στην ψυχολογία η ενδοσκόπηση, στην οποία οι Titchener και Külpe δημιούργησαν παράδοση, ήταν το ανάλογο των φιλοσοφικών θέσεων του ιδεαλισμού και της φαινομενολογίας. Η ενδοσκόπηση είχε ως σκοπό να περιγράψει τη συνείδηση όπως τη βλέπει το άτομο αποκλειστικά από μέσα, εξ ου και ο όρος. Πολλοί οπαδοί της πίστευαν σε ένα είδος ατομικής θεωρίας της ψυχολογίας και, σε αντίθεση με ορισμένους σημερινούς νευροφυσιολόγους, θεωρούσαν ότι η συνείδηση αποτελείται από στοιχειώδη τμήματα που ήταν δυνατόν να καταγραφούν (ασχέτως του ότι η αμερικανική σχολή κατέγραψε πάνω από 40.000 αισθήσεις, ενώ η γερμανική μόλις12.000).

Αντίθετα, οι συμπεριφοριστές προσπάθησαν να εξαλείψουν εντελώς τη συνείδηση από τον επιστημονικό λόγο, θέση παραπλήσια με εκείνη ορισμένων σύγχρονων φιλοσόφων, προκαλώντας πολλές αντιδράσεις.Οι σημερινοί γνωστικοί ψυχολόγοι έχουν επανεντάξει τη συνείδηση και τον νου στις έννοιες που νομιμοποιείται να πραγματεύεται η επιστήμη τους. Θεωρούν ότι η συνείδηση συνιστά είτε μια ειδική ενότητα είτε ένα στάδιο σε κάποιο διάγραμμα ροής που περιγράφει μια ιεραρχία επεξεργασίας πληροφορίας.για τους γνωστικούς ψυχολόγους, η συνείδηση ουσιαστικά θεωρείται ως ένα πεδίο επιβράδυνσης της νοητικής λειτουργίας, το οποίο ενδεχομένως οφείλεται σε εγγενείς περιορισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου. Έχουν προταθεί αρκετά τέτοια μοντέλα αναφορικά με τις λειτουργίες που σχετίζονται με τη συνείδηση,τα οποία αντλούν ιδέες από το πεδίο της γνωστικής ψυχολογίας, εμπνέονται από την τεχνητή νοημοσύνη ή χρησιμοποιούν αντιστοιχίσεις δανεισμένες από την επιστήμη των υπολογιστών,όπως εκείνη του κεντρικού εκτελεστικού συστήματος ή του λειτουργικού συστήματος. Οι ψυχολόγοι παρομοιάζουν επίσης τη συνείδηση με θεατρική σκηνή, στην οποία ενοποιούνται πληροφορίες από ποικίλες πηγές με σκοπό τον έλεγχο της συμπεριφοράς.

Ορισμένες από αυτές τις διαισθητικές προσεγγίσεις μπορεί να βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση, ενώ άλλες ενδέχεται να είναι εντελώς άστοχες αλλά ταυτοχρόνως ελκυστικές.Παρ’ όλα αυτά, το σίγουρο είναι ότι τέτοιου είδους διαισθητικές προσεγγίσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την κατανόηση της συνείδησης με αυθεντικά επιστημονικά κριτήρια. Τα μοντέλα της γνωστικής ψυχολογίας συνήθως δεν έχουν πολλά να προσφέρουν όσον αφορά τη βιωματική, φαινομενική πλευρά της ενσυνείδητης εμπειρίας. Σύμφωνα με τα μοντέλα αυτά,η συνείδηση ως εμπειρία φαινομένων (συχνά και ως συναισθημάτων) θα μπορούσε κάλλιστα να μην υπάρχει, αρκεί να ήταν δυνατή η εκτέλεση ορισμένων από τις λειτουργίες που της αποδίδονται (π.χ. λειτουργίες ελέγχου, συντονισμού ή σχεδιασμού).Στο πεδίο της γνωστικής ψυχολογίας, οι τυπικές περιγραφές δεν προσφέρουν καμιά πειστική εξήγηση γιατί μια πράξη πολλαπλασιασμού εκτελούμενη αργά και διστακτικά από έναν άνθρωπο είναι μια ενσυνείδητη διαδικασία, ενώ η ίδια πράξη εκτελούμενη ταχύτατα από έναν υπολογιστή τσέπης προφανώς δεν είναι. επίσης, δεν εξηγούν γιατί οι σύνθετες διεργασίες που είναι απαραίτητες για την εξισορρόπηση του βάρους μας όταν περπατάμε ή για να αρθρώσουμε τις λέξεις όταν μιλάμε παραμένουν ασυνείδητες, τη στιγμή που μια απλή άσκηση πίεσης στο δάκτυλό μας προξενεί ενσυνείδητη εμπειρία.

Τέλος, όπως έχουν επισημάνει πολλοί επικριτές της γνωστικής ψυχολογίας, κάθε προσέγγιση της συνείδησης αυστηρά λειτουργιστική, δηλ. εναρμονισμένη στη λογική της επεξεργασίας πληροφοριών, ελάχιστα ερμηνεύει το γεγονός ότι η λειτουργία της συνείδησης προϋποθέτει τη δραστηριοποίηση συγκεκριμένων νευρικών υποστρωμάτων. Με τα υποστρώματα αυτά, ακριβώς, ασχολούνται κατά κύριο λόγο οι νευροεπιστήμονες. Με εξαίρεση ορισμένες θεμελιώδεις παρατηρήσεις για καταστάσεις όπως το κώμα, η αναισθησία κ.λπ., οι νευροεπιστήμονες ήταν κατά κανόνα εξαιρετικά προσεκτικοί όσον αφορά τις προσεγγίσεις τους στο ζήτημα της συνείδησης. Οι περισσότεροι επικαλούνται έναν πολύ βολικό αγνωστικισμό σχετικά με το θέμα και θεμελιώνουν τις επιφυλάξεις τους στην άγνοια που επικρατεί σε επιστημονικό επίπεδο. Αν και πολλοί θα προσυπέγραφαν μάλλον κάποιου είδους καθολική εξήγηση σε επίπεδο συστήματος –αρκεί να ήξεραν ποια να διαλέξουν – προς το παρόν θεωρούν πιο καρποφόρα τη σχολαστική συλλογή νέων δεδομένων και παρατηρήσεων, αφήνοντας τη διατύπωση θεωριών για το μέλλον.

Κατά την τελευταία δεκαετία, όμως, κάτι σίγουρα άλλαξε στη σχέση που συνδέει τις μελέτες της συνείδησης με τις νευροεπιστήμες. Οι επιστήμονες φαίνεται να φοβούνται λιγότερο να θίξουν ανοικτά το ζήτημα, γράφονται βιβλία από νευροεπιστήμονες, κυκλοφορούν νέα επιστημονικά περιο-δικά, ενώ έχουν διεξαχθεί και μελέτες στις οποίες η συνείδηση αντιμετωπίζεται ως πειραματική παράμετρος.

Έχουν επίσης διατυπωθεί πρόσφατα ορισμένες «επιστημονικές» υποθέσεις, που αν και δεν έχουν την ευρύτητα των αντίστοιχων φιλοσοφικών είναι από ορισμένες απόψεις ακόμη πιο αλλόκοτες ή ακραίες. επί παραδείγματι, ορισμένοι νευροεπιστήμονες έχουν προσχωρήσει σε δυϊστικές απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες ο ενσυνείδητος νους (αγγλ. conscious mind) αλληλεπιδρά με τον εγκέφαλο μέσω ψυχονίων (αγγλ. psychons) που επικοινωνούν με δενδρίτες σε ορισμένες περιοχές του αριστερού ημισφαιρίου (ο Καρτέσιος θεωρούσε ότι η αλληλεπίδραση αυτή λαμβάνει χώρα στην επίφυση, διότι ο συγκεκριμένος αδένας βρίσκεται στο μέσο της κεφαλής).

Μερικοί επιστήμονες όχι απαραίτητα νευροεπιστήμονες) έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμβατική φυσική δεν αρκεί για τη θεωρητική θεμελίωση της συνείδησης, προσφεύγοντας στην επίκληση«απόκρυφων» εννοιών της φυσικής – όπως η κβαντική βαρύτητα – για κάτι τέτοιο. Ορισμένοι άλλοι επιστήμονες ακολούθησαν μια στρατηγική που μοιάζει αποδοτικότερη: εστίασαν την προσοχή τους στην αναζήτηση συγκεκριμένων νευρικών αντιστοίχων της συνείδησης. Πράγματι, στον τομέα αυτό έχει σημειωθεί σαφής πρόοδος. για παράδειγμα, με δεδομένες τις περιορισμένες γνώσεις νευρολογίας που υπήρχαν στην εποχή του, ο James κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νευρική βάση της συνείδησης δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ολόκληρο τον εγκέφαλο.

Σήμερα, οι επιστήμονες μπορούν να γίνουν πιο συγκεκριμένοι και πιο αναλυτικοί. Διάφοροι συγγραφείς θεωρούν ότι η συνείδηση στηρίζεται σε διάφορες δομές του εγκεφάλου, δομές με απρόσιτα ονόματα όπως: ενδοπετάλιοι πυρήνες θαλάμου, δικτυωτός πυρήνας, μεσεγκεφαλικός δικτυωτός σχηματισμός, ενδοφλοιώδες κατ’ εφαπτομένη δίκτυο στιβάδων ι-ιι και θαλαμοφλοιικά κυκλώματα.

Σήμερα βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη διαμάχες πάνω σε ζητήματα αδιανόητα την εποχή που έγραφε ο James: Συμβάλλει ή όχι ο πρωτογενής οπτικός φλοιός στην ενσυνείδητη εμπειρία; Οι περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται άμε-σα με τον προμετωπιαίο φλοιό σχετίζονται περισσότερο με τη συνείδηση από εκείνες που δεν συνδέονται άμεσα με αυτόν;Συμμετέχει στη συνείδηση ένα μόνο συγκεκριμένο υποσύνολο νευρώνων του φλοιού; εάν ναι, οι νευρώνες αυτοί χαρακτηρίζονται από κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα ή θέση; Προκειμένου να συμβάλλουν στη ενσυνείδητη εμπειρία, οι νευρώνες του φλοιού πρέπει να λειτουργούν στα 40 Hz ή πρέπει να εκφορτίζονται απότομα κατά διαδοχικά διαστήματα; Διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου ή διαφορετικές ομάδες νευρώνων δημιουργούν διαφορετικά τμήματα της συνείδησης – ένα είδος μικρο-συνείδησης;

Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν ολοένα και συχνότερα αντι-κείμενο συζήτησης, που τροφοδοτείται από νέα πειραματικά δεδομένα. εν τούτοις, όπως φαίνεται και από την αφθονία ερωτημάτων και υποθέσεων, σίγουρα κάτι λείπει από τις προσπάθειες σύνδεσης του νευρικού υποβάθρου της συνείδησης με το ένα ή το άλλο σύνολο νευρώνων. για άλλη μια φορά, είμαστε αντιμέτωποι με το «αίνιγμα του κόσμου». Με ποιον μυστήριο μετασχηματισμό μετατρέπεται σε υποκειμενική εμπειρία η εκφόρτιση νευρώνων που έχουν συγκεκριμένη θέση στον εγκέφαλο ή συγκεκριμένη βιοχημική ιδιότητα, ενώ η εκφόρτιση άλλων νευρώνων δεν μετατρέπεται; Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, το ότι ορισμένοι φιλόσοφοι θεωρούν τις προσπάθειες αυτές ως τυπικά παραδείγματα σφάλματος κατηγόρησης, δηλ. του να προσδίδεται σε κάτι μια ιδιότητα που αυτό είναι αδύνατον να έχει. Δεν είναι επίσης περίεργο το ότι γίνονται τέτοιου είδους σφάλματα, δεδομένης της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει τη συνείδηση ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης.

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το θεμελιώδες πρόβλημα που τίθεται από αυτή η ιδιαιτερότητα. εμείς θεωρούμε ότι η συνείδηση δεν συνιστά αντικείμενο αλλά διαδικασία και ότι από αυτή την άποψη αποτελεί όντως αντικείμενο κατάλληλο για επιστημονική μελέτη.

Πηγή: ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ Edelman M. Gerald (Βραβείο Nobel 1972), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
via

Κβαντομηχανική και Αρχαία Φιλοσοφία

$
0
0


Στη νεότερη Φυσική και κυρίως στον κβαντικό κόσμο των σωματίων βλέπουμε την όρων, εννοιών, μορφών και σχέσεων που άμεσα παραπέμπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, στις διάφορες σχολές σκέψης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Όμως, θα ήταν σωστό να αναφερθεί ότι οι έλληνες φιλόσοφοι της αρχαιότητας είχαν ασφαλώς εκφράσει ­ και συχνά μάλιστα ­ λανθασμένες και ενίοτε εντελώς απλοϊκές απόψεις για τα διάφορα φαινόμενα που μελετούσαν. Παραμένει όμως γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι για πρώτη φορά έγιναν προσπάθειες να περιγραφεί ο κόσμος με έναν πράγματι ορθολογικό τρόπο. Στη θετική αυτή εικόνα της φιλοσοφίας τους, ­ που θα μπορούσε να την δούμε σαν την απαρχή της επιστήμης,  μπορεί να προστεθεί και η επικαιρότητα της σκέψης τους, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένα ζητήματα που και σήμερα ακόμη απασχολούν τη νεότερη Φυσική.

Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις της κβαντομηχανικής, η κίνηση (κατάσταση) ενός μικροσωματίου «περιγράφεται» προσεγγιστικά από μια κυματοσυνάρτηση, της οποίας η λύση είναι μια συνάρτηση πιθανότητας, που δεν περιγράφει μια συγκεκριμένη, μοναδική κίνηση (κατάσταση), αλλά ένα ολόκληρο σύνολο δυνατοτήτων (πιθανοτήτων), δηλαδή ένα σύνολο δυνατών κινήσεων (καταστάσεων). Είναι, επίσης, γενικά αποδεκτή η θέση ότι η κατάσταση του κβαντικού σωματιδίου είναι «οργανικά» δεμένη με το περιβάλλον.


Ανάλογα όμως με τη σχολή σκέψης ­ τη θετικιστική, για παράδειγμα, και ιντετερμινιστική ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης ή την πιο ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία άλλων ρευμάτων σκέψης ­ το σωματίδιο θεωρείται ότι αλληλεπιδρά είτε μόνο με το μετρητικό όργανο και το μακροφυσικό του γενικά περιβάλλον είτε συγχρόνως και με το μικροφυσικό του περιβάλλον και κάποιες κρυμμένες μεταβλητές του συστήματος (λέγονται και λανθάνουσες παράμετροι).

Η ύπαρξη της συσκευής μέτρησης είναι επομένως, σε κάθε περίπτωση, καθοριστική. Με την ύπαρξη του μετρητικού οργάνου, κατά την παρατήρηση, μεταβάλλεται η κυματοσυνάρτηση με ασυνεχή τρόπο (κβαντικό άλμα), και από όλες τις δυνατές καταστάσεις προκύπτει τελικά μια μοναδική πραγματικότητα (η κίνηση π.χ. του σωματιδίου, που τελικά καταγράφεται από το όργανο). Από το «δυνατό» προκύπτει δηλαδή το «πραγματικό». Οι φυσικοί μιλούν στην περίπτωση αυτή για την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.

Αυτή η περιγραφή της κβαντικής μέτρησης, με την ταυτόχρονη εξέλιξη του φαινομένου και την ανάδυση της πραγματικότητας μέσα από τη δυνατότητα (πιθανότητα), παραπέμπει (όπως επισημαίνει ο νεοπυθαγόρειος – νεοπλατωνικός θεωρητικός φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ που θεμελίωσε την κβαντομηχανική του με βάση  το θετικιστικό αξίωμα ότι υπάρχει μόνο αυτό που παρατηρείται) στην αριστοτελική διάκριση των εννοιών «δυνάμει» και «ενεργεία», ως βαθμίδων του όντος, και στις αντίστοιχες αριστοτελικές έννοιες ύλης και μορφής. Ο Αριστοτέλης εισάγει για τη μελέτη των φυσικών φαινομένων τη δυνητική και την πραγματική έννοια του όντος, διακρίνοντας το δυνάμει ον, που είναι η ύλη ως απλή δυνατότητα, από το ενεργεία ον, που πραγματώνεται διά της μορφής του. Σύμφωνα επομένως με τον Αριστοτέλη το ενεργεία ον προκύπτει από το δυνάμει ον.

Μέσα από τη θεωρία αυτή προβάλλει σίγουρα μια διαλεκτική αντίληψη για τη φύση, μια διαλεκτική δηλαδή αντίληψη για το είναι και το γίγνεσθαι. Η θεωρία όμως αυτή δεν είναι μόνο διαλεκτική· είναι επίσης και άκρως τελεολογική. Το είναι αυτοπραγματώνεται μέσα στο γίγνεσθαι. Για να εκφράσει ο Αριστοτέλης την αυτοπραγμάτωση αυτή χρησιμοποιεί την έννοια της εντελέχειας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «έστι γαρ το εν και δυνάμει και εντελεχεία». Θα ήταν ίσως χρήσιμο να ειπωθεί εδώ ότι η διαλεκτική πλευρά της θεωρίας του συμβαδίζει ικανοποιητικά με τις απόψεις της σύγχρονης κβαντομηχανικής, πράγμα που οπωσδήποτε δεν μπορεί να υποστηριχθεί για την τελεολογική πλευρά αυτής της θεωρίας. Η έννοια της σκοπιμότητας σχετίζεται βέβαια με τις έννοιες της αιτιότητας και της αναγκαιότητας, που ακόμη και σήμερα απασχολούν και προβληματίζουν τη σύγχρονη μικροφυσική. Ωστόσο ειδικά η έννοια της σκοπιμότητας είναι μάλλον πρόβλημα της μεταφυσικής παρά της επιστημονικής σκέψης.

Ας επιστρέψουμε όμως στο κινούμενο μικροσωμάτιο και ας θέσουμε την ερώτηση: Τι είναι τελικά ένα στοιχειώδες σωμάτιο σύμφωνα με τη νεότερη Φυσική; Είναι μήπως κύμα, πεδίο, σωματίδιο, κύμα-σωμάτιο, κυματοδέσμη, χώρος Χίλμπερτ, ενέργεια, ή μήπως μια πυθαγόρεια-πλατωνική μορφή; Θα μπορούσαμε επίσης
να ρωτήσουμε: Ποιες αρχές διέπουν την κίνησή του; Η αιτιότητα, η αναγκαιότητα ή η αναίτια τυχαιότητα;

Στην προσπάθειά της να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά η νεότερη Φυσική «πέφτει» επάνω σε προβλήματα και έννοιες που σχετίζονται με την αρχαία ελληνική σκέψη. Ο υλιστικός μονισμός των Ιώνων, η αριθμολογία και η μαθηματική θεώρηση του Πυθαγόρα, η διαλεκτική αλλά συγχρόνως και ενεργειοκρατική μάλλον θεώρηση του Ηράκλειτου, η οντολογία του Παρμενίδη, ο υλισμός του Δημόκριτου και του Επίκουρου, ο δυϊσμός του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα, η πυθαγόρεια-πλατωνική θεωρία των μορφών, ή, τέλος, ο ορθολογισμός και η διαλεκτική σκέψη του Αριστοτέλη είναι πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας φιλοσοφίας που με αξιοθαύμαστο τρόπο (παρά τα σφάλματα και τις ασάφειές της) διατηρεί τη ζωντάνια της και γονιμοποιεί ακόμη και σήμερα την επιστήμη.

Παρ’ όλη πάντως την κοπιώδη προσπάθεια 25 σχεδόν αιώνων, στον φιλοσοφικό και επιστημονικό τομέα, αλλά και την τεράστια και ασύλληπτη ανάπτυξη της τεχνικής επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών, τα πανάρχαια προβλήματα της γνώσης, σε ένα ουσιαστικό και βαθύτερο επίπεδο, συνεχίζουν να παραμένουν άλυτα, ενώ η εικόνα του κόσμου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ο κόσμος της μικροφυσικής παραμένει αβέβαιος, ασαφής και συγκεχυμένος· ή, για να είμαστε πιο ακριβείς στη διατύπωση, η γνώση μας για τον μικρόκοσμο χαρακτηρίζεται από εννοιολογική σύγχυση, ασάφεια και αβεβαιότητα. Τελικά, είμαστε και εμείς αναγκασμένοι να παραδεχθούμε ότι πράγματι «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί».
Πηγές: Ι.Μαρκόπουλος, Φιλοσοφία Ευτύχη Μπιτσάκη
via

Η ηθική ως δημόσια υποχρέωση

$
0
0


Η επιδίωξη ηθικών σκοπών μέσω του καταναγκασμού μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική

Η καντιανή ηθική ως σύνολο ιδεών, θέσεων και αρχών, που εκκινούν από την καντιανή φιλοσοφία αλλά σε πολλά σημεία την υπερβαίνουν και την επανεξετάζουν, αποτελεί έναν σταθερό πυλώνα της σύγχρονης συζήτησης για το αγαθό και το δίκαιο. Η αντιπαράθεση αυτής της ηθικής με την αριστοτελική αρετολογία και τον ωφελιμισμό συνθέτουν ένα παζλ που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο τον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό. Μέσα σ’ αυτήν την αντιπαράθεση ενσωματώνονται πολιτικά διακυβεύματα, που αφορούν την αντίθεση του πολιτικού φιλελευθερισμού με τον κοινοτισμό, τον ωφελιμιστικό νεοφιλελευθερισμό, τον εθνοκεντρικό συντηρητισμό και τον πολιτιστικό σχετικισμό των μετανεωτερικών θεωρήσεων.

Ο Καντ κινείται από τη φιλοσοφία της ιστορίας «Ιδέα για μια γενική ιστορία με πρόθεση κοσμοπολίτικη» (1784) στην ανάλυση των γνωσιοθεωρητικών ζητημάτων «Κριτική του καθαρού λόγου» (1781) και από εκεί στα πρακτικά (δηλαδή ηθικά) προβλήματα, τα οποία αποτελούν το θέμα τριών κυρίως έργων του, της «Θεμελίωσης στη Μεταφυσική των ηθών» (1785), της «Κριτικής του πρακτικού λόγου» (1788) και της «Μεταφυσικής των ηθών» (1797). Για να καταλήξει στα τεράστια ζητήματα που προκύπτουν από τη σχέση του Λόγου με το ωραίο «Κριτική της Κριτικής δύναμης» (1790), με τη θρησκεία «Ηθική εντός των ορίων του Λόγου και μόνο» (1793) και με την επιστήμη «Η Διένεξη των Σχολών» (1798).


Η φιλοσοφία της θρησκείας του Καντ έχει την αφετηρία της στη φιλοσοφία της ηθικής. Αν λάβουμε υπόψη μας πως στις καντιανές κριτικές η ηθική στηρίζεται σε πρακτικούς λόγους και όχι, για παράδειγμα, σε θεωρητικές διδασκαλίες για την ύπαρξη της Αγίας Τριάδας, για την ενσάρκωση του Θεού, για την ύπαρξη του σώματος στη μεταθανάτια ζωή, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο φιλόσοφος εξάγει την ηθική συμπεριφορά από τον Λόγο και όχι από την πίστη. Η καντιανή ηθική θεμελιώνεται στη βάση της ελευθερίας του ανθρώπου, ο οποίος όμως δεσμεύεται από τον Λόγο με απόλυτους νόμους. Ο άνθρωπος για να είναι ηθικά καλός δεν χρειάζεται την Ιδέα ενός άλλου όντος πάνω απ’ αυτόν, αλλά μόνο να γνωρίζει τους έλλογους κανόνες που καθορίζονται από την αυτάρκεια του καθαρού πρακτικού Λόγου.

Κατά τον μεγάλο φιλόσοφο, στον άνθρωπο ενυπάρχουν οι καταβολές τήρησης του αγαθού. Παρ’ όλα αυτά εκκινεί από τη θεωρία για το ριζικό κακό στον άνθρωπο. Αυτό το κακό δεν είναι απότοκο παραπλάνησης, ούτε βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου ή στη διαφθορά του ίδιου του Λόγου, ούτε έχει καμία σχέση με το προπατορικό αμάρτημα. Απλώς συνίσταται στις κυρίαρχες ροπές του ανθρώπου, ο οποίος θέτει την ευδαιμονία του πάνω από την ηθικότητα. Το θεμέλιο του κακού βρίσκεται στους κανόνες της θέλησης, όπως αυτές πηγάζουν από την ίδια την ελευθερία. Αν το κακό δεν βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου αλλά στην ελευθερία του, τότε εκεί μπορεί να αναζητήσει και το καλό.

Η αποκατάσταση της πρωταρχικής καταβολής του καλού μέσα στον άνθρωπο είναι η αποκατάσταση της καθαρότητας του ηθικού νόμου ως ανώτατου θεμελίου όλων των γνωμόνων της ηθικής συμπεριφοράς. Αυτή η αποκατάσταση δεν μπορεί να είναι απόρροια μικροϋπολογισμών για την επίτευξη της ουράνιας βασιλείας, αλλά αποτέλεσμα της επαναφοράς των ηθικών κανόνων στην προσπάθεια αναζήτησης της ευδαιμονίας επί της γης. Μόνον τότε ο αγώνας της αγαθής αρχής επί της κακής μετατρέπεται σε αγώνα για την τήρηση των ανθρώπινων ηθικών εντολών στο επίπεδο της βασιλείας του Θεού επί της γης.

Από εδώ ξεκινά και η καντιανή στήριξη στην έλλογη θρησκεία. Αυτή η θρησκεία δεν χρειάζεται τα θαύματα, τις τελετουργίες, τις λατρείες και ξεχωριστούς λειτουργούς για να επιβάλει τη Βασιλεία του Θεού επί της γης. Η επιδίωξη να επιβάλει κανείς με τον φόβο ή με καταναγκασμούς την εφαρμογή ηθικών σκοπών είναι καταστροφική και κατά βάθος ανήθικη πράξη.

Εκκλησιαστική και έλλογη θρησκεία

Βεβαίως ο Καντ θεωρεί πως η ηθική συμπεριφορά προϋποθέτει την ιδέα μιας ηθικής κοινότητας. Μια τέτοια ηθική ένωση πολλών ανθρώπων χρειάζεται μια δημόσια υποχρέωση, η οποία βασίζεται στην εκκλησιαστική μορφή και πίστη. Σαν μια ηθική κοινότητα και μόνο βρίσκει αναγκαία την ύπαρξη της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής πίστης. Αυτή η πίστη όμως δεν μπορεί να είναι δεσπόζουσα στη σχέση μας με τον Θεό, αφού πρέπει να εκλαμβάνεται μόνον ως μέσο με ιστορική αρχή και πέρας για την προσέγγιση της έλλογης θρησκευτικής πίστης. Η εκκλησιαστική
πίστη είναι ιστορικά αναγκαία, είναι όμως και πεπερασμένη, γιατί αποτελεί το προστάδιο για την κυριαρχία της μόνης αληθινής πίστης, που είναι ή έλλογη δικαιολόγηση των ηθικών πράξεων. Η καθαρή θρησκευτική πίστη γνωρίζει πως χρειαζόμαστε μια θεσπισμένη νομοθεσία, γνωστοποιημένη από την αποκάλυψη για να συμπεριφερθούμε ως πολίτες σε μια θεϊκή πολιτεία επί της γης. Ως άνθρωποι όμως χρειαζόμαστε καθαρούς ηθικούς νόμους για να προσεγγίσουμε τη φυσική ή την έλλογη θρησκεία.

Με γνώμονα τα παραπάνω ο Καντ μας παρουσιάζει μια γήινη ερμηνεία των Γραφών. Μια ερμηνεία που οδηγεί σε μια συμβολική χριστολογία, η οποία αποτελεί το θρησκευτικό πρότυπο του ανθρώπινου ηθικού προτύπου και κανόνα ζωής. Εδώ έχουμε έναν «Ιδρυτή της Εκκλησίας» που δεν έχει να κάνει με την ιστορική και μερική πίστη, αλλά με ένα πρότυπο μιας άδολης και ασυμφεροντολογικής συμπεριφοράς. Μια ηθικής που νομιμοποιείται όχι από την, κατά Καντ, ψευδολατρία του παπαδαριού, αλλά μιας ηθικής που ξεκινά και τελειώνει στον ίδιο τον Λόγο και μόνο. Γιατί στην ουσία «Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και Μόνο» σε εισαγωγικά, δεν είναι τίποτε άλλο από μια Ηθική εντός των ορίων του Λόγου και Μόνο, χωρίς εισαγωγικά.

Η ηθική βελτίωση δεν μπορεί να στηρίζεται ούτε στη δογματική και άψυχη ορθοδοξία της βιβλικής αυθεντίας ούτε και στον νατουραλιστικό ντεϊσμό (εκκλησιαστική πίστη άνευ Βίβλου). Τελικά η σχέση της φυσικής θρησκείας με την εκκλησιαστική είναι τέτοια που ο καθολικός ανθρώπινος Λόγος της φυσικής θρησκείας πρέπει να αναγνωρίζεται από τη χριστιανική πίστη ως ανώτατη επιτακτική αρχή, ενώ η διδασκαλία της αποκάλυψης, στην οποία θεμελιώνεται η Εκκλησία, αποτελεί το ύψιστο σεβαστό μέσο που θα καθιστά τον Λόγο κατανοητό σ’ όλους. Η θρησκευτική πίστη που αποσκοπεί να βελτιώσει την ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει ανάγκη να επαληθεύσει τις επιταγές της στηριγμένη στις βιβλικές εντολές, τής αρκεί η συμφωνία με τις επιταγές του πρακτικού Λόγου.

Είναι προφανές πως όλα τα προαναφερόμενα αποτελούν θανάσιμες μαχαιριές στην αυθεντία του ιερατικού και κάθε παρόμοιου εξουσιαστικού λόγου. Ο Καντ αρνείται τις βιβλικές και οποιεσδήποτε άλλες βεβαιότητες που πηγάζουν από χώρους εκτός της ανθρώπινης υπόστασης και αυτονομίας. Ο μεγάλος φιλόσοφος περιγράφει τους λόγους για τους οποίους η Εκκλησία και η Αποκάλυψη (με την απαίτησή τους να ερμηνεύσουν την ανθρώπινη κατάσταση ως αυθεντίες, χωρίς να επιδιώκουν να βαπτισθούν στα ύδατα της ανθρώπινης αυταξίας) αποτελούν ασυμφιλίωτους εχθρούς της ανθρώπινης προόδου.

Κινδυνεύουμε να χαρακτηρισθούμε γραφικοί, αν ακόμα μία φορά εκθειάσουμε το μεταφραστικό έργο, τις ουσιαστικές σημειώσεις και τον διεισδυτικό επίλογο του πανεπιστημιακού Κώστα Ανδρουλιδάκη. Ομως το «ηθικό μας καθήκον» προτιμά την κατηγορία της γραφικότητας, από το να αποσιωπήσει το πόσα χρωστάμε -πέραν από την επιστημονική του προσφορά- στις προσπάθειες του συγκεκριμένου επιστήμονα για την άρτια μεταφορά στα ελληνικά των έργων της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας.

Σε εποχές που οι τηλεοπτικοί δίαυλοι δεν σέβονται ούτε προσωπικά δεδομένα ούτε την αξία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, θα ήταν μάλλον ουτοπική η παράκλησή μας να προσεχθούν οι αξίες που μεταφέρει η καντιανή ηθική. Αλλά επειδή είμαστε αθεράπευτοι οπαδοί της θεωρίας πως σε τελική ανάλυση η ανθρωπότητα βαδίζει προς το καλό και το καλύτερο, δεν θα παύσουμε να κραυγάζουμε υπέρ της επικαιρότητας τέτοιων έργων.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ Ελευθεροτυπία για το βιβλίο
ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ
Η Θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου
«ΠΟΛΙΣ»
via

Εφιάλτες “στοιχειώνουν” τα όνειρα των γυναικών

$
0
0


Περισσότερο “εφιαλτικός” και με πιο πολλά συναισθηματικά όνειρα φαίνεται να είναι ο ύπνος των γυναικών συγκριτικά με τον ύπνο των ανδρών, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη Βρετανών επιστημόνων.

Στη μελέτη συμμετείχαν 170 άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι κλήθηκαν να θυμηθούν το πιο πρόσφατο όνειρο που είχαν δει. Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της έρευνας, εφιάλτη ανέφεραν ότι είχαν δει οι άνδρες σε ποσοστό 19% και οι γυναίκες σε ποσοστό 30%. Οι γυναίκες, μάλιστα, ήταν περισσότερο πιθανό να αναφέρουν ότι είχαν δει όνειρα που σχετίζονταν με πολύ τραυματικά γεγονότα, όπως η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.


Σύμφωνα με την ψυχολόγο ερευνήτρια του πανεπιστημίου West of England Dr. Jennifer Parker, δεν καταγράφηκε διαφορά στο συνολικό αριθμό των ονείρων που αναφέρθηκαν από τους εθελοντές.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, η ερευνητική ομάδα αναφέρει ως πιθανή αιτία για την διαφορετική ποιότητα ύπνου μεταξύ ανδρών και γυναικών τις αλλαγές στη θερμοκρασία του σώματος των γυναικών κατά τη διάρκεια του μηνιαίου κύκλου, καθώς είναι ήδη γνωστό πως πριν την έμμηνο ρύση οι γυναίκες αναφέρουν πιο ζωηρά και ενοχλητικά όνειρα.

“Το σταθερό εύρημα σε αυτή την μελέτη είναι ότι οι γυναίκες αναφέρουν περισσότερο δυσάρεστα όνειρα από ό,τι οι άνδρες. Σε σχέση με την επεξεργασία συναισθηματικών πληροφοριών, φαίνεται πως οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στο να “μεταφέρουν” στον ύπνο τους ανησυχίες που δεν έχουν λυθεί”, επισημαίνει η dr. Jeniffer Parker.

Για τον Dr. Chris Idzikowski, διευθυντή του Κέντρου Ύπνου στο Εδιμβούργο, αν και οι διαφορές ανάμεσα στα δυο φύλα που κατεγράφησαν στη μελέτη δεν συνιστούν έκπληξη,  είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς εάν οι γυναίκες έχουν περισσότερους εφιάλτες ή τους θυμούνται καλύτερα από τους άνδρες. “Αυτό ταιριάζει με όσα αναφέρονται στη βιβλιογραφία. Οι γυναίκες τείνουν να έχουν περισσότερο διαταραγμένο ύπνο και αϋπνία.

Το συχνό ξύπνημα είναι πιθανό να τις βοηθά να θυμούνται καλύτερα τα όνειρα που έχουν δει ενώ ενδέχεται ο διαταραγμένος ύπνος να συμβάλλει στους φόβους τους. Οι εφιάλτες είναι ένα φαινόμενο περισσότερο συνηθισμένο από ό,τι συνειδητοποιούν οι άνθρωποι, απλά ξεχνιούνται γρήγορα”. 
via

Η έννοια του «φυσικού νόμου» στους ορθολογιστές και στους εμπειριστές

$
0
0


Στο παρόν εκτίθεται ο τρόποςμε τον οποίο πραγματεύονται την έννοια του «φυσικού νόμου» ως κεντρική έννοια της νεότερης επιστήμης ο ορθολογισμός (νοησιαρχία) και ο εμπειρισμός αντίστοιχα.

Τα επιτεύγματα της νευτώνειας φυσικής επέφεραν καίριες αλλαγές στην κατανόηση του «φυσικού νόμου» από μέρους των φιλοσόφων του 17ου αιώνα, αλλά και της εκ των υστέρων επελθούσας διανόησης. Αν και ο ίδιος ο Νεύτωνας πίστευε πως «ο νους μας δεν έχει πρόσβαση στο εσωτερικό της θείας υπόστασης, για να “παράγει” στη συνέχεια την αισθητή τάξη από το είναι της θεότητας»[1] και πως «ό,τι λέμε για τον Θεό είναι μόνο κατʼ αναλογίαν»[2], η εγκυρότητα των προβλέψεων των επιστημόνων «έδωσε αποφασιστική ώθηση στον αιτιοκρατικό τρόπο του σκέπτεσθαι (ντετερμινισμός, determinism)».

Στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν ορθά το «φυσικό νόμο», ορισμένοι φιλόσοφοι προσπάθησαν να παράγουν «βασικούς φυσικούς νόμους από μεταφυσικές αρχές»[3]. Αυτή είναι η περίπτωση των λεγόμενων ορθολογιστών. Αντιθέτως, άλλοι έδωσαν βαρύτητα στην αξία της παρατήρησης και αξιοποίησης των εμπειρικών δεδομένων, προς παραγωγή των γενικότερων, συνολικών συμπερασμάτων τους. Αν και είναι αδύνατη η ακριβής κατηγοριοποίηση των φιλοσόφων του 17ου και 18ου αιώνα σε σχολές, καθώς υπάρχει έντονη αλληλεπίδραση του έργου τους και των ιδεών τους, για τις ανάγκες της εργασίας μας θα χρησιμοποιήσουμε ένα γενικό διαχωρισμό τους σε ορθολογιστές και εμπειριστές.


Οι ορθολογιστές παρομοιάζουν το δέντρο της γνώσης με ρίζες τη μεταφυσική, κορμό τη φυσική και όλες τις άλλες επιστήμες ως παρακλάδια. Φιλόσοφοι όπως ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς και ο Σπινόζα ορίζουν το «φυσικό νόμο» ξεκινώντας από τη μεταφυσική. Ο λόγος αυτής της πνευματικής εκκίνησης κατʼ αυτούς είναι η δυνατότητα του νου να συλλάβει και να ερμηνεύσει απόλυτους φυσικούς ορισμούς, που δεν υπάρχουν στη φύση, όπως οι νόμοι της ευκλείδειας γεωμετρίας. Ένα τέλειο τρίγωνο δε συναντάται ούτε μπορεί να υπάρξει στο φυσικό κόσμο, όμως γνωρίζουμε τους κανόνες που το ορίζουν. Επίσης, η αστοχία των ανθρώπινων αισθητηρίων σε αρκετές περιπτώσεις εμφάνισης φυσικών φαινομένων οδήγησε τους ορθολογιστές στην ικανοποίηση των ερωτημάτων τους μέσω του ορθού λόγου, της λογικής παραγωγής (deduction) συμπερασμάτων με τη χρησιμοποίηση των μαθηματικών. Για τους ορθολογιστές «η ουσιώδης κατασκευή των σωμάτων βρίσκεται πίσω και πέρα από τις εντυπώσεις που σχηματίζουμε γιʼ αυτά»[4] ή, με άλλα λόγια, «μια ακριβής αντίληψη του κόσμου, όπως αυτός είναι πραγματικά, περιλαμβάνει τον αυτοπεριορισμό μας σε σαφείς και διακριτές έννοιες των απλών μαθηματικών: πρέπει να εγκαταλείψουμε τις περιγραφές του κόσμου με όρους αισθητικών ποιοτήτων και να τις υποκαταστήσουμε με ακριβείς ποσοτικές έννοιες που συλλαμβάνουν την ουσία της «εκτατής υπόστασης»[5].

Κάνοντας χρήση της μεθοδικής αμφιβολίας και της αναλυτικής μεθόδου στην έρευνά του προς αναζήτηση της αλήθειας με σαφήνεια και καθαρότητα, ο Καρτέσιος αναγνωρίζει τρεις υποστάσεις. Υποστηρίζει πως «αφού δεν αντλούμε την ύπαρξή μας από τον εαυτό μας, πρέπει τελικά να έχουμε παραχθεί από ένα αυταίτιο ον – ένα ον που έχει τη δύναμη να υπάρχει χάρη στη δική του ισχύ ή “διʼ εαυτού” (per se)»[6]. Ο Θεός λοιπόν είναι η μόνη αυταίτια (causa sui) υπόσταση, που μπορεί να εννοηθεί και κατʼ αυτή την έννοια το μόνο αναγκαίο ον. Γνωρίζει όλες τις αλήθειες, είναι πανεπόπτης του σύμπαντος και η αρχή κάθε φυσικού νόμου και επιβάλλεται με αγαθότητα στις υπόλοιπες υποστάσεις.
Αυτές χωρίζονται στον ίδιο τον εαυτό του Καρτέσιου, ως πράγμα νοούν (res cogitans) και στην ύλη ή εκτατή υπόσταση (res extensa), στην οποία περιλαμβάνεται και το ανθρώπινο σώμα, σαφέστατα διαχωρισμένο από τον ανθρώπινο νου. Υποστηρίζει πως ο ίδιος είναι βέβαιος πως υπάρχει μόνο όταν σκέπτεται (οικειοποίηση του ρητού “cogito ergo sum” στη φιλοσοφική ρητορική του) και ανάγει όλο τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο σε μια εκτατή υπόσταση, όπου ισχύει ο φυσικός νόμος που ορίζει η ανώτατη υπόσταση, δηλαδή ο Θεός. Η έκταση είναι για τον Καρτέσιο η γεωμετρική αναπαράσταση της σοφίας.

Το συλλογισμό του συνέχισε ο Λάιμπνιτς, θεωρώντας «ότι ο νους δεν προσλαμβάνει απλά και παθητικά τα αισθητηριακά δεδομένα και στη συνέχεια φτάνει να μαθαίνει συγκεκριμένες αλήθειες σαν φυσικό αποτέλεσμα των προηγούμενων, αλλά στο ότι είναι μάλλον “προγραμματισμένος” να ερμηνεύει τα δεδομένα κατά συγκεκριμένο τρόπο. Συγκεκριμένα, «ο νους είναι προγραμματισμένος να αναγνωρίζει την “αλάνθαστη και αέναη βεβαιότητα” συγκεκριμένων αληθειών της λογικής και των μαθηματικών»[7]. Όσον αφορά στα όντα, υποστηρίζει πως υπάρχει ένα «μεταφυσικό σημείο»[8], οι μονάδες υπόστασης, οι οποίες ορίζουν τις κινήσεις της ύλης. Οι μονάδες ορίζονται ως ψυχικά ενεργές και αυτοπεριεκτικές υποστάσεις που μπορούν να ονομαστούν «ενδελέχειες, διότι έχουν εντός τους μια βέβαιη τελειότητα (έχουσιν το εντελές)· υπάρχει μια αυτάρκεια… σʼ αυτές, που τις καθιστά πηγές των εσωτερικών τους δραστηριοτήτων»[9] είναι δηλαδή έμφυτες ιδέες οι οποίες είναι αυτοτελείς και τέλειες από κάθε άποψη.

Οι μονάδες ορίζουν την τάξη του σύμπαντος, η οποία τάξη, «αφού είναι αδύνατο να οφείλεται σε αιτιακές διαδράσεις μεταξύ των μονάδων, πρέπει να προέρχεται από το Θεό και μόνο»[10]. Έχουν λοιπόν οριστεί a priori από τον Θεό, σύμφωνα με μια δικιά του επιλογή που ικανοποιεί τη διδασκαλία της λεγόμενης «προκαθορισμένης αρμονίας», σύμφωνα με την οποία «ο Θεός… χαρίζει την ύπαρξη μόνο σε εκείνες (τις μονάδες) που μπορούν να εκφράσουν τον υψηλότερο βαθμό αμοιβαίας αρμονίας. Έτσι, «κάθε μονάδα (…) δρα κατά τρόπο τέλεια εναρμονισμένο με τον τρόπο δράσης όλων των άλλων μονάδων»[11] και αποτελεί ένα «αέναα ζωντανό κάτοπτρο»[12] του σύμπαντος.

Ο ντετερμινισμός των ορθολογιστών οδηγεί στην λογικώς αναγκαία αλήθεια (truth of reason), η οποία ορίζεται από την «αρχή του αποχρώντος λόγου» του Λάιμπνιτς. Τα αληθινά γεγονότα και προτάσεις έχουν αποχρώντα λόγο που συμβαίνουν κατʼ αυτό τον τρόπο κι όχι διαφορετικά, που τα πράγματα καταλήγουν όπως καταλήγουν και είναι έτσι κι όχι αλλιώς. «Απʼ αυτό συνάγεται πως οτιδήποτε συμβαίνει πραγματικά μέσα στο σύμπαν είναι “βέβαιο και καθορισμένο”»[13]. Ο τρόπος που ο άνθρωπος δύναται να συλλάβει αυτές τις αναγκαίες, πρώτες αλήθειες είναι μέσω μιας «διανοητικής εποπτείας».

Οι ορθολογιστές επηρέασαν ριζικά τη φιλοσοφική σκέψη αλλά και τον τρόπο αναζήτησης της ανθρώπινης ευτυχίας, σε βαθμό ο 17ος αιώνας να αποκαλείται «η εποχή του λόγου», με την ανθρώπινη διάνοια να αποδεσμεύεται από τα δεσμά της θρησκευτικής πίστης. Δημιούργησαν ένα «πανσοφικό ιδεώδες» στη βάση του φιλοσοφικού λόγου των προσωκρατικών (ορθός λόγος), των πυθαγορείων (έκταση – γεωμετρία), των ατομικών (μονάδα), των αρχαίων ελλήνων σκεπτικιστών (αμφιβολία) και στωικών (έμφυτες ιδέες) που υποστηριζόταν από τελεολογικές θεωρήσεις. Οι ορθολογιστές υποστήριξαν πως μέσω της μεταφυσικής ο άνθρωπος κατακτούσε την ουσία των πραγμάτων που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πρακτικά προς όφελος αυτού. Οι επιστήμονες εκτός της ηπειρωτικής Ευρώπης, παρʼ όλα ταύτα, δε συμμερίζονταν αυτές τις απόψεις.
Αγγλόφωνοι φιλόσοφοι όπως οι Φράνσις Μπέικον, Τζον Λοκ, Τζώρτζ Μπέρκλεϊ και Ντέιβιντ Χιουμ, αλλά και οι επιστήμονες της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, αμφισβήτησαν τη φιλοσοφία των ορθολογιστών, δίνοντας βάρος στην πρακτική εφαρμογή των επιτευγμάτων της επιστήμης. Γι αυτούς η παρατήρηση, η αξιοποίηση των εμπειρικών γνώσεων και η πειραματική επαλήθευση της όποιας θεωρίας έχουν τον πρώτο λόγο. Κατά τους λεγόμενους εμπειριστές, η αναγωγή φυσικών νόμων στο πλαίσιο της μεταφυσικής δεν απέδιδε τη χρηστικότητα που αποζητούσαν από την νεότερη επιστήμη, όπως αυτή ορίστηκε από τον Νεύτωνα.

Τα αισθητήρια όργανα είναι κατʼ αυτούς αρκετά αξιόπιστοι δέκτες της αντικειμενικής αλήθειας και χρησιμεύουν στη απόδοση λογικών αποτελεσμάτων. Τα αισθητήρια είναι οι αποδέκτες των φυσικών ερεθισμάτων που καταγράφονται στο νου του ανθρώπου, ο οποίος είναι μια άγραφη δέλτος (tabula rasa). Δίνεται σημασία στα όρια της ανθρώπινης διάνοιας, που είναι συγκεκριμένα και δε μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια της εμπειρίας. Κατʼ αυτή την έννοια, ό,τι γνωρίζουμε, το γνωρίζουμε εκ των υστέρων (a posteriori) και αποκλείονται οι έμφυτες ιδέες στο νου. Βάση των παραπάνω, το σώμα και ο νους είναι ένα πράγμα, με τα αισθητήρια όργανα του πρώτου να τροφοδοτούν την γνώση που περιέχει ο δεύτερος. Πιο σωστά, «αυτό που η εμπειρία παρέχει αρχικά και άμεσα δεν είναι ολοκληρωμένη γνώση, αλλά “τα υλικά της γνώσης”»[14], οι λεγόμενες ιδέες. Νους και σώμα συνδυάζονται, ώστε να βγουν με τη μέθοδο της εμπειρικής αναγωγής (reduction) αληθή συμπεράσματα, όσο αυτό είναι επιτρεπτό, με βάση την κοινή λογική.

Η έννοια του «φυσικού νόμου» βασίζεται στον τρόπο, με τον οποίο ο άνθρωπος προσλαμβάνει αυτόν από το φυσικό του περιβάλλον και διαμορφώνει ιδέες μέσω της εμπειρίας. Είμαστε ικανοί να έχουμε «διακριτές αντιλήψεις» των πραγμάτων χάριν των αισθήσεων, μπορούμε όμως ακόμη να παράγουμε ιδέες «από τη διανοητική παρατήρηση (reflection), από την “αντίληψη των λειτουργιών του δικού μας νου (…) καθώς αυτός χρησιμοποιείται για τις ιδέες που έχουμε ήδη αποκτήσει (από την αίσθηση)”»[15]. Υπάρχει δηλαδή η άμεση αντίληψη, η οποία μας προσφέρει μια «εποπτική» γνώση και η έμμεση αντίληψη, μέσω της οποίας αποκτούμε «αποδεικτική» γνώση. Οι εμπειριστές κάνουν λόγο για παρατήρηση της ανθρώπινης ψυχής, δηλαδή για ψυχολογία ή «ηθική επιστήμη» όπως θα έλεγε ο Χιουμ.

Ο τρόπος λειτουργίας της λογικής αποτελεί σημαντικό προβληματισμό των εμπειριστών, καθώς θεωρούν πως επηρεάζει καταλυτικά την αντίληψή μας. Σε κάθε περίπτωση απορρίπτεται η θεωρία των ορθολογιστών ως αφηρημένη. Ο Μπέρκλεϊ ισχυρίζεται πως «τα απλούστερα πράγματα στον κόσμο, αυτά που τα γνωρίζουμε με τον πλέον ενδόμυχο τρόπο, όταν εξετάζονται αφηρημένα, φαίνονται περιέργως δύσκολα και ακατανόητα»[16], υπογραμμίζοντας την αξία της απλότητας στην αντίληψη ενοράσεων, αφού γι αυτόν «όπου κι αν κατευθύνουμε το βλέμμα μας, παντού και πάντοτε αντιλαμβανόμαστε ολοφάνερα τεκμήρια της θεότητας»[17].

Με το έργο του Χιουμ, οι εμπειριστές θέτουν κρίσιμα ζητήματα σε υψηλό φιλοσοφικό επίπεδο. Συνυπογράφει με τους Γκασεντί και Λοκ πως «όλες μας οι ιδέες προκύπτουν από την εμπειρία»[18], κρατάει όμως αποστάσεις από το να εκφράσει βεβαιότητα, εκτός από τις ιδέες που προκύπτουν από την εμπειρία, και εκφράζει το σκεπτικό του με τη διατύπωση παρατηρήσεων. Γενικά δεν εμπλέκεται σε μεταφυσικά ζητήματα, αλλά μόνο σε εμπειρικά, αφού θεωρεί πως «οι αισθητηριακές εντυπώσεις και ιδέες προκύπτουν από “άγνωστες αιτίες”, που είναι “απολύτως ανεξήγητες μέσω του ανθρώπινου λόγου”»[19]. Η φύση έχει σαφές προβάδισμα έναντι του λόγου στη σκέψη όλων των εμπειριστών.

Υποστηρίζοντας πως «ο λόγος δεν είναι παρά μόνο …σκλάβα των παθών και δεν μπορεί να αξιώσει κανέναν άλλο ρόλο από το να τα υπηρετεί και να τα υπακούει»[20], στρέφει το ενδιαφέρον του στη μελέτη των συναισθημάτων. Επισημαίνει επίσης πως η διαμόρφωση πεποιθήσεων για το μέλλον γίνεται στο υπόβαθρο νοητικών συνηθειών όπως η συνήθεια και το έθιμο, και διακηρύττει πως «δεν είναι a priori ζήτημα ότι το μέλλον θα είναι σαν το παρελθόν»[21]. Η πραγματικότητα είναι η αντίληψη που έχουμε για αυτήν. Κατά τον Μπέρκλεϊ «η ύπαρξη είναι αντίληψη»[22].

Οι εμπειριστές αποδέχονται με μετριοπάθεια πως «η πιθανότητα είναι η μόνη υπερασπίσιμη αξίωση, που μπορεί να εγερθεί για τους επιστημονικούς νόμους και τις θεωρίες»[23]. Ο Χιουμ κλονίζει το «πανσοφικό ιδεώδες» που βασίζεται στην απόλυτη αιτιοκρατία των ορθολογιστών, εξετάζοντας τη νόηση ως γεγονότα και σχέσεις ιδεών. Στις τελευταίες εντοπίζει τρεις αρχές συσχετισμού των ιδεών, την ομοιότητα, τη γειτνίαση στο χρόνο και το χώρο και τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Συμπεραίνει πως «οι πεποιθήσεις για τα “γεγονότα” που υπερβαίνουν την παρούσα μαρτυρία των αισθήσεων δεν αποτελούν αποτέλεσμα συλλογισμού»[24]. Η πίστη δηλαδή που έχουμε πως από κάτι που πρόκειται να γίνει, θα φτάσουμε σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, πηγάζει από αυθόρμητες και αναπόφευκτες λειτουργίες της ψυχής, ένα είδος «φυσικών ενστίκτων» που βασίζονται σε πρότερες εμπειρίες.

Ακόμη όμως κι εάν προσπαθήσουμε «να πετύχουμε μια αποδεικτική γνώση των αιτιών από υποθέσεις, που δηλώνουν την πραγματικότητα»[25], όλα τα επιχειρήματά μας θα στηρίζονται στη συνήθεια, την ομοιότητα παρελθόντος και μέλλοντος. Εάν πρόκειται για γεγονός, η γνώση είναι άμεση, όμως «δεν έχουμε εντυπώσεις των αναγκαίων σχέσεων»[26], όπως οι ορθολογιστές υποστηρίζουν μέσω του επιχειρήματος των έμφυτων ιδεών στο νου. Εάν η γνώση είναι έμμεση, δηλαδή αποδεικτική, τα αίτια θα προέρχονται «από υποθέσεις, που δηλώνουν a priori σχέσεις ιδεών είτε από υποθέσεις, που δηλώνουν την πραγματικότητα»[27]. Όλες οι αποδεικτικές οδοί έχουν αποκλειστεί, όπως και η δυνατότητα απόδειξης οποιασδήποτε γνώσης, από το σκεπτικισμό του Χιουμ.

Οι ιδέες για τις οποίες κάνουν λόγο οι εμπειριστές είναι μεν μέσα στο νου του ανθρώπου, αλλά, αντίθετα με τις έμφυτες ιδέες των ορθολογιστών, δεν αποτελούν μια «υπέρτερη πραγματικότητα»[28]. Επίσης η διάκριση σε πρωτογενή και δευτερογενή αίτια διαφέρει, καθώς για τους εμπειριστές περιορίζεται στην πειραματική διαδικασία, ενώ στους ορθολογιστές τα πρωτογενή χαρακτηριστικά ορίζουν την ουσία του πράγματος, η οποία είναι αιώνια, ανόθευτη και προκύπτει από την ύπαρξη και τη σοφία της μοναδικής αυταίτιας υπόστασης, ενός Θεού δημιουργού, τον οποίο θέλουν να πλησιάσουν. Οι εμπειριστές αναγνωρίζουν πως αυτή η ουσία υπάρχει, όμως δεν είναι δυνατό να τη γνωρίσουν.

Οι φιλόσοφοι που βασίζονται στο λεγόμενο ορθό λόγο, αναζητούν απαντήσεις σε μεταφυσικές ανησυχίες που ορίζονται ως αιώνιες αλήθειες και που, σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτησή τους θα οδηγήσει στην πρόοδο του ανθρώπου. Αντιθέτως, οι εμπειριστές δίνουν έμφαση στα όρια της ανθρώπινης διάνοιας. Αναγνωρίζουν πως η εμπειρία βάζει όρια στη γνώση, εξακολουθεί όμως να αποτελεί την πιο ικανοποιητική οδό για ανακάλυψη επιστημονικών νόμων, ωφέλιμων για τον άνθρωπο. Πρόκειται λοιπόν για μια επιστημολογία, που με ταπεινότητα χαράζει τα όριά της εντός των ανθρώπινων δυνατοτήτων, αλλά δεν της λείπει ο ενθουσιασμός στη συλλογή πολύτιμων πληροφοριών.

Οι ορθολογιστές χρησιμοποιούν τη διάνοιά τους για να πλησιάσουν τη σοφία του Θεού δημιουργού και να αντιληφθούν μέσω της αυτοσυγκέντρωσης και των κανόνων του ορθού λόγου, τις πρώτες, αιώνιες αλήθειες. Θέλουν «να διατηρηθεί η γλώσσα του θεϊσμού, στο νέο και πολύσημα τρομακτικό, αχανές μετα-Κοπερνίκειο σύμπαν»[29] και ορίζουν το φυσικό νόμο μέσω της δικιάς τους μεταφυσικής, που βασίζεται σε λογικομαθηματικές έννοιες. Η προσέγγιση των εμπειριστών βασίζεται στην αισθητηριακή εμπειρία και επιμένουν σε ένα υλικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση η ανθρώπινη διάνοια διευρύνεται, είτε εξερευνώντας το δρόμο προς το θεϊκό, είτε ανακαλύπτοντας τα πρακτικά οφέλη της επιστήμης.

Το βέβαιο είναι πως η έννοια του «φυσικού νόμου» απελευθερώνεται οριστικά από τα δεσμά της θρησκείας. Το γεγονός αυτό δίνει την ελευθερία στους ανθρώπους να δοκιμάσουν νέα διανοητικά επίπεδα, να διατυπώσουν και να προσπαθήσουν να αποδώσουν ερωτήματα σε μια νέα φιλοσοφική βάση. Αυτή η πνευματική αναζήτηση προκύπτει στους αιώνες ως ανάγκη. Ο Γαλιλαίος επισημαίνει πως ο άνθρωπος «επιτυγχάνει να κατανοεί την αναγκαιότητα, μεγαλύτερη βεβαιότητα από την οποία δεν μπορεί να υπάρξει»[30]. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο άνθρωπος θα συνεχίσει να ικανοποιεί αυτή του την ανάγκη, ακολουθώντας ο καθένας διαφορετικούς ίσως δρόμους, επικυρώνοντας όμως όλοι, πάντα, ένα βασικό μέρος του αρχικού μας σκοπού.

Θεόδωρος Α. Κοτσιλιέρης

Σημειώσεις – παραπομπές
[1] Π. Βαλλιανός, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Βʼ, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ. 60
[2] ό.π.
[3] J. Losee, Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 119
[4] Π. Βαλλιανός, σ. 100
[5] J. Cottingham, Φιλοσοφία της Επιστήμης Α΄: Οι ορθολογιστές, μτφρ. Σ. Τσούρτη, Πολύτροπον, Αθήνα, 2003, σ. 102
[14] R.S. Woolhouse, Φιλοσοφία της Επιστήμης B΄: Οι εμπειριστές, μτφρ. Σ. Τσούρτη, Πολύτροπον, Αθήνα, 2003, σ. 124
[22] N. Warburton, Φιλοσοφία. Τα Βασικά Ζητήματα, μτφρ. Β. Χατζοπούλου, Περίπλους, Αθήνα, 1999, σ. 160
[23] J. Losee, σ. 154
[24] R.S. Woolhouse, σ. 224
[25] J. Losee, σ. 153
[26] ό.π.
[27] ό.π.
[28] Π. Βαλλιανός, σ. 113
[29] J. Cottingham, σ. 282
[30] ό.π., σ. 15
ΒιβλιογραφίαΒαλλιανός Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Βʼ, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.Losee J., Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993.Cottingham J., Φιλοσοφία της Επιστήμης Α΄: Οι ορθολογιστές, μτφρ. Σ. Τσούρτη, Πολύτροπον, Αθήνα, 2003.Woolhouse R.S., Φιλοσοφία της Επιστήμης B΄: Οι εμπειριστές, μτφρ. Σ. Τσούρτη, Πολύτροπον, Αθήνα, 2003.Warburton N., Φιλοσοφία. Τα Βασικά Ζητήματα, μτφρ. Β. Χατζοπούλου, Περίπλους, Αθήνα, 1999.Baggini J., Fosl P., Τα Εργαλεία το Φιλοσόφου, μτφρ. Κ. Θεολόγου, Καστανιώτης, Αθήνα, 2003.
via

Ο Ισαάκ Νεύτων και η Αλχημεία

$
0
0


Ο Ισαάκ Νεύτων, όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, είναι ένα πεμπτουσιακό σύμβολο της ανθρώπινης διάνοιας και της δυνατότητάς της να αποκωδικοποιεί τα μυστικά της φύσης. Θεωρείται μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της φυσικής και των θετικών επιστημών και απέκτησε σημαντική φήμη με το έργο του Philosophiae naturalis principia mathematica, (Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας) (1687). Οι θεμελιώδεις συνεισφορές του στην επιστήμη περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τον ποσοτικό προσδιορισμό της βαρυτικής έλξης, την ανακάλυψη ότι το λευκό φως είναι στην πραγματικότητα μίγμα αμετάβλητων φασματικών χρωμάτων και τη διατύπωση του διαφορικού λογισμού (calculus), για τον οποίο βέβαια συγκρούστηκε με τον μαθηματικό και φιλόσοφο Λάιμπνιτς. Όμως υπάρχει και μια άλλη σχετικά άγνωστη, μυστηριώδης πλευρά αυτού του λαμπρού επιστήμονα, μια δραστηριότητά του που κράτησε περίπου τριάντα χρόνια, αν και την κράτησε επιμελώς κρυμμένη από τους συγχρόνους και τους συναδέλφους του. Αναφερόμαστε στη συμμετοχή του Νεύτωνα στην μαθητεία της αλχημείας, ή όπως αναφερόταν συχνά στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα στην Αγγλία, της Χυμείας.
Ο Νεύτων έγραψε και μετέγραψε περίπου ένα εκατομμύριο λέξεις σχετικά με το θέμα της αλχημείας, από τις οποίες μόνο ένα ελάχιστο τμήμα έχει δημοσιευθεί σήμερα[1] . Τα αλχημικά χειρόγραφά του περιλαμβάνουν ένα πλούσιο και διαφορετικό σύνολο τύπων εγγράφων, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται σημειώσεις εργαστηρίων, περιγραφές των αλχημικών ουσιών και των διαδικασιών, μεταγραφές από άλλες πηγές, ακόμη και ποίηση.


Η αποκάλυψη

Το 1936, ο κόσμος της επιστήμης δέχθηκε έναν ισχυρό κλονισμό. Εκείνη τη χρονιά ο οίκος δημοπρασιών Σόουθμπι έφερε στο φως της δημοσιότητας μια συλλογή 329 τμημάτων των χειρογράφων του Νεύτωνα, το ένα τρίτο των οποίων ήταν αναντίρρητα αλχημικό. Αυτά τα χειρόγραφα, τα οποία είχαν ταξινομηθεί ως “μη δόκιμα για έκδοση” μετά τον θάνατό του το 1727, ξεσήκωσαν πλήθος ερωτηματικών το 1936, που παραμένουν ακόμα και σήμερα. Ήταν ο θεμελιωτής της κλασικής φυσικής αλχημιστής; Και αν ήταν, τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο; Ενασχολήθηκε με την αλχημεία για επιστημονικούς λόγους, ή απλά επειδή τον παρέσυρε το αρχαίο όνειρο της μετατροπής των μετάλλων σε χρυσό; Ανακάλυψε ο Νεύτωνας κάποια μυστική θεολογία στα αλχημικά κείμενα, τα οποία περιγράφουν συχνά το μυστικό της μετουσίωσης ως ειδικό δώρο που αποκαλύπτεται από τον Θεό στους εκλεκτούς του; Ή μήπως ένιωσε κάποια ιδιαίτερη έλξη για την εικονογραφία της αλχημείας, με τις απεικονίσεις ερμαφρόδιτων, τους δηλητηριώδεις δράκοντες, τα πράσινα λιοντάρια, και τους θνήσκοντες φοίνικες;

Φυσικά κανένα από τα παραπάνω ερωτηματικά δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν από το γεγονός ότι οι εργαστηριακές σημειώσεις του Νέυτωνα, ακόμα και εκείνες που περιγράφουν την πρώτη πλήρη περιγραφή της ανακάλυψής του ότι το λευκό φως είναι στην πραγματικότητα ένα μίγμα αμετάβλητων φασματικών χρωμάτων, είναι γεμάτες με συνταγές που διαμορφώνονται προφανώς από αλχημικές πηγές, εμφανείς στα χειρόγραφα που πωλήθηκαν από τους Σόουθμπι το 1936. Εδώ, παράλληλα με τις ερμηνείες των οπτικών και φυσικών φαινομένων, όπως η πήξη και ο βρασμός, ανακαλύπτουμε την “Τρίαινα του Ποσειδώνα”, το “Κηρυκείον του Ερμή” και φυσικά τον “Πράσινο Λέοντα. Όλα αυτά βέβαια συμβολίζουν ουσίες προερχόμενες από τις αλχημικές αναγνώσεις του Νεύτωνα. Όποιος και αν ήταν ο στόχος του Νεύτωνα, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να βάλει κανείς διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις αλχημικές και τις επιστημονικές προσπάθειές του.

Με τον όρο χυμεία περιγράφεται συνήθως το σύνολο των αλχημικών ερευνών της εποχής του Νεύτωνα. Στις αρχές της περιόδου που αποκαλούμε συνήθως σύγχρονο κόσμο, η χυμεία εξαπλωνόταν σε τρεις βασικές περιοχές. Κατ’ αρχήν, οι χυμικοί διεκδικούσαν μια μεγάλη ομάδα τεχνολογιών οι οποίες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της πρώιμης σύγχρονης φαρμακολογίας. Με αυτές τις τεχνολογίες δόθηκε νέα έμφαση στα ορυκτογενή φάρμακα και ασκήθηκε μια εξίσου σημαντική πίεση για τη χρήση των εργαστηριακών τεχνολογιών όπως η απόσταξη και η εξάχνωση στην παραγωγή φαρμάκων. Η χυμική ιατρική ή ιατροχημεία ήταν ένας από τους σημαντικούς νέους τομείς της πρώιμης σύγχρονης ιατρικής επιστήμης και το δεύτερο βασικό τμήμα των ιατρικών σπουδών. Εντέλει, η προσπάθεια δημιουργίας χρυσού από διάφορα υλικά, προσπάθεια που αναφέρονται συχνά με τον ελληνικό όρο χρυσοποιεία, παρέμεινε βιώσιμο ερευνητικό πρόγραμμα για τους χυμικούς του δέκατου έβδομου αιώνα. Ο Νεύτων ανακατεύτηκε και με τους τρεις σημαντικούς κλάδους της χυμείας σε ποικίλους βαθμούς και θα ήταν σημαντικό να διερευνηθεί πώς η χυμική τεχνολογία σχετιζόταν με τις άλλες επιστημονικές επιδιώξεις του.
Σύμβολα

Η χρήση των αλχημικών συμβόλων από μέρους του Νεύτωνα ήταν δημιουργική και ανορθόδοξη. Όπως οι περισσότεροι αλχημιστές, χρησιμοποίησε τα πλανητικά σύμβολα για τα γνωστά μέταλλα, και χρησιμοποιημένα τυποποιημένα σύμβολα για τις κοινές ουσίες όπως το αμμωνιακό άλας (χλωρίδιο αμμωνίου), η τρυγία (ανθρακικό άλας καλίου), το βιτριόλιο (θειικό άλας σιδήρου και χαλκού) και τα ισχυρά οξέα. Ωστόσο, εκτός από αυτά και άλλα καλά γνωστά σύμβολα, δημιούργησε ένα πλήθος προσωπικών εικονογραμμάτων. Τα ευκολότερα για αποκρυπτογράφηση είναι τα σύμβολα του Νεύτωνα για τα μεταλλεύματα. Στο στερεότυπο αληχμικό σύμβολο προστίθεται ένα “o” (από το ore =μετάλλευμα). Τα υπόλοιπα σύμβολα είναι δυσκολότερο να ερμηνευθούν καθώς ο ίδιος ο Νεύτων δεν τα αποδικωποιεί. Φαίνεται πάντως πως με την οριζόντια γραμμή υποδεικνύει το άλας, με τον σταυρό πάνω από τον κύκλο υποδεικνύει την αντιμονική ένωση και με τον αστερίσκο την πτητικότητα[2]. Ακολουθεί πίνακας με τα συχνότερα απαντώμενα σύμβολα:Το εγχείρημα “Χυμεία του Ισαάκ Νεύτωνα”

|Χάρη στις έρευνες των Ντομπς (B.J.T. Dobbs), Γουέστφολ (Richard Westfall) και Φιγκάλα (Karin Figala), είναι πλέον γνωστό ότι ο Ισαάκ Νεύτων έγραψε τουλάχιστον εκατό τριάντα ένα χειρόγραφα, συνολικά ένα εκατομμύριο λέξεις περίπου, για το θέμα της αλχημείας. Παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του υλικού είναι διαθέσιμο στους μελετητές μετά την πώλησή του από το Σόουθμπι το 1936, οι στόχοι και τα πρωτόκολλα της συνολικής αλχημικής ενασχόλησης του Νεύτωνα παραμένουν ανεπαρκώς κατανοητά και το μεγαλύτερο τμήμα των χειρογράφων παραμένει ανέκδοτο και κατά ένα μεγάλο μέρος μη χρονολογημένο[3]. Αυτό είναι εκπληκτικό, δεδομένης της έντονης ακαδημαϊκής προσήλωσης στα φιλοσοφικά, μαθηματικά και φυσικά κείμενα του Νεύτωνα. Κι όμως παρά τη συγκαλυμμένη φύση τους, τα αλχημικά χειρόγραφα σχημάτισαν τη βάση ισχυρών αναθεωρητικών δηλώσεων για τη συνολική φύση του επιστημονικού του έργου. Ήδη το 1946 ο Τζoν Κέινς (John Maynard Keynes) χρησιμοποίησε ως δικαιολογία τα αλχημικά κείμενα για τον περίφημο ισχυρισμό του ότι “ο Νεύτων δεν ήταν ο πρώτος του αιώνα της λογικής. Ήταν ο τελευταίος των μάγων”[4]. Η Ντομπς, από την άλλη, εξέφρασε την άποψη (1975) στο Foundations of Newton’s Alchemy, (Θεμέλια της Αλχημείας του Νεύτωνα), ότι η θεωρία για την βαρυτική έλξη προερχόταν από την αλχημική έρευνά του. Εξαναγκασμένη από την περαιτέρω έρευνά της να μετριάσει τούτο τον ισχυρισμό, η Ντομπς Dobbs κατέληξε το 1991 στο συμπέρασμα στο Janus Faces of Genius (Ιανός:Πρόσωπα της Διάνοιας) ότι η αλχημεία του Νεύτωνα ήταν πάνω απ’ όλα έκφραση της θρησκευτικότητάς του[5]. Ο Γουέστφολ φαίνεται πως είχε την ίδια άποψη και έβλεπε την αλχημεία ως πηγή της νευτώνειας άποψης για τις βαρυτικές δυνάμεις και τις ενεργητικές αρχές που λειτουργούν στην ύλη[6].

Οι ερμηνείες της αλχημείας του Νεύτωνα που πρόσφεραν οι Ντομπς και Γουέστφολ, αν και θεωρήθηκαν ριζοσπαστικές στα μέσα της δεκαετίας του ’70, δεν έχουν κανένα σοβαρό αντίλογο. Αντίθετα, έγιναν προσφιλείς σε συγγραφείς εκλαϊκευμένης επιστήμης όπως ο Μάικλ Γουάιτ (Michael White), το έργο του οποίου Isaac Newton: The Last Sorcerer (Ισαάκ Νεύτων: Ο Τελευταίος Μάγος) στηρίζεται σε μια αισθητική εικόνα του αλχημιστή Νεύτωνα βασισμένη στο υλικό του πρώιμου έργου της Ντομπς. Γιατί είναι τόσο μικρή η σοβαρή προσπάθεια κατανόησης της αλχημείας του Νεύτωνα δεδομένου του προφανούς ενδιαφέροντος του κοινού και των ιστορικών; Ο σημαντικότερος πιθανώς λόγος βρίσκεται στις δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπίσει οποιοσδήποτε σοβαρός ερευνητής προσπαθήσει να μελετήσει το διασκορπισμένο υλικό. Τα χειρόγραφα, που βρίσκονται συνήθως στο Καίμπριτζ, την Ιερουσαλήμ και τη Μασαχουσέτη, βρίσκονται σε κατάσταση ιδιαίτερης αταξίας. Η κυριότερη αιτία αυτής της αταξίας είναι η επανειλημμένη αποτυχία προγενέστερων ερευνητών να καθορίσουν ποια από τα χειρόγραφα είναι πρωτότυπα και ποια είναι αντιγραμμένα από συγγραφείς που τα χρησιμοποίησαν για δικούς τους σκοπούς[7].

Οι Ντομπς και Γουέστφολ με τη σειρά τους δεν μας παρέχουν κάποια ανάλυση των αλχημικών πηγών του Νεύτωνα, παρόλο που κάτι τέτοιο θα ήταν ένα λογικό πρώτο βήμα για να καθοριστεί ποια κείμενα έγραψε πραγματικά, ποια είναι αντιγραφές και ποια συγχωνεύθηκαν σε συλλογές. Αν και και οι δύο συγγραφείς παρείχαν σημαντικές ιδέες για τους αγαπημένους αλχημιστές του Νεύτωνα, τον Ειρηναίο Φιλαλήθη (George Starkey), τον Μίκαελ Μάιερ (Michael Maier) και τον Γιαν ντε Μόντε Σνάιντερ (Jan de Monte Snyder), δεν προσπάθησαν να προσδιορίσουν όλες τις πηγές σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο κείμενο και κατέβαλαν ακόμα μικρότερη προσπάθεια στην επισήμανση των πηγών του Νεύτωνα πέρα από τα διαδοχικά χειρόγραφά του. Ούτε η Ντομπς ούτε ο Γουέστφολ δεν έκανε κάποια συστηματική προσπάθεια ταξινόμησης των διάφορων στοιχείων της αλχημικής συλλογής στο σύνολό της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίζουμε λίγα σήμερα για την χρονολογική ανάπτυξη των ιδεών του Νεύτωνα στην επικράτεια της αλχημείας, παρόλη την αξιοθαύμαστη πρώτη ταξινομητική προσπάθεια των Κάριν Φιγκάλα (Karin Figala), Τζον Χάρισον (John Harrison) και Ούλριχ Πέτζολντ (Ulrich Petzoldt)[8].

Είναι λοιπόν σαφές ότι χρειάζεται μια νέα μελέτη της αλχημείας του Νεύτωνα συνοδευόμενη από μια πλήρη έκδοση των αλχημικών χειρογράφων του. Από την έκδοση του Janus Faces της Ντομπς το 1991, τρεις παράγοντες έκαναν ευκολότερη την κατανόηση και την έκδοση των αλχημικών εγγράφων του Νεύτωνα. Αρχικά, το αλχημικό περιβάλλον στο οποίο εργαζόταν ο Νεύτων είναι σήμερα περισσότερο γνωστό από ό,τι ήταν στη δεκαετία του ’70 και τη δεκαετία του ’80. Επιπλέον έχει μελετηθεί επαρκώς η ζωή και το έργο του Τζορτζ Στάρκι (Ειρηναίος Φιλαλήθης), ο οποίος προσδιορίστηκε από τους Ντομπς και Γουέστφολ ως αγαπημένος αλχημιστής του Νεύτωνα. Επιπλέον, είναι διαθέσιμες αρκετές πληροφορίες για την αλχημεία του συγχρόνου του Ρόμπερτ Μπόιλ -με τον οποίο ο Νεύτωνας διατηρούσε επιστημονική αλληλογραφία- όπως επίσης για τις επιδράσεις του Στάρκι στον Μπόιλ σε ό,τι αφορά στην επιστήμη της χυμείας[9]. Όπως και ο Νεύτων, ο Μπόιλ εντρύφησε σε ένα ερευνητικό αλχημικό πρόγραμμα του Στάρκι. Όπως είναι φυσικό οι δύο βρετανικοί σοφοί αντάλλαξαν “τα μυστικά” που προήλθαν από τον αμερικανό αλχημιστή[10].

Η συνεχιζόμενη έρευνα για τους Στάρκι-Μπόιλ και τα αλχημικά κείμενά τους καθιστά ταυτόχρονα πολύ ευκολότερη την έρευνα για τα αλχημικά ενδιαφέροντα του Νεύτωνα και τα συμφραζόμενά της, την εξακρίβωση των πηγών του.Το κυριότερο είναι ότι εντοπίζει τις πρωτότυπες συνθέσεις του Νεύτωνα από τα σχολιασμένα αντίγραφα, ή ακόμα και το μωσαϊκό των αποκομάτων που ανήκουν σε διάφορους συγγραφείς. Όπως αναφέρει ο Νόιμαν, η διάκριση των αντιγράφων από τα αυθεντικά κείμενα είναι ένα πρόβλημα πρώτου μεγέθους, που επιλύεται μόνο με τη γνώση της αλχημικής φιλολογίας του 17ου αιώνα. Η εξοικείωση με τα αδημοσίευτα χειρόγραφα του Στάρκι επέτρεψε στον Νόιμαν να αποδείξει ότι κακώς η Ντομπς είχε υποστηρίξει πως ανήκε στον Νεύτωνα το θεμελιώδες έργο Clavis, (Κλείδες), το όποιο ήταν στην πραγματικότητα τμήμα μιας επιστολής που γράφτηκε από τον Στάρκι προς τον Μπόιλ το 1651[11].
Όπως έχουν υποστηρίξει οι Λώρενς Πρίνσιπ (Lawrence Principe) και Γουΐλιαμ Νόιμαν (William Newman) σε διάφορες κοινές δημοσιεύσεις τους, είναι τουλάχιστον αναχρονιστικό -αν όχι ανακριβές- να διακρίνουμε την αλχημεία από τη χημεία του 17ου αιώνα[12]. Η προσπάθεια μετατροπής μετάλλων, η χρυσοποιητική τέχνη δηλαδή στη σύγχρονη περίοδο, ήταν μια εύλογη αναζήτηση όσων ασχολούνταν με την ιατροχημεία, την επιστημονική μεταλλουργία και τη χημική τεχνολογία. Το γεγονός ότι ο Νεύτωνας, ο Μπόιλ, ο Λοκ και άλλοι επιφανείς φυσικοί φιλόσοφοι ακολουθούσαν τη χρυσοποιητική τέχνη, δεν υπονοεί κάποια παρέκκλιση από τα πρότυπα του 17ου αιώνα. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο ερευνητές όπως ο Νόιμαν ή ο Πρίνσιπ υιοθέτησαν τον όρο “χυμεία”, για να περιγράψουν μια κατηγορία συγγραφέων που ασχολήθηκε με τούτη την επιστήμη.

Αλλά πώς αυτή η εικόνα μπορεί να επηρεάσει την οποιαδήποτε έρευνα για την αλχημεία του Νεύτωνα σήμερα ή μελλοντικά; Οι Ντομπς και Γουέστφολ τραβήξουν μια ισχυρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πρώιμης σύγχρονης “αλχημείας” και της “χημείας”. Αντλώντας επιλεκτικά στοιχεία από μια διαφορετική εικόνα της αλχημείας, αυτή που διαμορφώθηκε από τον αναλυτικό ψυχολόγο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl Jung) και τον Μίρτσεα Ελιάντε (Mircea Eliade), οι δύο αμερικανοί ιστορικοί παρουσίασαν την “αλχημεία” ως μυστική επιστήμη γεμάτη θρησκευτικότητα και τη “χυμεία” ως ανοικτή προσπάθεια στραμμένη σε εγκόσμιες αναζητήσεις όπως η απόσταξη, ο καθαρισμός των μετάλλων και ο καθαρισμός των αλάτων[13]. Αυτός ο διαχωρισμός χρησίμευσε στην πραγματικότητα ως κριτήριο επιλογής για τους δύο επιστήμονες και τους ώθησε να αποκλείσουν ένα μεγάλο μέρος των χειρογράφων της χυμείας του Νεύτωνα από την ανάλυση των αλχημικών (χρυσοποιητικών) αναζητήσεών του. Συνεπώς, παρήγαγαν μια εικόνα της “αλχημείας” του Νεύτωνα a priori στραμμένης στην κατεύθυνση της ζωτικοκρατίας, της μυστικότητας και της ατομικής σωτηρίας.
Η εργαστηριακή αναπαραγωγή

Ο αποφασιστικός παράγοντας που συμβάλλει στην επιτυχή έκβαση μιας τέτοιας έρευνας βρίσκεται βέβαια στο εργαστήριο. Τον περασμένο χρόνο ο Νόιμαν με τη βοήθεια της Κάθριν Ρεκ από το χημικό τμήμα του πανεπιστημίου της Ιντιάνα και της Λάουρα Αλεξάντερ, βοηθού εργαστηρίου, αναπαρήγαγε ένα μέρος από τις χυμικές διαδικασίες έχει και συσκευές του Νεύτωνα. Τα αποτελέσματα του πειραματισμού τους κινηματογραφήθηκαν από το BBC και το NOVA, που συνεργάζονται σε ένα ντοκυμαντέρ για τη ζωή του Νεύτωνα. Οι επιστήμονες ήταν σε θέση να αναδημιουργήσουν ορισμένους μεταλλικούς δενδρίτες, που διαμόρφωσαν πιθανώς την έμπνευση για το χειρόγραφο “Περί των Φανερών Νόμων και Φυσικών Διαδικασιών στην Βλάστηση” (μεταλλικά πυριτικά άλατα, καθώς επίσης και κρύσταλλοι αργύρου, που αυξάνονται σε διάλυμμα αργυρικού νιτρικού άλατος και του νιτρικού άλατος υδραργύρου), το άστρο Βασιλίσκος του αντιμόνιου (κρυσταλλική μορφή του αντιμονίου), και ένα πορφυρό κράμα χαλκού και αντιμονίου, που καλύπτεται με μια ενδιαφέρουσα δικτυωτή επιφάνεια. Οι επιστήμονες συνεχίζουν τα πειράματα, διεισδύοντας στις εργαστηριακές σημειώσεις του Νεύτωνα , παρόλο που οι συνθήκες -τουλάχιστον οι οικονομικές- δεν είναι και ιδιαίτερα ευχάριστες. Ελπίζουν, όμως, ότι όχι μόνο θα μπορούν να συνεχίσουν τον εργαστηριακό έλεγχο των χειρογράφων, αλλά και ότι θα αποκτήσουν και το λειτουργικό αντίγραφο ενός από τους μεταλλουργικούς κλίβανους του Νεύτωνα, από περιγραφές ενός άλλου χειρογράφου[15].

Οπωσδήποτε η εργαστηριακή αναπαραγωγή του αλχημικού έργου του Νεύτωνα είναι άκρως ενδιαφέρουσα και θα αναδείξει άγνωτες πτυχές της ιστορίας της επιστήμης στους αποκαλούμενους αιώνες του ορθού λόγου. Πέρα από όλα, όμως, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι στον επίλογο της έκδοσης του Principia o Νεύτων είχε παρατηρήσει: “Μια τυφλή μεταφυσική αναγκαιότητα, που είναι οπωσδήποτε η ίδια παντού και πάντοτε, δε θα μπορούσε να παράγει μια τέτοια ποικιλία πραγμάτων. Όλη αυτή η πολυμορφία των φυσικών πραγμάτων που συναντάμε σε διαφορετικούς καιρούς και τόπους, δε θα μπορούσε να προέρχεται παρά μόνο από τις ιδέες και τη βούληση ενός Όντος, που υπάρχει αναγκαία”. Το ερώτημα που παραμένει είναι τι ακριβώς εννοούσε ο Νεύτων με την έννοια Ον, καθώς είναι γνωστή η επικριτική θέση του απέναντι στον Καθολικισμό, την πρώιμη εκκλησιαστική ιστορία της περιόδου 3ος-5ος αι. κατά την οποία θεωρεί ότι ο Χριστιανισμός έχασε τις βάσεις του και το δόγμα της Τριάδας. Θα πρέπει να περιμένουμε την πλήρη έκδοση των αλχημικών του κειμένων, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε γιατί ασχολήθηκε με τέτοια εμβρίθεια με την Αποκάλυψη του Ιωάννη και ιδέες όπως η πόρνη της Βαβυλώνας και τα κερασφόρα τέρατα. Ενασχόληση που σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται και έχει καταχωρηθεί ως θεολογική, αλλά δίνει σαφώς το στίγμα το αλχημικού συμβολισμού.

Σημειώσεις-παραπομπές
[1] Χρησιμοποιούμε τον όρο “αλχημεία” εδώ για να περιλάβουμε όλα τα ενδιαφέροντα του Νεύτωνα που θα ταξινομούνταν σήμερα σήμερα υπό τον γενικό τίτλο “χημεία”. Με άλλα λόγια θεωρούμε πως η αλχημεία δε διαχωρίζεται από τη χημεία, αντίθετα απ’ ό,τι υποστηρίζουν πολλοί ιστορικοί. Βλ. επίσης Karin Figala, “Die exakte Alchemie von Isaac Newton”, στο Verhandlungen der Naturforschenden Gesellschaft in Basel 94 (1984): 157-227.
[2] Βλ. Marie Boas and A. Rupert Hall, “Newton’s Chemical Experiments”, στο Archives internationales d’histoire des sciences, (1958): 113-152.
[3] Σύμφωνα με τον κατάλογο που συνέθεσαν οι Rob Iliffe, Peter Spargo και John T. Young. (στηριγμένο κυρίως στον κατάλογο πωλήσεων του Σόουθμπι του 1936), 18 από αυτά τα χειρόγραφα δεν υπολογίζονται έως σήμερα στη συνολική παραγωγή και αρκετά άλλα βρίσκονται πιθανώς στα χέρια ιδιωτών συλλεκτών Βλ. .
[4] John Maynard Keynes, “Newton the Man”, στο Dobbs B.J.T., Foundations of Newton’s Alchemy, Cambridge University Press, (Cambridge:1975): 13.
[5] Βλ. William R. Newman. “Review of Dobbs, Janus Faces of Genius” στο Isis 84 (1993): 578-579.
[6] Βλ. Richard Westfall, Never at Rest: A Biography of Isaac Newton, Cambridge University Press, (Cambridge: 1980): 299-308, 527-529. [7] Βλ. William R. Newman, “Newton’s Clavis as Starkey’s Key” στο Isis 78(1987): 564-574. Η Ντομπς επίσης ισχυρίζεται ότι ο Νεύτωνας έγραψε ένα κείμενο με τίτλο Sendivogius Explained, (Ερμηνεία του Σεντιβόγκιου) το οποίο στην πραγματικότητα δεν γράφτηκε από τον Νεύτωνα, ούτε από τον Στάρκι, αλλά απόκάποιο ανώνυμο οπαδό του Στάρκι.
[8] Βλ. Figala, Harrison, and Petzoldt, “De scriptoribus chemicis: Sources for the Establishment of Isaac Newton’s (Al)chemical Library, in Harman and Shapiro”, στο The Investigation of Difficult Things (Cambridge: Cambridge University Press, 1992): 135-179. [9] Βλ. William R. Newman, Gehennical Fire: The Lives of George Starkey, An American Alchemist in the Scientific Revolution, University of Chicago Press, (Chicago: 2003; first edition, 1994). Lawrence M. Principe, The Aspiring Adept: Robert Boyle and His Alchemical Quest, Princeton University Press, (Princeton: 1998). Newman and Principe, Alchemy Tried in the Fire: Starkey, Boyle, and the Fate of Helmontian Chymistry, University of Chicago Press, (Chicago: 2002).
[10] Principe, Aspiring Adept, 174-179.
[11] Newman, “Newton’s Clavis as Starkey’s Key”, στο Isis 78(1987): 564-574.
[12] Newman and Principe, “Alchemy vs. Chemistry: The Etymological Origins of a Historiographic Mistake”, στο Early Science and Medicine 3 (1998): 32-65. Επίσης, Principe and Newman, “Some Problems with the Historiography of Alchemy”, στο William R. Newman and Anthony Grafton, Secrets of Nature: Astrology and Alchemy in Early Modern Europe (Cambridge, MA: MIT Press, 2001): 385-431.
[13] Dobbs, Foundations of Newton’s Alchemy, 25-35, για τις επιδράσεις του Γιουνγκ, 80-81, 121-125, 136, et passim για παραδείγματα διχοτόμησης αλχημείας και χημείας στο έργο της Ντομπς. Βλ. επίσης Westfall, Never at Rest, 281-286, 298-309.
[14] Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, Επιπρόσθετα Χειρόγραφα, (MSS 3973 και 3975).
[15] Συλλογή Joseph Halle Schaffner στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου του Chicago.

© 2006 Κ. Καλογερόπουλος
via

30 Πράγματα που πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε στον εαυτό μας

$
0
0



1. Σταματήστε να ξοδεύετε χρόνο με τους λάθος ανθρώπους. – Η ζωή είναι πολύ μικρή για να περνάτε το χρόνο σας με ανθρώπους που σας ξεζουμίζουν.
Αν κάποιος σας θέλει στη ζωή του, τότε θα δημιουργήσει χώρο για εσάς. Δεν θα πρέπει αγωνίζεστε για αυτόν τον χώρο. Ποτέ, μην επιβάλετε την παρουσία σας σε κάποιον που δεν βλέπει την αξία σας. Και να θυμάστε, δεν είναι οι άνθρωποι που στέκονται στο πλευρό σας όταν είστε στο καλύτερό σας, αλλά αυτοί που στέκονται δίπλα σας όταν είστε στη χειρότερη φάση της ζωής σας αυτοί που είναι αληθινοί φίλοι.
2. Σταματήστε να τρέχετε μακριά από τα προβλήματά σας. – Αντιμετωπίστε τα.
Όχι, δεν θα είναι εύκολο. Δεν υπάρχει άτομο στον κόσμο, ικανό για άψογο χειρισμό κάθε γροθιάς του ρίχνεται από την ζωή. Κανείς δεν είναι σε θέση να λύσει άμεσα τα προβλήματα που του εμφανίζονται. Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, ταραζόμαστε, λυπούμαστε, αγχωνόμαστε, πονάμε, σκοντάφτουμε και πέφτουμε. Αυτός όμως είναι ο τρόπος που εμπειρικά μαθαίνουμε από την ζωή – να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα, να μάθουμε, να προσαρμοστούμε, και να τα λύνουμε με την πάροδο του χρόνου. Αυτή η διαδικασία είναι που μας διαμορφώνει ως άτομα.
3. Σταματήστε να λέτε ψέματα στον εαυτό σας. – Μπορείτε, εφόσον το επιλέξετε, να λέτε ψέματα σε οποιονδήποτε άλλο γύρω σας, αλλά δεν μπορείτε να λέτε ψέματα στον εαυτό σας.
Η ζωή μπορεί να βελτιωθεί μόνο όταν είμαστε ανοιχτοί στις πιθανότητες και έτοιμοι να διακινδυνέψουμε να ανατρέψουμε αυτά που θεωρούμε δεδομένα, και το πρώτο και πιο δύσκολο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να διακινδυνεύσουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας.
4. Σταματήστε να βάζετε τις δικές σας ανάγκες σε δεύτερη μοίρα. – Το πιο επώδυνο πράγμα είναι να χάσετε τον εαυτό σας στη διαδικασία του να δίνεστε σε κάποιους – που δεν το αξίζουν κιόλας – πάρα πολύ, ξεχνώντας ότι κι εσείς είσαστε ένα πολύτιμο και σπουδαίο άτομο. Ναι, να βοηθάτε τους άλλους!, Αλλά να βοηθάτε και τον εαυτό σας. Εάν υπήρξε ποτέ μια στιγμή να ακολουθήσετε το πάθος σας και να κάνετε κάτι που είναι σημαντικό για σας, εκείνη η στιγμή είναι τώρα.
5. Σταματήστε να προσπαθείτε να γίνετε κάτι που δεν είστε. - Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη ζωή είναι να είστε ο εαυτός σας σε έναν κόσμο που προσπαθεί να σας κάνει όπως είναι όλοι οι άλλοι. Κάποια θα είναι πάντα πιο όμορφη, κάποιος θα είναι πάντα πιο έξυπνος, κάποιοι θα είναι πάντα νεότεροι, αλλά ποτέ δεν θα είναι εσείς! Μην προσπαθείτε να αλλάξετε απλά και μόνο για να είστε αρεστοί σε κάποιους. Να είστε ο εαυτός σας και θα βρεθούν οι κατάλληλοι ανθρώποι που θα σας αγαπήσουν και θα σας δεχθούν για αυτό που είστε πραγματικά.
6. Σταματήστε να προσπαθείτε να κρατηθείτε από το παρελθόν. – Δεν μπορείτε να ξεκινήσετε το επόμενο κεφάλαιο της ζωής σας, αν ξαναδιαβάζετε διαρκώς το προηγούμενο.
7. Σταματήστε να φοβάστε να κάνετε λάθος. – Όταν κάνετε κάτι, ακόμη κι αν αυτό είναι λάθος, είναι τουλάχιστον δέκα φορές πιο παραγωγικό από το να μην κάνετε τίποτα. Κάθε επιτυχία κουβαλάει ένα τεράστιο ίχνος από αποτυχίες πίσω της, κάθε αποτυχία οδηγεί προς την επιτυχία. Από τα λάθη μαθαίνουμε πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, ανοίγει το μυαλό μας και τελικά οδηγούμαστε στις καλύτερες δυνατές λύσεις. Για να μάθεις να σηκώνεσαι πρέπει πρώτα να πέσεις.
8. Σταματήστε να υποβιβάζετε τον εαυτό σας για τα παλαιά λάθη. – Μπορεί να αγαπήσατε το λάθος άτομο και να κλαίτε για τα λάθος πράγματα, αλλά όσο άσχημα κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, ένα πράγμα είναι σίγουρο, τα λάθη μας θα μας βοηθήσουν να βρούμε το πρόσωπο και τα πράγματα που είναι σωστά για εμάς. Όλοι μας κάνουμε λάθη, δίνουμε αγώνες, ακόμη και μετανιώνουμε για πράγματα που κάναμε στο παρελθόν μας. Αλλά είστε εδώ τώρα με τη δύναμη να διαμορφώσετε την ημέρα σας και το μέλλον σας. Κάθε πράγμα που έχει συμβεί στη ζωή σας έχει συμβεί ώστε να προετοιμασθείτε για την επόμενη σημαντική στιγμή που ίσως ακόμη δεν έχει έρθει.
9. Σταματήστε να προσπαθείτε να αγοράσετε την ευτυχία. - Πολλά από τα πράγματα που επιθυμούμε κοστίζουν πολλά λεφτά και ακόμη κι όταν τα αποκτήσουμε η χαρά που μας προκαλούν είναι προσωρινή. Η αλήθεια είναι, ότι τα πράγματα που πραγματικά μας ικανοποιούν είναι εντελώς δωρεάν – η αγάπη, το γέλιο, ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό, μια βόλτα στο πάρκο και η προσωπική εργασία για τα πράγματα που μας εμπνέουν. Όλα αυτά μας κάνουν πραγματικά ευτυχισμένους και τα αποτελέσματά τους δεν είναι εφήμερα.
10. Σταματήστε να αναζητάτε αποκλειστικά σε άλλους την ευτυχία. – Εάν δεν είστε ευχαριστημένοι με το ποιοι είστε στο εσωτερικό, δεν θα είσαστε ευτυχισμένοι ποτέ σε μια μακροχρόνια σχέση με κάποιον άλλο. Θα πρέπει να δημιουργήσετε κάποια στοιχειώδη σταθερότητα στη ζωή σας προτού να μπορέσετε να τη μοιραστείτε με κάποιον άλλο.
11. Σταματήστε να είστε σε αδράνεια. - Μην αναλύετε διαρκώς και πάρα πολύ τα πράγματα γιατί θα δημιουργήσετε ένα πρόβλημα που δεν ήταν καν εκεί εξ αρχής. Αξιολογήστε τις καταστάσεις και αναλάβετε αποφασιστική δράση. Δεν μπορείτε να αλλάξετε αυτό που αρνείστε να αντιμετωπίσετε. Η επίτευξη προόδου περιλαμβάνει πάντα κάποιο ρίσκο!
12. Σταματήστε να σκέφτεστε ότι δεν είστε έτοιμοι. – Κανείς δεν νιώθει ποτέ 100% έτοιμος, όταν παρουσιάζεται στην ζωή του κάποια ευκαιρία. Όλες οι μεγάλες ευκαιρίες στη ζωή μας, μας αναγκάζουν να ξεπεράσουμε τις ζώνες άνεσής μας, κι αυτό σημαίνει ότι δεν νιώθουμε εντελώς άνετα από την πρώτη στιγμή.
13. Σταματήστε να είσαστε σε σχέσεις για τους λάθος λόγους. – Οι Σχέσεις πρέπει να επιλέγονται με σύνεση. Είναι καλύτερα να είσαι μόνος σου, από το να είσαι σε κακή σχέση. Αν κάτι είναι να γίνει, θα συμβεί – το σωστό χρόνο, με το σωστό πρόσωπο, και για τον καλύτερο λόγο. Ερωτευτείτε όταν είστε έτοιμοι, κι όχι όταν αισθάνεστε μόνοι.
14. Σταματήστε να απορρίπτεται νέες σχέσεις μόνο και μόνο επειδή η παλιά δεν λειτούργησε. - Στη ζωή θα συνειδητοποιήσετε ότι υπάρχει ένας σκοπός για τον καθένα που θα συναντήσετε. Μερικοί θα σας κριτικάρουν, κάποιοι θα σας χρησιμοποιήσουν και κάποιοι θα σας διδάξουν. Αλλά το πιο σημαντικό, κάποιοι θα φέρουν στο φως τον καλύτερο εαυτό σας.
15. Σταματήστε να προσπαθείτε να ανταγωνιζόσαστε όλους τους άλλους. – Μην ανησυχείτε για το τι κάνουν οι άλλοι καλύτερα από εσάς. Επικεντρωθείτε στο να ξεπεράσετε τα δικά σας ρεκόρ. Η επιτυχία είναι μια διαρκής “μάχη”ανάμεσα σε εσάς και τον εαυτό σας μόνο. Συνεργασία είναι η λέξη κλειδί.
16. Σταματήστε να ζηλεύετε τους άλλους. - Η ζήλια είναι η τέχνη της μέτρησης των ικανοτήτων κάποιου άλλου και όχι των δικών σας. Αναρωτηθείτε λοιπόν: «Τι είναι κάτι που έχω κι ο καθένας θέλει;» θα ανακαλύψετε πολλά για τον εαυτό σας.
17. Σταματήστε να διαμαρτύρεστε και να στεναχωριέστε για τον εαυτό σας. - Οι δυσκολίες στη ζωή έρχονται για έναν και μόνο λόγο – για να μετατοπιστεί η πορεία σας σε μια κατεύθυνση που θα σημαίνει κάτι για εσάς. Δεν μπορείτε να το δείτε ή να καταλάβετε τα πάντα τη στιγμή που συμβαίνουν, και αυτό μπορεί να είναι σκληρό. Αλλά συλλογισθείτε αυτές τις δυσκολίες που συνέβησαν σε σας στο παρελθόν. Συχνά θα δείτε ότι τελικά σας οδηγήσαν σε ένα καλύτερο μέρος, πρόσωπο ή κατάσταση του νου. Έτσι χαμόγελο! Ας γνωρίσουν όλοι ότι σήμερα είστε πολύ πιο δυνατοί από ότι ήσασταν χθες, και θα είστε.
18. Σταματήστε να κρατάτε κακίες - Μην ζείτε τη ζωή σας με το μίσος στην καρδιά σας. Θα καταλήξετε πληγώσετε τον εαυτό σας περισσότερο από εκείνους που «μισείτε». Η συγχώρεση δεν είναι να λες, «Ό,τι κι αν μου έκανες σε συγχωρώ» Είναι να λες, «Ό,τι κι αν μου έκανες, δεν πρόκειται να αφήσω να καταστρέψει την ευτυχία μου για πάντα.» Συγχώρεση είναι η απάντηση … να μπορείς να αφήνεις πίσω, να βρίσκεις ειρήνη, να απελευθερώνεις τον εαυτό σου! Και να θυμάστε, η συγχώρεση δεν είναι μόνο για τους άλλους ανθρώπους, είναι και για σας. Αν πρέπει, συγχωρούμε τον εαυτό μας, ώστε να προχωρήσουμε και να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι καλύτερο την επόμενη φορά.
19. Σταματήστε να αφήνετε τους άλλους να σας φέρνουν κάτω στο επίπεδό τους. - Να αρνείστε να υποβαθμίσετε τις αξίες και τις προδιαγραφές σας ώστε να τα ‘χετε καλά με αυτούς που αρνούνται να ανεβάσουν τις δικές τους.
20. Σταματήστε να σπαταλάτε χρόνο εξηγώντας τον εαυτό σας στους άλλους. - Οι πραγματικοί φίλοι σας δεν το χρειάζονται και οι εχθροί σας δεν θα σας πιστέψουν έτσι κι αλλιώς.
21. Σταματήστε να κάνετε τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά, χωρίς διάλειμμα. - Ο χρόνος για να πάρετε μια βαθιά αναπνοή είναι όταν δεν έχετε χρόνο για να το κάνετε. Αν συνεχίζετε να κάνετε αυτό που κάνετε, θα συνεχίσετε να παίρνετε αυτό που παίρνετε. Μερικές φορές χρειάζεται απόσταση για να δούμε τα πράγματα καθαρά.
22. Σταματήστε στη θέα της ομορφιάς των μικρών στιγμών. – Απολαύστε τα μικρά πράγματα, γιατί μια μέρα θα μπορέσετε να κοιτάξετε πίσω και να ανακαλύψετε ότι ήταν μεγάλα πράγματα. Το καλύτερο μέρος της ζωής σας θα είναι το μικρό, ανώνυμες μικρές στιγμές που περνάτε χαμογελώντας με κάποιον που έχει σημασία για εσάς.
23. Σταματήστε να προσπαθείτε να κάνετε τα πράγματα τέλεια. – Στον πραγματικό κόσμο δεν επιβραβεύονται οι τελειομανείς, αλλά αυτοί που κάνουν πράγματα. Τίποτα στον πραγματικό κόσμο δεν είναι τέλειο.
24. Σταματήστε να ακολουθείτε το εύκολο μονοπάτι. – Η ζωή δεν είναι εύκολη, ειδικά όταν θέλετε να επιτύχετε κάτι που αξίζει τον κόπο. Μην πάρετε τον εύκολο δρόμο. Κάντε κάτι εξαιρετικό, έστω κι αν αυτό γίνει για μια φορά.
25. Σταματήστε να ενεργείτε σαν όλα είναι καλά και όταν δεν είναι. – Είναι εντάξει να καταρρέουμε για λίγο. Δεν χρειάζεται πάντα να προσποιούμαστε ότι είμαστε δυνατοί, και δεν χρειάζεται συνεχώς να αποδεικνύουμε ότι όλα πάνε καλά. Δεν πρέπει να ασχολούμαστε με το τι οι άλλοι άνθρωποι σκέφτονται όταν κλαίμε – μερικές φορές το κλάμα είναι υγεία. Όσο πιο γρήγορα το κάνετε, τόσο πιο γρήγορα θα είστε σε θέση να χαμογελάσετε και πάλι.
26. Σταματήστε να κατηγορείτε τους άλλους για τα προβλήματά σας. - Ο βαθμός στον οποίο μπορείτε να επιτύχετε τα όνειρά σας εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο έχετε αναλάβει την ευθύνη για τη ζωή σας. Όταν κατηγορείτε τους άλλους για το τι περνάτε, αρνείστε την ευθύνη – και τους παρέχετε τη δύναμη να σας εξουσιάζουν.
27. Σταματήστε να προσπαθείτε να είστε τα πάντα σε όλους. - Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, και η προσπάθεια μόνο θα σας «κάψει». Αλλά το να κάνετε ένα άτομο να χαμογελάει, μπορεί πραγματικά να αλλάξει τον κόσμο! Ίσως όχι ολόκληρο τον κόσμο κι όχι αμέσως, αλλά το δικό τους σίγουρα κι αυτό θα κάνει κι εσάς ευτυχισμένους.
28. Σταματήστε να ανησυχείτε τόσο πολύ. – Η πολύ ανησυχία δεν βοήθησε ποτέ πραγματικά κανέναν να μην ανησυχεί! Ένας τρόπος για να ελέγξετε αν αξίζει να ανησυχείτε για κάτι είναι να αναρωτηθείτε αυτήν την ερώτηση: «Θα με απασχολεί αυτό το θέμα σε ένα χρόνο; σε τρία; σε πέντε χρόνια; «Αν όχι, τότε δεν αξίζει να ανησυχείτε για αυτό.
29. Σταματήστε να εστιάζετε σε ό, τι δεν θέλετε να συμβεί. - Εστιάστε σε αυτό που θέλετε να συμβεί. Η Θετική σκέψη βρίσκεται στην αρχή της κάθε επιτυχίας. Αν ξυπνάτε κάθε πρωί με τη σκέψη ότι κάτι υπέροχο θα συμβεί στη ζωή σας σήμερα, και δώσετε ιδιαίτερη προσοχή, συχνά θα διαπιστώσετε ότι έχετε δίκιο.
30. Σταματήστε να είστε αχάριστοι. - Δεν έχει σημασία πόσο καλά ή κακά νομίζετε ότι είσαστε, πρέπει να ξυπνάτε κάθε μέρα ευγνώμονες για τη ζωή σας. Κάποιος κάπου αλλού απεγνωσμένα παλεύει για τη δική του. Αντί να σκεφτόσαστε τι χάνετε, προσπαθήστε να σκεφτόσαστε αυτό που έχετε, και που κάποιοι άλλοι δεν έχουν και θα ήθελαν να μπορούσαν να έχουν.
Θερμές ευχαριστίες στην Ιωάννα Ι.

Πως μπορώ να δω ταινίες online

$
0
0


Επειδή πολύ κόσμος δεν ξέρει πως  να κατεβάζει ταινίες από το ιντερνετ και αυτοί που ξέρουν πολλές φορές βαριούνται την όλη διαδικασία του download, θα σας δείξω δύο sites στα οποία μπορείτε να δείτε ταινίες online με ελληνικούς υπότιτλους.


 Το ένα site είναι το http://teniesonline.ucoz.com/ (το οποίο δεν έχει πολλές διαδικασίες, απλά πατάτε ΔΕΙΤΕ ONLINE και εμφανίζεται το βίντεο)
Το άλλο site λέγεται http://online-filmer.blogspot.gr/και σε αυτό μπορείτε να βρείτε ελληνικές και ξένες ταινίες αλλά και σειρές. (όπως και στο προηγούμενο)  Η διαδικασία μέχρι να αρχίσει να παίζει η ταινία είναι λίγο περίεργη, καθώς σας πηγαίνει συνέχεια από σελίδα σε σελίδα και βγάζει συνέχεια παράθυρα με διαφημιστικά και banners. Για αυτόν τον λόγο θα σας δείξω τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσετε για να μην έχετε κάποιο πρόβλημα και μπερδευτείτε.
Βήματα
Μπαίνουμε στο online filmerκαι διαλέγουμε την ταινία που θέλουμε να δούμε. Έστω ότι θέλω την ταινία “The avengers(Οι εκδικητές)”.Πατάω εκεί που λέει PLAYόπως βλέπετε στην φωτογραφία παρακάτω.
the avengers
Μόλις πατήσουμε PLAYθα μας πάει σε μια άλλη σελίδα όπου θα έχει διάφορες διαφημίσεις. Τέρμα επάνω δεξιά θα δείτε μια αντίστροφη μέτρηση 5 δευτερολέπτων. Μόλις τελειώσει η αντίστροφη μέτρηση, στην θέση της θα εμφανιστεί ένα κουμπάκι που λέει SKIP ADτο οποίο και θα πρέπει να πατήσετε.
skip ad
Στην συνέχεια σας πηγαίνει σε μια άλλη σελίδα σαν την φωτογραφία παρακάτω όπου αυτό που έχετε να κάνετε είναι να πατήσετε εκεί που λέει continue as free user.
continue as free user
Τέλος, βγαίνουμε στην τελική σελίδα όπου μπορούμε πλέον να  δούμε την ταινία μας κάνοντας κλικ στο κουτάκι που λέει play movie.
Αν ακλουθήσατε σωστά όλα τα βήματα τότε είστε έτοιμοι να δείτε την ταινία σας.
via

Η απόκρυψη μιας σπουδαίας ανακάλυψης

$
0
0




«Με αποκαλούν παράφρονα... Ελπιζα να έχουν δίκιο! Δεν έχει και τόση σημα­σία αν ένας ακόμη τρελός βαδίζει στην γη. Αλλα αν έχω εγώ δίκιο και η επιστή­μη έχει λάθος - τότε ο Θεός να λυπηθεί
την ανθρωπότητα...» Δρ. Βίκτωρ Σάουμπεργκερ.
Από τότε που ζούσαν Νε­ράιδες και Συλφίδες στα νερά των ποταμών και των λιμνών, από τότε που ο πρώτος άνθρωπος παρατήρησε την αντα­πόκριση που είχε η στάθμη του νερού στις φάσεις της σελήνης, από τότε που ο Αρχιμήδης έκανε πειράματα στη μπανιέρα του και οι Ινδοί έκαναν αναζωογονητικά λουτρά μακροζωίας, από την εποχή που οι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν πολύπλοκα υδραγωγικά συστήματα, από τότε που ο Πλίνιος έγραφε για τις θεϊκές ιδιότητες του νερού, αλ­λά και από τότε που ο Μέσμερ μα­γνήτιζε το νερό με τους τεράστιους μαγνήτες του και ο Βίλχελμ Ράιχ παρατηρούσε τους ομόκεντρους κύκλους που δημιουργούνται στο νερό αν κάποιος ρίξει μιά πέτρα... γνωρίζαμε πολύ καλά κάτι που σή­μερα το έχουμε ολότελα ξεχάσει: κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει με το νερό! Τα μυστικά που κρύβει το πιο α­παραίτητο στοιχείο για την ζωή -μαζί με τον αέρα - μας έχουν απο­καλυφθεί πολλές φορές! Άλλες τό­σες έχουν χαθεί μέσα στον Χρόνο που όλα τα σβήνει. Στον Χρόνο και την Άγνοια, που δεν θα αργήσουν να σβήσουν και τα δικά μας ίχνη, αν δεν μπορέσουμε να αναστρέψουμε τα εγκλήματα που κάνουμε καθημερινά στην Φύση που μας φιλοξενεί... O Μάγος του νερού Μέχρι πριν λίγα χρόνια μπορού­σαμε να νιώθουμε υπερήφανοι που η γνώση μας δάμαζε - σε συμφω­νία με τις εντολές του θεού μας - τη Φύση! Σήμερα ξέρουμε ότι αυτή τη νοοτροπία την πληρώνουμε ήδη ακριβά και θα την πληρώσουμε α­κόμη ακριβότερα. Γιατί το μυστι­κό δεν είναι η υποταγή της Φύσης, είναι η συνεργασία και η εναρμό­νιση με τους κανόνες της... Οι άνθρωποι της Γνώσης, που προεκτείνουν τις έρευνες τους πέ­ρα από την συμβατική επιστήμη της εποχής τους και ταυτόχρονα προσπαθούν να κατανοήσουν και να προστατεύσουν τις δυνάμεις της Φύσης, αποτελούν ένα πολύ σπά­νιο δείγμα διανοητών. Το έργο τους σπάνια καταφέρνει να βγει στην επιφάνεια, ειδικά σε μια επο­χή σαν την δική μας. Σε μια εποχή που η ασύστολη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων αδιαφορεί για την διατάραξη της φυσικής αρμονίας, αλλά ούτε και γνωρίζει τους τρό­πους για να συμβαδίσει με την αρ­μονία αυτή. Ένας τέτοιος σπάνιος άνθρωπος-κλειδί ήταν και ο Αυστριακός ερευνητής Δρ Βίκτωρ Σάουμπερ­γκερ (Victor Schauberger). Ανήκει βέβαια κι αυτός στον κατάλογο των παρεξηγημένων σοφών σαν τον Τέσλα, τον Ράιχ, τον Κάμερερ…. Αυτών που δεν συνέφεραν το κατεστημένο των τραστ, των επιστη­μών, "των κατόχων της αλήθειας" και που εξοντώθηκαν, ή - στην κα­λύτερη περίπτωση - κρατήθηκαν στην αφάνεια.
Ήδη, από το 1920(1), ο Δρ, Σά­ουμπεργκερ μας είχε προειδοποιή­σει για την κρίση του περιβάλλο­ντος στην οποία έχουμε σήμερα παγιδευτεί - και από την οποία μο­νάχα λίγες ελπίδες έχουμε για να αποδράσουμε. Κατά την διάρκεια της ζωής του γνώρισε τον χλευασμό και την ει­ρωνεία, αλλά σήμερα πλέον το εν­διαφέρον για το έργο του έχει αρ­χίσει να εξαπλώνεται παντού. Πά­ρα πολλοί άνθρωποι έχουν εντυπω­σιαστεί από τον δυναμικό και διε­ρευνητικό χαρακτήρα του, από το τραγικό πεπρωμένο του και από τις εκπληκτικές θεωρίες, με τις ο­ποίες θέλησε να αλλάξει τον κόσμο μας προς το καλύτερο! Το ζωντανό νερό! Το κεντρικό θέμα των ερευνών του Δρ. Σάουμπεργκερ ήταν το Νερό και η Κίνηση. Ο ίδιος έλεγε: «Ηεπικρατούσα τεχνολογία χρησιμοποιεί τις λανθααμένες μορφές κίνησης. Οι μη­χανές και οι μέθοδοι μας, διοχετεύουν τα στοιχεία της φύσης όπως τον αέρα, το νερό και τα άλλα υγρά και αέρια, σε έ­ναν τύπο κίνησης που η Φύση τον χρη­σιμοποιεί μονάχα για να αποσννθέτει και να διαλύει την ύλη! Η Φύση χρησιμοποιεί έναν άλλο τύ­πο κίνησης για να ανοικοδομεί και να αναζωογονεί. Όταν η τεχνολογία μας χρησιμοποιεί μονάχα την κίνηση της αποσύνθεσης, μεταμορφώνεται σε νε­κρή τεχνολογία, που μόνο θάνατο με­ταδίδει σε αυτούς που κάνουν χρήση της -τόσο στο υλικό όσο και το ψυχολογικό ε­πίπεδο! Aha καταστροφική τεχνολογία, που επιπλέον, μολύνει επικίνδυνα όλο το φυσικό περιβάλλον...»
Ο Δρ. Σάουμπεργκερ πειραματί­στηκε προσπαθώντας να θέσει σε πρακτική εφαρμογή την αναζωο­γονητική αρχή της φύσης, που ο ί­διος ονόμαζε "κυκλωτική σπειροειδή κίνηση".
Οι περίγραφες των κατορθω­μάτων του, πολλές φορές μοιά­ζουν με καθαρή φαντασία. Η ί­δια η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να περιγράψει ο ίδιος τα ευ­ρήματα του και τις θεωρίες του, είναι πολλές φορές δύσκολη να την καταλάβει κανείς και να την μεταφράσει. Συχνά ήταν ανα­γκασμένος να χρησιμοποιεί τους δεδομένους επιστημονικούς ό­ρους με δικές του παραλλαγές, για να εξηγήσει τις θεωρίες του, γιατί οι παλιοί ορισμοί δεν μπο­ρούσαν να εκφράσουν τα πράγ­ματα που ήθελε να πει. Έφτανε στο σημείο να εφευρίσκει νέα νοήματα και ορολογίες, που είναι πολύ δύσκολο να γίνουν κα­τανοητά στον απλό παρατηρη­τή. Γνώριζε βέβαια τα προβλή­ματα που προκύπτουν από κάτι τέτοιο, αλλά δεν έβλεπε άλλη ε­ναλλακτική λύση. Έτσι το έργο του είναι γεμάτο από πολύπλο­κους συλλογισμούς και δυσνόη­τες πειραματικές εξηγήσεις. Ένας από τους συνεργάτες του, ο καθηγητής Βίλχελμ Μπάλτερς, είχε πει: «Μα, πώς είναι δυ­νατόν να καταλάβει κανείς εύκο­λα την γλώσσα του Σάουμπερ­γκερ; Το έργο του ανήκει στο Μέλλον»,.. Η ζωή του «Αν βρεθείς σε δύσκολες στιγ­μές στην ζωή σου, και δεν ξέ­ρεις σε ποιόν να απευθυνθείς για βοήθεια, πήγαινε σε μιά πη­γή στο βουνό - και άκου την μουσική που παίζει το νερό της. Τότε θα δεις ότι όλα θα πάνε καλά...»! Μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ καλότυχο αν σε μεγαλώσει μια μητέρα λέγοντας σου συνεχώς αυτά τα λόγια, όπως έκανε η μητέρα του μικρού Βί­κτορα... Ο Βίκτωρ Σάουμπεργκερ, κατα­γόταν από μια πολύ παλιά αρι­στοκρατική οικογένεια της Βαυ­αρίας. Γεννήθηκε το 1885 κοντά στην Λίμνη Πλόκενσταϊν της Αυ στρίας. Από πολύ μικρό παιδί χε δείξει έντονο ενδιαφέρον οτιδήποτε σχετιζόταν με την Φύση. Όταν ήταν ακόμη νεαρός, μελετούσε τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζονταν την φύση και τ στοιχεία της, οι άνθρωποι της εξοχής. Έγραφε γι' αυτούς: «Βασί­ζονταν σ' αυτά που έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια και σε ότι ένιωθαν από την έμπνευση τους.
Πάνω από όλα, α­ναγνώριζαν την εσωτερική θεραπευτι­κή δύναμη του νερού και καταλάβαι­ναν ότι το ίδιο, διοχετευμένο τη νύχτα μέσα από αρδευτικά κανάλια, μπορεί να δώσει πολύ μεγαλύτερη σοδειά από τα γειτονικά χωράφια που αρδεύονταν διαφορετικά. Ήξεραν επίσης πόσο στενά συνδεδεμένο ήταν το δάσος με το νερό - και τα δύο τους με τον άν­θρωπο...» Μαθήτευσε δίπλα σε έναν γέρο δασάρχη και έπειτα από το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέ­μου ανέλαβε μόνος του δασάρχης μιας αρκετά απομονωμένης πε­ριοχής. Τα πράγματα που μπόρε­σε να μελετήσει ο Σάουμπεργκερ σε εκείνη την ερημική - σχεδόν α­νέγγιχτη από το ανθρώπινο χέρι -περιοχή, συχνά ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με ότι είχε μάθει από τις ακαδημαϊκές δασονομικές σπουδές του. Το νερό ήταν το κύριο ενδια­φέρον του. Είχε ξεκινήσει για να ανακαλύψει τα χαρακτηριστικά και τους νόμους του, αλλά και την σύνδεση μεταξύ της θερμο­κρασίας και της κίνησης του. Παρατήρησε ότι το νερό που έ­τρεχε από μια βουνίσια πηγή, βρισκόταν στην μεγαλύτερη πυ­κνότητα του - στο "σημείο ανω­μαλίας" του, όπως λέγεται -στους +4' C, που ήταν φυσικά και το σημείο της υψηλότερης ποιότητας του. Οι σολομοί και οι πέστροφες, πήγαιναν πάντοτε προς αυτές τις πηγές - και εκεί έ­βρισκε και την π ιό πλούσια και πιό όμορφη βλάστηση. Μια μέρα, επισκέφθηκε μαζί με μερικούς γέρους κυνηγούς μιά απομονωμένη περιοχή πάνω στα βουνά. Εκεί υπήρχε μιά πηγή που παλαιότερα ήταν σκεπασμέ­νη από ένα πέτρινο καλυβάκι. Τώρα το κτίσμα είχε γκρεμιστεί -κι έτσι η πηγή είχε εκτεθεί στο φως του ήλιου. Έπειτα από λίγο, το ρυάκι ξεράθηκε, εκπλήσσο­ντας όλους όσους το γνώριζαν γιατί κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ πριν. Αναζητώντας εξηγήσεις γι' αυτό, κάποιος πρότεινε να ξαναχτίσουν την πέτρινη_κατασκευή. Έτσι κι έγινε. Έπειτα
από λίγο το ρυάκι επανήλθε..
Αυτό ήταν μιά αποκάλυψη για τον Σάουμπεργκερ, γιατί του ή­ταν πλέον ολοφάνερο ότι το νερό ανταποκρινόταν, άγνωστο πώς, στην σκιά και στο δάσος. Αργό τερα, του δόθηκαν πολύ περισ­σότερα στοιχεία για να επιβεβαι­ώσει αυτήν την θεωρία. Ο Σάου­μπεργκερ άρχισε να αντιλαμβά­νεται το νερό ως "το αίμα της Γης", θεωρώντας ότι πρέπει να του επιτρέπεται να κυλά με φυσι­κές ροές. Μια απείραχτη ροή νε­ρού σχηματίζεται από περιστρο­φικές καμπύλες και σκιερές ό­χθες, σκεπασμένες από δέντρα και θάμνους - κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο.
«Το νερό θέλει να κυλά μ' αυ­τόν τον τρόπο, γι' αυτό φτιάχνει αυτές _τις σκιερές όχθες για να προστατεύεται από το άμεσο χρως τον ήλιου...» Έλεγε κι εννοούσε ότι η χαμηλή θερμοκρασία και η φυσική ροή, είναι οι καταστάσεις που είναι απαραίτητες για να διατηρήσει το νερό τις εκπληκτι­κές δυνάμεις του. Αυτές που μπο­ρούν να χαρίσουν στον άνθρωπο υγεία, ευεξία και πνευματική διαύγεια... Μια νέα πηγή ενέργειας Κάποια στιγμή ο Σάουμπεργκερ πρόσεξε την παράξενη συμπεριφορά που είχαν οι πέστρο­φες μέσα στο νερό των πηγών. II μεγάλη πέστροφα μπορούσε να στέκεται στο ίδιο σημείο, τελείως ακίνητη για όση ώρα ήθελε, ακό­μη και στο πιό δυνατό αντίθετο ρεύμα! Αν τρόμαζε, μπορούσε να εκσφενδονιστεί με απίστευτη τα­χύτητα ενάντια στο ρεύμα, αντί να αφεθεί στο ρεύμα για να πα­ρασυρθεί στην ροή του - που άλ­λωστε θα ήταν και το πιό φυσικό. Ο Σάουμπεργκερ δεν μπόρεσε να βρει καμιά εξήγηση για το φαινόμενο, σε κανένα βιβλίο. Το μόνο ιιου ήξερε ήταν ότι ένα βουνίσιο ρυάκι ήταν πιό ψυχρό κοντά στην πηγή του και γινόταν όλο και πιό θερμό μακριά της. θα μπορούσε αυτό να έχει κά­ποια σχέση με την πέστροφα που πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα; Έκανε πολλά πειράματα για να το διερευνήσει αυτό. Διάλεξε ένα ποταμάκι και κάποιο σημείο με πολύ ισχυρό ρεύμα, εκεί που εμφανιζόταν συχνά ακίνητη μιά μεγάλη πέστροφα. Έβαλε τους ανθρώπους του να ρίξουν εκατό λίτρα ζεστό νερό στο ποταμάκι, περίπου πεντακόσια μέτρα πιό πάνω από εκείνο το σημείο, όταν θα τους έδινε το σύνθημα. Αμέ­σως μόλις έπεσε το ζεστό νερό, πολύ πριν ακόμη προλάβει να φτάσει στο σημείο εκείνο, η πέ­στροφα άρχισε να ταράζεται, να δείχνει ανήσυχη και να μην μπο­ρεί πια να μείνει ακίνητη στο ση μείο της! Παρ' όλες τις προσπάθειες της, μόλις το θερμότερο ρό έφτασε κοντά της η πέστροφα αφέθηκε να την παρασύρει το ρεύμα... Δεν επέστρεψε στο ση­μείο της παρά μονάχα πολύ αρ­γότερα. Αυτό έπεισε τον Σάου-μπεργκερ ότι η θεωρία του ήταν σωστή: η θερμοκρασία του νερού είχε σχέση με την συμπεριφορά της πέστροφας. Μελέτησε επίσης την ικανότη­τα της να πηδά κόντρα σε ψη­λούς καταρράκτες με ελάχιστη προσπάθεια. Σ' αυτό το φαινόμε­νο αναγνώρισε στοιχεία που επι­βεβαίωναν τους συλλογισμούς του, ότι η πέστροφα εκμεταλλευ­όταν μιά άγνωστη μέχρι τώρα πηγή ενέργειας μέσα στο νερό. Ο ίδιος περιγράφει: «Τότε, ξαφνικά, η ογκώδης πέστροφα εξαφανίστηκε α­ντίθετα στην ροή τον καταρράκτη, που έλαμπε στο φως του φεγγαριού. Την είδα να πλέει κάτω από μιά κωνική δί­νη νερού, χορεύοντας με μιά άγρια πε­ριστροφική κίνηση. Έπειτα πετάχτηκε "έξω" από αυτήν την περιστροφή και την είδα να επιπλέει ακίνητη προς τα πάνω. Όταν έφτασε στο χείλος του κα­ταρράκτη, με ένα απότομο τίναγμα της ουράς χάθηκε από τα μάτια μου, αντίθετα στο ρεύμα, όλο και πιό μακρυά. Κανένας επιστήμονας δεν μπό­ρεσε να μου εξηγήσει αυτό το φαινό­μενο...» Ο Σάουμπεργκερ, έπειτα από αμέτρητες παρόμοιες παρατηρή­σεις και έρευνες, διατύπωσε την θεωρία ότι η φυσική ροή νερού, που επιτρέπει την φυσική κ’ινηση, δημιουργεί μιά ενέργεια που ρέει στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν_του_νερού. Αυτήν την ενέργεια ήταν που χρησιμοποι­ούσε η πέστροφα.
Σ' έναν κατάλληλα διαμορφω­μένο καταρράκτη, μπορεί κάποι­ος να δει την ροή αυτής της ε­νέργειαςσαν ένα κανάλι από φως μέσα στην ροή του νερού! Η πέστροφα ψάχνει αυτήν την ε­νεργειακή ροή - όπως το ανεμόπλανο το ρεύμα του αέρα - και α­φήνει να την παρασύρει προς τα πάνω σαν μιά ανάποδη ρουφή­χτρα! Στη μεγαλοφυή σκέψη του κί­νησε το ενδιαφέρον ένα ακόμη απλό φαινόμενο: η ιδιόμορφη κί­νηση του νερόφιδου, που μπο­ρούσε να κινείται στο νερό χωρίς- να έχει πτερύγια, αλλά σχηματί­ζοντας μιά σειρά από σπειροει­δείς περιτυλίξεις.
Είχε σχεδόν μάθει τη γλώσσα της φύσης, που απλόχερα του α­ποκάλυπτε τα μυστικά της χωρίς να νιώθει βιασμένη... Σε μιά κα­θαρή χειμωνιάτικη νύχτα εντυπωσιάστηκε από άλλο ένα παρά­ξενο φαινόμενο. Παρατηρώντας μιά λιμνούλα που είχε σχηματι­στεί από ένα ορμητικό ρυάκι, διέκρινε στον πάτο της - που ή­ταν αρκετά μέτρα βαθιά - μερι­κές πέτρες μεγάλες όσο το κεφά­λι ενός ανθρώπου, που κινούνταν εδώ κι εκεί, σαν να ήταν ηλεκτρι­κά φορτισμένες! «Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου, όταν ξαφνικά είδα μιά μεγάλη πέτρα να κινείται κυ­κλικά, με τον ίδιο τρόπο που είχε κι­νηθεί η πέστροφα πριν πηδήξει στον καταρράκτη. Η πέτρα είχε σχήμα αυγού. Την επόμενη στιγμή, η πάρα ή­ταν στην επιφάνεια του νερού και σύ­ντομα γύρω της δημιουργήθηκε ένας κύκλος από πάγο!_ Εκείνη η μεγάλη, βαριά πέτρα, επέπλεε στο νερό, χορεύ­οντας στο φας τον φεγγαριού! Έπειτα και μιά δεύτερη - και μιά τρίτη, όλο και περισσότερες πέτρες έκαναν τις ί­διες κινήσεις και έβγαιναν στην επιφά­νεια. Είχαν όλες τους περίπου το ίδιο σχήμα αυγού. Οι άλλες πέτρες με α­νώμαλο ή γωνιώδες σχήμα, παρέμεναν ακίνητες στον πάτο. Μπροστά μου εκ­δηλωνόταν ένας μοναδικός τύπος κίνη­σης που μπορούσε να υπερνικήσει τψ δύναμη της βαρύτητας...»
Ρώτησε τον εαυτό του: Τι είναι τελικά αυτό που λέμε "κίνηση"; Υπάρχουν άραγε διαφορετικοί τύποι κίνησης; Είναι δυνατόν να υπάρχει ένας τύπος κίνησης που είναι μέχρι σήμερα άγνωστος για την επιστήμη; Από αυτούς τους συλλογισμούς και τις παρατηρή­σεις άρχισε να αναπτύσσεται μιά θεωρία για τους διαφορετικούς τύπους κίνησης. Την ίδια εποχή, ο πρίγκιπας Αδόλφος της Αυστρίας ήθελε να μεταφέρει ποσότητες ξυλείας α­πό απομακρυσμένες περιοχές, ό­που βρισκόντουσαν πολλά παρ­θένα δάση, αλλά το κόστος μετα­φοράς τους θα ήταν πολύ μεγά­λο. Έθεσε το πρόβλημα στους μηχανικούς του που δυσκολεύτη­καν πολύ, αλλά την κατάλληλη στιγμή εμφανίσιηκε ο Σάουμπεργκερ με τη λύση. Κατασκεύ­ασε κανάλια, μέσα στα οποία θα διοχετευόταν κρύο νερό από τις πηγές και την νύχτα θα έπλεαν μαζί με το ρεύμα οι τεράστιοι κορμοί που έπρεπε να μεταφερ­θούν. Κρύο νερό, τη νύχτα, σε μιά απίστευτη ξύλινη κατασκευή, μήκους πενήντα χιλιομέτρων! Τρελή συνταγή, όμως το θαύμα έγινε και ο Σάουμπεργκερ τα κα­τάφερε...
Ειδικοί από όλη την Ευρώπη ήρθαν για να μελετήσουν την κα­τασκευή. Ο Σάουμπεργκερ υποστήριζε ότι όταν το νερό είναι ε­κτεθειμένο στις ακτίνες του ήλι­ου κοιμάται, αλλά την νύχτα -και ειδικά στο φως του φεγγαριού είναι φρέσκο και ζωντανό.
Ο πρίγκιπας του έδειξε την ευγνω­μοσύνη του ονομάζοντας τον Γε­νικό Επόπτη όλων των δασών και των κυνηγετικών περιοχών της ε­πικράτειας. Ο Σάουμπεργκερ πάντοτε έλε­γε ξανά και ξανά: «Πρώτα πρέ­πει να κατανοήσουμε την Φύση και ύστερα απλά να την αντιγρά­ψουμε»! Έλεγε ακόμη ότι η Φύ­ση είναι ο μεγαλύτερος δάσκα­λος μας. Ο σκοπός της τεχνολο­γίας δεν θα πρέπει να είναι να διορθώσει την Φύση, αλλά να την μιμηθεί...
Παρ' όλα αυτά, οι επιστήμονες δεν πείστηκαν για τις θεωρίες του παράξενου "Μάγου του Νερού - όπως είχαν αρχίσει να αποκαλούν οι συνεργάτες τον. θεωρία του Σάουμπεργκερ ότι α­κόμη και η ελαχιστότατη διαφο­ρά στην θερμοκρασία, είχε επί­δραση στην συμπεριφορά του νε­ρού, θεωρήθηκε γελοία. Αλλά για τον Σάουμπεργκερ ήταν γελοίο το ότι νερό είναι απλά υδρογόνο και οξυγόνο... αλλά ένας ζωντα­νός οργανισμός που απαιτούσε σεβασμό από την ανθρωπότητα -και στην αντίθετη περίπτωση οι συνέπειες θα ήταν μοιραίες
Αλάνθαστος προφήτης Ο ίδιος τρομοκρατούνταν μό­λις παρατηρούσε τις καταστρο­φικές αλλαγές που συνέβαιναν στις πηγές και στο νερό των πο­ταμών και στη ζωή των ζώων και των φυτών, μόλις εξαφανιζόταν ένα δάσος από μιά περιοχή. Πα­ρατήρησε ότι το νερό έχανε τις ιδιότητες του όταν εκτρεπόταν με αφύσικο τρόπο από την φυ­σική του ροή, ή όταν τα φράγ­ματα που χρησιμοποιούνταν για τέτοιους σκοπούς δεν ήταν ειδι­κά σχεδιασμένα από "φιλικά" προς το νερό υλικά, όπως το ξύ­λο και η πέτρα, αλλά φτιαγμένα από τσιμέντο λχ. Στην δεκαετία του 1930, ο Σά­ουμπεργκερ έγραψε μιά διατρι­βή στην οποία εξηγούσε όλα όσα είχε ανακαλύψει για τους μυστη­ριώδεις νόμους που κυβερνούσαν την συμπεριφορά του νερού, κα­θώς και τις επιδράσεις που είχε πάνω της η αλλαγή της θερμο­κρασίας και οι τύποι της κίνησης και ροής του. Το σύγγραμμα, που εκδόθηκε το 1931 στην Βιέν-νη, είχε τον τίτλο "Υδροτεχνολο-γία" (DieWasserwirtschaft).
Σ' αυτήν την μελέτη, ο Σάου-μπεργκερ περιγράφει την βάση για την φυσική κυκλοφορία του νεροΰ - και δείχνει με ποιόν τρό­πο το φυσικό τοπίο και οποιαδή­ποτε αλλαγή της ροής του νερού, επηρεάζει άμεσα την ποιότητα και την "υγεία" του και επακό­λουθα, την υγεία των ανθρώπων. Περιγράφει επίσης τα χαρα­κτηριστικά της στροβιλοειδούς και της ελισσόμενης κίνησης του νερού - και ποιες σημαντικές επι­δράσεις έχουν στον "μεταβολι­σμό" του. Επίσης, δείχνει με λε­πτομέρειες πώς πρέπει να κατα­σκευάζονται τα φράγματα και οι υδρορροές με έναν θετικό και αρμονικό προς την φύση τρόπο.
Οι "Αρνητικές" και οι "Θετι­κές" αλλαγές στην θερμοκρασία, είναι πολύ σημαντικοί παράγο­ντες στις θεωρίες του Σάουμπεργκερ για το νερό. Οι "θετικές" ε­πιτυγχάνονται όταν το νερό πλη­σιάζει τους +4°C. Σ' αυτήν την θερμοκρασία, η "φυγόκεντρος κυ-κλωτική σπειροειδή κίνηση" του νερού, αυξάνεται. Το ίδιο, γίνεται υγιές-ζωντανό - και συνεχώς ανα­ζωογονείται μέσα από το φαινρ^ μενο που ονομάζει "γαλάκτωση".
Στις "Αρνητικές" θερμοκρα­σίες - πάνω από τους +4°C - υ­πάρχει μειωμένη ενέργεια και μειωμένη βιολογική ποιότητα. Αυτό οδηγεί στην αργή αποσύν­θεση του νερού που χάνει την ζω­ογόνο δύναμη του, μια κατάστα­ση που ενθαρρύνει τα παθογόνα βακτήρια. «Στην πραγματικότητα, τα μυστήρια του νερού είναι παρόμοια με αυτά του αίματος στο ανθρωπινό σώμα. Το νερό είναι το αίμα της Γης...



Υδροτεχνολογία

Αν μελετήσουμε τα υδραγωγικά συστήματα των αρχαίων Ρωμαίων, θα παρατηρήσουμε ότι το πόσιμο νερό διοχετευόταν είτε από ξύλινους σωλήνες είτε κατά μήκος φυσικών καναλιών πήλι­νων ή από πέτρα. Αργότερα, κα­θώς οι πόλεις μεγάλωναν και οι ανάγκες για νερό αυξάνονταν, έ­γινε η ατυχής επιλογή να διοχε­τευθεί το πόσιμο νερό σε μεταλ­λικά κανάλια.
Άλλες αρχαίες υδροκατασκευές μεγάλου ενδιαφέροντος, ήταν τα υπόγεια αρδευτικά κανάλια που κατασκευάστηκαν στο Ανατολικό Τουρκεστάν. Ήταν λειτουργικά ακόμη και το 1700 - και τα απο­μεινάρια τους μελετήθηκαν από τον γνωστό εξερευνητή Σβεν Χέντιν. Το νερό έτρεχε σε μεγάλο βάθος σ' αυτά τα κανάλια και έ­ρεε στο σκοτάδι μέχρι τις περιο­χές που έπρεπε να αρδευτούν. Ο Σάουμπεργκερ σκέφτηκε ότι αυτή η μέθοδος μεταφοράς του νερού στο σκοτάδι και σε χαμη­λές θερμοκρασίες, ήταν ο κύριος λόγος για την γονιμότητα του ε­δάφους που ποτίζονταν - το χαρακτηριστικό των οάσεων του Ανατολικού Τουρκεστάν. Αυτές και πολλές άλλες ιστορικές πα­ρατηρήσεις, έδειχναν ότι οι άν­θρωποι του παλιού καιρού κατεί­χαν άγνωστες για μας γνώσεις και είχαν μεγαλύτερη κατανόηση για τον αληθινό χαρακτήρα του νερού.


Ο Βίκτωρ Σάουμπεργκερ, κά­ποια στιγμή έφτασε στο σημείο να σκεφτεί την πιθανότητα πα­ραγωγής καλού πόσιμου νερού με τεχνητό τρόπο. Χρησιμοποιώντας μια μηχανή που θα αντέ­γραφε τις μεθόδους της Φύσης στην αναδημιουργία και την αναζωογόνηση του νερού, θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσει νερό πηγής - και μ' αυτόν τον τρόπο να εφοδιάσει ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν να πάρουν φυσικό νερό εξαιτίας της περιβαλλοντικής καταστροφής. «Είναι απελπιστικά σημαντικό να ανακαλύψουμε από την αρχή τους τρόπους της Φύσης για να σωθούν οι άνθρωποι, τα ζώα και η γη από την  παρακμή και για να μην πεθάνει ο πλανήτης από τη δίψα». Αυτά ήταν τα λόγια του πολύ πριν παρουσιαστούν τα ση­μερινά προβλήματα. (Η Τουρκία φαίνεται ιδιαίτερα ευαισθητο­ποιημένη...)

Ο Σάουμπεργκερ άρχισε να προσπαθεί να αναπαράγει τα φυσικά στάδια από τα οποία περνούν τα στοιχεία του νερού των πηγών. Κατασκεύασε την πρώτη συσκευή διήθησης γύρω στα 1930. Ξεκίνησε με αποστειρωμένο νερό από τον Δούναβη, πρόσθεσε μικρές ποσότητες από συγκεκριμένα μέταλλα, ορυκτά και διοξείδιο του άνθρακα, αφή­νοντας το μίγμα να ρέει σε πέτρι­νους σωλήνες με κυκλωτική σπει­ροειδή κίνηση στο σκοτάδι, ενώ άφηνε την θερμοκρασία του να πέφτει κάτω από το "υδροβιολογικό μηδέν" (+4°C). Έπειτα από μισ μικρή περίοδο αποθήκευσης, ανέβαζε αργά την θερμο­κρασία του νερού στους +8°C. Και τότε το νερό ήταν έτοιμο για : το πιεις. Η φήμη απλώθηκε παντού, όχι ο Σάουμπεργκερ μπορούσε να δημιουργήσει "ζωντανό νερό" και οι άνθρωποι ερχόντουσαν στο σπίτι του για να το δοκιμά σουν. Δείγματα στάλθηκαν από τους δύσπιστους στα εργαστήρια για ανάλυση, όπου αποδείχθηκε ότι το νερό του Σάουμπεργκερ δεν ξεχώριζε καθόλου από το φρέσκο νερό μιας πηγής, τουλά­χιστον χημικά...

Τα σχέδια του Σάουμπεργκερ για υγιή πόσιμο νερό, περιελάμ­βαναν και ανασχεδιασμό των σω­λήνων του νερού, φτιαγμένων α­πό νέα υλικά. Ήταν τελείως αντί­θετος με τους σιδερένιους και τους τσιμεντένιους σωλήνες, τους οποίους όχι μόνο έκρινε ιδιαίτερα επικίνδυνους, αλλά θεωρούσε ότι προκαλούσαν καρκίνο. Το λάθος υλικό του σωλήνα, προκα­λούσε φθορά του από την συνεχή χρήση, αλλά και έδινε ζημιογό­νες ιδιότητες στο ίδιο το νερό. Επιπλέον, τα τοιχώματα των σω­λήνων του πόσιμου νερού πρέπει να είναι έτσι φτιαγμένα ώστε να "ενθαρρύνουν" την ροή του νε­ρού όπως συμβαίνει και στην Φύση. Ταυτόχρονα έπρεπε να εί­ναι και κακός αγωγός της θερμό­τητας, όπως το καλό και υγιές ξύ­λο. Το υγιές και σωστά χρησιμο­ποιημένο ξύλο, είναι τόσο γερό στον χρόνο όσο και το σίδερο. Επιπλέον, οι σωλήνες πρέπει να  περνούν μέσα από μαλακό, αμ­μώδες έδαφος. Αν η υδρορροή διευθετηθεί με έναν φυσικά σω­στό τρόπο - με την μορφή της δι­πλής περιστροφής - όπωςς ακρι­βώς συμβαίνει και στις ελεύθερες πηγές και ποτάμια, τότε το νερό που θα διοχετεύεται στα σπίτια των ανθρώπων θα είναι δροσερό, φρέσκο, γεμάτο ενέργεια - και θα περιέχει λιγοστά αέρια. Επί­σης, τα παθογονικά βακτήρια θα εξαφανίζονται μέσα σε τέτοιους σωλήνες. Μια μορφή αυτών των σωλήνων κατατέθηκαν το 1934 και ο Σάουμπεργκερ πήρε την πατέντα. Οι προτάσεις του Δρ. Σάουμπεργκερ για την φυσική χρησιμοποίηση του νερού ήταν πολύ αμφιλεγόμενες στους επι­στημονικούς κύκλους:

Το νερό πρέπει να αφήνεται να ρέει και να ωριμάζει στο δικό του φυσικό περιβάλλον που - α­νάμεσα σε άλλα πράγματα - προ­ϋποθέτει φυσικά αναπτυγμένο δάσος, που περιέχει πολλών ει­δών δέντρα. Κάθε εκτροπή του νερού με αφύσικο τρόπο και κά­θε καταστροφή δάσους πρέπει να σταματήσουν, πριν να είναι πολύ αργά.  

Όλες οι υδροροές, από τα μικρά ρυάκια μέχρι τους μεγά­λους ποταμούς, πρέπει να έχουν όχθες με δέντρα και θάμνους για να τους παρέχουν φυσική σκιά.

Οι υδροκατασκευές πρέπει να είναι αρμονικές με τις ανά­γκες του νερού και δεν πρέπει να αλλάζουν τις φυσικές μορφές κί­νησης του.
Οι σωλήνες του νερού - και όλες οι άλλες μέθοδοι μεταφο­ράς νερού - πρέπει να είναι σχε­διασμένοι με τέτοιο τρόπο και α­πό τέτοια υλικά, που να προω­θούν την διατήρηση και την ανά­πτυξη της ιδιαίτερης βιολογικής ποιότητας του νερού.

Πόσα χρόνια άραγε να απέχου­με από τότε που θα αναλάβουν τις... ΕΥΔΑΠ και τις ΔΕΗ του πλανήτη άνθρωποι με γνώση και φαντασία; (αντί των κοντόφθαλ­μων κομματικών στελεχών της Ελλάδας...). Πόσο αργεί η εποχή που η πρόληψη αλλά και η θερα­πεία πολλών ασθενειών, θα επιτυγχάνεται με τη βελτίωση του δικτύου υδροδότησης; Τότε βέβαια, το νερό που θα τρέχει στις βρύσες δεν α είναι H2Ο, αλλά το ίδιο το "αίμα της γης".

Νέες μορφές κίνησης και ενέργειας
Ο Δρ. Σάουμπεργκερ ασχολή­θηκε και με την παραγωγή χρήσιμων μορφών ενέργειας. Μέσα από παρατηρήσεις και πειράματα, είχε εντοπίσει την α­ντίθεση ανάμεσα στις μεθόδους της Φύσης και της τεχνολογίας των ανθρώπων. Βεβαιωνόταν όλο και πιο πολύ ότι η ανθρώπινη τε­χνολογία θα απειλούσε την ζωή του ίδιου του πλανήτη, τον οποίο τον έβλεπε σαν έναν τεράστιο ζωντανό οργανισμό, πάνω στον οποίον εμείς είμαστε οι μικροορ­γανισμοί του.
«Οι ατμομηχανές και οι μηχα­νές εσωτερικής καύσης - πάνω στις οποίες στηρίζεται ο σύγχρο­νος κόσμος - δεν λειτουργούν ού­τε στο πενήντα τοις εκατό της απαιτούμενης δραστηριότητας. ΙΙερισσότερη από την μισή ενέρ­γεια που χρησιμοποιούν, κατα­στρέφεται ή αχρηστεύεται. Γιατί λειτουργούν τόσο άσχημα; Η Φύ­ση μας δίνει την απάντηση: Γιατί χρησιμοποιούμε λάθος μορφή κίνησης...»


Η μορφή_κίνησης που δημιουργεί, αναπτύσσει, εξαγνίζει και «μεγαλώνει,είναι η "υπερβο­λική σπειροειδής κίνηση", που εξωτερικά είναι φυγόκεντρη και εσωτερικά κινείται προς το κέ­ντρο. Την συναντούμε παντού στην Φύση: στις σπείρες τθ)ν νε­φελωμάτων του διαστήματος, στην κίνηση του ηλιακού μας συστήματος, στον σχηματισμό του γαλαξία, στην φυσική ροή του νερού, στην κυκλοφορία του αί­ματος, στα ρεύματα του αέρα.
Από την άλλη, η καταστροφι­κή και διαλυτική μορφή κίνη­σης στην Φύση έχει την αντίθε­τη φορά, από το κέντρο προς τα έξω, προς την περιφέρεια - σε ευθείες γραμμές. Τα στοιχεία ε­ξαναγκάζονται να κινηθούν έξω από το κέντρο. Το μέσο πρώτα αδυνατίζει κι έπειτα διαλύεται και καταστρέφεται.
Η περιστροφική κίνηση προς τα μέσα - η «υπερβολική σπειρο­ειδής κίνηση» - είναι συνώνυμη με την πτώση της θερμοκρασίας, την συστολή, τη συγκέντρωση. Η αντίστροφη κίνηση είναι συνώνυμη με την άνοδο της θερμοκρασίας, την θερμότητα, την διαστολή, την επέκτα­ση, την έκρηξη.

Ολόκληρη η σύγχρονη τεχνο­λογία μας βασίζεται πάνω στην ιδέα της κατάρρευσης, στο μέσο της θερμότητας, της ανάφλεξης, της έκρηξης, της προέκτασης... Ο Σάουμπεργκερ συμπέρανε ότι τα ζημιογόνα και φτωχά αποτε­λέσματα της σύγχρονης τεχνολο­γίας, προέρχονται από την αντί­σταση της Φύσης στην επιθυμία του ανθρώπου για καταστροφή και αποσύνθεση! Τα προβλήμα­τα των μεγάλων θερμοκρασιών, η αντίσταση του αέρα, το φράγ­μα του ήχου, είναι επιβεβαιώσεις ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε λά­θος μονοπάτι.

«Η τεχνολογία μας, οδηγεί στον θάνατο! Σπαταλά κάρβουνο κα πετρέλαιο, τα οποία έχουν πιο ση­μαντικούς οικολογικούς ρόλους από το να καίγονται σε avόητεc μηχανές, που αναλώνουν τα υλικά και που δηλητηριάζουν και μολύ­νουν όλο μας το περιβάλλον.»! Αυτές τις απόψεις εξέφραζε ο Σάουμπεργκερ, την δεκαετία τ 1930, όταν καμιά μεγάλη οικολο­γική καταστροφή δεν ήταν ακό­μη ορατή σων ορίζοντα...
Πρότεινε έναν άλλο τρόπο- μιά βιοτεχνολογική μέθοδο - πα­ραγωγής ενέργειας. Μια μέθοδο που θα χρησιμοποιεί την κυκλοειδή μορφή κίνησης, για την θετική παραγωγή ενέργειας από τον αέρα και το νερό. Σύμφωνα με τον παράξενο προφήτη, sη διάσπαση του ατόμου και η ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας οδηγεί το μέλλον των κοινωνιών μας στην απόλυτη καταστροφή.
«Οι θεωρίες του Αϊνστάιν για την απόκτηση ενέργειας από την διάσπαση του ατόμου, είναι μιά προσβολή ενάντια στην Φύση. Ένας βιασμός της... Μπορούμε ό­μως να κάνουμε χρήση της ατομι­κής ενέργειας μέσω της βιοτεχνολογίaς της σύντηξης...»

' Ο Σάουμπεργκερ θέλησε να μιμηθεί την σύντηξη που συμβαί­νει στη Φύση με τον σχεδιασμό των μηχανημάτων του που ονό­μασε ';μηχανές σύντηξης". Yποστήριζε_ότι ήταν μοναδικές γιατί δεν χρειάζονταν καύσιμα! «Όλα τα καταστροφικά συστήματα είναι βασι­σμένα πάνα σε κινητήρες έκρηξης, αλλά οι κινητήρες σύντηξης δημιουργούν την δική τους πηγή ενέργειας, με την διαμαγνητική χρήση του νερού και του αέρα. Δεν χρειάζονται άνθρα­κα, πετρέλαιο, ουράνιο ή ενέργεια από την διάσπαση του ατόμου, γιατί μπο­ρούν να παράγουν τψ δική τονς ενέρ­γεια (ατομική) με βιολογικά μέσα και σε ανεξάντλητη ποσότητα - σχεδόν χα-, ρίς καθόλου κόστος. Η ενέργεια  μπο­ρεί να είναι Βιο-ηλεκτρική, δηλαδή καταστροφική, ή Βιο-μαγννητική,δηλαδή αναζαογονητική...»,
Ο Σάουμπεργκερ εστίασε όλο του το ενδιαφέρον στην κατα­σκευή μιας μηχανής για να πα­ράγει ενέργεια απευθείας από νερό και αέρα. Εργάστηκε πάνω σ' αυτό το 1932 μαζί με τον Δρ. Βίντερ, ένα μηχανικό από την Βιέννη. Είναι γνωστό ότι κατα­σκεύασαν δύο τέτοια μοντέλα, α­πό τα οποία το ένα καταστράφη­κε, γιατί εκτινάχτηκε στο ταβάνι του εργαστηρίου! Δεν μπόρεσε να ελέγξει την τεράστια ποσότη­τα ενέργειας που δημιούργησε. Εφ' όσον δεν εμπιστεύτηκε τον τρόπο κατασκευής σε κανέναν και πειραματιζόταν συνήθως μό­νος, τα αποτελέσματα και οι λε­πτομέρειες αυτών των παράξε­νων ερευνών δεν είναι γνωστά. Πιστεύεται ότι έχουν καταλήξει στα χέρια των ΗΠΑ...

Μια συνάντηση με τον Χίτλερ
Στα μέσα της δεκαετίας του '30, ο Αδόλφος Χίτλερ άκου­σε για τον Αυστριακό με τις πρω­τότυπες ιδέες για την τεχνολογία και τις παράξενες εφευρέσεις του. Τον προσκάλεσε σε μιά συ­νάντηση, μέσω της Γερμανικής πρεσβείας. Ο Σάουμπεργκερ παρουσιάστηκε ανακαλύπτοντας ό­τι ο Γερμανός Καγκελάριος ήταν πάρα πολύ καλά ενημερωμένος για το έργο του και για τις έρευνές του.
Ο Χίτλερ του ζήτησε μιά λεπτο­μερή εξήγηση των ιδεών και των πειραμάτων του και ο Σάουμπερ­γκερ μίλαγε χωρίς διακοπή για μία ώρα. Περιέγραψε τα λάθη των συγχρόνων τεχνολόγων, τους κινδύνους που εγκυμονούσαν οι μέθοδοι τους για την φύση, αλλά και τις ατέλειες που παρουσίαζε το τετραετές επιστημονικό πρό­γραμμα του Χίτλερ.
Όταν τελείωσε, ο Χίτλερ τον ρώτησε: «Με τι θα αντικαταστή­σεις τις γεννήτριες και τις μεθό­δους που χρησιμοποιούμε σήμε­ρα;» Ο Σάουμπεργκερ απάντη­σε: «Δώσε μου εγκαταστάσεις και προσωπικό - και τα υλικά που θα χρειαστώ - και σε λίγους μήνες θα δεις τις μεθόδους μου για την παραγωγή ενεργείας. Τότε θα μπορείς να αποφασίσεις μόνος σου ποια είναι η πιο αποτελε­σματική και η πιο σωστή μέθο­δος, με τις καλύτερες προοπτικές για το Μέλλον...» -«Και ποια θα είναι η πηγή των καυσίμων μα τις γεννήτριες σου;...» Νερό και αέρας. Περιέχουν όλη την ε­νέργεια που χρειαζόμαστε... '.
Τότε ο Χίτλερ έδωσε διαταγή στον γραμματέα της κυβέρνη­σης: «Δώστε σ' αυτόν τον Αυ­στριακό - που έχει ιδέες που με ενδιαφέρουν πολύ - όλα όσα χρειάζεται για να αποδείξει ότι έχει δίκιο....»

Μόλις ο Σάουμπεργκερ απο­χώρησε, ο διευθυντής του "Επι­στημονικού Ινστιτούτου Κάιζερ" αλλά και υφυπουργός, Φρίντριχ Βίλουν - ο οποίος είχε παρακο­λουθήσει την συζήτηση - πλησία­σε τον Σάουμπεργκερ και τον κα­τηγόρησε ότι προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Χίτλερ για να του βάλει «ανόητες ιδέες" στο μυαλό. Οι δυο άντρες λογομάχησαν πολύ έντονα και ο Σάουμπεργκερ έφυγε πολύ θυμω­μένος. Αργότερα όταν τον ξανα­κάλεσαν στην Καγκελαρία, δεν πήγε αλλά έφυγε στην Αυστρία.
Όταν το 1938 η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία, αμέ­σως ο Σαάουμπεργκερ έλαβε μή­νυμα από τον Τζούλιους Στράικερ, ότι υπήρχε ρητή διαταγή του Φύρερ, να του παρέχουν ότι ζητήσει. Του έδωσαν δέκα εκα­τομμύρια μάρκα για να διευθε­τήσει με τις μεθόδους του την ξν-λεία και τα δάση της Βαυαρίας, της Βόρειας Αυστρίας και της Βοημίας. Ένα μεγάλο εργαστή­ριο στην Νυρεμβέργη ήταν επί­σης διαθέσιμο για τις έρει -του. Εκεί, ο Σάουμπεργκερ, μαζί με τον γιο του Βάλτερ, συνέχισαν τα πειράματα για να εξάγουν η­λεκτρική ενέργεια απευθείας α­πό μια υδρορροή.
Σύντομα τα ηλεκτρικά φαινό­μενα άρχισαν να εμφανίζονται, το φορτίο μπορούσε να ενισχυθεί μέχρι τα 50.000 βολτς. Το ότι το νερό μπορούσε να παράγει από μόνο του τόσο μεγάλο φορτίο ή­ταν κάτι το απίστευτο. Αλλά προς στιγμήν δεν κατέληξε σε κάποια πρακτική χρήση - κι έτσι επέστρεψε για λίγο στην Αυ­στρία.   

Μετά το ξέσπασμα του Β' Πα­γκοσμίου Πολέμου, το 1943, κά­λεσαν τον Σάουμπεργκερ για στρατιωτική υπηρεσία, γιατί α­κόμη και οι γέροι έπρεπε να πο­λεμήσουν. Διορίστηκε διοικητής ενός λόχου αλεξιπτωτιστών(!) στην Ιταλία, αλλά δεν έμεινε για πολύ εκεί, όταν έφτασαν διατα­γές από τον Χίμλερ για να πα­ρουσιαστεί στο Κολέγιο των Ες-Ες σιο Ρόζενχάγκελ της Βιέννης.
Όταν έφτασε εκεί, οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μάουτχάουζεν. Εκεί συναντήθη­κε με τον υπασπιστή του Χίμλερ που του έδωσε το μήνυμα: «Σκε­φτήκαμε πολύ τις επιστημονικές σου έρευνες και καταλήξαμε ότι είναι πολύ σημαντικές. Μπορείς να διαλέξεις... Ή θα μείνεις στο Μάουτχάουζεν ν' αναλάβεις την διοίκηση μιας επιστημονικής ο­μάδας από τεχνικούς και φυσι­κούς που θα σου δώσουμε από τους κρατουμένους, για να κατα­σκευάσεις μηχανές που θα χρη­σιμοποιούν την ενέργεια που α­νακάλυψες, ή αλλιώς θα σε κρε­μάσουμε..

Ο Σάουμπεργκερ, φυσικά δέ­χτηκε και άρχισε μιά περίοδος ε­ντατικής έρευνας. Υπάρχουν α­ξιόπιστες μαρτυρίες επιστημό­νων που δούλεψαν μαζί του στο Κολέγιο των Ες-Ες στην Βιέννη, ότι ξεκίνησε να τελειοποιεί μο­ντέλα "ιπτάμενων αντικειμένων" με βιοτεχνολογικά μέσα! Το 1945, ο Σάουμπεργκερ ανακοί­νωσε ότι τα λειτουργικά σχέδια για ιπτάμενα οχήματα και υπο­βρύχια είχαν τελειώσει και μπο­ρούσαν να κατασκευαστούν δυο διαφορετικά μοντέλα.
Με τις νέες μορφές κίνησης και ενέργειας που είχε ανακαλύ­ψει, κατασκεύασε πολλά μοντέλα ιπτάμενων δίσκων, τα οποία λει­τούργησαν και πέταξαν, ακόμη και επανδρωμένα, σε μυστικές δοκιμαστικές πτήσεις!
Μεγάλο μυστήριο καλύπτει ό­λη την υπόθεση, για τους Ιπτάμε­νους Δίσκους που κατασκεύασαν οι Ναζί... Στο τέλος του πολέμου, εμφανίστηκε μια ομάδα Αμερι­κανών που φαινόταν να καταλα­βαίνει τι συμβαίνει - και κατά­σχεσε τα πάντα. Έπειτα από α­νακρίσεις, ο Σάουμπεργκερ μπή­κε σε "πρόγραμμα προστασίας και παρακολούθησης". Ένα ση­μαντικό κομμάτι της μηχανής, που κρατούσε μυστικά ο Σάου­μπεργκερ σε ένα διαμέρισμα, α­νακαλύφθηκε από τις Ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.

Ανατίναξαν το διαμέρισμα φεύγοντας, για να μην ανακαλύψει κάποιος άλλος τυχόν πληροφορίες που τους διέ­φυγαν...
Πολλοί από τους κρατούμε­νους συνεργάτες του Σάουμπερ­γκερ ήταν Ρώσοι, που επέστρε­ψαν στην Σοβιετική Ένωση. Όταν οι Ρώσοι ανέπτυξαν τις διαστημικές ρουκέτες τους, κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι εί­χαν κάνει χρήση κάποιων σχε­δίων του Σάουμπεργκερ. Άλλωστε είναι γνωστό ότι πολύ μεγάλο μέρος των τεχνολογικών εξελίξε­ων που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο, οφείλεται στην εκμετάλ­λευση των Ναζιστικών επιστημο­νικών προγραμμάτων από τους Συμμάχους.
Στην δεκαετία του '50, ο Σάου­μπεργκερ κρατήθηκε παρά την θέληση του στις Η.Π.Α., όπου τον ανάγκασαν να δουλέψει σε έ­να μυστικό εργαστήριο στην Αρι­ζόνα. Αργότερα, του επέτρεψαν επιστρέψει στην πατρίδα του.


Πέντε μέρες έπειτα από την επι­στροφή στο σπίτι του - στις 25 Σεπτεμβρίου 1958 - ο Βίκτωρ Σάουμπεργκερ πέθανε στο Λιντς (γενέτειρα και του Χίτλερ), σε η­λικία 73 ετών. Έλεγε ξανά και ξανά: «Μου πήραν τα πάντα.Τα πάντα! Δεν μου ανήκει καν ο εαυτός μου…»



ΠΗΓΗ: ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ,ΤΕΥΧΟΣ 52

Είσαι φτωχός, όταν…

$
0
0






- Είσαι φτωχός όταν ξέρεις ακριβώς πόσο κοστίζει το κάθε τι.

- Είσαι φτωχός, όταν θυμώνεις με τα παιδιά σου, όταν σου ζητούν όλες τις αηδίες που βλέπουν στην τηλεόραση.

- Είσαι φτωχός, όταν ελπίζεις πως θα σου περάσει ο πονόδοντος.

- Είσαι φτωχός, όταν τα παιδιά σου πηγαίνουν στα σπίτια των φίλων τους, αλλά ποτέ δεν έρχονται στο δικό σου.

- Είσαι φτωχός, όταν έχεις θέρμανση, η δροσιά, μόνο σε ένα δωμάτιο του σπιτιού σου.

- Είσαι φτωχός, όταν θεωρείς ότι 8 ευρώ την ώρα είναι πολύ καλή πληρωμή.

- Είσαι φτωχός, όταν βασίζεσαι σε ανθρώπους που δεν δίνουν δεκάρα για σένα.

- Είσαι φτωχός, όταν ελπίζεις πως θα πάρεις αύξηση 50 λεπτά.

- Είσαι φτωχός, όταν πρέπει να περιμένεις 6 ώρες στα επείγοντα με το άρρωστο παιδί στην αγκαλιά σου.

- Είσαι φτωχός, όταν πιστεύεις πως μια αληθινή σχέση βασίζεται στο ότι ένας από τους δύο έχει ένα σπίτι.

- Είσαι φτωχός, όταν βλέπεις πόσες λίγες ευκαιρίες έχεις.

- Είσαι φτωχός, όταν μπορείς να συνεχίσεις τον κατάλογο αυτόν…



Είσαι φτωχός;

Ένα ενδιαφέρον άρθρο είχε στη voria.gr η Κωνσταντίνα Δημητρούλη, σχετικά με τη φτώχεια, που με παρακίνησε να δω το θέμα και από άλλη πλευρά. Διότι είναι αμφίβολο αν, όταν συζητούμε περί φτώχειας, έχουμε όλη την ίδια γνώση για τα κριτήρια που απαιτούνται, για να θεωρηθεί κάποιος φτωχός.

Καταρχάς, υπάρχει και η «σχετική φτώχεια», που θεωρείται ότι το ετήσιο εισόδημα του πολίτη είναι στο 60% του μέσου όρου των εισοδημάτων των πολιτών της χώρας. Ως προς την απόλυτη φτώχεια, το όριό της υπολογίζεται στα 6.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα ανά άτομο και στα 13.608 ευρώ ετήσιο εισόδημα, όταν πρόκειται για τετραμελή οικογένεια.

Όμως υπάρχουν εννιά κριτήρια, που αν κάποιος δεν μπορεί να ικανοποιήσει τέσσερα από αυτά, τότε θεωρείται ότι βρίσκεται κάτω από το όριο:

1) Καθυστέρηση λόγω οικονομικών δυσκολιών στην αποπληρωμή πάγιων λογαριασμών (ρεύμα, νερό κ.λπ.), ενοίκιο ή δόσεις δανείων κύριας κατοικίας ή δόσεις άλλων δανείων.

2) Οικονομική αδυναμία για πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών.

3) Οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα κοτόπουλο, κρέας ψάρι ή λαχανικά ίσης αξίας

4) Οικονομική αδυναμία στην αντιμετώπιση έκτακτων αλλά αναγκαίων δαπανών αξίας €720.

5) Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν τηλέφωνο.

6) Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν έγχρωμη τηλεόραση.

7) Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν πλυντήριο ρούχων.

8) Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν αυτοκίνητο.

9) Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση.

Δεν γνωρίζω αν στον καθορισμό του ποσοστού των φτωχών στην Ελλάδα (λίγο πάνω από το 20%) λαμβάνονται υπόψη αυτά τα κριτήρια, αφού με τους αριθμούς -ιδιαίτερα στην Ελλάδα- δεν βγάζεις άκρη. Διότι έχω δει παράγκες με πιάτο δορυφορικής κεραίας, και μεγαλογιατρούς που δηλώνουν εισόδημα για τετραμελή οικογένεια, λιγότερα από 13.608 ευρώ.

Προφανώς, οι Ευρωπαίοι δίνουν στους αριθμούς μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι πρέπει, γι’ αυτό και εκπλήσσονται, όταν επισκέπτονται την Ελλάδα. Δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς στους φτωχούς εν γένει Έλληνες τα τρόφιμα στα απορρίμματα να ανέρχονται σε ποσοστό 30% ή πώς στις ταβέρνες να παραγγέλνουν αυτοί μουσακά κι εμείς ένα τραπέζι κρέατα, που τα μισά τα γεύονται τα κατοικίδια (αν δεν ξαναγίνονται μερίδες!)

Είναι σαφές, επομένως, πως οι πανευρωπαϊκές έρευνες δεν αποδίδουν πιστά την εικόνα της φτώχειας. Διότι, τι εννοεί το δεύτερο κριτήριο της «αδυναμίας για πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών»; Σε ποιον τόπο; Στον Πλαταμώνα, στη Μύκονο ή στις Μπαχάμες; Και τι εννοεί το έκτο, με την «αδυναμία να διαθέτουν έγχρωμη τηλεόραση»; Των 17 ιντσών ή με οθόνη πλάσματος;

Δεν είναι χωρίς σημασία τα παραπάνω ερωτήματα. Διότι στην κοινωνιολογία δεν υπάρχει μόνον η αντικειμενική φτώχεια, αλλά και η «νομιζόμενη». Το παιδί στο σχολείο, που δεν ανήκει σε φτωχή οικογένεια, αλλά δεν φορά «σινιέ» φόρμα, νιώθει φτωχό, συγκρίνοντας τον εαυτό του με τα άλλα παιδιά. Τούτ’ αυτό και με τους μεγάλους, όταν συγκρίνουν το αυτοκίνητό τους συνηθισμένης μάρκας με αυτό του γείτονά τους που είναι πολυτελές.

Μιλούμε σήμερα ότι έπεσε φτώχεια στην Ελλάδα. Πεισθήκαμε γι’ αυτό, από όσα ακούμε στις ειδήσεις και δεν καταλάβαμε κάτι απλό. Αν δεν καταφέρουμε μέσα στο χρόνο να δείξουμε σημάδια ανάπτυξης, τότε η σημερινή φτώχεια στην οποία νομίζουμε ότι βρισκόμαστε, θα φαντάζει πολυτελής ζωή εμπρός στην πραγματική φτώχεια που θα έρθει.



Πηγή: dkaravasilis.gr

Επάγγελμα: Έλληνας πολιτικός

$
0
0




Η απέχθεια του Έλληνα πολίτη για τους πολιτικούς αυξάνεται τελευταία κατακόρυφα, καθώς η κρίση που μας μαστίζει οξύνεται. Η αιτία της απέχθειας επικυρώνεται καθημερινά από λόγια και έργα πολιτικών, που δείχνουν ότι οι άνθρωποι αυτοί όχι απλώς δεν συμβάλλουν στη λύση των προβλημάτων μας, αλλά φέρονται σαν να μην έχει καταλάβει καν ότι υπάρχουν. Οι νοήμονες πολίτες απορούν: Είναι δυνατόν να μη συνειδητοποιούν οι πολιτικοί το τι συμβαίνει; Δεν βλέπουν τον γκρεμό που οδηγούμαστε; Υστερούν μήπως βιολογικά· είναι διανοητικά καθυστερημένοι; Ή μήπως βλέπουν, αλλά εθελοτυφλούν;

Βέβαια, η περιγραφή των χαρακτηριστικών του είδους «σύγχρονος Έλληνας πολιτικός» δεν εμπνέει αισιοδοξία. Είναι άνθρωπος μέσης (και κάτω) νοημοσύνης, αλλά κουτοπόνηρος, αμβλυμένης ηθικής αντίληψης, ημιμαθής (όταν δεν είναι εντελώς αμαθής), πολιτιστικά και πολιτισμικά υπανάπτυκτος. Αν έχει πτυχίο πανεπιστημίου, μάλλον το πήρε χαριστικά, ως στέλεχος φοιτητικής νεολαίας, ενώ αν δηλώνει κάποιο επάγγελμα, είτε δεν το άσκησε ποτέ, είτε -αν το άσκησε, λιγουλάκι- κινήθηκε στον πάτο του. (Αν, για παράδειγμα, δηλώνει οδοντίατρος, δεν θα του εμπιστευόμασταν σε καμία περίπτωση τα δόντια μας). Τι τον οδήγησε λοιπόν στο αξίωμά του; Μήπως του χάρισε η Φύση αρχηγικό τάλαντο, πρωτογενή ηγετική ιδιοφυΐα; Μπα, ούτε αυτό. Είναι κοινός τόπος ότι οι περισσότεροι πολιτικοί θα τα θαλάσσωναν στο τιμόνι και μιας μικρής ιδιωτικής επιχείρησης, κι αν κάποιοι θεωρούνται «επιτυχημένοι» επί κεφαλής υπουργείων, αυτό οφείλεται μόνο στην ιδιότυπη πολιτική παραλλαγή του νόμου της άνωσης, που θέλει τα ελαφρότερα στοιχεία στην επιφάνεια, προτιμώντας τους φελλούς από τον χρυσό.

Είναι λοιπόν απορίας άξιον…

Με τέτοια χάλια, πώς έχουν οι άνθρωποι αυτοί τη διαχείριση των κοινών μας; Δεν είναι παράλογο; Τρελό;

Δυστυχώς όχι, είναι λογικότατο. Γιατί οι πολιτικοί μας έχουν μια σημαντική διαφορά απ’ όλους εμάς, μιαν ικανότητα στην οποία μας βάζουν όλους κάτω -και δεν αστειεύομαι. Για να τη βρούμε, αρκεί να αναρωτηθούμε: Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των μελών του Κοινοβουλίου; (Άντε, για να σας βοηθήσω, εξαιρώ τους βουλευτές Επικρατείας). Μα, φυσικά, ότι έχουν εκλεγεί. Να λοιπόν η λύση του προβλήματος, τόσο απλή: Αυτό που διαφοροποιεί τους πολιτικούς από τους υπόλοιπους Έλληνες είναι ότι ξέρουν να εκλέγονται.

Α ναι! Γιατί στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν μπαίνεις στην τύχη. Πρέπει να κάνεις συγκεκριμένα πράγματα: Πρώτον, ρουσφέτια, ατομικά και ομαδικά· δεύτερον, χάρες, σε ανθρώπους με γερό πορτοφόλι, που χρηματοδοτούν την προεκλογική σου εκστρατεία· και τρίτον να τάζεις λαγούς με πετραχήλια, εν πλήρει επιγνώσει ότι δεν θα μπορέσεις να τους προσφέρεις -και χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό για την ασυνέπεια. Είναι μια τέχνη να τα κάνεις όλα αυτά καλά. Αυτήν επαγγέλλονται οι πολιτικοί μας για να αποκτούν τα προς το ζην -ή και το ευ ζην, αναλόγως την ικανότητα. Όπως όλες οι τέχνες, βοηθιέται από την έμφυτη κλίση, συχνά γενετικά μεταβιβαζόμενη, και τελειοποιείται με μακρόχρονη μαθητεία.

Την τέχνη του εκλέγεσθαι την κατέχουν, λοιπόν, οι πολιτικοί μας άριστα. Το πρόβλημα είναι ότι είναι η μόνη τέχνη που κατέχουν. (Εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά είναι ελάχιστες). Και έτσι σήμερα, στην κρίση, το μόνο που κάνουν οι καημένοι είναι να προσπαθούν κι αυτοί να επιβιώσουν, ασκώντας, αντανακλαστικά σχεδόν, την τέχνη τους: Ρουσφέτια, χάρες, υποσχέσεις. Οπότε, τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, των περισσότερων υπουργών και ενίοτε του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένων (Έλληνες πολιτικοί είναι κι αυτοί), αντί να εφαρμόζουν τη στρατηγική εξυγίανσης οικονομίας και κράτους που οι ίδιοι έχουν εξαγγείλει, την αντιστρατεύονται παντί τρόπω, με λαϊκίστικες θέσεις και πράξεις. Και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντί να υπερθεματίζουν στην ίδια στρατηγική, που εκφράζει λίγο-πολύ τις αξίες που έπρεπε από θέση να πρεσβεύουν, λαϊκίζουν κι αυτοί αισχρά, τάζοντας να τα «δώσουν όλα», κι ας ξέρουν ότι δεν έχουν τίποτε. Κι όσο για τους «επαγγελματίες επαναστάτες» της Αριστεράς, αυτοί πασχίζουν να διακονήσουν όσο καλύτερα μπορούν τον παλαιολιθικό λαϊκισμό του κόμματος, ώστε να μείνουν στο μισθολόγιό του -αριστεροί γαρ, εξαρτούν την προσωπική ευδαιμονία από του ευρύτερου σχηματισμού.

Φυσικά, όπως ο έμπορος ναρκωτικών δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον χρήστη, έτσι κι ο κακός πολιτικός δεν υπάρχει χωρίς τον κακό πολίτη. Αυτούς τους πολιτικούς τους φτιάξαμε εμείς. Είναι οι ιερείς της θρησκείας του χειρότερου εαυτού μας, του εαυτού που μας οδήγησε στην κρίση. Αυτό αρχίζουμε πια, οι περισσότεροι, να το καταλαβαίνουμε. Αλλά είναι αργά. Οι ιερείς καλόμαθαν, καλόκατσαν, κι αρνούνται να το κουνήσουν, υπερασπίζοντας, ο καθένας με τον τρόπο του, το κοινό τους συμφέρον: Να μη χάσουν τη δουλίτσα τους, του επαγγελματία Έλληνα πολιτικού.

Πρέπει άρα να μας γίνει συνείδηση ότι το συμφέρον της χώρας και το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτικών της είναι αυτή τη στιγμή σε διαμετρική αντίθεση. Η λύση όμως δεν είναι να τους πετάμε γιαούρτια. Είναι να πάψουμε να εκχωρούμε τις τύχες μας σε πρόσωπα φύσει ακατάλληλα να τις διαχειριστούν. Ή, με άλλα λόγια, να ωριμάσουμε.

Απόστολος Δοξιάδης

via

Ο Ιταλός αξιωματικός, το λαδάκι, οι μεσάζοντες και το σκουριασμένο ρολόι – Μια διδακτική ιστορία

$
0
0


Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα κατά την ιταλική κατοχή, σε κάποιο νησί του Ιονίου η ομάδα κατοχής των Ιταλών είχε επιτάξει το δημαρχείο, που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία του νησιού και το είχε μετατρέψει σε αρχηγείο της. Ο επικεφαλής της ομάδας κατοχής, Ιταλός αξιωματικός είχε θρονιαστεί στο γραφείο του δημάρχου και από το παράθυρό του απολάμβανε τη θέα προς την πλατεία του νησιού. Στο κέντρο της πλατείας υπήρχε μια όμορφη εκκλησία και δίπλα ακριβώς ένα πανύψηλο καμπαναριό με ένα περίτεχνο ρολόι στη μέση. Μάταια περίμενε ο Ιταλός αξιωματικός να το ακούσει να χτυπάει γιατί το ρολόι αυτό είχε εδώ και καιρό σταματήσει λόγω βλάβης.
Ο Ιταλός αισθάνθηκε χρέος του να αποκαταστήσει τη βλάβη και έτσι φρόντισε και έμαθε από τον δήμαρχο του νησιού ότι το ρολόι είχε σταματήσει γιατί δεν υπήρχε λάδι για να λαδώσουν τα γρανάζια του. Τότε ο αξιωματικός χωρίς δεύτερη σκέψη πρόσφερε στον δήμαρχο έναν τενεκέ 12 λίτρων, παρθένο ιταλικό ελαιόλαδο, έτσι ώστε να λαδωθούν τα γρανάζια και να δει και πάλι το ρολόι να δουλεύει και πάλι, και να ακούσει την καμπάνα να χτυπάει ρυθμικά την ώρα…
Ο δήμαρχος πήρε το λάδι και το ίδιο βράδυ κάλεσε στο σπίτι του τον ταμία του δημοτικού συμβουλίου και του έδωσε μία νταμιτζάνα με 6 λίτρα παρθένο ιταλικό ελαιόλαδο, λέγοντάς του ότι ο Ιταλός αξιωματικός ενδιαφέρεται να δει το ρολόι να δουλεύει και πάλι και πως θα έπρεπε γρήγορα να φτάσει το λάδι στα χέρια του συντηρητή του ρολογιού. Την άλλη μέρα το πρωί ο ταμίας πήγε στην κεντρική εκκλησία του νησιού να βρει τον παπά. Στα χέρια του κρατούσε ένα μπουκάλι με 3 λίτρα παρθένο ιταλικό ελαιόλαδο. Είπε στον παπά πως ως υπεύθυνος της εκκλησίας, άρα και του ρολογιού, ήταν δική του υπόθεση να φροντίσει ώστε το λάδι να φτάσει στα χέρια του συντηρητή του ρολογιού, με σκοπό να λαδωθούν τα γρανάζια του και να αρχίσει και πάλι να δουλεύει, όπως δηλαδή επιθυμούσε να γίνει ο Ιταλός αξιωματικός.

Ο παπάς πήρε το λάδι και το ίδιο μεσημέρι φώναξε τον νεωκόρο στο γραφείο του. Του εξήγησε την επιθυμία του Ιταλού αξιωματικού να δει το ρολόι να δουλεύει και του είπε πως γι’ αυτό το λόγο προσφέρει 1 λίτρο παρθένο ιταλικό ελαιόλαδο. Τον παρακάλεσε αν θα μπορούσε να πάει το λάδι αυτό στον συντηρητή του ρολογιού και να του πει να πιάσει αμέσως δουλειά και να αρχίσει να λαδώνει το ρολόι. Ο νεωκόρος έφυγε αμέσως για να εκτελέσει την εντολή του παπά. Μετά από λίγη ώρα χτυπούσε την πόρτα του συντηρητή του ρολογιού και αφού του εξιστόρησε τα όσα είχαν συμβεί του έδωσε ένα μπουκαλάκι με 200 γραμμάρια παρθένο ιταλικό ελαιόλαδο και του ζήτησε να ξεκινήσει το συντομότερο δυνατό να λαδώνει το ρολόι για να μην δυσαρεστηθεί ο Ιταλός αξιωματικός.
Ο συντηρητής του ρολογιού, όταν έμεινε μόνος, κοίταξε με δέος το πολύτιμο περιεχόμενο του μικρού μπουκαλιού. Σκέφτηκε πόσο νόστιμες θα έκανε τις λαχανίδες που επί μήνες έτρωγε αυτός και η οικογένειά του. Πόσο καλό θα έκανε στο παιδιά του λίγο λάδι που τους έχει ξεραθεί ο οισοφάγος από την μπομπότα! Την ίδια όμως στιγμή σκέφτηκε με τρόμο την αντίδραση του Ιταλού αξιωματικού αν δεν έκανε αυτό που τον είχε προστάξει μέσω του νεωκόρου, μιας και τους υπόλοιπους κρίκους αυτής της αλυσίδας τους αγνοούσε! Το ίδιο απόγευμα το ρολόι χτύπησε και πάλι μετά από πολύ καιρό, έξι φορές. Στην αρχή οι νησιώτες νόμισαν πως κάποιος είχε πεθάνει και σταυροκοπήθηκαν λέγοντας «ζωή σε λόγου μας». Αργότερα όμως, έμαθαν από τον παπά της εκκλησίας που τους μάζεψε για τον εσπερινό ότι ο καλός Ιταλός αξιωματικός είχε προσφέρει παρθένο ιταλικό ελαιόλαδο για να βάλει σε λειτουργία το ρολόι τους και πως γι’ αυτό και μόνο θα έπρεπε να αισθάνονται μεγάλη ευγνωμοσύνη που ο Κύριος, αν και περνάνε δύσκολες στιγμές στη μέση ενός φριχτού πολέμου τους έστειλε αυτόν τον μεγαλόψυχο Ιταλό.
Φυσικά το ρολόι στην κεντρική πλατεία του νησιού σταμάτησε να δουλεύει μετά από μία εβδομάδα και ο Ιταλός αξιωματικός έστησε στον τοίχο του καμπαναριού τον Έλληνα συντηρητή και τον εκτέλεσε ένα πρωί, παρουσία του δημάρχου, του ταμία, του παπά του νεωκόρου και των υπολοίπων κατοίκων του νησιού για παραδειγματισμό…
Σας θυμίζει κάτι η ιστορία αυτή;
Μα φυσικά…
Ο δήμαρχος, ο ταμίας, ο παπάς, ο νεωκόρος είναι εκείνοι από τους οποίους χάθηκαν τα χρήματα, όλα αυτά τα χρόνια. Και συνεχίζουμε να στερούμε το «λάδι» από τα γρανάζια της μηχανής. Δυστυχώς και σήμερα είμαστε «υπό κατοχή» και το θύμα, ο συντηρητής του ρολογιού,…είμαστε εμείς!


Πηγή: grizosgatos.blogspot.com

Νεκρολογία (Ενδιαφέρουσα και δυστυχώς μάλλον αληθινή)

$
0
0




Σήμερα πενθούμε το θάνατο μιας αγαπημένης παλιάς φίλης, της Κοινής Λογικής, η οποία μας συντρόφευε για πολλά χρόνια. Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα την ηλικία της αφού το μητρώο γέννησής της έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό σε γραφειοκρατικές διατυπώσεις. Θα τη θυμόμαστε ως κάποια που μας δίδαξε πολύτιμα μαθήματα όπως αυτά:
-Έχε την κοινή λογική να προστατεύεσαι,
-Γιατί το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι,
-Η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη και
-Ίσως ήταν δικό μου το φταίξιμο.
Η Κοινή Λογικήέζησε σύμφωνα με απλές, συνετές οικονομικές πολιτικές (μη ξοδεύετε περισσότερα απ’ αυτά που κερδίζετε) και αξιόπιστες στρατηγικές (υπεύθυνοι είναι οι ενήλικες κι όχι τα παιδιά).
Η υγεία της άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία όταν τέθηκαν σε ισχύ καλοπροαίρετοι αλλά αυταρχικοί κανονισμοί. Αναφορές για ένα 6χρονο αγόρι που κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση επειδή φίλησε μια συμμαθήτριά του, για εφήβους που αποβλήθηκαν από το σχολείο επειδή χρησιμοποίησαν στοματικό διάλυμα μετά το γεύμα και για έναν δάσκαλο που απολύθηκε επειδή επέπληξε έναν απείθαρχο μαθητή, απλώς επιδείνωσαν την κατάστασή της.
Η Κοινή Λογικήέχασε έδαφος όταν γονείς επιτέθηκαν σε δασκάλους επειδή έκαναν τη δουλειά που οι ίδιοι δεν είχαν καταφέρει να κάνουν αναφορικά με την πειθάρχηση των ανυπάκουων παιδιών τους.
Η υγεία της επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο όταν τα σχολεία υποχρεώθηκαν να παίρνουν τη γονική συναίνεση για να βάλουν αντηλιακό ή να δώσουν μια ασπιρίνη σ’ ένα μαθητή αλλά δεν μπορούσαν να ενημερώσουν τους γονείς όταν μια μαθήτρια έμενε έγκυος και ήθελε να κάνει έκτρωση.
Η Κοινή Λογικήέχασε τη θέληση για ζωή όταν οι εκκλησίες έγιναν επιχειρήσεις και οι εγκληματίες τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης από τα θύματά τους.
Η Κοινή Λογικήδεν κατάφερε να ξεπεράσει το γεγονός ότι, όχι μόνο δεν μπορούσες να υπερασπιστείς τον εαυτό σου από ένα διαρρήκτη μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, αλλά ο διαρρήκτης μπορούσε και να σε μηνύσει για βιαιοπραγία.
Η Κοινή Λογικήπαραιτήθηκε τελικά από κάθε θέληση για ζωή όταν μια γυναίκα που τάχα δεν κατάλαβε ότι ένα αχνιστό φλιτζάνι καφέ ήταν ζεστό, έχυσε λίγο στην ποδιά της κι ανταμείφθηκε άμεσα μ’ έναν τεράστιο διακανονισμό.
Πριν από το θάνατο της Κοινής Λογικήςείχε προηγηθεί ο θάνατος των γονιών της, της Αλήθειας και της Εμπιστοσύνης, της συζύγου Σύνεσης και των παιδιών της Ευθύνης και Λογικής.
Έχουν επιζήσει τα 4 ετεροθαλή αδέλφια της:
Ξέρω τα Δικαιώματά μου
Το Θέλω τώρα
Κάποιος άλλος φταίει
Είμαι θύμα
Στην κηδεία της δεν παρευρέθησαν πολλοί καθώς ελάχιστοι συνειδητοποίησαν ότι απεβίωσε.
   
via

Περί επαγγελματιών κι επαγγελματισμού

$
0
0


Τι σημαίνει η λέξη επαγγελματίας;
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι πρόκειται για μία εύκολη ερώτηση. Τόσο εύκολη όσο η ερώτηση: “Τι σημαίνει η λέξη δολοφόνος”;
Ποιος δεν ξέρει ότι δολοφόνος καλείται εκείνος που σκοτώνει έναν άνθρωπο, που αφαιρεί μια ζωή; Για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ο οποίος προέβη σε αυτήν την πράξη, ενίοτε χρησιμοποιούμε και την λέξη φονιάς. Ο κατέχων, όμως, την στοιχειώδη ελληνική γνωρίζει ότι η λέξη δολοφόνος συντίθεται από τον δόλο και το φονεύω. Δηλαδή δολοφόνος είναι αυτός που αφαιρεί μια ζωή με δόλια πρόθεση προσβλέποντας σε όφελος, συνήθως, οικονομικό ή ψυχολογικό. Η λέξη φονιάς δεν εμπεριέχει το στοιχείο του δόλου. Παρόλα αυτά, ένας οδηγός, όπου στην υποθετική περίπτωση που παρασέρνει και τελικά σκοτώνει έναν πεζό, άρα αφαιρεί μια ζωή –έστω και χωρίς δόλο– δεν αποκαλείται ποτέ φονιάς. Συνήθως αποκαλείται άτυχος και συνηθέστερα μεθυσμένος.

Οπότε τι σημαίνει η λέξη επαγγελματίας;

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι επαγγελματίας είναι αυτός που ασκεί ένα επάγγελμα. Συνήθως ασκεί αποκλειστικά το επάγγελμα αυτό. Λέμε π.χ. επαγγελματίας οδηγός φέρνοντας στο νου μας έναν φορτηγατζή ή έναν ταξιτζή. Διαφωνεί κανείς με αυτό; Όχι. Γιατί, όμως, δεν θα λέγαμε ποτέ για κάποιον ότι είναι επαγγελματίας περιπτεράς;

Θα μπορούσε κάποιος πάλι να ισχυριστεί ότι επαγγελματίας είναι εκείνος που αγαπάει το επάγγελμά του. Λέμε π.χ. ότι ο γύφτος λατρεύει να περιφέρεται από φανάρι σε φανάρι και να στήνει τον πάγκο του από γωνία σε γωνία κλαίγοντας και απλώνοντας την παλάμη του. Ο γύφτος λατρεύει να κάνει αυτό που κάνει και του αποφέρει εμφανώς όφελος. Διαφωνεί κανείς με το γεγονός ότι οι γύφτοι λατρεύουν να κάνουν αυτό που περιγράψαμε; Όχι. Γιατί, όμως, δεν θα λέγαμε ποτέ κάποιον γύφτο επαγγελματία αν και αληθώς ζει αποκλειστικά από αυτήν την δραστηριότητα;

Επάγγελμα ασκεί και ένας οποιοσδήποτε υπάλληλος. Γιατί, όμως, δεν θα λέγαμε ποτέ για κάποιον ότι αυτός είναι επαγγελματίας ταμίας σούπερ μάρκετ; Στον αντίποδα, γιατί πολύ συχνά ακούς την έκφραση: “Αυτός είναι επαγγελματίας σερβιτόρος”;

Σε αυτό το σημείο ας ανατρέξουμε στον Αντισθένη. “Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις”. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι η ελληνική γλώσσα έχει λέξεις που πολύ συχνά σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που αντιλαμβανόμαστε ή από αυτό που θέλουμε να περιγράψουμε χρησιμοποιώντας τις. Η ετυμολογία της λέξης είναι εκείνη που μας επιτρέπει να διακρίνουμε και να προσδιορίσουμε το νοηματικό φορτίο που αυτή κουβαλάει. Έχοντας, λοιπόν, ως οδηγό το ανωτέρω μικρό παράδειγμά μας, ας ξαναρωτήσουμε:

Τι σημαίνει η λέξη επαγγελματίας; Η λέξη επάγγελμα προέρχεται από την λέξη επαγγέλλομαι η οποία συντίθεται από το επί και το αγγέλλομαι και αρχικά σήμαινε υπόσχομαι. Εξ ου και η «Θεία Επαγγελία», δηλαδή η θεία υπόσχεση για την εκπλήρωση μιας κατάστασης. Στην συνέχεια η λέξη επικράτησε να σημαίνει την ασχολία ενός ανθρώπου για βιοποριστικούς σκοπούς.

Παρόλα αυτά, η ανάλυσή μας κάπου χωλαίνει αφού όπως είδαμε, ακόμη και σήμερα, δεν λέμε ποτέ ότι κάποιος είναι επαγγελματίας ταμίας ή επαγγελματίας περιπτεράς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ακόμη και σήμερα, χωρίς να το γνωρίζουμε, λέμε ότι κάποιος είναι επαγγελματίας όταν διαισθανόμαστε ότι μας δίνει μια υπόσχεση πως θα κάνει αυτό που διατείνεται ότι κάνει. Ότι θα πραγματοποιήσει αυτό που υπόσχεται, ότι αληθώς επαγγέλλεται αυτό που επαγγέλλεται.

Αποκαλώντας κάποιον επαγγελματία τονίζουμε πρωτίστως την συνέπεια και την ποιότητα που τον διακρίνουν και δευτερευόντως στεκόμαστε στην αποκλειστική άσκηση αυτής της ασχολίας που του αποφέρει τα προς το ζην. Σε αυτό το σημείο –κάνοντας μια μικρή παρένθεση– να πούμε ότι συμβαίνει το εξής παράδοξο. Στο 100% των περιπτώσεων, οι επαγγελματίες με την έννοια που ορίσαμε πριν, αποκομίζουν τα προς το ΕΥ ΖΗΝ. Κακοπληρωμένος και επαγγελματίας είναι δύο έννοιες παντελώς ασύμβατες μεταξύ τους.

Μπορούμε, λοιπόν, να φέρουμε στο νου μας εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες με ασφάλεια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως επαγγελματία. Φερ’ ειπείν, επαγγελματίας είναι ένας ηθοποιός του θεάτρου ο οποίος μπορεί πριν την παράσταση να βίωσε τον χαμό ενός αγαπημένου του, αλλά επάνω στο πάλκο να αποδώσει άψογα στον κωμικό του ρόλο. Αυτός –ίσως και να πούνε μερικοί ότι – είναι επαγγελματίας απάνθρωπος, αλλά δεν μας απασχολεί επί του παρόντος.

Επαγγελματίας είναι ένας οδηγός ταξί ο οποίος διατηρεί το αυτοκίνητό του καθαρό, είναι ευγενής και πρόθυμος, δεν εξυπηρετεί δεύτερο πελάτη ταυτοχρόνως χωρίς την συγκατάθεση των ήδη εποχούμενων, ανάβει εγκαίρως το φλας πριν στρίψει και ούτω καθεξής.

Επαγγελματίας σερβιτόρος είναι αυτός που είναι ευγενικός και πεντακάθαρος, πλήρως ενημερωμένος για το μενού και την κάβα, ταχύς στις μετακινήσεις του και με οξεία αντίληψη του χώρου στον οποίο κινείται.

Επαγγελματίας μηχανικός αυτοκινήτων είναι αυτός που είναι πλήρως καταρτισμένος στο αντικείμενο της επισκευής του εξοπλισμού, αυτός που τοποθετεί γνήσια ανταλλακτικά –ή ιμιτασιόν,εις γνώσιν όμως πάντα του πελάτη– αυτός που ενημερώνει με ακρίβεια δεκάρας για το κόστος της επικείμενης εργασίας, αυτός γενικά που καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αυξηθεί το χρονικό διάστημα που ίσως απαιτηθεί για την εκ νέου επίσκεψη του πελάτη στο συνεργείο.

Επαγγελματίας εστιάτορας είναι αυτός που –πρώτα από όλα– απασχολεί επαγγελματία μάγειρα και επαγγελματίες σερβιτόρους και τους μισθοδοτεί καλά και έπειτα φροντίζει για την υγιεινή και ασφάλεια των τροφίμων, την συμμόρφωση του χώρου με την κείμενη νομοθεσία και πάει λέγοντας.

Επαγγελματίας πάνω από όλα σημαίνει συνέπεια. Η συνέπεια του επαγγελματία είναι αυτή που εξοικονομεί χρόνο και χρήμα στον πελάτη. Η συνέπεια κοστίζει. Δεν γίνεται να μην κοστίζει. Κοστίζει αλλά τον επαγγελματισμό τον πληρώνεις ΜΙΑ φορά ενώ την ανευθυνότητα την πληρώνεις ΠΟΛΛΕΣ φορές αφού είναι σίγουρο ότι στο τέλος θα αναγκαστείς να απευθυνθείς στον επαγγελματία. Καταλήγουμε λοιπόν στην αρχική μας εκτίμηση, ότι επαγγελματίας είναι αυτός που δεν διαψεύδει την ενδόμυχη υπόσχεση που λαμβάνεις πως θα είναι συνεπής απέναντί σου και θα παράγει έργο ανάλογο της αμοιβής που κατέβαλλες σε αυτόν.

Και τώρα πάμε στο ζουμί της υπόθεσης…

Έχει η Ελλάδα επαγγελματίες; Υπάρχουν στην Ελλάδα επαγγελματίες; Όσο μικρή και απλή είναι η ερώτηση άλλο τόσο είναι και η απάντηση.

Ναι. έχει. Ναι, υπάρχουν επαγγελματίες στην Ελλάδα.

Έχει τους συνεπέστερους επαγγελματίες της υφηλίου. Αυτούς που συνεχίζουν ακόμη και μετά από τόσα χρόνια να διατηρούν έναν άφθαρτο ενθουσιασμό και μιαν απίστευτη συνέπεια σε αυτό που κάνουν. Μάλιστα, είναι τόσο επαγγελματίες που, ενώ ο δρόμος είναι ανοιχτός για όλους, μόνο αυτοί ευδοκιμούν και εξελίσσονται. Μόνο αυτοί δεσπόζουν και διαπρέπουν. Μόνο αυτοί έρχονται μονίμως πρώτοι στην προτίμηση του κόσμου. Ποιοι είναι όλοι αυτοί;

Οι επαγγελματίες ΣΩΤΗΡΕΣ.

Οι επαγγελματίες ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ, οι επαγγελματίες της ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ, οι επαγγελματίες ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΙ και οι επαγγελματίες ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ.

Όλοι αυτοί –για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έκφραση του χύδην όχλου– είναι και γαμώ τους συνεπείς. Εννοώ ότι είναι τόσο συνεπείς που γαμούν όλους τους άλλους. Όχι τους άλλους επαγγελματίες, διότι «όμοιος ομοίω αεί πελάζει», αλλά όλους εμάς. Είναι τόσο επαγγελματίες που αυτοί ορίζουν τα στάνταρντ της συνέπειας στην Ελλάδα. Είναι τόσο επαγγελματίες ώστε ορίζουν ακόμα και το διάβα επάνω στον δρόμο του επαγγελματισμού. Είναι τόσο συνεπείς με τα παιδιά και τα εγγόνια τους όλοι αυτοί οι επαγγελματίες πρωθυπουργοί, οι επαγγελματίες αρχηγοί κομμάτων, οι επαγγελματίες βουλευτές–υπερασπιστές των συμφερόντων του λαού. Κοντά σε αυτούς και οι επαγγελματίες επικεφαλής των αιτημάτων της εργατικής τάξης, οι επαγγελματίες υπέρμαχοι της κοινωνικής δικαιοσύνης, οι επαγγελματίες υπερασπιστές των αδύνατων. Αυτοί είναι οι επαγγελματίες εστιάτορες του παραδείγματός μας, που φυλάττουν στα ψυγεία τους την ληγμένη, την αλλοιωμένη, την αποκρουστικά σάπια τροφή. Όλοι αυτοί, ως γνήσιοι επαγγελματίες, προσέλαβαν τους επαγγελματίες σερβιτόρους να φέρουν την σαβούρα στο πιάτο μας, να την καταπιούμε και να την χρυσοπληρώσουμε. Όλοι αυτοί προσέλαβαν τους δημοσιογράφους, τους αυθεντικούς επαγγελματίες του σερβιρίσματος, τις αυθεντικές και απολύτως επαγγελματίες πουτάνες της πένας να μας σερβίρουν και να μας προτείνουν κατά περίπτωση εναλλακτικό μενού –πάντα όμως προερχόμενο από το ένα και μοναδικό ψυγείο. Μόνο αυτοί θα μπορούσαν να μας σερβίρουν 5 κόκκους σουσάμι, 2 πινελιές ούζο και όρχεις πεσκανδρίτσας με 100 ευρώ το πιάτο.

Όλοι αυτοί μπορούν και είναι τόσο καλοί επαγγελματίες για ΕΝΑΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΛΟΓΟ. Επειδή όλοι εμείς είμαστε ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΣ.

Επειδή εμείς έχουμε μάθει τη λογική του γύφτου. Του γύφτου –επαγγελματία ζητιάνου– που μας μπόλιασε με τη λογική του παζαριού. “Πόσο κοστίζει αυτό; Τόσο. Όχι τόσο. Πάρε τα μισά και είμαστε εντάξει”.Τη λογική του “το παιδί μου να μπει στο δημόσιο και σιγά μη χαθεί ο τόπος για ένα μισθό παραπάνω” .Τη λογική του “να πάρω το πτυχίο και σιγά μην χρειαστεί ποτέ να χειρουργήσω”.Την λογική του “κάτσε να πάρω το δίπλωμα και μαθαίνω μετά να οδηγάω”. Τη λογική του “ρε μάστορα πιάσε τη REAL NEWS γιατί κληρώνει τζιπ να ‘ούμε…”. Τη λογική τού ότι αφού το είπε ο Χατζηαβατονικολάου έτσι είναι, τη λογική της έκπτωσης, τη λογική του σκόντου, τη λογική του πέντε πάνω – πέντε κάτω, τη λογική του “δε γαμιέται… βάλε 5 ευρώ βενζίνη να φτάσουμε μέχρι την παραλία και έχει ο Θεός…”.

Πόσοι από αυτούς τους επαγγελματίες-ρεμάλια θα ήταν ικανοί να επιβιώσουν –όχι απλώς επιχειρηματικά αλλά βιολογικά– αν εμείς ήμαστε ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΟΛΙΤΕΣ; Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους αλλά οι λογαριασμοί στο πόδι κάνουν τους Έλληνες να φαίνονται καλοί μαλάκες και αυτό δεν τους αξίζει. Στον κόσμο της αγοράς οι επαγγελματίες είναι μονίμως κερδισμένοι. Και αυτοί και οι πελάτες τους. Στην Ελλάδα, κατά πως φαίνεται, επαγγελματίας είναι εκείνος που είναι μονίμως κερδισμένος. Εκείνος του οποίου η δραστηριότητα αποβαίνει ωφέλιμη μόνο σε αυτόν και επιπλέον ζημιώνει και τους πελάτες του.

Λοιπόν; Θα τους αφήσουμε να επιδεικνύουν μονίμως τον επαγγελματισμό τους; Θα τους αφήσουμε να είναι εσαεί αυτό που είναι;

Υπάρχει μια φράση που ανέκαθεν μου άρεσε: “Με την συνέπεια του επαγγελματία και το πάθος του ερασιτέχνη”.Ας απαιτήσουμε να μας σεβαστούν και να μας παράσχουν αυτά για τα οποία επί σειρά δεκαετιών τους αμείβουμε αδρά. Ας απαιτήσουμε επαγγελματισμό ευθέως ανάλογο του κόστους που τόσα χρόνια φέρουμε στους ώμους μας. Ας γίνουμε επιτέλους επαγγελματίες πολίτες.

Στην αντίθετη περίπτωση, δεν μας (-τους) απομένει τίποτα άλλο παρά να φερθούμε ως ερασιτέχνες. Ας φερθούμε τότε με πάθος. Ανέκαθεν δύο από τις συνηθέστερες ασχολίες των Ελλήνων ήταν το σεξ και οι καβγάδες. ΣΕΞ και ΒΙΑ λοιπόν. Γαμήστε τους και δείρτε τους. Αυτό τους αξίζει. Το σεξ ας είναι σπάταλο. Προσοχή στο ξύλο όμως.

Μας είπε που μας είπε η κυρά Θάλεια ότι τα αρχαία ελληνικά είναι νεκρή γλώσσα. Μην μας πει και νεκρόφιλους…

Viewing all 1128 articles
Browse latest View live